Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου9 Μαΐου

Των Αγίων Ησαΐου του Προφήτου, Χριστοφόρου, Καλλινίκης, Ακυλίνης, Νικολάου του εν Βουνένη, Επιμάχου, Γορδιανού

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Προφήτης ΗσαΐαςΤω αυτώ μηνί Θ’, μνήμη του Αγίου ενδόξου Προφήτου Ησαΐου (1).

Ος άσπορον προείδεν υιομητρίαν,
Πρισθείς άναρχον είδεν υιοπατρίαν.

Ησαΐας δ’ ορόων μέλλοντ’ ενάτη χερί πρίσθη.

Ο Άγιος ούτος Προφήτης Ησαΐας ο μεγαλοφωνότατος, ήτον από την Ιερουσαλήμ, κατά τους χρόνους του βασιλέως Μανασή υιού Εζεκίου του βασιλέως, από τον οποίον και επριονίσθη, και με τέλος μαρτυρικόν ετελείωσε την ζωήν του. Ενταφιάσθη δε υποκάτω εις τον τόπον τον λεγόμενον Αρωήλ, ή Ρογήλ, κοντά εις την διάβασιν του νερού, το οποίον, ο μεν βασιλεύς Εζεκίας κατέχωσε και ηφάνισεν. Ο δε Θεός εις σημείον, ανέβλυσε πάλιν αυτό εις την πηγήν του Σιλωάμ δια τον Προφήτην τούτον Ησαΐαν. Ούτος γαρ όταν έφθασε κοντά εις τον θάνατον, απέκαμεν από την δίψαν, και παρεκάλεσε τον Θεόν να του στείλη νερόν δια να πίη, και ω του θαύματος! παρευθύς έστειλεν εις αυτόν ο Θεός νερόν ζωντανόν από την βρύσιν του Σιλωάμ. Δια τούτο και η βρύσις αυτή ωνομάσθη Σιλωάμ, το οποίον ερμηνεύεται, απεσταλμένος. Ου μόνον δε τότε, αλλά και προ του να κάμη ο Εζεκίας τους λάκκους και τα πηγάδια και τας κολυμβήθρας εις την Ιερουσαλήμ, παρεκάλεσεν ο Ησαΐας τον Θεόν, και ευγήκεν ολίγον νερόν εις την βρύσιν αυτήν, ίνα μη διαφθαρή η πόλις από την δίψαν. Επειδή και η πόλις Ιερουσαλήμ ήτον περικυκλωμένη από τους αλλοφύλους. Όθεν ερώτων οι αλλόφυλοι, πόθεν πίνουσι νερόν οι Ιουδαίοι. Μαθόντες δε, ότι έπινον από την βρύσιν του Σιλωάμ, επαρακάθισαν εις αυτήν, και το ολίγον εκείνο νερόν το έπινον αυτοί. Όταν λοιπόν επήγαιναν εις την βρύσιν αυτήν οι Ιουδαίοι μαζί με τον Ησαΐαν, τότε αιφνιδίως εύγαινε νερόν πολύ. Δια τούτο και έως της σήμερον αιφνιδίως και μίαν φοράν ευγαίνει το νερόν του Σιλωάμ, δια να ήναι η αιφνίδιος αύτη ανάβλυσις, ενθύμησις του παλαιού θαύματος. Όθεν επειδή η βρύσις αύτη έγινε δια προσευχής του Προφήτου Ησαΐου, δια τούτο ο λαός έθαψεν επιμελώς και ενδόξως το λείψανον του αυτού Προφήτου κοντά εις την ρηθείσαν βρύσιν, με σκοπόν, ίνα δια των πρεσβειών αυτού, έχωσι και μετά θάνατον εκείνου, την του ύδατος απόλαυσιν. Ευρίσκεται δε ο τάφος του Προφήτου τούτου κοντά εις τους τάφους των βασιλέων, όπισθεν από τα μνήματα των Ιερέων κατά το νότιον μέρος της Ιερουσαλήμ. Σολομών δε ο βασιλεύς έκτισε τον τάφον Δαβίδ του πατρός του κατά το ανατολικόν μέρος της Σιών, η οποία έχει πόρταν και είσοδον δια να εμβαίνη τινάς εις αυτήν, όταν έρχεται από την Γαβαών, μακράν από την Ιερουσαλήμ στάδια είκοσιν, ήτοι δύω μίλια και μισόν. Έκαμε δε την πόρταν ταύτην στραβήν με γυρίσματα, ωσάν το σχήμα του κοχλίου, δια να μη την ευρίσκη κάθε ένας. Όθεν και έως της σήμερον δεν ηξεύρουν αυτήν, τόσον οι περισσότεροι Ιερείς, όσον και ο λαός.

Εκεί δε είχεν ο βασιλεύς αποθησαυρισμένον το χρυσίον, οπού έφερεν από την Αιθιοπίαν και τα πολύτιμα αρώματα. Όθεν επειδή ο βασιλεύς Εζεκίας έδειξε τον απόκρυφον αυτόν θησαυρόν του Δαβίδ και Σολομώντος εις τους Βαβυλωνίους, οι οποίοι βλέποντες το θαύμα, οπού έγινεν εις την ασθένειάν του, ήγουν το να γυρίση ο ήλιος οπίσω δέκα ώρας, και θαυμάσαντες δια τούτο, επήγαν να τον ιδούν. Επειδή λέγω τούτο ο Εζεκίας εποίησε, εμίαναν οι Βαβυλώνιοι τα κόκκαλα των τάφων των προ αυτού βασιλέων. Τούτου χάριν ωργίσθη ο Θεός, και παρεχώρησε να σκλαβωθή το σπέρμα του εις τους Βαβυλωνίους. Ήτον δε ο Προφήτης Ησαΐας τοιούτος κατά τον χαρακτήρα του σώματος, ήγουν είχε το γένειον μακρόν και οξύ, και επλησίαζε να φθάση εις γεροντικήν ηλικίαν. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εν τω Ναώ του Αγίου Μάρτυρος Λαυρεντίου, όπου κατετέθη ύστερον το άγιον αυτού λείψανον, αφ’ ου πρότερον εφέρθη εις την Κωνσταντινούπολιν (2).

(1) Σημείωσαι, ότι εγκώμιον έπλεξεν εις τον Προφήτην τούτον Ησαΐαν Νικήτας ο Ρήτωρ, ου η αρχή· «Ως πολύ το πλήθος της χρηστότητός σου». (Σώζεται εν τω Κοινοβίω του Διονυσίου.)

(2) Σημείωσαι, ότι ο Προφήτης ούτος Ησαΐας, επροφήτευσε περί το τριακοστόν έτος της βασιλείας Οζίου, και διήρκεσεν εις πέντε βασιλείς, έως εις τον βασιλέα Αμεσίαν. Τούτον ο ιερός Αυγουστίνος ονομάζει Ευαγγελιστήν και Απόστολον μάλλον ή Προφήτην. Επειδή τας περί της ελεύσεως του Μεσσίου προφητείας, και τας περί της κλήσεως των Εθνών, τόσον φανερά εκτίθησιν, ωσάν να ήτον ένας αυτόπτης και αυτήκοος Απόστολος του Κυρίου. Λέγει δε ο ιερός Επιφάνιος, ότι όταν αυτόν επριώνιζον, εδίψησεν. Άγγελος δε φανείς εξ Ουρανού, ιάτρευσε την δίψαν του με νερόν, το οποίον ήτον αρραβών της αιωνίου ζωής, ότε και αθρόον ανέβλυσεν η πηγή του Σιλωάμ. Εκατάγετο δε ούτος από γένος βασιλικόν. Δια τούτο και το λείψανόν του ετέθη όπισθεν των βασιλικών θηκών.

Ο δε Μαυροκορδάτος Αλέξανδρος λέγει εις τα Ιουδαϊκά δι’ αυτόν· «Τω κατά τας προρρήσεις πλεονεκτήματι ούτος διέλαμψε, και ει τις άλλος Προφήτης, υπέρπολλα αυτός απεφθέγξατο. Και ειπείν αν τολμήσαιμι, ότι τω μεγέθει και τω πλήθει των μηνυμάτων, ουδ’ ο πας χορός των θεηγόρων αυτώ δύναιτ’ αν εξισωθήναι, ως η ιερά Βίβλος αυτού διαμαρτύρηται. Ην εξηκονταέξ επιμερίζεται κεφάλαια» (σελ. σκη’). Περί του Προφήτου τούτου λέγει ο Σειράχ· «Ησαΐας, ο Προφήτης ο μέγας, και πιστός εν οράσει αυτού. Εν ταις ημέραις αυτού ανεπόδισεν ο ήλιος και προσέθηκε ζωήν βασιλεί. Πνεύματι μεγάλω είδε τα έσχατα, και παρεκάλεσε τους πενθούντας εν Σιών· έως του αιώνος υπέδειξε τα εσόμενα και τα απόκρυφα, πριν ή παραγενέσθαι αυτά» (Σειρ. μη’, 2-25). Σημείωσαι, ότι την αρχήν του δευτέρου κεφαλαίου του Ησαΐου αναφέρει σχεδόν αυτολεξεί ο Προφήτης Μιχαίας εν τω τετάρτω κεφαλαίω αυτού. Περί των προφητειών αυτού αναφέρουσι το β’ των Παραλειπομένων, κεφ. λ’, και η τετάρτη των Βασιλειών, κεφ. κ’. Σιλωάμ δε ωνομάσθη η ανωτέρω βρύσις, ο δηλοί απεσταλμένος, επειδή κατά τον Δοσίθεον, ο Ησαΐας παρεκάλεσε τον Θεόν να στείλη ύδωρ και να αναβρύση, και ευθύς, ήλθε το επιθυμητόν ύδωρ. Γράφει δε ο Ειρηναίος, πως η βρύσις αύτη ανέβρυε περισσότερον νερόν τη ημέρα του Σαββάτου. Όθεν ο Κύριος έστειλε τον εκ γενετής τυφλόν εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ τη ημέρα του Σαββάτου δια να νιφθή, ή μάλλον ειπείν δια να φωτισθή. Καθ’ ότι και το ύδωρ του βαπτίσματος είναι φώτισμα. Πλησίον δε εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ ενταφιάσθη ο Ησαΐας ούτος, ως αίτιος του ύδατος. Και εις την κολυμβήθραν ταύτην εχρίσθη ο βασιλεύς Σολομών, ως αναγινώσκομεν εις την γ’ των Βασιλειών. Γειτνιάζει δε η βρύσις του Σιλωάμ τω Σαββατίω ποταμώ, ο οποίος τώρα είναι κατάξηρος, κείμενος μεταξύ της Ιερουσαλήμ και της ταφής των ξένων. Λέγει δε ο Μάγιστρος, ότι αφ’ ου έστειλεν ο Κύριος εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ τον εκ γενετής τυφλόν, εχάρισεν εις αυτήν ιαματικήν δύναμιν. Δια τούτο αύτη πολλά ωφελεί την όψιν των ομμάτων. Σιλωάμ δε πνευματικός ήτον ο Χριστός, καθό απεσταλμένος υπό του Πατρός Μεσσίας, ως συμπεραίνει ο Άγιος Κύριλλος. (Όρα σελ. 47 της Δωδεκαβίβλου.)

*

Άγιος Χριστόφορος ο ΜεγαλομάρτυραςΤη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Χριστοφόρου.

Τον Χριστοφόρον οίδα σε Χριστοφόρος (3),
Χριστώ τυθέντα τω Θεώ δια ξίφους.

Ούτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Δεκίου εν έτει σν’ [250]. Λέγονται δε περί τούτου τινά τερατώδη και παράδοξα, ήγουν, ότι ήτον κυνοπρόσωπος (4), καταγόμενος από την χώραν των ανθρώπων εκείνων, οπού τρώγουσι τους ανθρώπους. Πιασθείς δε εις τον πόλεμον από ένα κόμητα, επειδή δεν εδύνετο να ομιλήση, επροσευχήθη και επέμφθη εις αυτόν Άγγελος Κυρίου λέγων. Ρέπρεβε, ανδρίζου, ούτω γαρ ωνομάζετο πρότερον. Πιάσας δε τα χείλη του ο Άγγελος, τον έκαμε να λαλή ελευθέρως. Έπειτα επήγε μέσα εις την πόλιν ο Άγιος, και ήλεγχε τους Έλληνας, οπού εδίωκαν τους Χριστιανούς. Τούτον χάριν εδάρθη από ένα άρχοντα Βάκχιον ονομαζόμενον, προς τον οποίον απεκρίθη ο Άγιος, ότι ταπεινούμενος θεληματικώς από την εντολήν του Χριστού, εστάθηκα και με επίασαν. Επειδή εάν εγώ θελήσω να κινήσω τον θυμόν μου και την ανδρίαν μου, ούτε εσένα θέλω συσταλθώ, ούτε την δύναμιν του βασιλέως, η οποία, ως προς την εδικήν μου δύναμιν, είναι ασθενής και ένα ουδέν.

Όθεν ο βασιλεύς φοβούμενος αυτόν, και δια την δύναμίν του, και δια την ασχημίαν του προσώπου του, έστειλε διακοσίους στρατιώτας δια να τον πιάσουν. Ο οποίος δεν εβάσταζεν εις τας χείρας του άρματα, πάρεξ ένα ραβδί, το οποίον ξηρόν ον, εβλάστησεν. Επειδή δε εις τον δρόμον εσώθη το ψωμί των στρατιωτών, και δεν είχον τι να φάγουν, δια τούτο επροσευχήθη ο Άγιος, και επλήθυναν οι ολίγοι άρτοι εκείνοι οπού έμειναν. Όθεν εκπλαγέντες οι στρατιώται δια το παράδοξον αυτό θαύμα, επίστευσαν εις τον Χριστόν. Και όταν επήγαν εις την Αντιόχειαν, εβαπτίσθησαν όλοι ομού μαζί με τον Άγιον, από τον Ιερομάρτυρα Βαβύλαν τον Επίσκοπον της Αντιοχείας, και τότε ο Άγιος αντί του Ρεπρέβου, μετωνομάσθη Χριστοφόρος. Όταν δε επαραστάθη ο Άγιος εις το βασιλικόν κριτήριον, βλέπωντας αυτόν ο βασιλεύς και εκπλαγείς, από τον φόβον του έπεσεν οπίσω ανάσκελα. Ελθών δε ύστερον εις τον εαυτόν του, εστοχάσθη να μεταχειρισθή τον Άγιον με δολιότητα, και να μαλάξη την γνώμην του με κολακείας, ίσως με αυτάς δυνηθή να τον χωρίση από την πίστιν του Χριστού. Επειδή και δεν ετόλμα να τον παρακινήση εις τούτο με φοβερισμούς. Όθεν τι έκαμεν; Επροσκάλεσε δύω γυναίκας, Καλλινίκην και Ακυλίναν ονομαζομένας, ωραίας μεν εις την όψιν, πόρνας δε και ακολάστους εις την γνώμην, αι οποίαι ήτον πολλά επιτήδειαι εις το να θερμάνουν και να παρακινήσουν τους άνδρας εις επιθυμίαν σαρκός. Ταύτας λοιπόν επρόσταξε να υπάγουν εις τον Άγιον, και να μεταχειρισθούν κάθε μηχανήν εις το να τον τραβίξουν προς την αγάπην αυτών. Με τούτον γαρ τον τρόπον εστοχάζετο ο μιαρός ότι έχει να χωρίση τον Μάρτυρα από τον Χριστόν, και να τον κάμη να προσφέρη θυσίαν εις τα είδωλα. Έγινεν όμως το εναντίον από εκείνο, οπού ο βασιλεύς εστοχάζετο. Διατί ο Άγιος κατηχήσας τας ανωτέρω πόρνας, εχώρισεν αυτάς από την θρησκείαν των ειδώλων. Όθεν αύται παρασταθείσαι ενώπιον του βασιλέως, ωμολόγησαν πως είναι Χριστιαναί. Δια τούτο έβαλεν αυτάς ο βασιλεύς υπό κάτω εις τιμωρίας και βάσανα, ήγουν εσούβλισεν αυτάς από τους πόδας έως εις τους ώμους. Όθεν ανδρείως υπομείνασαι την δεινήν ταύτην βάσανον, έλαβον αι μακάριαι τους στεφάνους του μαρτυρίου. Δια ταύτα λοιπόν ανάψας ο βασιλεύς από τον θυμόν, ύβρισε τον Άγιον Χριστοφόρον δια το άσχημον και αλλόκοτον του προσώπου του. Ο δε Άγιος απεκρίθη εις αυτόν, πως είναι δεκτικός της ενεργείας του Διαβόλου, τούτο γαρ δηλοί το όνομά του, το Δέκιος δηλαδή. Όθεν παρευθύς ο απάνθρωπος τύραννος απεφάσισε να θανατωθούν οι ανωτέρω διακόσιοι στρατιώται, οπού επήγαν δια να πιάσουν τον Άγιον, και επίστευσαν εις τον Χριστόν, οίτινες έλαβον οι μακάριοι τους στεφάνους του μαρτυρίου. Τον δε Άγιον Χριστοφόρον επρόσταξε να καρφώσουν επάνω εις ένα μηχανικόν όργανον χαλκωματένιον, υποκάτω εις το οποίον άναπτε φωτία. Ο δε Άγιος, όχι μόνον εφυλάχθη αβλαβής από την βάσανον ταύτην, αλλά και ωσάν να ήτον εις άνεσιν και ανάπαυσιν, έτζι εδιηγείτο παράδοξά τινα πράγματα, τα οποία, εις μεν τους πολλούς και απίστους ανθρώπους, εφαίνοντο άπιστα και απίθανα, εις δε τους πιστούς και διακριτικούς, εφαίνοντο πολλά πιστά και ευκολοπαράδεκτα. Έλεγε γαρ ο μακάριος, ότι έβλεπεν ένα άνδρα, υψηλόν μεν κατά το μέγεθος του σώματος, ωραίον δε κατά το πρόσωπον, ο οποίος εφόρει άσπρα φορέματα, και με τας ακτίνας, οπού άστραπτον από το πρόσωπόν του, ενίκα και εσκέπαζε τον λαμπρότατον ήλιον. Επάνω δε εις την κεφαλήν αυτού εστέκετο ένας λαμπρός στέφανος, τριγύρω του εστέκοντο στρατιώται πυρίμορφοι, προς τους οποίους πολεμήσαντές τινες άλλοι μαύροι και άσχημοι, εφάνηκαν ότι ενικήθηκαν. Ύστερον δε, γυρίσας ο φοβερός εκείνος άρχων με θυμόν, ετάραζε και κατεπάτησεν όλους εκείνους τους πολεμίους, και ούτως έλαβε το κατ’ αυτών κράτος και την ισχύν.

Ταύτα ακούσαντες οι λαοί να διηγήται ο Άγιος, και προς τούτοις βλέποντες αυτόν, πως εφυλάχθη αβλαβής από την βάσανον εκείνην του χαλκού οργάνου, επίστευσαν εις τον Χριστόν. Όθεν επήγαν και εγλύτωσαν τον Άγιον από την φωτίαν. Πλην ούτοι όλοι κατεκόπησαν από τους στρατιώτας του βασιλέως. Από δε τον λαιμόν του Αγίου Χριστοφόρου δέσαντες πέτραν, έρριψαν αυτόν μέσα εις ένα πηγάδι, Άγγελος δε Κυρίου ετράβιξε τον Άγιον από εκεί και τον ελευθέρωσεν. Αλλά πάλιν ο ασεβέστατος τύραννος δεν έπαυσε τον θυμόν του, αλλά επρόσταξε και εφόρεσαν τον Άγιον ένα φόρεμα χαλκωματένιον και πυρωμένον. Και τελευταίον επρόσταξε και τον απεκεφάλισαν, και ούτως έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον. Τελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εις τον Ναόν αυτού, ο οποίος είναι κοντά εις τον Ναόν του Αγίου Μάρτυρος Πολυεύκτου, και εις τον Ναόν του Αγίου Γεωργίου, τον ευρισκόμενον εις τόπον καλούμενον Κυπαρίσσιον (5).

(3) Ήτοι, εγώ, λέγει, ο συνώνυμός σου Χριστοφόρος ο Πατρίκιος, (ο τους περισσοτέρους δηλαδή ιαμβικούς στίχους ποιήσας τους εν τω Συναξαριστή περιεχομένους, και τούτους τους παρόντας) εγώ σε ηξεύρω Χριστοφόρον συνώνυμόν μου, διατί συ εθυσιάσθης δια του ξίφους υπέρ της αγάπης Χριστού του Θεού.

(4) Κυνοπρόσωπος εδώ πρέπει να νοηθή, ότι ο Άγιος ήτον ναι άσχημος και άμορφος εις το πρόσωπον, όχι δε, και πως είχε σκύλου μορφήν με τελειότητα, καθώς ου καλώς ιστορούσιν αυτόν μερικοί αμαθείς ζωγράφοι. Ανθρώπινον γαρ πρόσωπον είχε, καθώς και οι λοιποί άνθρωποι, άσχημον όμως και φοβερόν και ηγριωμένον. Ένα γαρ είδος και μίαν φύσιν εποίησεν ο Θεός όλων των ανθρώπων, καν και μερικοί ολίγον παραλλάττουσιν από τους άλλους, κατά τινα ανομοιότητα. Ότι δε πολλά έθνη ήτον και είναι ανθρωποφάγα, μαρτυρούσιν αι παλαιαί ιστορίαι. Και οι νυν δε ονομαζόμενοι Καλμούκοι οι εν τω βασιλείω της Ρωσσίας ευρισκόμενοι, ανθρωποφάγοι εισίν.

(5) Το ελληνικόν τούτου Μαρτύριον σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων και εν άλλαις, ου η αρχή· «Έτους τετάρτου της βασιλείας Δεκίου». Την δε ασματικήν αυτού Ακολουθίαν άριστα ανεπλήρωσε και ηύξησεν ο σοφολογιώτατος διδάσκαλος κυρ Χριστοφόρος ο Προδρομίτης.

*

Αι Άγιαι Μάρτυρες Καλλινίκη και Ακυλίνα, αι δια του Αγίου Χριστοφόρου τω Χριστώ πιστεύσασαι, σούβλαις από ποδών έως ώμων διαπαρείσαι, τελειούνται.

Έχει τράπεζαν Σατανάς πάλιν νέαν,
Γύναια σουβλίζουσιν οι πλάνοι δύω.

*

Άγιος Νικόλαος εν ΒουνένηΟ Άγιος Οσιομάρτυς Νικόλαος ο νέος ο εν Βουνένη, ξίφει τελειούται.

Ω Νικόλαε διττόν είληφας στέφος,
Όσιος οία και αθλητής Κυρίου.

Ούτος ο Άγιος Οσιομάρτυς Νικόλαος εκατάγετο από τα μέρη της Ανατολής, εγεννήθη δε από γονείς ευγενείς και θεοσεβείς. Ευθύς λοιπόν από την αρχήν έδειχνεν ο αξιέπαινος Νικόλαος ούτος ποταπός έχει να κατασταθή εις το ύστερον, επειδή, απεστρέφετο μεν τας συνομιλίας των ομηλίκων του νέων, ηγάπα δε τας συναναστροφάς των γερόντων και φρονίμων ανθρώπων. Όταν δε έφθασεν εις ηλικίαν, εσυναριθμήθη με τα βασιλικά στρατεύματα, επειδή ήτον πολλά ανδρείος κατά το σώμα. Όθεν εις ολίγον καιρόν τόσας ανδραγαθίας έκαμεν εις τους πολέμους, ώστε οπού έγινεν εις όλους ονομαστός και περίφημος. Δια τούτο και ο του τότε καιρού βασιλεύς των Ρωμαίων, ακούσας την φήμην του Οσίου, εμήνυσεν αυτώ και επήγεν εις το παλάτιον. Βλέπωντας δε αυτόν λόγιον, και εις τα έργα και πράξεις πολλά επιτήδειον, τον έκαμε δούκα μιας επαρχίας, παραδούς εις αυτόν στρατιώτας δια να του υποτάσσωνται. Επειδή δε κατά τους καιρούς εκείνους αποστάτησαν οι άνθρωποι της Θετταλίας από τον βασιλέα, και δεν ήθελαν να πληρώνουν τα βασιλικά δοσίματα, δια τούτο ο βασιλεύς έστειλε τους τοπάρχας της Ανατολής ομού και τον θαυμαστόν τούτον Νικόλαον, δια να πολεμήσουν τους αποστάτας. Όθεν πηγαίνωντας ο Νικόλαος ομού με τους στρατιώτας του εις την Θεσσαλονίκην, την πρωτεύουσαν πόλιν της Θετταλίας, επολέμησαν και ενίκησαν τους Θεσσαλονικείς, και έκαμαν αυτούς να δίδουσι πάλιν εις τον βασιλέα τα πρότερα δοσίματα. Πηγαίνοντες δε και εις την Λάρισσαν, επολέμησαν αυτήν. Αλλ’ επειδή εις τον πόλεμον αυτόν ενικήθησαν οι Ρωμαίοι, δια τούτο ο Νικόλαος βλέπωντας πως εκινδύνευεν η ζωή του, ανεχώρησεν από τον πόλεμον, και καταφρονήσας κόσμον και τα εν κόσμω, επήγεν εις το βουνόν της Βουνένης. Εκεί δε ευρών μερικούς Μοναχούς ησυχάζοντας, έγινε και αυτός Μοναχός, και έμεινε μαζί με εκείνους αγωνιζόμενος, με νηστείαν, με προσευχήν, με αγρυπνίαν, και με κάθε άλλην σκληραγωγίαν και άσκησιν.

Αλλ’ ο μισόκαλος Διάβολος, μη υποφέρωντας να βλέπη την κατά Θεόν πολιτείαν των Μοναχών εκείνων, εσήκωσε το έθνος των αθέων Αβάρων εναντίον της Δύσεως. Όθεν αυτοί περιπατούντες και κουρσεύοντες πολλά κάστρα και χώρας, έφθασαν και έως εις την Λάρισσαν, και εις τα εκείσε περίχωρα, τα Φέρσαλα, λέγω, και την Ελασσώνα, και Βόλον, και Ζαγοράν. Και τόσον πολλά εταπείνωσαν τους εκεί ευρισκομένους Χριστιανούς, εις τρόπον ότι και εβίαζαν αυτούς να αρνηθούν μεν τον Δεσπότην Χριστόν τον αληθινόν Θεόν, να προσκυνήσουν δε τα είδωλα. Τούτων ούτω γινομένων, εκεί οπού ο Όσιος επροσηύχετο μαζί με τους άλλους συνασκητάς του (οίτινες ήσαν δώδεκα εις τον αριθμόν) ήλθε την νύκτα Άγγελος Κυρίου, και τους είπε να ετοιμασθούν, διατί μετά ολίγον έχουν να μαρτυρήσουν δια τον Χριστόν, και να λάβουν τους στεφάνους της αθλήσεως. Μετά ολίγας λοιπόν ημέρας επήγαν οι Άβαροι εις την Σκήτιν, και τους μεν άλλους Οσίους, αφ’ ου ετιμώρησαν με διάφορα βάσανα, τελευταίον τους απεκεφάλισαν. Τον δε Όσιον τούτον Νικόλαον, βλέποντες πως ήτον ωραίος κατά το σώμα, και φρόνιμος κατά την ψυχήν, άρχισαν να τον παρακινούν με κολακείας δια να αρνηθή τον Χριστόν, και να προσκυνήση τα αναίσθητα είδωλα. Επειδή δε ο Άγιος έμενε στερεός εις την ευσέβειαν, δια τούτο οι βάρβαροι Άβαροι, έδειραν μεν αυτόν πρώτον τόσον πολλά, ώστε οπού άλλαζαν δύω και τρεις φοραίς οι δέρνοντες αυτόν δήμιοι. Έπειτα δέσαντες αυτόν εις ένα δένδρον, τον εσαΐτευον. Είτα επήραν το εδικόν του κοντάρι και τον ελόγχευαν. Εις όλον δε το ύστερον, βλέποντες ότι ο Άγιος ήτον αδύνατον να μετασαλεύση από την του Χριστού πίστιν, δια τούτο απεκεφάλισαν αυτόν, και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος τον στέφανον της αθλήσεως. Το δε άγιον αυτού λείψανον έμεινεν άταφον εις το βουνόν εκείνο, φυλαττόμενον από θείους Αγγέλους αβλαβές και αδιάφθορον. Ύστερον δε εφανερώθη δια θαύματος του Αγίου, το οποίον έως την σήμερον λωβούς ιατρεύει, χωλούς ανορθοί, και άλλας διαφόρους ασθενείας ιατρεύει εκείνων, οπού μετά πίστεως τούτω προστρέχουσιν. (Τον κατά πλάτος Βίον τούτου και την ασματικήν ακολουθίαν όρα εν τη ιδιαιτέρα εκδεδομένη αυτού φυλλάδι.)

*

Ο Άγιος Μάρτυς Επίμαχος ο νέος ξίφει τελειούται.

Ανείλεν Επίμαχον αθλητήν ξίφος,
Θείον μαχητήν ευσθενή κατά πλάνης.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Γορδιανός ξίφει τελειούται.

Ου δε προσείχε Γορδιανός τω ξίφει,
Ψυχήν εαυτού θαρσοποιών τω στέφει.

Ούτοι οι ανωτέρω Άγιοι, ο Επίμαχος, λέγω, και ο Γορδιανός, εκατάγοντο από την Ρώμην. Επειδή δε ωμολόγουν παρρησία τον Χριστόν, δια τούτο και επιάσθησαν, και αναγκασθέντες από τον άρχοντα δια να αρνηθούν τον Χριστόν, και να θυσιάσουν εις τα είδωλα, δεν επείσθησαν. Όθεν βασανισθέντες με διαφόρους βασάνους, ύστερον απεκεφαλίσθησαν, και έλαβον της αθλήσεως τους στεφάνους. Τελείται δε η αυτών Σύναξις εις τον Ναόν του Αγίου Μάρτυρος Στρατονίκου.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Προφήτης ΗσαΐαςΤῷ αὐτῷ μηνὶ Θ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Προφήτου Ἡσαΐου (1).

Ὃς ἄσπορον προεῖδεν υἱομητρίαν,
Πρισθεὶς ἄναρχον εἶδεν υἱοπατρίαν.

Ἡσαΐας δ’ ὁρόων μέλλοντ’ ἐνάτῃ χερὶ πρίσθη.

Ὁ Ἅγιος οὗτος Προφήτης Ἡσαΐας ὁ μεγαλοφωνότατος, ἦτον ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μανασῆ υἱοῦ Ἐζεκίου τοῦ βασιλέως, ἀπὸ τὸν ὁποῖον καὶ ἐπριονίσθη, καὶ μὲ τέλος μαρτυρικὸν ἐτελείωσε τὴν ζωήν του. Ἐνταφιάσθη δὲ ὑποκάτω εἰς τὸν τόπον τὸν λεγόμενον Ἀρωήλ, ἢ Ῥογήλ, κοντὰ εἰς τὴν διάβασιν τοῦ νεροῦ, τὸ ὁποῖον, ὁ μὲν βασιλεὺς Ἐζεκίας κατέχωσε καὶ ἠφάνισεν. Ὁ δὲ Θεὸς εἰς σημεῖον, ἀνέβλυσε πάλιν αὐτὸ εἰς τὴν πηγὴν τοῦ Σιλωὰμ διὰ τὸν Προφήτην τοῦτον Ἡσαΐαν. Οὗτος γὰρ ὅταν ἔφθασε κοντὰ εἰς τὸν θάνατον, ἀπέκαμεν ἀπὸ τὴν δίψαν, καὶ παρεκάλεσε τὸν Θεὸν νὰ τοῦ στείλῃ νερὸν διὰ νὰ πίῃ, καὶ ὢ τοῦ θαύματος! παρευθὺς ἔστειλεν εἰς αὐτὸν ὁ Θεὸς νερὸν ζωντανὸν ἀπὸ τὴν βρύσιν τοῦ Σιλωάμ. Διὰ τοῦτο καὶ ἡ βρύσις αὐτὴ ὠνομάσθη Σιλωάμ, τὸ ὁποῖον ἑρμηνεύεται, ἀπεσταλμένος. Οὐ μόνον δὲ τότε, ἀλλὰ καὶ πρὸ τοῦ νὰ κάμῃ ὁ Ἐζεκίας τοὺς λάκκους καὶ τὰ πηγάδια καὶ τὰς κολυμβήθρας εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, παρεκάλεσεν ὁ Ἡσαΐας τὸν Θεόν, καὶ εὐγῆκεν ὀλίγον νερὸν εἰς τὴν βρύσιν αὐτήν, ἵνα μὴ διαφθαρῇ ἡ πόλις ἀπὸ τὴν δίψαν. Ἐπειδὴ καὶ ἡ πόλις Ἱερουσαλὴμ ἦτον περικυκλωμένη ἀπὸ τοὺς ἀλλοφύλους. Ὅθεν ἐρώτων οἱ ἀλλόφυλοι, πόθεν πίνουσι νερὸν οἱ Ἰουδαῖοι. Μαθόντες δέ, ὅτι ἔπινον ἀπὸ τὴν βρύσιν τοῦ Σιλωάμ, ἐπαρακάθισαν εἰς αὐτήν, καὶ τὸ ὀλίγον ἐκεῖνο νερὸν τὸ ἔπινον αὐτοί. Ὅταν λοιπὸν ἐπήγαιναν εἰς τὴν βρύσιν αὐτὴν οἱ Ἰουδαῖοι μαζὶ μὲ τὸν Ἡσαΐαν, τότε αἰφνιδίως εὔγαινε νερὸν πολύ. Διὰ τοῦτο καὶ ἕως τῆς σήμερον αἰφνιδίως καὶ μίαν φορὰν εὐγαίνει τὸ νερὸν τοῦ Σιλωάμ, διὰ νὰ ᾖναι ἡ αἰφνίδιος αὕτη ἀνάβλυσις, ἐνθύμησις τοῦ παλαιοῦ θαύματος. Ὅθεν ἐπειδὴ ἡ βρύσις αὕτη ἔγινε διὰ προσευχῆς τοῦ Προφήτου Ἡσαΐου, διὰ τοῦτο ὁ λαὸς ἔθαψεν ἐπιμελῶς καὶ ἐνδόξως τὸ λείψανον τοῦ αὐτοῦ Προφήτου κοντὰ εἰς τὴν ῥηθεῖσαν βρύσιν, μὲ σκοπόν, ἵνα διὰ τῶν πρεσβειῶν αὐτοῦ, ἔχωσι καὶ μετὰ θάνατον ἐκείνου, τὴν τοῦ ὕδατος ἀπόλαυσιν. Εὑρίσκεται δὲ ὁ τάφος τοῦ Προφήτου τούτου κοντὰ εἰς τοὺς τάφους τῶν βασιλέων, ὄπισθεν ἀπὸ τὰ μνήματα τῶν Ἱερέων κατὰ τὸ νότιον μέρος τῆς Ἱερουσαλήμ. Σολομὼν δὲ ὁ βασιλεὺς ἔκτισε τὸν τάφον Δαβὶδ τοῦ πατρός του κατὰ τὸ ἀνατολικὸν μέρος τῆς Σιών, ἡ ὁποία ἔχει πόρταν καὶ εἴσοδον διὰ νὰ ἐμβαίνῃ τινὰς εἰς αὐτήν, ὅταν ἔρχεται ἀπὸ τὴν Γαβαών, μακρὰν ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ στάδια εἴκοσιν, ἤτοι δύω μίλια καὶ μισόν. Ἔκαμε δὲ τὴν πόρταν ταύτην στραβὴν μὲ γυρίσματα, ὡσὰν τὸ σχῆμα τοῦ κοχλίου, διὰ νὰ μὴ τὴν εὑρίσκῃ κάθε ἕνας. Ὅθεν καὶ ἕως τῆς σήμερον δὲν ἠξεύρουν αὐτήν, τόσον οἱ περισσότεροι Ἱερεῖς, ὅσον καὶ ὁ λαός.

Ἐκεῖ δὲ εἶχεν ὁ βασιλεὺς ἀποθησαυρισμένον τὸ χρυσίον, ὁποῦ ἔφερεν ἀπὸ τὴν Αἰθιοπίαν καὶ τὰ πολύτιμα ἀρώματα. Ὅθεν ἐπειδὴ ὁ βασιλεὺς Ἐζεκίας ἔδειξε τὸν ἀπόκρυφον αὐτὸν θησαυρὸν τοῦ Δαβὶδ καὶ Σολομῶντος εἰς τοὺς Βαβυλωνίους, οἱ ὁποῖοι βλέποντες τὸ θαῦμα, ὁποῦ ἔγινεν εἰς τὴν ἀσθένειάν του, ἤγουν τὸ νὰ γυρίσῃ ὁ ἥλιος ὀπίσω δέκα ὥρας, καὶ θαυμάσαντες διὰ τοῦτο, ἐπῆγαν νὰ τὸν ἰδοῦν. Ἐπειδὴ λέγω τοῦτο ὁ Ἐζεκίας ἐποίησε, ἐμίαναν οἱ Βαβυλώνιοι τὰ κόκκαλα τῶν τάφων τῶν πρὸ αὐτοῦ βασιλέων. Τούτου χάριν ὠργίσθη ὁ Θεός, καὶ παρεχώρησε νὰ σκλαβωθῇ τὸ σπέρμα του εἰς τοὺς Βαβυλωνίους. Ἦτον δὲ ὁ Προφήτης Ἡσαΐας τοιοῦτος κατὰ τὸν χαρακτῆρα τοῦ σώματος, ἤγουν εἶχε τὸ γένειον μακρὸν καὶ ὀξύ, καὶ ἐπλησίαζε νὰ φθάσῃ εἰς γεροντικὴν ἡλικίαν. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις ἐν τῷ Ναῷ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Λαυρεντίου, ὅπου κατετέθη ὕστερον τὸ ἅγιον αὐτοῦ λείψανον, ἀφ’ οὗ πρότερον ἐφέρθη εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν (2).

(1) Σημείωσαι, ὅτι ἐγκώμιον ἔπλεξεν εἰς τὸν Προφήτην τοῦτον Ἡσαΐαν Νικήτας ὁ Ῥήτωρ, οὗ ἡ ἀρχή· «Ὡς πολὺ τὸ πλῆθος τῆς χρηστότητός σου». (Σῴζεται ἐν τῷ Κοινοβίῳ τοῦ Διονυσίου.)

(2) Σημείωσαι, ὅτι ὁ Προφήτης οὗτος Ἡσαΐας, ἐπροφήτευσε περὶ τὸ τριακοστὸν ἔτος τῆς βασιλείας Ὀζίου, καὶ διήρκεσεν εἰς πέντε βασιλεῖς, ἕως εἰς τὸν βασιλέα Ἀμεσίαν. Τοῦτον ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος ὀνομάζει Εὐαγγελιστὴν καὶ Ἀπόστολον μᾶλλον ἢ Προφήτην. Ἐπειδὴ τὰς περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Μεσσίου προφητείας, καὶ τὰς περὶ τῆς κλήσεως τῶν Ἐθνῶν, τόσον φανερὰ ἐκτίθησιν, ὡσὰν νὰ ἦτον ἕνας αὐτόπτης καὶ αὐτήκοος Ἀπόστολος τοῦ Κυρίου. Λέγει δὲ ὁ ἱερὸς Ἐπιφάνιος, ὅτι ὅταν αὐτὸν ἐπριώνιζον, ἐδίψησεν. Ἄγγελος δὲ φανεὶς ἐξ Οὐρανοῦ, ἰάτρευσε τὴν δίψαν του μὲ νερόν, τὸ ὁποῖον ἦτον ἀρραβὼν τῆς αἰωνίου ζωῆς, ὅτε καὶ ἀθρόον ἀνέβλυσεν ἡ πηγὴ τοῦ Σιλωάμ. Ἐκατάγετο δὲ οὗτος ἀπὸ γένος βασιλικόν. Διὰ τοῦτο καὶ τὸ λείψανόν του ἐτέθη ὄπισθεν τῶν βασιλικῶν θηκῶν.

Ὁ δὲ Μαυροκορδάτος Ἀλέξανδρος λέγει εἰς τὰ Ἰουδαϊκὰ δι’ αὐτόν· «Τῷ κατὰ τὰς προρρήσεις πλεονεκτήματι οὗτος διέλαμψε, καὶ εἴ τις ἄλλος Προφήτης, ὑπέρπολλα αὐτὸς ἀπεφθέγξατο. Καὶ εἰπεῖν ἂν τολμήσαιμι, ὅτι τῷ μεγέθει καὶ τῷ πλήθει τῶν μηνυμάτων, οὐδ’ ὁ πᾶς χορὸς τῶν θεηγόρων αὐτῷ δύναιτ’ ἂν ἐξισωθῆναι, ὡς ἡ ἱερὰ Βίβλος αὐτοῦ διαμαρτύρηται. Ἣν ἑξηκονταὲξ ἐπιμερίζεται κεφάλαια» (σελ. σκη΄). Περὶ τοῦ Προφήτου τούτου λέγει ὁ Σειράχ· «Ἡσαΐας, ὁ Προφήτης ὁ μέγας, καὶ πιστὸς ἐν ὁράσει αὐτοῦ. Ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἀνεπόδισεν ὁ ἥλιος καὶ προσέθηκε ζωὴν βασιλεῖ. Πνεύματι μεγάλῳ εἶδε τὰ ἔσχατα, καὶ παρεκάλεσε τοὺς πενθοῦντας ἐν Σιών· ἕως τοῦ αἰῶνος ὑπέδειξε τὰ ἐσόμενα καὶ τὰ ἀπόκρυφα, πρὶν ἢ παραγενέσθαι αὐτά» (Σειρ. μη΄, 2-25). Σημείωσαι, ὅτι τὴν ἀρχὴν τοῦ δευτέρου κεφαλαίου τοῦ Ἡσαΐου ἀναφέρει σχεδὸν αὐτολεξεὶ ὁ Προφήτης Μιχαίας ἐν τῷ τετάρτῳ κεφαλαίῳ αὐτοῦ. Περὶ τῶν προφητειῶν αὐτοῦ ἀναφέρουσι τὸ β΄ τῶν Παραλειπομένων, κεφ. λ΄, καὶ ἡ τετάρτη τῶν Βασιλειῶν, κεφ. κ΄. Σιλωὰμ δὲ ὠνομάσθη ἡ ἀνωτέρω βρύσις, ὃ δηλοῖ ἀπεσταλμένος, ἐπειδὴ κατὰ τὸν Δοσίθεον, ὁ Ἡσαΐας παρεκάλεσε τὸν Θεὸν νὰ στείλῃ ὕδωρ καὶ νὰ ἀναβρύσῃ, καὶ εὐθύς, ἦλθε τὸ ἐπιθυμητὸν ὕδωρ. Γράφει δὲ ὁ Εἰρηναῖος, πῶς ἡ βρύσις αὕτη ἀνέβρυε περισσότερον νερὸν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Σαββάτου. Ὅθεν ὁ Κύριος ἔστειλε τὸν ἐκ γενετῆς τυφλὸν εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Σαββάτου διὰ νὰ νιφθῇ, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν διὰ νὰ φωτισθῇ. Καθ’ ὅτι καὶ τὸ ὕδωρ τοῦ βαπτίσματος εἶναι φώτισμα. Πλησίον δὲ εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ ἐνταφιάσθη ὁ Ἡσαΐας οὗτος, ὡς αἴτιος τοῦ ὕδατος. Καὶ εἰς τὴν κολυμβήθραν ταύτην ἐχρίσθη ὁ βασιλεὺς Σολομών, ὡς ἀναγινώσκομεν εἰς τὴν γ΄ τῶν Βασιλειῶν. Γειτνιάζει δὲ ἡ βρύσις τοῦ Σιλωὰμ τῷ Σαββατίῳ ποταμῷ, ὁ ὁποῖος τώρα εἶναι κατάξηρος, κείμενος μεταξὺ τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τῆς ταφῆς τῶν ξένων. Λέγει δὲ ὁ Μάγιστρος, ὅτι ἀφ’ οὗ ἔστειλεν ὁ Κύριος εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ τὸν ἐκ γενετῆς τυφλόν, ἐχάρισεν εἰς αὐτὴν ἰαματικὴν δύναμιν. Διὰ τοῦτο αὕτη πολλὰ ὠφελεῖ τὴν ὄψιν τῶν ὀμμάτων. Σιλωὰμ δὲ πνευματικὸς ἦτον ὁ Χριστός, καθὸ ἀπεσταλμένος ὑπὸ τοῦ Πατρὸς Μεσσίας, ὡς συμπεραίνει ὁ Ἅγιος Κύριλλος. (Ὅρα σελ. 47 τῆς Δωδεκαβίβλου.)

*

Άγιος Χριστόφορος ο ΜεγαλομάρτυραςΤῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Χριστοφόρου.

Τὸν Χριστοφόρον οἶδα σε Χριστοφόρος (3),
Χριστῷ τυθέντα τῷ Θεῷ διὰ ξίφους.

Οὗτος ὁ Ἅγιος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Δεκίου ἐν ἔτει σν΄ [250]. Λέγονται δὲ περὶ τούτου τινὰ τερατώδη καὶ παράδοξα, ἤγουν, ὅτι ἦτον κυνοπρόσωπος (4), καταγόμενος ἀπὸ τὴν χώραν τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων, ὁποῦ τρώγουσι τοὺς ἀνθρώπους. Πιασθεὶς δὲ εἰς τὸν πόλεμον ἀπὸ ἕνα κόμητα, ἐπειδὴ δὲν ἐδύνετο νὰ ὁμιλήσῃ, ἐπροσευχήθη καὶ ἐπέμφθη εἰς αὐτὸν Ἄγγελος Κυρίου λέγων. Ῥέπρεβε, ἀνδρίζου, οὕτω γὰρ ὠνομάζετο πρότερον. Πιάσας δὲ τὰ χείλη του ὁ Ἄγγελος, τὸν ἔκαμε νὰ λαλῇ ἐλευθέρως. Ἔπειτα ἐπῆγε μέσα εἰς τὴν πόλιν ὁ Ἅγιος, καὶ ἤλεγχε τοὺς Ἕλληνας, ὁποῦ ἐδίωκαν τοὺς Χριστιανούς. Τοῦτον χάριν ἐδάρθη ἀπὸ ἕνα ἄρχοντα Βάκχιον ὀνομαζόμενον, πρὸς τὸν ὁποῖον ἀπεκρίθη ὁ Ἅγιος, ὅτι ταπεινούμενος θεληματικῶς ἀπὸ τὴν ἐντολὴν τοῦ Χριστοῦ, ἐστάθηκα καὶ μὲ ἐπίασαν. Ἐπειδὴ ἐὰν ἐγὼ θελήσω νὰ κινήσω τὸν θυμόν μου καὶ τὴν ἀνδρίαν μου, οὔτε ἐσένα θέλω συσταλθῶ, οὔτε τὴν δύναμιν τοῦ βασιλέως, ἡ ὁποία, ὡς πρὸς τὴν ἐδικήν μου δύναμιν, εἶναι ἀσθενὴς καὶ ἕνα οὐδέν.

Ὅθεν ὁ βασιλεὺς φοβούμενος αὐτόν, καὶ διὰ τὴν δύναμίν του, καὶ διὰ τὴν ἀσχημίαν τοῦ προσώπου του, ἔστειλε διακοσίους στρατιώτας διὰ νὰ τὸν πιάσουν. Ὁ ὁποῖος δὲν ἐβάσταζεν εἰς τὰς χεῖράς του ἅρματα, πάρεξ ἕνα ῥαβδί, τὸ ὁποῖον ξηρὸν ὄν, ἐβλάστησεν. Ἐπειδὴ δὲ εἰς τὸν δρόμον ἐσώθη τὸ ψωμὶ τῶν στρατιωτῶν, καὶ δὲν εἶχον τί νὰ φάγουν, διὰ τοῦτο ἐπροσευχήθη ὁ Ἅγιος, καὶ ἐπλήθυναν οἱ ὀλίγοι ἄρτοι ἐκεῖνοι ὁποῦ ἔμειναν. Ὅθεν ἐκπλαγέντες οἱ στρατιῶται διὰ τὸ παράδοξον αὐτὸ θαῦμα, ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστόν. Καὶ ὅταν ἐπῆγαν εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, ἐβαπτίσθησαν ὅλοι ὁμοῦ μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιον, ἀπὸ τὸν Ἱερομάρτυρα Βαβύλαν τὸν Ἐπίσκοπον τῆς Ἀντιοχείας, καὶ τότε ὁ Ἅγιος ἀντὶ τοῦ Ῥεπρέβου, μετωνομάσθη Χριστοφόρος. Ὅταν δὲ ἐπαραστάθη ὁ Ἅγιος εἰς τὸ βασιλικὸν κριτήριον, βλέπωντας αὐτὸν ὁ βασιλεὺς καὶ ἐκπλαγείς, ἀπὸ τὸν φόβον του ἔπεσεν ὀπίσω ἀνάσκελα. Ἐλθὼν δὲ ὕστερον εἰς τὸν ἑαυτόν του, ἐστοχάσθη νὰ μεταχειρισθῇ τὸν Ἅγιον μὲ δολιότητα, καὶ νὰ μαλάξῃ τὴν γνώμην του μὲ κολακείας, ἴσως μὲ αὐτὰς δυνηθῆ νὰ τὸν χωρίσῃ ἀπὸ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδὴ καὶ δὲν ἐτόλμα νὰ τὸν παρακινήσῃ εἰς τοῦτο μὲ φοβερισμούς. Ὅθεν τί ἔκαμεν; Ἐπροσκάλεσε δύω γυναῖκας, Καλλινίκην καὶ Ἀκυλίναν ὀνομαζομένας, ὡραίας μὲν εἰς τὴν ὄψιν, πόρνας δὲ καὶ ἀκολάστους εἰς τὴν γνώμην, αἱ ὁποῖαι ἦτον πολλὰ ἐπιτήδειαι εἰς τὸ νὰ θερμάνουν καὶ νὰ παρακινήσουν τοὺς ἄνδρας εἰς ἐπιθυμίαν σαρκός. Ταύτας λοιπὸν ἐπρόσταξε νὰ ὑπάγουν εἰς τὸν Ἅγιον, καὶ νὰ μεταχειρισθοῦν κάθε μηχανὴν εἰς τὸ νὰ τὸν τραβίξουν πρὸς τὴν ἀγάπην αὐτῶν. Μὲ τοῦτον γὰρ τὸν τρόπον ἐστοχάζετο ὁ μιαρὸς ὅτι ἔχει νὰ χωρίσῃ τὸν Μάρτυρα ἀπὸ τὸν Χριστόν, καὶ νὰ τὸν κάμῃ νὰ προσφέρῃ θυσίαν εἰς τὰ εἴδωλα. Ἔγινεν ὅμως τὸ ἐναντίον ἀπὸ ἐκεῖνο, ὁποῦ ὁ βασιλεὺς ἐστοχάζετο. Διατὶ ὁ Ἅγιος κατηχήσας τὰς ἀνωτέρω πόρνας, ἐχώρισεν αὐτὰς ἀπὸ τὴν θρῃσκείαν τῶν εἰδώλων. Ὅθεν αὗται παρασταθεῖσαι ἐνώπιον τοῦ βασιλέως, ὡμολόγησαν πῶς εἶναι Χριστιαναί. Διὰ τοῦτο ἔβαλεν αὐτὰς ὁ βασιλεὺς ὑπὸ κάτω εἰς τιμωρίας καὶ βάσανα, ἤγουν ἐσούβλισεν αὐτὰς ἀπὸ τοὺς πόδας ἕως εἰς τοὺς ὤμους. Ὅθεν ἀνδρείως ὑπομείνασαι τὴν δεινὴν ταύτην βάσανον, ἔλαβον αἱ μακάριαι τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου. Διὰ ταῦτα λοιπὸν ἀνάψας ὁ βασιλεὺς ἀπὸ τὸν θυμόν, ὕβρισε τὸν Ἅγιον Χριστοφόρον διὰ τὸ ἄσχημον καὶ ἀλλόκοτον τοῦ προσώπου του. Ὁ δὲ Ἅγιος ἀπεκρίθη εἰς αὐτόν, πῶς εἶναι δεκτικὸς τῆς ἐνεργείας τοῦ Διαβόλου, τοῦτο γὰρ δηλοῖ τὸ ὄνομά του, τὸ Δέκιος δηλαδή. Ὅθεν παρευθὺς ὁ ἀπάνθρωπος τύραννος ἀπεφάσισε νὰ θανατωθοῦν οἱ ἀνωτέρω διακόσιοι στρατιῶται, ὁποῦ ἐπῆγαν διὰ νὰ πιάσουν τὸν Ἅγιον, καὶ ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστόν, οἵτινες ἔλαβον οἱ μακάριοι τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου. Τὸν δὲ Ἅγιον Χριστοφόρον ἐπρόσταξε νὰ καρφώσουν ἐπάνω εἰς ἕνα μηχανικὸν ὄργανον χαλκωματένιον, ὑποκάτω εἰς τὸ ὁποῖον ἄναπτε φωτία. Ὁ δὲ Ἅγιος, ὄχι μόνον ἐφυλάχθη ἀβλαβὴς ἀπὸ τὴν βάσανον ταύτην, ἀλλὰ καὶ ὡσὰν νὰ ἦτον εἰς ἄνεσιν καὶ ἀνάπαυσιν, ἔτζι ἐδιηγεῖτο παράδοξά τινα πράγματα, τὰ ὁποῖα, εἰς μὲν τοὺς πολλοὺς καὶ ἀπίστους ἀνθρώπους, ἐφαίνοντο ἄπιστα καὶ ἀπίθανα, εἰς δὲ τοὺς πιστοὺς καὶ διακριτικούς, ἐφαίνοντο πολλὰ πιστὰ καὶ εὐκολοπαράδεκτα. Ἔλεγε γὰρ ὁ μακάριος, ὅτι ἔβλεπεν ἕνα ἄνδρα, ὑψηλὸν μὲν κατὰ τὸ μέγεθος τοῦ σώματος, ὡραῖον δὲ κατὰ τὸ πρόσωπον, ὁ ὁποῖος ἐφόρει ἄσπρα φορέματα, καὶ μὲ τὰς ἀκτῖνας, ὁποῦ ἄστραπτον ἀπὸ τὸ πρόσωπόν του, ἐνίκα καὶ ἐσκέπαζε τὸν λαμπρότατον ἥλιον. Ἐπάνω δὲ εἰς τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἐστέκετο ἕνας λαμπρὸς στέφανος, τριγύρω του ἐστέκοντο στρατιῶται πυρίμορφοι, πρὸς τοὺς ὁποίους πολεμήσαντές τινες ἄλλοι μαῦροι καὶ ἄσχημοι, ἐφάνηκαν ὅτι ἐνικήθηκαν. Ὕστερον δέ, γυρίσας ὁ φοβερὸς ἐκεῖνος ἄρχων μὲ θυμόν, ἐτάραζε καὶ κατεπάτησεν ὅλους ἐκείνους τοὺς πολεμίους, καὶ οὕτως ἔλαβε τὸ κατ’ αὐτῶν κράτος καὶ τὴν ἰσχύν.

Ταῦτα ἀκούσαντες οἱ λαοὶ νὰ διηγῆται ὁ Ἅγιος, καὶ πρὸς τούτοις βλέποντες αὐτόν, πῶς ἐφυλάχθη ἀβλαβὴς ἀπὸ τὴν βάσανον ἐκείνην τοῦ χαλκοῦ ὀργάνου, ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστόν. Ὅθεν ἐπῆγαν καὶ ἐγλύτωσαν τὸν Ἅγιον ἀπὸ τὴν φωτίαν. Πλὴν οὗτοι ὅλοι κατεκόπησαν ἀπὸ τοὺς στρατιώτας τοῦ βασιλέως. Ἀπὸ δὲ τὸν λαιμὸν τοῦ Ἁγίου Χριστοφόρου δέσαντες πέτραν, ἔρριψαν αὐτὸν μέσα εἰς ἕνα πηγάδι, Ἄγγελος δὲ Κυρίου ἐτράβιξε τὸν Ἅγιον ἀπὸ ἐκεῖ καὶ τὸν ἐλευθέρωσεν. Ἀλλὰ πάλιν ὁ ἀσεβέστατος τύραννος δὲν ἔπαυσε τὸν θυμόν του, ἀλλὰ ἐπρόσταξε καὶ ἐφόρεσαν τὸν Ἅγιον ἕνα φόρεμα χαλκωματένιον καὶ πυρωμένον. Καὶ τελευταῖον ἐπρόσταξε καὶ τὸν ἀπεκεφάλισαν, καὶ οὕτως ἔλαβεν ὁ μακάριος τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις καὶ ἑορτὴ εἰς τὸν Ναὸν αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι κοντὰ εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Πολυεύκτου, καὶ εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, τὸν εὑρισκόμενον εἰς τόπον καλούμενον Κυπαρίσσιον (5).

(3) Ἤτοι, ἐγώ, λέγει, ὁ συνώνυμός σου Χριστοφόρος ὁ Πατρίκιος, (ὁ τοὺς περισσοτέρους δηλαδὴ ἰαμβικοὺς στίχους ποιήσας τοὺς ἐν τῷ Συναξαριστῇ περιεχομένους, καὶ τούτους τοὺς παρόντας) ἐγὼ σὲ ἠξεύρω Χριστοφόρον συνώνυμόν μου, διατὶ σὺ ἐθυσιάσθης διὰ τοῦ ξίφους ὑπὲρ τῆς ἀγάπης Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ.

(4) Κυνοπρόσωπος ἐδῶ πρέπει νὰ νοηθῇ, ὅτι ὁ Ἅγιος ἦτον ναὶ ἄσχημος καὶ ἄμορφος εἰς τὸ πρόσωπον, ὄχι δέ, καὶ πῶς εἶχε σκύλου μορφὴν μὲ τελειότητα, καθὼς οὐ καλῶς ἱστοροῦσιν αὐτὸν μερικοὶ ἀμαθεῖς ζωγράφοι. Ἀνθρώπινον γὰρ πρόσωπον εἶχε, καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ ἄνθρωποι, ἄσχημον ὅμως καὶ φοβερὸν καὶ ἠγριωμένον. Ἕνα γὰρ εἶδος καὶ μίαν φύσιν ἐποίησεν ὁ Θεὸς ὅλων τῶν ἀνθρώπων, κᾂν καὶ μερικοὶ ὀλίγον παραλλάττουσιν ἀπὸ τοὺς ἄλλους, κατά τινα ἀνομοιότητα. Ὅτι δὲ πολλὰ ἔθνη ἦτον καὶ εἶναι ἀνθρωποφάγα, μαρτυροῦσιν αἱ παλαιαὶ ἱστορίαι. Καὶ οἱ νῦν δὲ ὀνομαζόμενοι Καλμοῦκοι οἱ ἐν τῷ βασιλείῳ τῆς Ῥωσσίας εὑρισκόμενοι, ἀνθρωποφάγοι εἰσίν.

(5) Τὸ ἑλληνικὸν τούτου Μαρτύριον σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἔτους τετάρτου τῆς βασιλείας Δεκίου». Τὴν δὲ ᾀσματικὴν αὐτοῦ Ἀκολουθίαν ἄριστα ἀνεπλήρωσε καὶ ηὔξησεν ὁ σοφολογιώτατος διδάσκαλος κὺρ Χριστοφόρος ὁ Προδρομίτης.

*

Αἱ Ἅγιαι Μάρτυρες Καλλινίκη καὶ Ἀκυλίνα, αἱ διὰ τοῦ Ἁγίου Χριστοφόρου τῷ Χριστῷ πιστεύσασαι, σούβλαις ἀπὸ ποδῶν ἕως ὤμων διαπαρεῖσαι, τελειοῦνται.

Ἔχει τράπεζαν Σατανᾶς πάλιν νέαν,
Γύναια σουβλίζουσιν οἱ πλάνοι δύω.

*

Άγιος Νικόλαος εν ΒουνένηὉ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Νικόλαος ὁ νέος ὁ ἐν Βουνένῃ, ξίφει τελειοῦται.

Ὦ Νικόλαε διττὸν εἴληφας στέφος,
Ὅσιος οἷα καὶ ἀθλητὴς Κυρίου.

Οὗτος ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Νικόλαος ἐκατάγετο ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς, ἐγεννήθη δὲ ἀπὸ γονεῖς εὐγενεῖς καὶ θεοσεβεῖς. Εὐθὺς λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀρχὴν ἔδειχνεν ὁ ἀξιέπαινος Νικόλαος οὗτος ποταπὸς ἔχει νὰ κατασταθῇ εἰς τὸ ὕστερον, ἐπειδή, ἀπεστρέφετο μὲν τὰς συνομιλίας τῶν ὁμηλίκων του νέων, ἠγάπα δὲ τὰς συναναστροφὰς τῶν γερόντων καὶ φρονίμων ἀνθρώπων. Ὅταν δὲ ἔφθασεν εἰς ἡλικίαν, ἐσυναριθμήθη μὲ τὰ βασιλικὰ στρατεύματα, ἐπειδὴ ἦτον πολλὰ ἀνδρεῖος κατὰ τὸ σῶμα. Ὅθεν εἰς ὀλίγον καιρὸν τόσας ἀνδραγαθίας ἔκαμεν εἰς τοὺς πολέμους, ὥστε ὁποῦ ἔγινεν εἰς ὅλους ὀνομαστὸς καὶ περίφημος. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ τοῦ τότε καιροῦ βασιλεὺς τῶν Ῥωμαίων, ἀκούσας τὴν φήμην τοῦ Ὁσίου, ἐμήνυσεν αὐτῷ καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸ παλάτιον. Βλέπωντας δὲ αὐτὸν λόγιον, καὶ εἰς τὰ ἔργα καὶ πράξεις πολλὰ ἐπιτήδειον, τὸν ἔκαμε δοῦκα μιᾶς ἐπαρχίας, παραδοὺς εἰς αὐτὸν στρατιώτας διὰ νὰ τοῦ ὑποτάσσωνται. Ἐπειδὴ δὲ κατὰ τοὺς καιροὺς ἐκείνους ἀποστάτησαν οἱ ἄνθρωποι τῆς Θετταλίας ἀπὸ τὸν βασιλέα, καὶ δὲν ἤθελαν νὰ πληρώνουν τὰ βασιλικὰ δοσίματα, διὰ τοῦτο ὁ βασιλεὺς ἔστειλε τοὺς τοπάρχας τῆς Ἀνατολῆς ὁμοῦ καὶ τὸν θαυμαστὸν τοῦτον Νικόλαον, διὰ νὰ πολεμήσουν τοὺς ἀποστάτας. Ὅθεν πηγαίνωντας ὁ Νικόλαος ὁμοῦ μὲ τοὺς στρατιώτας του εἰς τὴν Θεσσαλονίκην, τὴν πρωτεύουσαν πόλιν τῆς Θετταλίας, ἐπολέμησαν καὶ ἐνίκησαν τοὺς Θεσσαλονικεῖς, καὶ ἔκαμαν αὐτοὺς νὰ δίδουσι πάλιν εἰς τὸν βασιλέα τὰ πρότερα δοσίματα. Πηγαίνοντες δὲ καὶ εἰς τὴν Λάρισσαν, ἐπολέμησαν αὐτήν. Ἀλλ’ ἐπειδὴ εἰς τὸν πόλεμον αὐτὸν ἐνικήθησαν οἱ Ῥωμαῖοι, διὰ τοῦτο ὁ Νικόλαος βλέπωντας πῶς ἐκινδύνευεν ἡ ζωή του, ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὸν πόλεμον, καὶ καταφρονήσας κόσμον καὶ τὰ ἐν κόσμῳ, ἐπῆγεν εἰς τὸ βουνὸν τῆς Βουνένης. Ἐκεῖ δὲ εὑρὼν μερικοὺς Μοναχοὺς ἡσυχάζοντας, ἔγινε καὶ αὐτὸς Μοναχός, καὶ ἔμεινε μαζὶ μὲ ἐκείνους ἀγωνιζόμενος, μὲ νηστείαν, μὲ προσευχήν, μὲ ἀγρυπνίαν, καὶ μὲ κάθε ἄλλην σκληραγωγίαν καὶ ἄσκησιν.

Ἀλλ’ ὁ μισόκαλος Διάβολος, μὴ ὑποφέρωντας νὰ βλέπῃ τὴν κατὰ Θεὸν πολιτείαν τῶν Μοναχῶν ἐκείνων, ἐσήκωσε τὸ ἔθνος τῶν ἀθέων Ἀβάρων ἐναντίον τῆς Δύσεως. Ὅθεν αὐτοὶ περιπατοῦντες καὶ κουρσεύοντες πολλὰ κάστρα καὶ χώρας, ἔφθασαν καὶ ἕως εἰς τὴν Λάρισσαν, καὶ εἰς τὰ ἐκεῖσε περίχωρα, τὰ Φέρσαλα, λέγω, καὶ τὴν Ἐλασσῶνα, καὶ Βόλον, καὶ Ζαγορᾶν. Καὶ τόσον πολλὰ ἐταπείνωσαν τοὺς ἐκεῖ εὑρισκομένους Χριστιανούς, εἰς τρόπον ὅτι καὶ ἐβίαζαν αὐτοὺς νὰ ἀρνηθοῦν μὲν τὸν Δεσπότην Χριστὸν τὸν ἀληθινὸν Θεόν, νὰ προσκυνήσουν δὲ τὰ εἴδωλα. Τούτων οὕτω γινομένων, ἐκεῖ ὁποῦ ὁ Ὅσιος ἐπροσηύχετο μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους συνασκητάς του (οἵτινες ἦσαν δώδεκα εἰς τὸν ἀριθμόν) ἦλθε τὴν νύκτα Ἄγγελος Κυρίου, καὶ τοὺς εἶπε νὰ ἑτοιμασθοῦν, διατὶ μετὰ ὀλίγον ἔχουν νὰ μαρτυρήσουν διὰ τὸν Χριστόν, καὶ νὰ λάβουν τοὺς στεφάνους τῆς ἀθλήσεως. Μετὰ ὀλίγας λοιπὸν ἡμέρας ἐπῆγαν οἱ Ἄβαροι εἰς τὴν Σκῆτιν, καὶ τοὺς μὲν ἄλλους Ὁσίους, ἀφ’ οὗ ἐτιμώρησαν μὲ διάφορα βάσανα, τελευταῖον τοὺς ἀπεκεφάλισαν. Τὸν δὲ Ὅσιον τοῦτον Νικόλαον, βλέποντες πῶς ἦτον ὡραῖος κατὰ τὸ σῶμα, καὶ φρόνιμος κατὰ τὴν ψυχήν, ἄρχισαν νὰ τὸν παρακινοῦν μὲ κολακείας διὰ νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστόν, καὶ νὰ προσκυνήσῃ τὰ ἀναίσθητα εἴδωλα. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἅγιος ἔμενε στερεὸς εἰς τὴν εὐσέβειαν, διὰ τοῦτο οἱ βάρβαροι Ἄβαροι, ἔδειραν μὲν αὐτὸν πρῶτον τόσον πολλά, ὥστε ὁποῦ ἄλλαζαν δύω καὶ τρεῖς φοραῖς οἱ δέρνοντες αὐτὸν δήμιοι. Ἔπειτα δέσαντες αὐτὸν εἰς ἕνα δένδρον, τὸν ἐσαΐτευον. Εἶτα ἐπῆραν τὸ ἐδικόν του κοντάρι καὶ τὸν ἐλόγχευαν. Εἰς ὅλον δὲ τὸ ὕστερον, βλέποντες ὅτι ὁ Ἅγιος ἦτον ἀδύνατον νὰ μετασαλεύσῃ ἀπὸ τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν, διὰ τοῦτο ἀπεκεφάλισαν αὐτόν, καὶ οὕτως ἔλαβεν ὁ ἀοίδιμος τὸν στέφανον τῆς ἀθλήσεως. Τὸ δὲ ἅγιον αὐτοῦ λείψανον ἔμεινεν ἄταφον εἰς τὸ βουνὸν ἐκεῖνο, φυλαττόμενον ἀπὸ θείους Ἀγγέλους ἀβλαβὲς καὶ ἀδιάφθορον. Ὕστερον δὲ ἐφανερώθη διὰ θαύματος τοῦ Ἁγίου, τὸ ὁποῖον ἕως τὴν σήμερον λωβοὺς ἰατρεύει, χωλοὺς ἀνορθοῖ, καὶ ἄλλας διαφόρους ἀσθενείας ἰατρεύει ἐκείνων, ὁποῦ μετὰ πίστεως τούτῳ προστρέχουσιν. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον τούτου καὶ τὴν ᾀσματικὴν ἀκολουθίαν ὅρα ἐν τῇ ἰδιαιτέρᾳ ἐκδεδομένῃ αὐτοῦ φυλλάδι.)

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἐπίμαχος ὁ νέος ξίφει τελειοῦται.

Ἀνεῖλεν Ἐπίμαχον ἀθλητὴν ξίφος,
Θεῖον μαχητὴν εὐσθενῆ κατὰ πλάνης.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Γορδιανὸς ξίφει τελειοῦται.

Οὐ δὲ προσεῖχε Γορδιανὸς τῷ ξίφει,
Ψυχὴν ἑαυτοῦ θαρσοποιῶν τῷ στέφει.

Οὗτοι οἱ ἀνωτέρω Ἅγιοι, ὁ Ἐπίμαχος, λέγω, καὶ ὁ Γορδιανός, ἐκατάγοντο ἀπὸ τὴν Ῥώμην. Ἐπειδὴ δὲ ὡμολόγουν παρρησίᾳ τὸν Χριστόν, διὰ τοῦτο καὶ ἐπιάσθησαν, καὶ ἀναγκασθέντες ἀπὸ τὸν ἄρχοντα διὰ νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστόν, καὶ νὰ θυσιάσουν εἰς τὰ εἴδωλα, δὲν ἐπείσθησαν. Ὅθεν βασανισθέντες μὲ διαφόρους βασάνους, ὕστερον ἀπεκεφαλίσθησαν, καὶ ἔλαβον τῆς ἀθλήσεως τοὺς στεφάνους. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῶν Σύναξις εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Στρατονίκου.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

 

Των Αγίων Ησαΐου του Προφήτου, Χριστοφόρου, Καλλινίκης, Ακυλίνης, Νικολάου του εν Βουνένη, Επιμάχου, Γορδιανού

 

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.