Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου9 Μαρτίου

Των Αγίων τεσσαράκοντα Μαρτύρων των εν Σεβαστεία μαρτυρησάντων, Ουρπασιανού, Καισαρίου κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιοι Σαράντα ΜάρτυρεςΤω αυτώ μηνί Θ’, μνήμη των Αγίων μεγάλων τεσσαράκοντα Μαρτύρων, των εν Σεβαστεία τη πόλει μαρτυρησάντων.

Πληρούμεν υστέρημα σου Σώτερ πάθους,
Τεσσαράκοντα συντριβέντες τα σκέλη.

Αμφ’ ενάτην εάγη σκέλε’ ανδρών τεσσαράκοντα.

Ούτοι οι Άγιοι τεσσαράκοντα Μάρτυρες εκατάγοντο μεν, από διαφόρους πατρίδας. Όλοι δε ήτον στρατιώται, υποκάτω εις ένα αρχιστράτηγον, κατά τους χρόνους Λικινίου βασιλέως εν έτει τκ’ [320]. Πιασθέντες δε δια την εις Χριστόν πίστιν και εξετασθέντες, πρώτον μεν φορούν αλυσίδας και δεσμά και παραδίδονται εις την φυλακήν, έπειτα δε κτυπώνται με πέτρας εις τα πρόσωπα και εις τα στόματα. Αι δε πέτραι ριπτόμεναι, δεν εκτύπουν τους Μάρτυρας, αλλά γυρίζουσαι οπίσω, εκτύπουν εκείνους, οπού τας έρριπτον. Έπειτα εις ένα καιρόν, οπού έγινε ψύχρα και πάγος πολύς, και μάλιστα εις την χώραν της Σεβαστείας, ήτις έχει ξεχωριστήν ψύχραν από λόγου της, εις ένα λέγω τοιούτον ψυχρότατον καιρόν, εκαταδικάσθησαν οι μακάριοι ούτοι Μάρτυρες, να βαλθούν γυμνοί μέσα εις την λίμνην της πόλεως. Επειδή δε ένας από τους τεσσαράκοντα μικροψυχήσας, επήγεν εις το λουτρόν, το οποίον ήτον εκεί κοντά αναμμένον, και παρευθύς οπού του εκτύπησεν η θέρμη του λουτρού διελύθη, δια τούτο ο φύλαξ, οπού εφύλαττεν έξω, βλέπωντας τούτο, εμβήκε μόνος του εις την λίμνην, και αντί εκείνου του λειποτάκτου, κατέστησε τον εαυτόν του μετά των Αγίων Μαρτύρων. Παρεκινήθη δε εις τούτο εξ αιτίας τοιαύτης. Προ του να υπάγη εις το λουτρόν ο ολιγόψυχος εκείνος, είδεν ο φύλαξ ένα ουράνιον φως, οπού επερικύκλονε τους Αγίους Μάρτυρας. Ομοίως είδε και στεφάνους λαμπρούς οπού ήτον επάνω εις τας κεφαλάς του καθ’ ενός. Ένας δε μόνον από αυτούς, έμεινεν αστεφάνωτος (1).

Όταν δε εξημέρωσεν, επειδή οι Άγιοι, ήτον μεν λειποθυμισμένοι, ακόμη δε ήτον ζωντανοί, δια τούτο ετζακίσθησαν εις τα σκέλη, και ούτω παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού, και έλαβον τους αμαράντους στεφάνους του μαρτυρίου. Πολλά δε επιθυμητός ήτον εις τους τότε Χριστιανούς ο υπέρ Χριστού θάνατος, και δήλον εκ τούτου. Ένας γαρ Μάρτυς από τους τεσσαράκοντα, νέος κατά την ηλικίαν, Μελίτων κατά το όνομα, δεν είχεν αποθάνη. Όθεν ο τύραννος επρόσταξε να μη τζακίσουν τα σκέλη του, αλλά να τον αφήσουν απείρακτον, νομίζωντας, ότι με το να ήτον νέος και δυνατός εις το σώμα, έχει να ζήση, ίσως δε και να μεταστραφή από την πίστιν του Χριστού. Όθεν βλέπουσα αυτόν η μήτηρ του ακόμη ζωντανόν, και φοβουμένη, μήπως δια το νεαρόν και φιλόζωον δειλιάση, και ευρεθή ανάξιος της τιμής και τάξεως των συστρατιωτών του, δια τούτο έστεκε κοντά εις τον υιόν της και εκτείνουσα τας χείρας της εις αυτόν, με σχήμα, και με βλέμμα, και με κάθε λογής τρόπον εσπούδαζε να εμβάση θάρρος και ανδρίαν εις την καρδίαν του. Τέκνον εμοί γλυκύτατον, λέγουσα, τέκνον ήδη του Ουρανίου Πατρός. Ολίγον ακόμη υπόμεινον, δια να γένης τέλειος Μάρτυς Χριστού, μη φοβηθής τας βασάνους, ιδού αοράτως παραστέκεται ο Χριστός βοηθός. Ακόμη ολίγον τέκνον μου, και πλέον δεν θέλεις λάβης κανένα λυπηρόν, ούτε κανένα επίπονον. Όλα τα βάσανα επέρασαν, όλα τα δεινά ενίκησας με την ανδρίαν σου. Χαρά θέλει σε δεχθή μετά ταύτα, ηδονή, άνεσις, ευφροσύνη, άλλα αγαθά, τα οποία θέλεις απολαύσεις, συμβασιλεύωντας με τον Χριστόν, και πρεσβευτής γενόμενος εις αυτόν δια εμέ την μητέρα σου.

Επειδή δε είδεν η φιλόθεος μήτηρ, ότι οι στρατιώται έβαλαν τα λείψανα των Αγίων επάνω εις τας αμάξας, τον δε υιόν της αφήκαν, με ελπίδα ίσως και ζήση, τούτου χάριν η καλή και ανδρεία μήτηρ, νομίσασα την ζωήν ταύτην του υιού της, ότι είναι περισσότερον θάνατος, παρά ζωή, εκαταφρόνησε μεν την ασθένειαν της γυναικός, αλησμόνησε δε και τα σπλάγχνα τα μητρικά, και σηκώσασα τον υιόν της επάνω εις τους ώμους της, ηκολούθει οπίσω εις τας αμάξας μεγαλοψύχως. Επληροφορείτο γαρ η μακαρία, ότι τότε θέλει ιδή ζωντανόν τον υιόν της, όταν τον ιδή δια τον Χριστόν αποθαμμένον. Όταν δε είδε, πως παρέδωκε την ψυχήν του, φερόμενος επάνω εις τους ώμους της, τότε ελευθερωθείσα από κάθε φροντίδα, εχόρευε και εσκίρτα δια το τοιούτον χαροποιόν τέλος του υιού της. Όθεν φέρουσα το λείψανόν του έως εις τον τόπον, οπού ήτον τα άλλα λείψανα των Αγίων, εκεί απέθεσε το φίλτατον τέκνον της, και με τους άλλους συστρατιώτας τούτο εσυναρίθμησεν, ίνα μηδέ το σώμα του χωρισθή από τα σώματα των Αγίων, με τας ψυχάς των οποίων εσπούδαζε να συναριθμήση και την ψυχήν του υιού της.

Ανάψαντες δε οι στρατιώται μεγάλην πυρκαϊάν, κατέκαυσαν τα σώματα των Αγίων. Έπειτα ει τι έμειναν, τα έρριψαν εις τον ποταμόν, φθονούντες να μη λάβουν αυτά οι Χριστιανοί. Αλλ’ όμως κατά θείαν οικονομίαν, εσυνάχθησαν τα άγια λείψανα εις ένα κρημνόν του ποταμού, τα οποία πέρνοντές τινες Χριστιανοί, εχάρισαν αυτά εις τους Ορθοδόξους πλούτον ασύλητον. Τελείται δε των τεσσαράκοντα τούτων η Σύναξις και εορτή, εις τον αγιώτατον και μαρτυρικώτατον αυτών Ναόν, τον ευρισκόμενον κοντά εις το Χάλκινον τετράπυλον. (Όρα τον κατά πλάτος Βίον αυτών εις τον Νέον Θησαυρόν (2).)

(1) Όρα και τον Μέγαν Βασίλειον εν τω εις τους τεσσαράκοντα τούτους Μάρτυρας εγκωμίω λέγοντα, ότι προ του να εύγη ο ολιγόψυχος εκείνος από την λίμνην, είδεν ο φύλαξ τα ανωτέρω. Ούτω γάρ φησιν· «Ως δε, οι μεν, ηγωνίζοντο, ο δε, επετήρει το εκβησόμενον, είδε θέαμα ξένον, δυνάμεις τινάς εξ Ουρανού κατιούσας, και οίον παρά βασιλέως δωρεάς μεγάλας διανεμούσας τοις στρατιώταις. Αι, τοις μεν άλλοις πάσι, διήρουν τα δώρα. Ένα δε μόνον, αφήκαν αγέραστον, ανάξιον κρίνασαι των Ουρανίων τιμών. Ος ευθύς προς τους πόνους απαγορεύσας, προς τους εναντίους απηυτομόλησε». Σημείωσαι, ότι εκ του εγκωμίου τούτου του προς τους τεσσαράκοντα του Μεγάλου Βασιλείου, αυτολεξεί είναι ερανισμένα και τα τρία σχεδόν τροπάρια του εσπερινού των Αγίων: ήγουν το «Φέροντες τα παρόντα γενναίως» και τα λοιπά. Και τούτο δε σημείωσαι, ότι εν τω δοξαστικώ των αποστίχων, τω περιέχοντι τα ονόματα των Αγίων τεσσαράκοντα, αριθμούνται ονόματα τριάντα εννέα, και ουχί τεσσαράκοντα. Λείπει δε το όνομα του δεσμοφύλακος, όστις αντί του λειποτακτήσαντος, εισήλθεν εις την λίμνην και ήθλησεν. Ωνομάζετο δε, Αγλάϊος, ως εν τω κατά πλάτος Βίω των Αγίων αναφέρεται. Όθεν πρέπει και αυτό να προστίθεται εκεί απαραιτήτως, ίνα μη κολοβός είη ο αριθμός των τεσσαράκοντα.

(2) Σημείωσαι, ότι εγκώμιον έχει εις τους τεσσαράκοντα και ο Νύσσης Γρηγόριος, και ο Αστέριος Επίσκοπος Αμασείας, είναι δε ελληνικά. Το δε εγκώμιον του Μεγάλου Βασιλείου, μετεφράσθη μεν παρ’ άλλου εις το απλούν, εδιωρθώθη δε, παρ’ εμού. Ευρίσκονται δε πάντα εις την Ιεράν και βασιλικήν Μονήν του Ξηροποτάμου. Και τούτο δε σημείωσαι, ότι εν τινι χειρογράφω βιβλίω του Τυπικαρείου της των Ιβήρων Μονής, ευρίσκεται εις Κανών παρακλητικός, προς τους τεσσαράκοντα. Εν δε τη Λαύρα και εν τη Μονή των Ιβήρων σώζεται και το ελληνικόν των τεσσαράκοντα Μαρτύριον, ου η αρχή· «Είχε μεν των Ρωμαίων σκήπτρα Λικίνιος». Εν δε τη Μεγίστη Λαύρα ευρίσκεται έτι διήγησις περί αυτών και των ονομάτων αυτών, ης η αρχή· «Κατά τους καιρούς Λικινίου του βασιλέως, ην διωγμός μέγας των Χριστιανών». Έχει δε και εγκώμιον εις αυτούς ο Άγιος Εφραίμ, ου η αρχή· «Εικόνα μαρτυρικήν διαγράψαι βούλομαι». (Τομ. β’ της εν Ρώμη εκδόσεως.)

 *

Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Ουρπασιανού (3).

Ουρπασιανός ρίπτει μεν την χλαμύδα,
Καταισχύνει δε ασεβών βασιλείαν.

Όταν ο ασεβέστατος Μαξιμιανός έλαβε την βασιλείαν εν έτει σοη’ [278], τότε ετυράννει όλην την περίχωρον της Νικομηδείας, διάπυρος υπερασπιστής των ειδώλων γενόμενος. Τούτου λοιπόν τον θυμόν άναψαν κατά των Χριστιανών, ωσάν μίαν μεγάλην πυρκαϊάν, οι τούτου ομόφρονες και συντράπεζοι Έλληνες. Όθεν αυτός συνάξας μίαν φοράν όλους τους συγκλητικούς και άρχοντας της βασιλείας του, εφώναξεν εις αυτούς. Όποιος από εσάς έπεσεν εις την κακίστην θρησκείαν των Χριστιανών, και δεν θέλει να επιστρέψη προς τους ευμενείς ημών θεούς, και τούτους να εξιλεώση με την μετάνοιαν, ούτος ας ευγάλη την αξιωματικήν ζώνην οπού φορεί, και ας φύγη από το βασιλικόν παλάτιον και από την πόλιν ταύτην. Επειδή η πόλις αύτη θεούς μεγάλους λατρεύει από τους προγόνους της, και όχι Θεόν ένα εσταυρωμένον.

Τότε λοιπόν τότε, φόβος και τρόμος έπεσεν εις όλους τους πιστεύοντας εις τον Χριστόν. Και τότε ήτον να ιδή τινας αληθώς, πως εγυμνάζετο και εδοκιμάζετο ωσάν το χρυσάφι εις το πυρ, η εις τον Χριστόν πίστις και ευσέβεια. Διότι άλλοι μεν από τους Χριστιανούς, έφευγον και εκρύπτοντο, άλλοι δε, επαραδίδοντο εις τα βάσανα. Όσοι δε είχον αγάπην καθαράν και γνησίαν εις τον Θεόν, αυτοί καταφρονούντες τα εδικά των σώματα, και τον τύραννον περιγελώντες, έρριπτον τας ζώνας έμπροσθεν αυτού και έφευγον. Τότε λοιπόν και ο μεγαλόφρων ούτος και αδαμάντινος κατά την ψυχήν Ουρπασιανός, παρασταθείς ενώπιον του βασιλέως και όλης της συγκλήτου, έρριψε την εδικήν του χλαμύδα και ζώνην, ειπών. Επειδή βασιλεύ, εγώ σήμερον στρατεύομαι τω επουρανίω και αθανάτω Βασιλεί τω Κυρίω μου Ιησού Χριστώ, λάβε την ζώνην και την τιμήν και την δόξαν. Προσωρινή γαρ αύτη είναι, και εις ουδέν χρησιμεύει.

Ταύτα αιφνιδίως ειπόντος του Ουρπασιανού, ακούσας ο Μαξιμιανός, αλλοιώθη κατά τον νουν, και εις πολλήν ώραν έμεινεν άφωνος. Έπειτα τρίψας τους οφθαλμούς του, και βλέπωντας με στραβόν ομμάτι τον Μάρτυρα, εφώναξεν άγρια ωσάν ανήμερον θηρίον, και είπε προς τους παρεστώτας. Κρεμάσατε τούτον τον αλιτήριον, και τας σάρκας αυτού καταξεσχίσατε με τα βούνευρα. Τούτου δε γενομένου παρευθύς, κατεξεσχίζετο εις πολλάς ώρας με τα βούνευρα ο του Χριστού γενναίος αγωνιστής, ο οποίος τους οφθαλμούς του έχων τεντωμένους εις τον Ουρανόν, επροσηύχετο, χωρίς να λυπήται ολότελα. Ύστερον δε εκατέβασαν τον Άγιον από τον μηχανικόν μάγγανον. Τότε λέγει προς τους υπηρέτας ο τύραννος, ρίψατε τούτον μέσα εις σκοτεινήν φυλακήν, και εκεί τούτον καταξηράνατε, έως ου να στοχασθώ με ποίον θάνατον να τον αφανίσω. Ο δε Μάρτυς μέσα εις την φυλακήν ευρισκόμενος, έχαιρε και ευφραίνετο, και τας προσευχάς του τω Κυρίω απέδιδεν.

Ο δε ασεβής βασιλεύς κατεσκεύασεν ένα όργανον τιμωρητικόν, τούτο δε ήτον ένα κλουβί σιδηρένιον. Αφ’ ου δε εύγαλε τον Άγιον από την φυλακήν, επρόσταξε να τον βάλουν μέσα εις το κλουβί, και να κρεμάσουν αυτό υψηλά. Τούτου λοιπόν γενομένου, εκρέμετο ο Άγιος από τα δύω χέρια, και εφόρει το σιδηρένιον κλουβί εις όλον το σώμα του. Είτα επρόσταξεν ο τύραννος να ανάψουν λαμπάδας, και με αυτάς να κατακαίουν τον Άγιον άσπλαγχνα. Τόσον δε κατεκαύθη από τας λαμπάδας ο αθλητής, έως οπού αι σάρκες του ανέλυσαν και έτρεχον εις την γην, ωσάν να ήτον κηρίον, και ούτως εζυμώθησαν με το χώμα της γης, ωσάν λεπτός κονιορτός. Έτζι ο του Χριστού Μάρτυς προσευχόμενος και αναλυόμενος, εγέμισε τον αέρα από μυρεψικήν ευωδίαν, και ανέβη ως αστήρ φαεινός προς τον Κύριον, δια να λάβη της νίκης τον στέφανον, καθώς μερικοί Χριστιανοί ηξιώθησαν να ιδούν αυτόν, πώς ανέβαινεν εις τους Ουρανούς με τοιαύτην λαμπρότητα. Ο δε ασεβής και άθλιος Μαξιμιανός, μένωντας ακόμη εις την μανίαν του, επρόσταξε να συμμαζωχθή επιμελώς η γη εκείνη, εις την οποίαν έπεσον αι σάρκες του Αγίου, ομοίως και τα κόκκαλά του, και ταύτα να σκορπισθούν μέσα εις την θάλασσαν έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς του.

(3) Το Συναξάριον του Αγίου Ουρπασιανού γράφεται ατάκτως εν τοις Μηναίοις κατά την δεκάτην τρίτην του παρόντος. Όθεν εγράφη εδώ ευτάκτως, όπου και η μνήμη του εορτάζεται.

 *

Ο Άγιος Καισάριος, ο αδελφός Γρηγορίου του Θεολόγου, εν ειρήνη τελειούται.

Ο Γρηγορίου προς νεκρόν Καισαρίου,
Γλώττης χαλινοί της εμής λόγους λόγος (4).

(4) Σημείωσαι, ότι όχι μόνον ο Θεολόγος Γρηγόριος, λόγον επιτάφιον έπλεξεν εις την κορυφήν του Καισαρίου, αλλά και αυτός ο Καισάριος ερωταποκρίσεις τινάς συνέγραψεν, εξ ων μερικαί φέρονται τετυπωμέναι εν τω τέλει της Βίβλου Αναστασίου του Σιναΐτου, της καλουμένης Οδηγού. Αι δε άλλαι ετυπώθησαν εν τη Βιβλιοθήκη των Πατέρων.

 *

Οι Άγιοι Μάρτυρες Πάππος και Μάμμη, πατήρ και μήτηρ και δύω τέκνα, ξίφει τελειούνται.

Δια ξίφους ήθλησε συγγενές γένος,
Η παππόμαμμος πατρομητροτεκνία.

 Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

 Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

 * * *

 

 

Άγιοι Σαράντα ΜάρτυρεςΤῷ αὐτῷ μηνὶ Θ΄, μνήμη τῶν Ἁγίων μεγάλων τεσσαράκοντα Μαρτύρων, τῶν ἐν Σεβαστείᾳ τῇ πόλει μαρτυρησάντων.

Πληροῦμεν ὑστέρημα σοῦ Σῶτερ πάθους,
Τεσσαράκοντα συντριβέντες τὰ σκέλη.

Ἀμφ’ ἐνάτην ἐάγη σκέλε’ ἀνδρῶν τεσσαράκοντα.

Οὗτοι οἱ Ἅγιοι τεσσαράκοντα Μάρτυρες ἐκατάγοντο μέν, ἀπὸ διαφόρους πατρίδας. Ὅλοι δὲ ἦτον στρατιῶται, ὑποκάτω εἰς ἕνα ἀρχιστράτηγον, κατὰ τοὺς χρόνους Λικινίου βασιλέως ἐν ἔτει τκ΄ [320]. Πιασθέντες δὲ διὰ τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν καὶ ἐξετασθέντες, πρῶτον μὲν φοροῦν ἁλυσίδας καὶ δεσμὰ καὶ παραδίδονται εἰς τὴν φυλακήν, ἔπειτα δὲ κτυπῶνται μὲ πέτρας εἰς τὰ πρόσωπα καὶ εἰς τὰ στόματα. Αἱ δὲ πέτραι ῥιπτόμεναι, δὲν ἐκτύπουν τοὺς Μάρτυρας, ἀλλὰ γυρίζουσαι ὀπίσω, ἐκτύπουν ἐκείνους, ὁποῦ τὰς ἔρριπτον. Ἔπειτα εἰς ἕνα καιρόν, ὁποῦ ἔγινε ψύχρα καὶ πάγος πολύς, καὶ μάλιστα εἰς τὴν χώραν τῆς Σεβαστείας, ἥτις ἔχει ξεχωριστὴν ψύχραν ἀπὸ λόγου της, εἰς ἕνα λέγω τοιοῦτον ψυχρότατον καιρόν, ἐκαταδικάσθησαν οἱ μακάριοι οὗτοι Μάρτυρες, νὰ βαλθοῦν γυμνοὶ μέσα εἰς τὴν λίμνην τῆς πόλεως. Ἐπειδὴ δὲ ἕνας ἀπὸ τοὺς τεσσαράκοντα μικροψυχήσας, ἐπῆγεν εἰς τὸ λουτρόν, τὸ ὁποῖον ἦτον ἐκεῖ κοντὰ ἀναμμένον, καὶ παρευθὺς ὁποῦ τοῦ ἐκτύπησεν ἡ θέρμη τοῦ λουτροῦ διελύθη, διὰ τοῦτο ὁ φύλαξ, ὁποῦ ἐφύλαττεν ἔξω, βλέπωντας τοῦτο, ἐμβῆκε μόνος του εἰς τὴν λίμνην, καὶ ἀντὶ ἐκείνου τοῦ λειποτάκτου, κατέστησε τὸν ἑαυτόν του μετὰ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων. Παρεκινήθη δὲ εἰς τοῦτο ἐξ αἰτίας τοιαύτης. Πρὸ τοῦ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸ λουτρὸν ὁ ὀλιγόψυχος ἐκεῖνος, εἶδεν ὁ φύλαξ ἕνα οὐράνιον φῶς, ὁποῦ ἐπερικύκλονε τοὺς Ἁγίους Μάρτυρας. Ὁμοίως εἶδε καὶ στεφάνους λαμπροὺς ὁποῦ ἦτον ἐπάνω εἰς τὰς κεφαλὰς τοῦ καθ’ ἑνός. Ἕνας δὲ μόνον ἀπὸ αὐτούς, ἔμεινεν ἀστεφάνωτος (1).

Ὅταν δὲ ἐξημέρωσεν, ἐπειδὴ οἱ Ἅγιοι, ἦτον μὲν λειποθυμισμένοι, ἀκόμη δὲ ἦτον ζωντανοί, διὰ τοῦτο ἐτζακίσθησαν εἰς τὰ σκέλη, καὶ οὕτω παρέδωκαν τὰς ψυχάς των εἰς χεῖρας Θεοῦ, καὶ ἔλαβον τοὺς ἀμαράντους στεφάνους τοῦ μαρτυρίου. Πολλὰ δὲ ἐπιθυμητὸς ἦτον εἰς τοὺς τότε Χριστιανοὺς ὁ ὑπὲρ Χριστοῦ θάνατος, καὶ δῆλον ἐκ τούτου. Ἕνας γὰρ Μάρτυς ἀπὸ τοὺς τεσσαράκοντα, νέος κατὰ τὴν ἡλικίαν, Μελίτων κατὰ τὸ ὄνομα, δὲν εἶχεν ἀποθάνῃ. Ὅθεν ὁ τύραννος ἐπρόσταξε νὰ μὴ τζακίσουν τὰ σκέλη του, ἀλλὰ νὰ τὸν ἀφήσουν ἀπείρακτον, νομίζωντας, ὅτι μὲ τὸ νὰ ἦτον νέος καὶ δυνατὸς εἰς τὸ σῶμα, ἔχει νὰ ζήσῃ, ἴσως δὲ καὶ νὰ μεταστραφῇ ἀπὸ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ. Ὅθεν βλέπουσα αὐτὸν ἡ μήτηρ του ἀκόμη ζωντανόν, καὶ φοβουμένη, μήπως διὰ τὸ νεαρὸν καὶ φιλόζωον δειλιάσῃ, καὶ εὑρεθῇ ἀνάξιος τῆς τιμῆς καὶ τάξεως τῶν συστρατιωτῶν του, διὰ τοῦτο ἔστεκε κοντὰ εἰς τὸν υἱόν της καὶ ἐκτείνουσα τὰς χεῖράς της εἰς αὐτόν, μὲ σχῆμα, καὶ μὲ βλέμμα, καὶ μὲ κάθε λογῆς τρόπον ἐσπούδαζε νὰ ἐμβάσῃ θάρρος καὶ ἀνδρίαν εἰς τὴν καρδίαν του. Τέκνον ἐμοὶ γλυκύτατον, λέγουσα, τέκνον ἤδη τοῦ Οὐρανίου Πατρός. Ὀλίγον ἀκόμη ὑπόμεινον, διὰ νὰ γένῃς τέλειος Μάρτυς Χριστοῦ, μὴ φοβηθῇς τὰς βασάνους, ἰδοὺ ἀοράτως παραστέκεται ὁ Χριστὸς βοηθός. Ἀκόμη ὀλίγον τέκνον μου, καὶ πλέον δὲν θέλεις λάβῃς κᾀνένα λυπηρόν, οὔτε κᾀνένα ἐπίπονον. Ὅλα τὰ βάσανα ἐπέρασαν, ὅλα τὰ δεινὰ ἐνίκησας μὲ τὴν ἀνδρίαν σου. Χαρὰ θέλει σε δεχθῇ μετὰ ταῦτα, ἡδονή, ἄνεσις, εὐφροσύνη, ἄλλα ἀγαθά, τὰ ὁποῖα θέλεις ἀπολαύσεις, συμβασιλεύωντας μὲ τὸν Χριστόν, καὶ πρεσβευτὴς γενόμενος εἰς αὐτὸν διὰ ἐμὲ τὴν μητέρα σου.

Ἐπειδὴ δὲ εἶδεν ἡ φιλόθεος μήτηρ, ὅτι οἱ στρατιῶται ἔβαλαν τὰ λείψανα τῶν Ἁγίων ἐπάνω εἰς τὰς ἁμάξας, τὸν δὲ υἱόν της ἀφῆκαν, μὲ ἐλπίδα ἴσως καὶ ζήσῃ, τούτου χάριν ἡ καλὴ καὶ ἀνδρεία μήτηρ, νομίσασα τὴν ζωὴν ταύτην τοῦ υἱοῦ της, ὅτι εἶναι περισσότερον θάνατος, παρὰ ζωή, ἐκαταφρόνησε μὲν τὴν ἀσθένειαν τῆς γυναικός, ἀλησμόνησε δὲ καὶ τὰ σπλάγχνα τὰ μητρικά, καὶ σηκώσασα τὸν υἱόν της ἐπάνω εἰς τοὺς ὤμους της, ἠκολούθει ὀπίσω εἰς τὰς ἁμάξας μεγαλοψύχως. Ἐπληροφορεῖτο γὰρ ἡ μακαρία, ὅτι τότε θέλει ἰδῇ ζωντανὸν τὸν υἱόν της, ὅταν τὸν ἰδῇ διὰ τὸν Χριστὸν ἀποθαμμένον. Ὅταν δὲ εἶδε, πῶς παρέδωκε τὴν ψυχήν του, φερόμενος ἐπάνω εἰς τοὺς ὤμους της, τότε ἐλευθερωθεῖσα ἀπὸ κάθε φροντίδα, ἐχόρευε καὶ ἐσκίρτα διὰ τὸ τοιοῦτον χαροποιὸν τέλος τοῦ υἱοῦ της. Ὅθεν φέρουσα τὸ λείψανόν του ἕως εἰς τὸν τόπον, ὁποῦ ἦτον τὰ ἄλλα λείψανα τῶν Ἁγίων, ἐκεῖ ἀπέθεσε τὸ φίλτατον τέκνον της, καὶ μὲ τοὺς ἄλλους συστρατιώτας τοῦτο ἐσυναρίθμησεν, ἵνα μηδὲ τὸ σῶμά του χωρισθῇ ἀπὸ τὰ σώματα τῶν Ἁγίων, μὲ τὰς ψυχὰς τῶν ὁποίων ἐσπούδαζε νὰ συναριθμήσῃ καὶ τὴν ψυχὴν τοῦ υἱοῦ της.

Ἀνάψαντες δὲ οἱ στρατιῶται μεγάλην πυρκαϊάν, κατέκαυσαν τὰ σώματα τῶν Ἁγίων. Ἔπειτα εἴ τι ἔμειναν, τὰ ἔρριψαν εἰς τὸν ποταμόν, φθονοῦντες νὰ μὴ λάβουν αὐτὰ οἱ Χριστιανοί. Ἀλλ’ ὅμως κατὰ θείαν οἰκονομίαν, ἐσυνάχθησαν τὰ ἅγια λείψανα εἰς ἕνα κρημνὸν τοῦ ποταμοῦ, τὰ ὁποῖα πέρνοντές τινες Χριστιανοί, ἐχάρισαν αὐτὰ εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους πλοῦτον ἀσύλητον. Τελεῖται δὲ τῶν τεσσαράκοντα τούτων ἡ Σύναξις καὶ ἑορτή, εἰς τὸν ἁγιώτατον καὶ μαρτυρικώτατον αὐτῶν Ναόν, τὸν εὑρισκόμενον κοντὰ εἰς τὸ Χάλκινον τετράπυλον. (Ὅρα τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτῶν εἰς τὸν Νέον Θησαυρόν (2).)

(1) Ὅρα καὶ τὸν Μέγαν Βασίλειον ἐν τῷ εἰς τοὺς τεσσαράκοντα τούτους Μάρτυρας ἐγκωμίῳ λέγοντα, ὅτι πρὸ τοῦ νὰ εὔγῃ ὁ ὀλιγόψυχος ἐκεῖνος ἀπὸ τὴν λίμνην, εἶδεν ὁ φύλαξ τὰ ἀνωτέρω. Οὕτω γάρ φησιν· «Ὡς δέ, οἱ μέν, ἠγωνίζοντο, ὁ δέ, ἐπετήρει τὸ ἐκβησόμενον, εἶδε θέαμα ξένον, δυνάμεις τινας ἐξ Οὐρανοῦ κατιούσας, καὶ οἷον παρὰ βασιλέως δωρεὰς μεγάλας διανεμούσας τοῖς στρατιώταις. Αἵ, τοῖς μὲν ἄλλοις πᾶσι, διῄρουν τὰ δῶρα. Ἕνα δὲ μόνον, ἀφῆκαν ἀγέραστον, ἀνάξιον κρίνασαι τῶν Οὐρανίων τιμῶν. Ὃς εὐθὺς πρὸς τοὺς πόνους ἀπαγορεύσας, πρὸς τοὺς ἐναντίους ἀπηυτομόλησε». Σημείωσαι, ὅτι ἐκ τοῦ ἐγκωμίου τούτου τοῦ πρὸς τοὺς τεσσαράκοντα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, αὐτολεξεὶ εἶναι ἐρανισμένα καὶ τὰ τρία σχεδὸν τροπάρια τοῦ ἑσπερινοῦ τῶν Ἁγίων: ἤγουν τὸ «Φέροντες τὰ παρόντα γενναίως» καὶ τὰ λοιπά. Καὶ τοῦτο δὲ σημείωσαι, ὅτι ἐν τῷ δοξαστικῷ τῶν ἀποστίχων, τῷ περιέχοντι τὰ ὀνόματα τῶν Ἁγίων τεσσαράκοντα, ἀριθμοῦνται ὀνόματα τριάντα ἐννέα, καὶ οὐχὶ τεσσαράκοντα. Λείπει δὲ τὸ ὄνομα τοῦ δεσμοφύλακος, ὅστις ἀντὶ τοῦ λειποτακτήσαντος, εἰσῆλθεν εἰς τὴν λίμνην καὶ ἤθλησεν. Ὠνομάζετο δέ, Ἀγλάϊος, ὡς ἐν τῷ κατὰ πλάτος Βίῳ τῶν Ἁγίων ἀναφέρεται. Ὅθεν πρέπει καὶ αὐτὸ νὰ προστίθεται ἐκεῖ ἀπαραιτήτως, ἵνα μὴ κολοβὸς εἴη ὁ ἀριθμὸς τῶν τεσσαράκοντα.

(2) Σημείωσαι, ὅτι ἐγκώμιον ἔχει εἰς τοὺς τεσσαράκοντα καὶ ὁ Νύσσης Γρηγόριος, καὶ ὁ Ἀστέριος Ἐπίσκοπος Ἀμασείας, εἶναι δὲ ἑλληνικά. Τὸ δὲ ἐγκώμιον τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, μετεφράσθη μὲν παρ’ ἄλλου εἰς τὸ ἁπλοῦν, ἐδιωρθώθη δέ, παρ’ ἐμοῦ. Εὑρίσκονται δὲ πᾶντα εἰς τὴν Ἱερὰν καὶ βασιλικὴν Μονὴν τοῦ Ξηροποτάμου. Καὶ τοῦτο δὲ σημείωσαι, ὅτι ἔν τινι χειρογράφῳ βιβλίῳ τοῦ Τυπικαρείου τῆς τῶν Ἰβήρων Μονῆς, εὑρίσκεται εἷς Κανὼν παρακλητικός, πρὸς τοὺς τεσσαράκοντα. Ἐν δὲ τῇ Λαύρᾳ καὶ ἐν τῇ Μονῇ τῶν Ἰβήρων σῴζεται καὶ τὸ ἑλληνικὸν τῶν τεσσαράκοντα Μαρτύριον, οὗ ἡ ἀρχή· «Εἶχε μὲν τῶν Ῥωμαίων σκῆπτρα Λικίνιος». Ἐν δὲ τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ εὑρίσκεται ἔτι διήγησις περὶ αὐτῶν καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν, ἧς ἡ ἀρχή· «Κατὰ τοὺς καιροὺς Λικινίου τοῦ βασιλέως, ἦν διωγμὸς μέγας τῶν Χριστιανῶν». Ἔχει δὲ καὶ ἐγκώμιον εἰς αὐτοὺς ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ, οὗ ἡ ἀρχή· «Εἰκόνα μαρτυρικὴν διαγράψαι βούλομαι». (Τόμ. β΄ τῆς ἐν Ῥώμῃ ἐκδόσεως.)

 *

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Οὐρπασιανοῦ (3).

Οὐρπασιανὸς ῥίπτει μὲν τὴν χλαμύδα,
Καταισχύνει δὲ ἀσεβῶν βασιλείαν.

Ὅταν ὁ ἀσεβέστατος Μαξιμιανὸς ἔλαβε τὴν βασιλείαν ἐν ἔτει σοη΄ [278], τότε ἐτυράννει ὅλην τὴν περίχωρον τῆς Νικομηδείας, διάπυρος ὑπερασπιστὴς τῶν εἰδώλων γενόμενος. Τούτου λοιπὸν τὸν θυμὸν ἄναψαν κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ὡσὰν μίαν μεγάλην πυρκαϊάν, οἱ τούτου ὁμόφρονες καὶ συντράπεζοι Ἕλληνες. Ὅθεν αὐτὸς συνάξας μίαν φορὰν ὅλους τοὺς συγκλητικοὺς καὶ ἄρχοντας τῆς βασιλείας του, ἐφώναξεν εἰς αὐτούς. Ὅποιος ἀπὸ ἐσᾶς ἔπεσεν εἰς τὴν κακίστην θρῃσκείαν τῶν Χριστιανῶν, καὶ δὲν θέλει νὰ ἐπιστρέψῃ πρὸς τοὺς εὐμενεῖς ἡμῶν θεούς, καὶ τούτους νὰ ἐξιλεώσῃ μὲ τὴν μετάνοιαν, οὗτος ἂς εὐγάλῃ τὴν ἀξιωματικὴν ζώνην ὁποῦ φορεῖ, καὶ ἂς φύγῃ ἀπὸ τὸ βασιλικὸν παλάτιον καὶ ἀπὸ τὴν πόλιν ταύτην. Ἐπειδὴ ἡ πόλις αὕτη θεοὺς μεγάλους λατρεύει ἀπὸ τοὺς προγόνους της, καὶ ὄχι Θεὸν ἕνα ἐσταυρωμένον.

Τότε λοιπὸν τότε, φόβος καὶ τρόμος ἔπεσεν εἰς ὅλους τοὺς πιστεύοντας εἰς τὸν Χριστόν. Καὶ τότε ἦτον νὰ ἰδῇ τινας ἀληθῶς, πῶς ἐγυμνάζετο καὶ ἐδοκιμάζετο ὡσὰν τὸ χρυσάφι εἰς τὸ πῦρ, ἡ εἰς τὸν Χριστὸν πίστις καὶ εὐσέβεια. Διότι ἄλλοι μὲν ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς, ἔφευγον καὶ ἐκρύπτοντο, ἄλλοι δέ, ἐπαραδίδοντο εἰς τὰ βάσανα. Ὅσοι δὲ εἶχον ἀγάπην καθαρὰν καὶ γνησίαν εἰς τὸν Θεόν, αὐτοὶ καταφρονοῦντες τὰ ἐδικά των σώματα, καὶ τὸν τύραννον περιγελῶντες, ἔρριπτον τὰς ζώνας ἔμπροσθεν αὐτοῦ καὶ ἔφευγον. Τότε λοιπὸν καὶ ὁ μεγαλόφρων οὗτος καὶ ἀδαμάντινος κατὰ τὴν ψυχὴν Οὐρπασιανός, παρασταθεὶς ἐνώπιον τοῦ βασιλέως καὶ ὅλης τῆς συγκλήτου, ἔρριψε τὴν ἐδικήν του χλαμύδα καὶ ζώνην, εἰπών. Ἐπειδὴ βασιλεῦ, ἐγὼ σήμερον στρατεύομαι τῷ ἐπουρανίῳ καὶ ἀθανάτῳ Βασιλεῖ τῷ Κυρίῳ μου Ἰησοῦ Χριστῷ, λάβε τὴν ζώνην καὶ τὴν τιμὴν καὶ τὴν δόξαν. Προσωρινὴ γὰρ αὕτη εἶναι, καὶ εἰς οὐδὲν χρησιμεύει.

Ταῦτα αἰφνιδίως εἰπόντος τοῦ Οὐρπασιανοῦ, ἀκούσας ὁ Μαξιμιανός, ἀλλοιώθη κατὰ τὸν νοῦν, καὶ εἰς πολλὴν ὥραν ἔμεινεν ἄφωνος. Ἔπειτα τρίψας τοὺς ὀφθαλμούς του, καὶ βλέπωντας μὲ στραβὸν ὀμμάτι τὸν Μάρτυρα, ἐφώναξεν ἄγρια ὡσὰν ἀνήμερον θηρίον, καὶ εἶπε πρὸς τοὺς παρεστῶτας. Κρεμάσατε τοῦτον τὸν ἀλιτήριον, καὶ τὰς σάρκας αὐτοῦ καταξεσχίσατε μὲ τὰ βούνευρα. Τούτου δὲ γενομένου παρευθύς, κατεξεσχίζετο εἰς πολλὰς ὥρας μὲ τὰ βούνευρα ὁ τοῦ Χριστοῦ γενναῖος ἀγωνιστής, ὁ ὁποῖος τοὺς ὀφθαλμούς του ἔχων τεντωμένους εἰς τὸν Οὐρανόν, ἐπροσηύχετο, χωρὶς νὰ λυπῆται ὁλότελα. Ὕστερον δὲ ἐκατέβασαν τὸν Ἅγιον ἀπὸ τὸν μηχανικὸν μάγγανον. Τότε λέγει πρὸς τοὺς ὑπηρέτας ὁ τύραννος, ῥίψατε τοῦτον μέσα εἰς σκοτεινὴν φυλακήν, καὶ ἐκεῖ τοῦτον καταξηράνατε, ἕως οὗ νὰ στοχασθῶ μὲ ποῖον θάνατον νὰ τὸν ἀφανίσω. Ὁ δὲ Μάρτυς μέσα εἰς τὴν φυλακὴν εὑρισκόμενος, ἔχαιρε καὶ εὐφραίνετο, καὶ τὰς προσευχάς του τῷ Κυρίῳ ἀπέδιδεν.

Ὁ δὲ ἀσεβὴς βασιλεὺς κατεσκεύασεν ἕνα ὄργανον τιμωρητικόν, τοῦτο δὲ ἦτον ἕνα κλουβὶ σιδηρένιον. Ἀφ’ οὗ δὲ εὔγαλε τὸν Ἅγιον ἀπὸ τὴν φυλακήν, ἐπρόσταξε νὰ τὸν βάλουν μέσα εἰς τὸ κλουβί, καὶ νὰ κρεμάσουν αὐτὸ ὑψηλά. Τούτου λοιπὸν γενομένου, ἐκρέμετο ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὰ δύω χέρια, καὶ ἐφόρει τὸ σιδηρένιον κλουβὶ εἰς ὅλον τὸ σῶμά του. Εἶτα ἐπρόσταξεν ὁ τύραννος νὰ ἀνάψουν λαμπάδας, καὶ μὲ αὐτὰς νὰ κατακαίουν τὸν Ἅγιον ἄσπλαγχνα. Τόσον δὲ κατεκαύθη ἀπὸ τὰς λαμπάδας ὁ ἀθλητής, ἕως ὁποῦ αἱ σάρκες του ἀνέλυσαν καὶ ἔτρεχον εἰς τὴν γῆν, ὡσὰν νὰ ἦτον κηρίον, καὶ οὕτως ἐζυμώθησαν μὲ τὸ χῶμα τῆς γῆς, ὡσὰν λεπτὸς κονιορτός. Ἔτζι ὁ τοῦ Χριστοῦ Μάρτυς προσευχόμενος καὶ ἀναλυόμενος, ἐγέμισε τὸν ἀέρα ἀπὸ μυρεψικὴν εὐωδίαν, καὶ ἀνέβη ὡς ἀστὴρ φαεινὸς πρὸς τὸν Κύριον, διὰ νὰ λάβῃ τῆς νίκης τὸν στέφανον, καθὼς μερικοὶ Χριστιανοὶ ἠξιώθησαν νὰ ἰδοῦν αὐτόν, πῶς ἀνέβαινεν εἰς τοὺς Οὐρανοὺς μὲ τοιαύτην λαμπρότητα. Ὁ δὲ ἀσεβὴς καὶ ἄθλιος Μαξιμιανός, μένωντας ἀκόμη εἰς τὴν μανίαν του, ἐπρόσταξε νὰ συμμαζωχθῇ ἐπιμελῶς ἡ γῆ ἐκείνη, εἰς τὴν ὁποίαν ἔπεσον αἱ σάρκες τοῦ Ἁγίου, ὁμοίως καὶ τὰ κόκκαλά του, καὶ ταῦτα νὰ σκορπισθοῦν μέσα εἰς τὴν θάλασσαν ἔμπροσθεν εἰς τοὺς ὀφθαλμούς του.

(3) Τὸ Συναξάριον τοῦ Ἁγίου Οὐρπασιανοῦ γράφεται ἀτάκτως ἐν τοῖς Μηναίοις κατὰ τὴν δεκάτην τρίτην τοῦ παρόντος. Ὅθεν ἐγράφη ἐδῶ εὐτάκτως, ὅπου καὶ ἡ μνήμη του ἑορτάζεται.

 *

Ὁ Ἅγιος Καισάριος, ὁ ἀδελφὸς Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Ὁ Γρηγορίου πρὸς νεκρὸν Καισαρίου,
Γλώττης χαλινοῖ τῆς ἐμῆς λόγους λόγος (4).

(4) Σημείωσαι, ὅτι ὄχι μόνον ὁ Θεολόγος Γρηγόριος, λόγον ἐπιτάφιον ἔπλεξεν εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ Καισαρίου, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ Καισάριος ἐρωταποκρίσεις τινας συνέγραψεν, ἐξ ὧν μερικαὶ φέρονται τετυπωμέναι ἐν τῷ τέλει τῆς Βίβλου Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτου, τῆς καλουμένης Ὁδηγοῦ. Αἱ δὲ ἄλλαι ἐτυπώθησαν ἐν τῇ Βιβλιοθήκῃ τῶν Πατέρων.

*

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Πάππος καὶ Μάμμη, πατὴρ καὶ μήτηρ καὶ δύω τέκνα, ξίφει τελειοῦνται.

Διὰ ξίφους ἤθλησε συγγενὲς γένος,
Ἡ παππόμαμμος πατρομητροτεκνία.

 Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

 Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

 * * *

 

 

 

Των Αγίων τεσσαράκοντα Μαρτύρων των εν Σεβαστεία μαρτυρησάντων, Ουρπασιανού, Καισαρίου κ.ά.

 

 

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.