Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου7 Δεκεμβρίου

Των Αγίων Αμβροσίου Μεδιολάνων, Αθηνοδώρου, Νεοφύτου, Δομετίου κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιος ΑμβρόσιοςΤω αυτώ μηνί Ζ’, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Αμβροσίου Επισκόπου Μεδιολάνων.

Το φθαρτόν Αμβρόσιος εκδύς σαρκίον,
Θείας μετέσχεν αμβροσίας αξίως.

Εβδόμη Αμβρόσιος ποτί άμβροτον ήλυθεν ούδας
(ήτοι εις το αθάνατον έδαφος).

Ούτος εκατάγετο από την μεγαλόδοξον πόλιν της Ρώμης, και ήτον ένας της βασιλικής συγκλήτου, εν έτει τοδ’ [374]. Φυλάττων μεν πάντοτε και εις τα λόγια και εις τα έργα την αλήθειαν. Γνωριζόμενος δε ζυγός και στάθμη της δικαιοσύνης, χωρίς να κάμνη τας κρίσεις και αποφάσεις κλινούσας εις ένα και άλλο μέρος κατά φιλοπροσωπίαν, ή πρόσκλισιν. Αλλά ορθάς και απροσωπολήπτους. Όθεν δια τας αρετάς του ταύτας, ενεχειρίσθη και την ηγεμονίαν όλης της Ιταλίας από τους ευσεβείς βασιλείς Κωνσταντίνον και Κώνσταντα τους υιούς του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Και αγκαλά ούτος δεν ήτον τελειωμένος με το Άγιον Βάπτισμα, αλλά ακόμη ήτον κατηχούμενος, όσον όμως εις την αρετήν και εις την καθαρότητα της ζωής, δεν ήτον κατώτερος από τους τελείους Χριστιανούς, τους βεβαπτισμένους, και κοινωνήσαντας των του Χριστού μυστηρίων. Όθεν επειδή απέθανεν ο Αρχιερεύς των Μεδιολάνων, δια τούτο με την κρίσιν και απόφασιν του βασιλέως Ουαλεντινιανού, χειροτονείται ο μέγας ούτος Αμβρόσιος, Επίσκοπος της των Μεδιολάνων Εκκλησίας, βαπτισθείς την μίαν ημέραν, και την άλλην γενόμενος Αναγνώστης. Και ούτω κατά σειράν διαπεράσας όλους τους εκκλησιαστικούς βαθμούς, και φθάσας εις τον μεγαλίτερον και τέλειον της Αρχιερωσύνης.

Καλώς λοιπόν την του Χριστού Εκκλησίαν ποιμάνας, συμβοηθός και συναγωνιστής έγινε των άλλων Πατέρων, οπού ηγωνίσθησαν εναντίον της αιρέσεως του Αρείου και Σαβελλίου και Ευνομίου. Και υπέρ της ευσεβούς πίστεως διάφορα βιβλία συνέγραψεν. Αλλά και τον βασιλέα Θεοδόσιον ελθόντα από την Θεσσαλονίκην εις Μεδιόλανα, εμπόδισεν από την είσοδον της Εκκλησίας, ενθυμίζωντάς του τους φόνους οπού ετόλμησεν εις την Θεσσαλονίκην. Και διδάξας αυτόν, πόση διαφορά είναι αναμεταξύ ιερωμένου και λαϊκού, καν και βασιλεύς είναι. Και ότι δεν πρέπει έτζι προπετώς και αυθαδώς να τολμά εις τα θεία. Καλώς λοιπόν διαπεράσας την ζωήν του ο αοίδιμος ούτος της του Χριστού Εκκλησίας Πατήρ, με γήρας καλόν ανεπαύθη εν Κυρίω. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εν τη αγιωτάτη μεγάλη Εκκλησία. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτού όρα εις τον Παράδεισον (1).)

(1) Σημείωσαι, ότι ο Μέγας Βασίλειος εν τη προς τον Άγιον Αμβρόσιον τούτον Επιστολή λέγει· «Επειδή ου παρά ανθρώπων παρέλαβες, ή εδιδάχθης το Ευαγγέλιον του Χριστού. Αλλ’ αυτός σε ο Κύριος, από των Κριτών της γης, επί την προεδρίαν των Αποστόλων μετέθηκεν». Τον Βίον δε του Αμβροσίου τούτου συνέγραψεν ελληνιστί ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Ουαλεντινιανός μετά την τελευτήν Ιοβιανού». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων Μονή και εν άλλαις.)

*

Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Αθηνοδώρου.

Χαίρων Αθηνόδωρος ει τμηθή ξίφει,
Αφηρέθη το πνεύμα και προ του ξίφους.

Ούτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, εν έτει σϞ’ [290], καταγόμενος από την Συρίαν της Μεσοποταμίας, και εκ νεαράς ηλικίας γενόμενος Μοναχός. Διαβαλθείς δε ως Χριστιανός εις τον άρχοντα Ελεύσιον, και τον Χριστόν ομολογήσας, τεντόνεται ανάμεσα εις δύω στύλους, και κατακαίεται με αναμμένας λαμπάδας εις όλα τα μέλη του σώματός του. Έπειτα με βώλους σιδηρούς πεπυρωμένους κατακαίεται εις τας μασχάλας. Και με αγκυνέλα σιδηρά αγγιστρώνεται από την μύτην. Και απλόνεται επάνω εις ένα πευκί χάλκινον πυρωμένον, το οποίον παραδόξως μετέβαλεν ο Άγιος από καυστικόν εις ψυχρόν. Έπειτα βάλλεται μέσα εις ένα χάλκινον ταύρον πεπυρακτωμένον, από τον οποίον εφυλάχθη αβλαβής υπό θείου Αγγέλου. Ομοίως εφυλάχθη ανώτερος και από άλλα βάσανα. Όθεν και ετράβιξεν εις την πίστιν του Χριστού πεντήκοντα άνδρας Έλληνας. Μετά ταύτα δε, ετράβιξε πάλιν άλλους τριάκοντα. Τελευταίον έλαβεν ο του Χριστού αθλητής την απόφασιν δια να αποκεφαλισθή. Επειδή δε παρελύθη εκείνος, οπού έμελλε να τον αποκεφαλίση, και έπεσε κάτω ωσάν νεκρός ομού με το σπαθί, και επειδή άλλος να πλησιάση κοντά δεν ετόλμα, δια τούτο ο Άγιος προσευχηθείς, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Και έλαβε παρ’ αυτού του μαρτυρίου τον στέφανον.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Νεόφυτος, εν τη θαλάσση βληθείς, τελειούται.

Θανών ο Νεόφυτος υδάτων μέσον,
Παρ’ υδάτων ζη μυστικών διεξόδους.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Δομέτιος ξίφει τελειούται.

Δος Δομέτιε Χριστομάρτυς και λάβε,
Δος την κεφαλήν, και λάβε στέφος μέγα.

*

Οι Άγιοι Μάρτυρες Ισίδωρος, Ακεψιμάς και Λέων, πυρί τελειούνται.

Διττοίς συνάθλοις Ισίδωρε συμφλέγου,
Ίσων γαρ αυτοίς δωρεών Θεού τύχης.

*

Όσιος ΑμμούνΟ Όσιος Αμμούν ο της Νητρίας εν ειρήνη τελειούται (2).

Αμμούν Πατρός κατείδε Νητρία τρία,
Κόσμου φυγήν, άσκησιν, έξοδον βίου.

(2) Ούτος ο Αμμούν φαίνεται να ήναι ο ίδιος εκείνος, οπού εορτάζεται κατά την τετάρτην του Οκτωβρίου, και όρα εκεί.

 

 

*

Οι Άγιοι Μάρτυρες Γάϊος και Γαϊανός πυρί τελειούνται.

Αν και καμίνου Γάϊε βληθής μέσον,
Σου Γαϊανός ουκ αφέξομαι λέγει.

*

Οι Άγιοι τριακόσιοι Μάρτυρες οι εν Αφρική, ξίφει τελειούνται.

Δόξης υπέρ σης ω Τριας τετμημένην,
Διπλοτριπλήν δέχου με εξηκοντάδα.

Ούτοι οι Άγιοι Μάρτυρες ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Ζήνωνος, εν έτει υοδ’ [474]. Άρχων δε και εξουσιαστής της Αφρικής ήτον ο Αρειανός Ονώριχος, ο γενόμενος διάδοχος του πατρός αυτού Γιζερίχου. Τούτον λοιπόν τον Ονώριχον έπεισαν οι δύω Αρειανοί Επίσκοποι ο Κύριλλος και Βιλινάρδης δια να κινήση διωγμόν μέγαν κατά των Ορθοδόξων Χριστιανών. Και δη εκίνησεν αυτόν. Αλλά τόσον φοβερόν και μεγάλον, ώστε οπού ο διωγμός αυτός υπερέβηκε και αυτούς τους διωγμούς, οπού εκινήθησαν κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού και Μαξιμιανού. Επρόσταξε γαρ ο θηριώδης εκείνος τύραννος να διωχθούν όλοι οι Ιερείς των εν τη Αφρική δεκαπέντε πόλεων, αφ’ ου πρότερον επάρθησαν από τας Εκκλησίας των Ορθοδόξων όλα τα ιερά άμφια και κειμήλια. Έπειτα πέρνοντες οι Ορθόδοξοι μίαν μόνην Εκκλησίαν, εκεί εσυνάγοντο και ετέλουν την θείαν μυσταγωγίαν. Τούτο δε μαθόντες οι βάρβαροι Αρειανοί, επεριτριγύρισαν αυτήν και φέροντες ξύλα και άλλην ύλην ξηράν, άναψαν αυτήν. Και έτζι έκαυσαν την Εκκλησίαν ομού με όλους τους εν αυτή ευχομένους Χριστιανούς. Ο δε Ονώριχος επαινέσας το τόλμημα των βαρβάρων, έδωκε προσταγήν, ότι όσοι Χριστιανοί δεν αναβαπτίζονται εις το κακόδοξον βάπτισμα των Αρειανών, παρευθύς να θανατόνωνται. Όθεν όσοι μεν Ορθόδοξοι δεν εδύναντο να υποφέρουν τα φοβεριζόμενα βασανιστήρια, έφευγον και εκέρδαινον την ζωήν τους, αφίνοντες τας πατρίδας και τα οσπήτιά των. Όσοι δε ήτον στερεοί εις την Ορθόδοξον πίστιν, προθύμως έδιδαν τον εαυτόν τους εις το μαρτύριον. Δια τούτο τριακόσιοι ορθόδοξοι εις την Καρχηδόνα, επειδή και εδιαβάλθησαν, ότι δεν θέλουν να συμφωνήσουν με τους Αρειανούς, έλαβον κεφαλικήν τιμωρίαν.

Εις δε τους Ιερείς περισσοτέρας τιμωρίας εποίουν οι δυσσεβείς. Όθεν δύω μεν από αυτούς, επριόνισαν, εξήκοντα δε Ιερέων των πλέον λογιωτέρων, έκοψαν τας γλώσσας από αυτάς τας ρίζας. Οίτινες διαμοιρασθέντες εις όλην την γην των Ρωμαίων, εκήρυττον χωρίς γλώσσαν, την μεγαλωτάτην θαυματουργίαν, οπού ενήργει ο Θεός εις αυτούς. Ανοίγοντες γαρ το στόμα και φαινόμενοι χωρίς γλώσσαν, απταίστως και καθαρώς επρόφεραν τα λόγια. Ώστε οπού εξεπλήττοντο εκείνοι, οπού τους έβλεπον και τους ήκουον. Ένας δε από αυτούς, επειδή και έπεσεν εις σαρκικήν αμαρτίαν, έκαμε την θείαν χάριν να αναχωρήση από λόγου του. Και πλέον δεν εδύνετο να λαλήση ενάρθρως ως και το πρότερον. Καθώς την ιστορίαν ταύτην πολλοί αναφέρουσι συγγραφείς (3). Και ταύτα μεν ετολμήθησαν εις την Αφρικήν υπό των Ουανδήλων (ή Ουανδάλων) εναντίον εις τους Ορθοδόξους, οπού ωμολόγουν ομοούσιον με τον Πατέρα τον Υιόν και Λόγον αυτού.

Εις δε την παλαιάν Ρώμην κατά τον αυτόν καιρόν πολλά κακά εγίνοντο εναντίον των Ορθοδόξων υπό των ιδίων Αρειανιστών. Η γαρ γυνή του ρηγός της Ρώμης Οδοάκρου, Σουνίλδη ονομαζομένη, επειδή και εφρόνει την αίρεσιν του Αρείου, δια τούτο ηνάγκαζε μίαν Ρωμαίαν γυναίκα ορθόδοξον να βαπτισθή δεύτερον εις το κακόδοξον βάπτισμα του Αρείου. Επειδή όμως δεν εδυνήθη να την καταπείση, επρόσταξε να βαπτισθή και χωρίς να θέλη από τον Επίσκοπον των Μεδιολάνων, Αρειανόν και αυτόν όντα. Η δε ορθόδοξος γυνή ευγαίνουσα από την κολυμβήθραν, εζήτησε δύω παράδες από την δούλην της, και αυτούς έδωκεν εις τον Επίσκοπον λέγουσα. Λάβε την πληρωμήν δια το κοινόν λουτρόν οπού με έλουσες, εξευτελίζουσα δηλαδή με τον λόγον τούτον το αρειανικόν βάπτισμα. Τούτο δε μαθούσα η Σουνίλδη, παρευθύς επρόσταξε και κατέκαυσαν την μακαρίαν. Όθεν ο άνδρας αυτής φοβηθείς την βάσανον του πυρός, επήγεν αυτοκάλεστος και εβαπτίσθη δεύτερον εις το βάπτισμα του Αρείου. Ύστερον δε καθήμενος επάνω εις άλογον, και πηγαίνωντας εις ένα ευκτήριον οίκον, ευρισκόμενον έμπροσθεν της πόλεως, εκεί κατεκάη ο άθλιος από ένα αστραποπελέκυ, οπού έπεσεν από τον ουρανόν. Όθεν με την δοκιμήν έμαθεν, ότι η του Θεού οργή και καταδίκη, έγινεν εις αυτόν πλέον δυνατωτέρα από την φωτίαν την πρόσκαιρον, με την οποίαν η γυνή του εκάηκεν.

(3) Λέγει γαρ ο Βίκτωρ, ότι δια μείζονα πίστωσιν ευρίσκετο εις εξ αυτών εις το παλάτιον του βασιλέως Ζήνωνος υποδιάκονος, Ρεπαράτος ονόματι, όστις ελάλει καθαρώτατα χωρίς του τραυλίζειν την γλώσσαν αυτού, ή δυσκόλως και κακώς λαλείν. Όντως τα κρίματα του Θεού άβυσσος πολλή. Ου γαρ έδει την γλώσσαν εκείνην την θεολογούσαν τον του Θεού Λόγον Υιόν αληθινόν του Θεού και Πατρός, σχεθήναι και σβεσθήναι. Αλλ’ υπέρ την μεγιστόφωνον σάλπιγγα κηρύττειν το ομοούσιον. Τούτο βεβαιοί και ο θείος Γρηγόριος ο Διάλογος, βιβλίω β’, κεφ. λβ’, των Διαλόγων. Όστις επιδημήσας εις το Βυζαντιον, ήκουσε γέροντος Επισκόπου λέγοντος, ότι οι τοιούτοι ήνοιγον τα στόματα, και πάντων ορώντων, μη έχοντες γλώσσας ελάλουν. Εις δε εξ εκείνων εις πορνείαν εξοκείλας, υστερήθη του χαρίσματος. Ο γαρ το σώμα μη φυλάξας καθαρόν, πώς εδύνατο έχειν την χάριν; Και ο μέγας Ιουστινιανός βεβαιοί, ότι είδομεν ευλαβητικούς άνδρας χωρίς γλώσσης λαλούντας. Αλλά και ο Γαζαίος Αινείας ο Πλατωνικός εις τον Διάλογον οπού έχει, τον επιγραφόμενον Θεόφραστος, ήκουσας, λέγει, θαρρώ, ότι δια το μη εθέλειν τινάς Ιερείς αρνήσασθαι τα καλά αυτών δόγματα, φευ της ασεβείας! απετμήθησαν την πεφιλημένην αυτών γλώσσαν υπό του τυράννου του τον μυθικόν Τηρέα μιμησαμένου τον Θράκα. Και τούτο εγώ είχον ως δύσκολον, πώς δηλαδή δυνατόν εστι τον κιθαρωδόν χωρίς κιθάρας κιθαρίζειν, και χωρίς αυλού τον αυλητήν αγραυλίζειν. Πλην όπου Θεός βούλεται νικάται φύσεως τάξις, ως γέγραπται. Και ει μη είδον αυτός εγώ τούτους τοις όμμασί μου, ουκ άν ποτε επίστευσα τω θαύματι τούτω (παρά τη Δωδεκαβίβλω του Δοσιθέου, σελ. 447).

*

Οι εν τω Ναώ υμνούντες τον Θεόν Ορθόδοξοι πυρί τελειούνται.

Όντως Ναός πέφηνε του Ναού μέσον,
Καυθέν το πλήθος τούτο δι’ ορθόν σέβας.

*

Οι Άγιοι δύω Ιερείς πρισθέντες τελειούνται.

Και Ιερείς πρισθήναι σπουδαίως δύω,
Είλοντο μάλλον ή λιπείν το σφων σέβας.

*

Οι Άγιοι εξήκοντα Ιερείς, οι τας γλώσσας τμηθέντες, πάλιν ελάλουν.

Δεκάς άγλωττος εξαπλή λαλεί πάλιν,
Τρανούσα πάσι την αλήθειαν ξένως.

*

Η εν τη Ρώμη ορθόδοξος Γυνή πυρί τελειούται.

Μισούσα γυνή δόγμα των κακοφρόνων,
Ξένην υπέστη καύσιν. Ω της ανδρίας!

*

Ο Όσιος Ιγνάτιος, ο πλησίον των Βλαχερνών κείμενος, εν ειρήνη τελειούται.

Πλήρης απήλθες πράξεων χρηστών Πάτερ,
Εκ του ματαίου και κακών πλήρους βίου.

*

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Παύλου Μοναχού του υποτακτικού.

Σπεύδων ο Παύλος τους άπαντας λανθάνειν,
Έλαμψε μάλλον ή το φως πανταχόσε.

Ούτος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Παύλος, δεν ήτον ούτε ένδοξος και πλούσιος εις τα του κόσμου πράγματα, ούτε πάλιν πτωχός. Αλλά οι γονείς αυτού έζων με αυτάρκειαν των της παρούσης ζωής αγαθών. Όθεν και επαίδευσαν αυτόν τα ιερά γράμματα. Όταν δε ούτος έφθασεν εις ηλικίαν, εφάνη, ότι είναι συμφέρον εις αυτόν να αφήση τον κόσμον και να υπάγη εις ένα Μοναστήριον της εδικής του πατρίδος. Και λοιπόν ενδυθείς το θείον και αγγελικόν σχήμα των Μοναχών, ηγωνίζετο να κατορθώση όλας τας αρετάς. Και τόσον υπερέβαλεν όλους τους εκεί Μοναχούς, δοχείον γενόμενος του Αγίου Πνεύματος, ώστε οπού έκαμεν ένα παράδοξον. Και δια μέσου αυτού εφάνη εις τους αδελφούς, ότι έχει κεκρυμμένην εις την ψυχήν του μίαν μεγάλην και υψηλήν εργασίαν. Έτυχε γαρ αυτός μίαν φοράν ομού με άλλους αδελφούς, να διαλύση πίσσαν μέσα εις χάλκινον αγγείον. Και επειδή είδεν αυτήν να φουσκώση όταν έβραζε, και να χύνεται έξω, δεν έτυχε δε εκεί, ούτε ξύλον, ούτε άλλο τι τοιούτον επιτήδειον, δια να ανακατώση την πίσσαν, και να την καταπαύση, τότε μη υποφέρωντας ο μέγας τον αφανισμόν της πίσσης, εξεγύμνωσε το χέρι του και έβαλεν αυτό μέσα εις το αγγείον. Και διαταράξας την πίσσαν βράζουσαν, εκατάπαυσεν αυτήν. Είτα πάλιν εύγαλεν έξω το χέρι του σώον και αβλαβές, χωρίς να αλλοιωθή, ή να μαυρίση από την πίσσαν, ούτε αυτή η έξωθεν της χειρός επιφάνεια. Τούτο το θαύμα βλέποντες οι συν αυτώ όντες αδελφοί, εξέστησαν. Και άλλοι μεν από αυτούς, ελογίαζον αυτόν ως ένα πατέρα από τους θεοφόρους. Άλλοι δε, παντελώς δεν επίστευον, ότι αυτός είναι τοιούτος. Εκείνος όμως ο τρισμακάριος ωνόμαζε τον εαυτόν του γην και σποδόν και σαλόν βρωμισμένον.

Μίαν φοράν απεστάλη ο Όσιος ούτος εις μίαν διακονίαν. Εις αυτήν δε διατρίβοντος τούτου και καταγινομένου, ο προεστώς εσύναξε τους ευλαβεστέρους αδελφούς, και επροσηύχετο μαζί με αυτούς με σκληραγωγίαν πολλήν εις τόσας διωρισμένας ημέρας. Ούτοι λοιπόν προς τον Θεόν έλεγον. Κύριε, αγκαλά και είμεθα ανάξιοι, πλην δείξον εις ημάς καθώς είμεθα χωρητικοί, εις ποία μέτρα έφθασεν ο αδελφός ημών Παύλος! και εις ποίον βαθμόν αρετής κατετάγη! Ο δε το θέλημα των φοβουμένων αυτόν ποιών Κύριος, οικονόμησεν εις μίαν νύκτα να κοιμηθούν αυτοί, και να αρπαγούν εις ένα περιβόλι πολυειδές και πανευφρόσυνον. Εκεί δε εις το περιβόλι ευρισκόμενοι, εγέμισαν από τόσην ευωδίαν και ευφροσύνην, όσην δεν ημπορεί τινας να διηγηθή. Θαυμάζοντες δε δια το παράδοξον αυτό θέαμα, εφάνησαν ότι είδον τον Μοναχόν Παύλον. Όστις προσπίπτωντας, εχαιρέτισεν αυτούς. Επειδή δε εκείνοι θέλοντες να μάθουν, ερώτων αυτόν, τι είναι το περιβόλι οπού έβλεπον! ήκουσαν αυτού λέγοντος μετά πολλής ταπεινώσεως. Το μεν περιβόλι τούτο, είναι του Θεού, αδελφοί. Και δια λόγου μας αυτό έγινεν. Επειδή δε δια εμένα, ηθελήσατε να έλθετε έως εδώ δια μέσου της προς Θεόν προσευχής, ιδού οπού ήλθον και εγώ.

Πλην λάβετε από το περιβόλι τούτο, ο,τι πράγμα φαίνεται εις τον καθένα σας καλλίτερον και υπερέχον από τα άλλα, και πηγαίνετε εν ειρήνη. Να στείλετε δε άλλον αδελφόν εις την διακονίαν, οπού εστείλατε εμένα. Επειδή άλλην φοράν δεν θέλετε με ιδήτε. Όθεν αποχαιρετίσαντες τον Παύλον, έλαβον άλλος μεν, άνθος, άλλος δε, κλάδον, άλλος, φύλλα ευωδέστατα και άλλος, βότανα χαριέστατα. Και έτζι ευγήκαν από το περιβόλι. Εξυπνίσαντες δε όλοι ομού και εις εν συναχθέντες, εδιηγούντο ένας εις τον άλλον εκείνα οπού είδον εις το περιβόλι. Και ο ένας μεν, έδειχνε το άνθος, οπού επήρεν από εκεί. Ο άλλος δε, τον κλάδον, ο δε άλλος, έλεγεν ότι επήρε τι από το περιβόλι, δεν είχεν όμως να το δείξη. Έτερος δε εβεβαίονεν, ότι εις αρκετόν διάστημα καιρού είχεν εις την όσφρησίν του την ευωδίαν του άνθους εκείνου οπού επήρεν από το περιβόλι με τας ιδίας του χείρας. Και οι μεν αδελφοί, ευφραίνοντο και εδόξαζον τον Θεόν, δια την χάριν οπού εχάρισεν εις τον δούλον του Παύλον.

Ο δε Παύλος, αναχωρήσας από την διακονίαν εκείνην, δια την οποίαν απεστάλη, επήγεν εις τα Ιεροσόλυμα. Και περιτριγυρίσας όλους τους Ιερούς Τόπους και προσκυνήσας αυτούς, επήγεν εις Κύπρον. Και εκεί διεπέρασεν επάνω εις ένα βουνόν υψηλόν μερικούς χρόνους. Επειδή δε και εκεί εσύντρεχον πολλοί προς αυτόν, με το να διεδόθη πανταχού η αυτού φήμη, ανεχώρησε και επήγεν εις τα πλησιόχωρα μέρη της Κωνσταντινουπόλεως. Μείνας δε εκεί και ευαρεστήσας τω Θεώ, ήκουσεν άνωθεν μίαν φωνήν ως ο θεόπτης Μωϋσής, ήτις έλεγεν αυτώ. Ανάβηθι εις το όρος και τελεύτα. Όθεν αναβάς εις ένα βουνόν υψηλόν, εντοπίως ονομαζόμενον Παρηγορίαν, προσεκύνησε τω Θεώ. Και ζήσας εις αυτό ολίγον καιρόν, εκοιμήθη εν Κυρίω.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Πρίσκος λιμώ τελειούται.

Λιμώ θανόντα Πρίσκον άρτου γηΐνου,
Ο Χριστός άρτον ψωμιεί των Αγγέλων.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Μαρτίνος, πέλυξι κατακοπείς, τελειούται.

Πέλυξι συγκόπτουσι Μαρτίνου κρέα,
Κρεών μακέλλαις δυσσεβείς ανθρωπίνων.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Νικόλαος πυρί τελειούται.

Εξήλθε δόγμα δαίμοσι πλάνης θύειν,
Οις Νικόλαε μη θύων εις πυρ θύη.

*

Τη αυτή ημέρα τα εγκαίνια της Υπεραγίας Θεοτόκου εν τοις Κουράτορος.

*

Ο Όσιος και ησυχαστής Γρηγόριος, ο κτίτωρ της εν τω Άθω Ιεράς Μονής του Αγίου Νικολάου, εν ειρήνη τελειούται.

Κτίτωρ Μονής συ Νικολάου ωράθης,
Όθεν κατοικείς εν Μοναίς ταις του πόλου.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Άγιος ΑμβρόσιοςΤῷ αὐτῷ μηνὶ Ζ΄, μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἀμβροσίου Ἐπισκόπου Μεδιολάνων.

Τὸ φθαρτὸν Ἀμβρόσιος ἐκδὺς σαρκίον,
Θείας μετέσχεν ἀμβροσίας ἀξίως.

Ἑβδόμῃ Ἀμβρόσιος ποτὶ ἄμβροτον ἤλυθεν οὖδας
(ἤτοι εἰς τὸ ἀθάνατον ἔδαφος).

Οὗτος ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν μεγαλόδοξον πόλιν τῆς Ῥώμης, καὶ ἦτον ἕνας τῆς βασιλικῆς συγκλήτου, ἐν ἔτει τοδ΄ [374]. Φυλάττων μὲν πάντοτε καὶ εἰς τὰ λόγια καὶ εἰς τὰ ἔργα τὴν ἀλήθειαν. Γνωριζόμενος δὲ ζυγὸς καὶ στάθμη τῆς δικαιοσύνης, χωρὶς νὰ κάμνῃ τὰς κρίσεις καὶ ἀποφάσεις κλινούσας εἰς ἕνα καὶ ἄλλο μέρος κατὰ φιλοπροσωπίαν, ἢ πρόσκλισιν. Ἀλλὰ ὀρθὰς καὶ ἀπροσωπολήπτους. Ὅθεν διὰ τὰς ἀρετάς του ταύτας, ἐνεχειρίσθη καὶ τὴν ἡγεμονίαν ὅλης τῆς Ἰταλίας ἀπὸ τοὺς εὐσεβεῖς βασιλεῖς Κωνσταντῖνον καὶ Κώνσταντα τοὺς υἱοὺς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Καὶ ἀγκαλὰ οὗτος δὲν ἦτον τελειωμένος μὲ τὸ Ἅγιον Βάπτισμα, ἀλλὰ ἀκόμη ἦτον κατηχούμενος, ὅσον ὅμως εἰς τὴν ἀρετὴν καὶ εἰς τὴν καθαρότητα τῆς ζωῆς, δὲν ἦτον κατώτερος ἀπὸ τοὺς τελείους Χριστιανούς, τοὺς βεβαπτισμένους, καὶ κοινωνήσαντας τῶν τοῦ Χριστοῦ μυστηρίων. Ὅθεν ἐπειδὴ ἀπέθανεν ὁ Ἀρχιερεὺς τῶν Μεδιολάνων, διὰ τοῦτο μὲ τὴν κρίσιν καὶ ἀπόφασιν τοῦ βασιλέως Οὐαλεντινιανοῦ, χειροτονεῖται ὁ μέγας οὗτος Ἀμβρόσιος, Ἐπίσκοπος τῆς τῶν Μεδιολάνων Ἐκκλησίας, βαπτισθεὶς τὴν μίαν ἡμέραν, καὶ τὴν ἄλλην γενόμενος Ἀναγνώστης. Καὶ οὕτω κατὰ σειρὰν διαπεράσας ὅλους τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς βαθμούς, καὶ φθάσας εἰς τὸν μεγαλίτερον καὶ τέλειον τῆς Ἀρχιερωσύνης.

Καλῶς λοιπὸν τὴν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν ποιμάνας, συμβοηθὸς καὶ συναγωνιστὴς ἔγινε τῶν ἄλλων Πατέρων, ὁποῦ ἠγωνίσθησαν ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου καὶ Σαβελλίου καὶ Εὐνομίου. Καὶ ὑπὲρ τῆς εὐσεβοῦς πίστεως διάφορα βιβλία συνέγραψεν. Ἀλλὰ καὶ τὸν βασιλέα Θεοδόσιον ἐλθόντα ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκην εἰς Μεδιόλανα, ἐμπόδισεν ἀπὸ τὴν εἴσοδον τῆς Ἐκκλησίας, ἐνθυμίζωντάς του τοὺς φόνους ὁποῦ ἐτόλμησεν εἰς τὴν Θεσσαλονίκην. Καὶ διδάξας αὐτόν, πόση διαφορὰ εἶναι ἀναμεταξὺ ἱερωμένου καὶ λαϊκοῦ, κᾂν καὶ βασιλεὺς εἶναι. Καὶ ὅτι δὲν πρέπει ἔτζι προπετῶς καὶ αὐθαδῶς νὰ τολμᾷ εἰς τὰ θεῖα. Καλῶς λοιπὸν διαπεράσας τὴν ζωήν του ὁ ἀοίδιμος οὗτος τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας Πατήρ, μὲ γῆρας καλὸν ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις ἐν τῇ ἁγιωτάτῃ μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸν Παράδεισον (1).)

(1) Σημείωσαι, ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος ἐν τῇ πρὸς τὸν Ἅγιον Ἀμβρόσιον τοῦτον Ἐπιστολῇ λέγει· «Ἐπειδὴ οὐ παρὰ ἀνθρώπων παρέλαβες, ἢ ἐδιδάχθης τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλ’ αὐτός σε ὁ Κύριος, ἀπὸ τῶν Κριτῶν τῆς γῆς, ἐπὶ τὴν προεδρίαν τῶν Ἀποστόλων μετέθηκεν». Τὸν Βίον δὲ τοῦ Ἀμβροσίου τούτου συνέγραψεν ἑλληνιστὶ ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Οὐαλεντινιανὸς μετὰ τὴν τελευτὴν Ἰοβιανοῦ». (Σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων Μονῇ καὶ ἐν ἄλλαις.)

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἀθηνοδώρου.

Χαίρων Ἀθηνόδωρος εἰ τμηθῇ ξίφει,
Ἀφῃρέθη τὸ πνεῦμα καὶ πρὸ τοῦ ξίφους.

Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Διοκλητιανοῦ, ἐν ἔτει σϞ΄ [290], καταγόμενος ἀπὸ τὴν Συρίαν τῆς Μεσοποταμίας, καὶ ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας γενόμενος Μοναχός. Διαβαλθεὶς δὲ ὡς Χριστιανὸς εἰς τὸν ἄρχοντα Ἐλεύσιον, καὶ τὸν Χριστὸν ὁμολογήσας, τεντόνεται ἀνάμεσα εἰς δύω στύλους, καὶ κατακαίεται μὲ ἀναμμένας λαμπάδας εἰς ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματός του. Ἔπειτα μὲ βώλους σιδηροῦς πεπυρωμένους κατακαίεται εἰς τὰς μασχάλας. Καὶ μὲ ἀγκυνέλα σιδηρᾶ ἀγγιστρώνεται ἀπὸ τὴν μύτην. Καὶ ἁπλόνεται ἐπάνω εἰς ἕνα πευκὶ χάλκινον πυρωμένον, τὸ ὁποῖον παραδόξως μετέβαλεν ὁ Ἅγιος ἀπὸ καυστικὸν εἰς ψυχρόν. Ἔπειτα βάλλεται μέσα εἰς ἕνα χάλκινον ταῦρον πεπυρακτωμένον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐφυλάχθη ἀβλαβὴς ὑπὸ θείου Ἀγγέλου. Ὁμοίως ἐφυλάχθη ἀνώτερος καὶ ἀπὸ ἄλλα βάσανα. Ὅθεν καὶ ἐτράβιξεν εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ πεντήκοντα ἄνδρας Ἕλληνας. Μετὰ ταῦτα δέ, ἐτράβιξε πάλιν ἄλλους τριάκοντα. Τελευταῖον ἔλαβεν ὁ τοῦ Χριστοῦ ἀθλητὴς τὴν ἀπόφασιν διὰ νὰ ἀποκεφαλισθῇ. Ἐπειδὴ δὲ παρελύθη ἐκεῖνος, ὁποῦ ἔμελλε νὰ τὸν ἀποκεφαλίσῃ, καὶ ἔπεσε κάτω ὡσὰν νεκρὸς ὁμοῦ μὲ τὸ σπαθί, καὶ ἐπειδὴ ἄλλος νὰ πλησιάσῃ κοντὰ δὲν ἐτόλμα, διὰ τοῦτο ὁ Ἅγιος προσευχηθείς, παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ. Καὶ ἔλαβε παρ’ αὐτοῦ τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Νεόφυτος, ἐν τῇ θαλάσσῃ βληθείς, τελειοῦται.

Θανὼν ὁ Νεόφυτος ὑδάτων μέσον,
Παρ’ ὑδάτων ζῇ μυστικῶν διεξόδους.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Δομέτιος ξίφει τελειοῦται.

Δὸς Δομέτιε Χριστομάρτυς καὶ λάβε,
Δὸς τὴν κεφαλήν, καὶ λάβε στέφος μέγα.

*

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἰσίδωρος, Ἀκεψιμᾶς καὶ Λέων, πυρὶ τελειοῦνται.

Διττοῖς συνάθλοις Ἰσίδωρε συμφλέγου,
Ἴσων γὰρ αὐτοῖς δωρεῶν Θεοῦ τύχῃς.

*

Όσιος ΑμμούνὉ Ὅσιος Ἀμμοῦν ὁ τῆς Νητρίας ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (2).

Ἀμμοῦν Πατρὸς κατεῖδε Νητρία τρία,
Κόσμου φυγήν, ἄσκησιν, ἔξοδον βίου.

(2) Οὗτος ὁ Ἀμμοῦν φαίνεται νὰ ᾖναι ὁ ἴδιος ἐκεῖνος, ὁποῦ ἑορτάζεται κατὰ τὴν τετάρτην τοῦ Ὀκτωβρίου, καὶ ὅρα ἐκεῖ.

 

 

*

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Γάϊος καὶ Γαϊανὸς πυρὶ τελειοῦνται.

Ἂν καὶ καμίνου Γάϊε βληθῇς μέσον,
Σοῦ Γαϊανὸς οὐκ ἀφέξομαι λέγει.

*

Οἱ Ἅγιοι τριακόσιοι Μάρτυρες οἱ ἐν Ἀφρικῇ, ξίφει τελειοῦνται.

Δόξης ὑπὲρ σῆς ὦ Τριὰς τετμημένην,
Διπλοτριπλῆν δέχου με ἑξηκοντάδα.

Οὗτοι οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Ζήνωνος, ἐν ἔτει υοδ΄ [474]. Ἄρχων δὲ καὶ ἐξουσιαστὴς τῆς Ἀφρικῆς ἦτον ὁ Ἀρειανὸς Ὀνώριχος, ὁ γενόμενος διάδοχος τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Γιζερίχου. Τοῦτον λοιπὸν τὸν Ὀνώριχον ἔπεισαν οἱ δύω Ἀρειανοὶ Ἐπίσκοποι ὁ Κύριλλος καὶ Βιλινάρδης διὰ νὰ κινήσῃ διωγμὸν μέγαν κατὰ τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν. Καὶ δὴ ἐκίνησεν αὐτόν. Ἀλλὰ τόσον φοβερὸν καὶ μεγάλον, ὥστε ὁποῦ ὁ διωγμὸς αὐτὸς ὑπερέβηκε καὶ αὐτοὺς τοὺς διωγμούς, ὁποῦ ἐκινήθησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ. Ἐπρόσταξε γὰρ ὁ θηριώδης ἐκεῖνος τύραννος νὰ διωχθοῦν ὅλοι οἱ Ἱερεῖς τῶν ἐν τῇ Ἀφρικῇ δεκαπέντε πόλεων, ἀφ’ οὗ πρότερον ἐπάρθησαν ἀπὸ τὰς Ἐκκλησίας τῶν Ὀρθοδόξων ὅλα τὰ ἱερὰ ἄμφια καὶ κειμήλια. Ἔπειτα πέρνοντες οἱ Ὀρθόδοξοι μίαν μόνην Ἐκκλησίαν, ἐκεῖ ἐσυνάγοντο καὶ ἐτέλουν τὴν θείαν μυσταγωγίαν. Τοῦτο δὲ μαθόντες οἱ βάρβαροι Ἀρειανοί, ἐπεριτριγύρισαν αὐτὴν καὶ φέροντες ξύλα καὶ ἄλλην ὕλην ξηράν, ἄναψαν αὐτήν. Καὶ ἔτζι ἔκαυσαν τὴν Ἐκκλησίαν ὁμοῦ μὲ ὅλους τοὺς ἐν αὐτῇ εὐχομένους Χριστιανούς. Ὁ δὲ Ὀνώριχος ἐπαινέσας τὸ τόλμημα τῶν βαρβάρων, ἔδωκε προσταγήν, ὅτι ὅσοι Χριστιανοὶ δὲν ἀναβαπτίζονται εἰς τὸ κακόδοξον βάπτισμα τῶν Ἀρειανῶν, παρευθὺς νὰ θανατόνωνται. Ὅθεν ὅσοι μὲν Ὀρθόδοξοι δὲν ἐδύναντο νὰ ὑποφέρουν τὰ φοβεριζόμενα βασανιστήρια, ἔφευγον καὶ ἐκέρδαινον τὴν ζωήν τους, ἀφίνοντες τὰς πατρίδας καὶ τὰ ὁσπήτιά των. Ὅσοι δὲ ἦτον στερεοὶ εἰς τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν, προθύμως ἔδιδαν τὸν ἑαυτόν τους εἰς τὸ μαρτύριον. Διὰ τοῦτο τριακόσιοι ὀρθόδοξοι εἰς τὴν Καρχηδόνα, ἐπειδὴ καὶ ἐδιαβάλθησαν, ὅτι δὲν θέλουν νὰ συμφωνήσουν μὲ τοὺς Ἀρειανούς, ἔλαβον κεφαλικὴν τιμωρίαν.

Εἰς δὲ τοὺς Ἱερεῖς περισσοτέρας τιμωρίας ἐποίουν οἱ δυσσεβεῖς. Ὅθεν δύω μὲν ἀπὸ αὐτούς, ἐπριόνισαν, ἑξήκοντα δὲ Ἱερέων τῶν πλέον λογιωτέρων, ἔκοψαν τὰς γλῶσσας ἀπὸ αὐτὰς τὰς ῥίζας. Οἵτινες διαμοιρασθέντες εἰς ὅλην τὴν γῆν τῶν Ῥωμαίων, ἐκήρυττον χωρὶς γλῶσσαν, τὴν μεγαλωτάτην θαυματουργίαν, ὁποῦ ἐνήργει ὁ Θεὸς εἰς αὐτούς. Ἀνοίγοντες γὰρ τὸ στόμα καὶ φαινόμενοι χωρὶς γλῶσσαν, ἀπταίστως καὶ καθαρῶς ἐπρόφεραν τὰ λόγια. Ὥστε ὁποῦ ἐξεπλήττοντο ἐκεῖνοι, ὁποῦ τοὺς ἔβλεπον καὶ τοὺς ἤκουον. Ἕνας δὲ ἀπὸ αὐτούς, ἐπειδὴ καὶ ἔπεσεν εἰς σαρκικὴν ἁμαρτίαν, ἔκαμε τὴν θείαν χάριν νὰ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ λόγου του. Καὶ πλέον δὲν ἐδύνετο νὰ λαλήσῃ ἐνάρθρως ὡς καὶ τὸ πρότερον. Καθὼς τὴν ἱστορίαν ταύτην πολλοὶ ἀναφέρουσι συγγραφεῖς (3). Καὶ ταῦτα μὲν ἐτολμήθησαν εἰς τὴν Ἀφρικὴν ὑπὸ τῶν Οὐανδήλων (ἢ Οὐανδάλων) ἐναντίον εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους, ὁποῦ ὡμολόγουν ὁμοούσιον μὲ τὸν Πατέρα τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον αὐτοῦ.

Εἰς δὲ τὴν παλαιὰν Ῥώμην κατὰ τὸν αὐτὸν καιρὸν πολλὰ κακὰ ἐγίνοντο ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων ὑπὸ τῶν ἰδίων Ἀρειανιστῶν. Ἡ γὰρ γυνὴ τοῦ ῥηγὸς τῆς Ῥώμης Ὀδοάκρου, Σουνίλδη ὀνομαζομένη, ἐπειδὴ καὶ ἐφρόνει τὴν αἵρεσιν τοῦ Ἀρείου, διὰ τοῦτο ἠνάγκαζε μίαν Ῥωμαίαν γυναῖκα ὀρθόδοξον νὰ βαπτισθῇ δεύτερον εἰς τὸ κακόδοξον βάπτισμα τοῦ Ἀρείου. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἐδυνήθη νὰ τὴν καταπείσῃ, ἐπρόσταξε νὰ βαπτισθῇ καὶ χωρὶς νὰ θέλῃ ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπον τῶν Μεδιολάνων, Ἀρειανὸν καὶ αὐτὸν ὄντα. Ἡ δὲ ὀρθόδοξος γυνὴ εὐγαίνουσα ἀπὸ τὴν κολυμβήθραν, ἐζήτησε δύω παράδες ἀπὸ τὴν δούλην της, καὶ αὐτοὺς ἔδωκεν εἰς τὸν Ἐπίσκοπον λέγουσα. Λάβε τὴν πληρωμὴν διὰ τὸ κοινὸν λουτρὸν ὁποῦ μὲ ἔλουσες, ἐξευτελίζουσα δηλαδὴ μὲ τὸν λόγον τοῦτον τὸ ἀρειανικὸν βάπτισμα. Τοῦτο δὲ μαθοῦσα ἡ Σουνίλδη, παρευθὺς ἐπρόσταξε καὶ κατέκαυσαν τὴν μακαρίαν. Ὅθεν ὁ ἄνδρας αὐτῆς φοβηθεὶς τὴν βάσανον τοῦ πυρός, ἐπῆγεν αὐτοκάλεστος καὶ ἐβαπτίσθη δεύτερον εἰς τὸ βάπτισμα τοῦ Ἀρείου. Ὕστερον δὲ καθήμενος ἐπάνω εἰς ἄλογον, καὶ πηγαίνωντας εἰς ἕνα εὐκτήριον οἶκον, εὑρισκόμενον ἔμπροσθεν τῆς πόλεως, ἐκεῖ κατεκάη ὁ ἄθλιος ἀπὸ ἕνα ἀστραποπελέκυ, ὁποῦ ἔπεσεν ἀπὸ τὸν οὐρανόν. Ὅθεν μὲ τὴν δοκιμὴν ἔμαθεν, ὅτι ἡ τοῦ Θεοῦ ὀργὴ καὶ καταδίκη, ἔγινεν εἰς αὐτὸν πλέον δυνατωτέρα ἀπὸ τὴν φωτίαν τὴν πρόσκαιρον, μὲ τὴν ὁποίαν ἡ γυνή του ἐκάηκεν.

(3) Λέγει γὰρ ὁ Βίκτωρ, ὅτι διὰ μείζονα πίστωσιν εὑρίσκετο εἷς ἐξ αὐτῶν εἰς τὸ παλάτιον τοῦ βασιλέως Ζήνωνος ὑποδιάκονος, Ῥεπαρᾶτος ὀνόματι, ὅστις ἐλάλει καθαρώτατα χωρὶς τοῦ τραυλίζειν τὴν γλῶσσαν αὐτοῦ, ἢ δυσκόλως καὶ κακῶς λαλεῖν. Ὄντως τὰ κρίματα τοῦ Θεοῦ ἄβυσσος πολλή. Οὐ γὰρ ἔδει τὴν γλῶσσαν ἐκείνην τὴν θεολογοῦσαν τὸν τοῦ Θεοῦ Λόγον Υἱὸν ἀληθινὸν τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, σχεθῆναι καὶ σβεσθῆναι. Ἀλλ’ ὑπὲρ τὴν μεγιστόφωνον σάλπιγγα κηρύττειν τὸ ὁμοούσιον. Τοῦτο βεβαιοῖ καὶ ὁ θεῖος Γρηγόριος ὁ Διάλογος, βιβλίῳ β΄, κεφ. λβ΄, τῶν Διαλόγων. Ὅστις ἐπιδημήσας εἰς τὸ Βυζαντιον, ἤκουσε γέροντος Ἐπισκόπου λέγοντος, ὅτι οἱ τοιοῦτοι ἤνοιγον τὰ στόματα, καὶ πάντων ὁρώντων, μὴ ἔχοντες γλώσσας ἐλάλουν. Εἷς δὲ ἐξ ἐκείνων εἰς πορνείαν ἐξοκείλας, ὑστερήθη τοῦ χαρίσματος. Ὁ γὰρ τὸ σῶμα μὴ φυλάξας καθαρόν, πῶς ἐδύνατο ἔχειν τὴν χάριν; Καὶ ὁ μέγας Ἰουστινιανὸς βεβαιοῖ, ὅτι εἴδομεν εὐλαβητικοὺς ἄνδρας χωρὶς γλώσσης λαλοῦντας. Ἀλλὰ καὶ ὁ Γαζαῖος Αἰνείας ὁ Πλατωνικὸς εἰς τὸν Διάλογον ὁποῦ ἔχει, τὸν ἐπιγραφόμενον Θεόφραστος, ἤκουσας, λέγει, θαρρῶ, ὅτι διὰ τὸ μὴ ἐθέλειν τινας Ἱερεῖς ἀρνήσασθαι τὰ καλὰ αὐτῶν δόγματα, φεῦ τῆς ἀσεβείας! ἀπετμήθησαν τὴν πεφιλημένην αὐτῶν γλῶσσαν ὑπὸ τοῦ τυράννου τοῦ τὸν μυθικὸν Τηρέα μιμησαμένου τὸν Θρᾷκα. Καὶ τοῦτο ἐγὼ εἶχον ὡς δύσκολον, πῶς δηλαδὴ δυνατόν ἐστι τὸν κιθαρῳδὸν χωρὶς κιθάρας κιθαρίζειν, καὶ χωρὶς αὐλοῦ τὸν αὐλητὴν ἀγραυλίζειν. Πλὴν ὅπου Θεὸς βούλεται νικᾶται φύσεως τάξις, ὡς γέγραπται. Καὶ εἰ μὴ εἶδον αὐτὸς ἐγὼ τούτους τοῖς ὄμμασί μου, οὐκ ἄν ποτε ἐπίστευσα τῷ θαύματι τούτῳ (παρὰ τῇ Δωδεκαβίβλῳ τοῦ Δοσιθέου, σελ. 447).

*

Οἱ ἐν τῷ Ναῷ ὑμνοῦντες τὸν Θεὸν Ὀρθόδοξοι πυρὶ τελειοῦνται.

Ὄντως Ναὸς πέφηνε τοῦ Ναοῦ μέσον,
Καυθὲν τὸ πλῆθος τοῦτο δι’ ὀρθὸν σέβας.

*

Οἱ Ἅγιοι δύω Ἱερεῖς πρισθέντες τελειοῦνται.

Καὶ Ἱερεῖς πρισθῆναι σπουδαίως δύω,
Εἵλοντο μᾶλλον ἢ λιπεῖν τὸ σφῶν σέβας.

*

Οἱ Ἅγιοι ἑξήκοντα Ἱερεῖς, οἱ τὰς γλώσσας τμηθέντες, πάλιν ἐλάλουν.

Δεκὰς ἄγλωττος ἑξαπλῆ λαλεῖ πάλιν,
Τρανοῦσα πᾶσι τὴν ἀλήθειαν ξένως.

*

Ἡ ἐν τῇ Ῥώμῃ ὀρθόδοξος Γυνὴ πυρὶ τελειοῦται.

Μισοῦσα γυνὴ δόγμα τῶν κακοφρόνων,
Ξένην ὑπέστη καῦσιν. Ὢ τῆς ἀνδρίας!

*

Ὁ Ὅσιος Ἰγνάτιος, ὁ πλησίον τῶν Βλαχερνῶν κείμενος, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Πλήρης ἀπῆλθες πράξεων χρηστῶν Πάτερ,
Ἐκ τοῦ ματαίου καὶ κακῶν πλήρους βίου.

*

Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Παύλου Μοναχοῦ τοῦ ὑποτακτικοῦ.

Σπεύδων ὁ Παῦλος τοὺς ἅπαντας λανθάνειν,
Ἔλαμψε μᾶλλον ἢ τὸ φῶς πανταχόσε.

Οὗτος ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Παῦλος, δὲν ἦτον οὔτε ἔνδοξος καὶ πλούσιος εἰς τὰ τοῦ κόσμου πράγματα, οὔτε πάλιν πτωχός. Ἀλλὰ οἱ γονεῖς αὐτοῦ ἔζων μὲ αὐτάρκειαν τῶν τῆς παρούσης ζωῆς ἀγαθῶν. Ὅθεν καὶ ἐπαίδευσαν αὐτὸν τὰ ἱερὰ γράμματα. Ὅταν δὲ οὗτος ἔφθασεν εἰς ἡλικίαν, ἐφάνη, ὅτι εἶναι συμφέρον εἰς αὐτὸν νὰ ἀφήσῃ τὸν κόσμον καὶ νὰ ὑπάγῃ εἰς ἕνα Μοναστήριον τῆς ἐδικῆς του πατρίδος. Καὶ λοιπὸν ἐνδυθεὶς τὸ θεῖον καὶ ἀγγελικὸν σχῆμα τῶν Μοναχῶν, ἠγωνίζετο νὰ κατορθώσῃ ὅλας τὰς ἀρετάς. Καὶ τόσον ὑπερέβαλεν ὅλους τοὺς ἐκεῖ Μοναχούς, δοχεῖον γενόμενος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε ὁποῦ ἔκαμεν ἕνα παράδοξον. Καὶ διὰ μέσου αὐτοῦ ἐφάνη εἰς τοὺς ἀδελφούς, ὅτι ἔχει κεκρυμμένην εἰς τὴν ψυχήν του μίαν μεγάλην καὶ ὑψηλὴν ἐργασίαν. Ἔτυχε γὰρ αὐτὸς μίαν φορὰν ὁμοῦ μὲ ἄλλους ἀδελφούς, νὰ διαλύσῃ πίσσαν μέσα εἰς χάλκινον ἀγγεῖον. Καὶ ἐπειδὴ εἶδεν αὐτὴν νὰ φουσκώσῃ ὅταν ἔβραζε, καὶ νὰ χύνεται ἔξω, δὲν ἔτυχε δὲ ἐκεῖ, οὔτε ξύλον, οὔτε ἄλλο τι τοιοῦτον ἐπιτήδειον, διὰ νὰ ἀνακατώσῃ τὴν πίσσαν, καὶ νὰ τὴν καταπαύσῃ, τότε μὴ ὑποφέρωντας ὁ μέγας τὸν ἀφανισμὸν τῆς πίσσης, ἐξεγύμνωσε τὸ χέρι του καὶ ἔβαλεν αὐτὸ μέσα εἰς τὸ ἀγγεῖον. Καὶ διαταράξας τὴν πίσσαν βράζουσαν, ἐκατάπαυσεν αὐτήν. Εἶτα πάλιν εὔγαλεν ἔξω τὸ χέρι του σῷον καὶ ἀβλαβές, χωρίς νὰ ἀλλοιωθῇ, ἢ νὰ μαυρίσῃ ἀπὸ τὴν πίσσαν, οὔτε αὐτὴ ἡ ἔξωθεν τῆς χειρὸς ἐπιφάνεια. Τοῦτο τὸ θαῦμα βλέποντες οἱ σὺν αὐτῷ ὄντες ἀδελφοί, ἐξέστησαν. Καὶ ἄλλοι μὲν ἀπὸ αὐτούς, ἐλογίαζον αὐτὸν ὡς ἕνα πατέρα ἀπὸ τοὺς θεοφόρους. Ἄλλοι δέ, παντελῶς δὲν ἐπίστευον, ὅτι αὐτὸς εἶναι τοιοῦτος. Ἐκεῖνος ὅμως ὁ τρισμακάριος ὠνόμαζε τὸν ἑαυτόν του γῆν καὶ σποδὸν καὶ σαλὸν βρωμισμένον.

Μίαν φορὰν ἀπεστάλη ὁ Ὅσιος οὗτος εἰς μίαν διακονίαν. Εἰς αὐτὴν δὲ διατρίβοντος τούτου καὶ καταγινομένου, ὁ προεστὼς ἐσύναξε τοὺς εὐλαβεστέρους ἀδελφούς, καὶ ἐπροσηύχετο μαζὶ μὲ αὐτοὺς μὲ σκληραγωγίαν πολλὴν εἰς τόσας διωρισμένας ἡμέρας. Οὗτοι λοιπὸν πρὸς τὸν Θεὸν ἔλεγον. Κύριε, ἀγκαλὰ καὶ εἴμεθα ἀνάξιοι, πλὴν δεῖξον εἰς ἡμᾶς καθὼς εἴμεθα χωρητικοί, εἰς ποῖα μέτρα ἔφθασεν ὁ ἀδελφὸς ἡμῶν Παῦλος! καὶ εἰς ποῖον βαθμὸν ἀρετῆς κατετάγη! Ὁ δὲ τὸ θέλημα τῶν φοβουμένων αὐτὸν ποιῶν Κύριος, οἰκονόμησεν εἰς μίαν νύκτα νὰ κοιμηθοῦν αὐτοί, καὶ νὰ ἁρπαγοῦν εἰς ἕνα περιβόλι πολυειδὲς καὶ πανευφρόσυνον. Ἐκεῖ δὲ εἰς τὸ περιβόλι εὑρισκόμενοι, ἐγέμισαν ἀπὸ τόσην εὐωδίαν καὶ εὐφροσύνην, ὅσην δὲν ἠμπορεῖ τινας νὰ διηγηθῇ. Θαυμάζοντες δὲ διὰ τὸ παράδοξον αὐτὸ θέαμα, ἐφάνησαν ὅτι εἶδον τὸν Μοναχὸν Παῦλον. Ὅστις προσπίπτωντας, ἐχαιρέτισεν αὐτούς. Ἐπειδὴ δὲ ἐκεῖνοι θέλοντες νὰ μάθουν, ἐρώτων αὐτόν, τί εἶναι τὸ περιβόλι ὁποῦ ἔβλεπον! ἤκουσαν αὐτοῦ λέγοντος μετὰ πολλῆς ταπεινώσεως. Τὸ μὲν περιβόλι τοῦτο, εἶναι τοῦ Θεοῦ, ἀδελφοί. Καὶ διὰ λόγου μας αὐτὸ ἔγινεν. Ἐπειδὴ δὲ διὰ ἐμένα, ἠθελήσατε νὰ ἔλθετε ἕως ἐδῶ διὰ μέσου τῆς πρὸς Θεὸν προσευχῆς, ἰδοὺ ὁποῦ ἦλθον καὶ ἐγώ.

Πλὴν λάβετε ἀπὸ τὸ περιβόλι τοῦτο, ὅ,τι πρᾶγμα φαίνεται εἰς τὸν καθένα σας καλλίτερον καὶ ὑπερέχον ἀπὸ τὰ ἄλλα, καὶ πηγαίνετε ἐν εἰρήνῃ. Νὰ στείλετε δὲ ἄλλον ἀδελφὸν εἰς τὴν διακονίαν, ὁποῦ ἐστείλατε ἐμένα. Ἐπειδὴ ἄλλην φορὰν δὲν θέλετε μὲ ἰδῆτε. Ὅθεν ἀποχαιρετίσαντες τὸν Παῦλον, ἔλαβον ἄλλος μέν, ἄνθος, ἄλλος δέ, κλάδον, ἄλλος, φύλλα εὐωδέστατα καὶ ἄλλος, βότανα χαριέστατα. Καὶ ἔτζι εὐγῆκαν ἀπὸ τὸ περιβόλι. Ἐξυπνίσαντες δὲ ὅλοι ὁμοῦ καὶ εἰς ἓν συναχθέντες, ἐδιηγοῦντο ἕνας εἰς τὸν ἄλλον ἐκεῖνα ὁποῦ εἶδον εἰς τὸ περιβόλι. Καὶ ὁ ἕνας μέν, ἔδειχνε τὸ ἄνθος, ὁποῦ ἐπῆρεν ἀπὸ ἐκεῖ. Ὁ ἄλλος δέ, τὸν κλάδον, ὁ δὲ ἄλλος, ἔλεγεν ὅτι ἐπῆρέ τι ἀπὸ τὸ περιβόλι, δὲν εἶχεν ὅμως νὰ τὸ δείξῃ. Ἕτερος δὲ ἐβεβαίονεν, ὅτι εἰς ἀρκετὸν διάστημα καιροῦ εἶχεν εἰς τὴν ὄσφρησίν του τὴν εὐωδίαν τοῦ ἄνθους ἐκείνου ὁποῦ ἐπῆρεν ἀπὸ τὸ περιβόλι μὲ τὰς ἰδίας του χεῖρας. Καὶ οἱ μὲν ἀδελφοί, εὐφραίνοντο καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, διὰ τὴν χάριν ὁποῦ ἐχάρισεν εἰς τὸν δοῦλόν του Παῦλον.

Ὁ δὲ Παῦλος, ἀναχωρήσας ἀπὸ τὴν διακονίαν ἐκείνην, διὰ τὴν ὁποίαν ἀπεστάλη, ἐπῆγεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Καὶ περιτριγυρίσας ὅλους τοὺς Ἱεροὺς Τόπους καὶ προσκυνήσας αὐτούς, ἐπῆγεν εἰς Κύπρον. Καὶ ἐκεῖ διεπέρασεν ἐπάνω εἰς ἕνα βουνὸν ὑψηλὸν μερικοὺς χρόνους. Ἐπειδὴ δὲ καὶ ἐκεῖ ἐσύντρεχον πολλοὶ πρὸς αὐτόν, μὲ τὸ νὰ διεδόθη πανταχοῦ ἡ αὐτοῦ φήμη, ἀνεχώρησε καὶ ἐπῆγεν εἰς τὰ πλησιόχωρα μέρη τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Μείνας δὲ ἐκεῖ καὶ εὐαρεστήσας τῷ Θεῷ, ἤκουσεν ἄνωθεν μίαν φωνὴν ὡς ὁ θεόπτης Μωϋσῆς, ἥτις ἔλεγεν αὐτῷ. Ἀνάβηθι εἰς τὸ ὄρος καὶ τελεύτα. Ὅθεν ἀναβὰς εἰς ἕνα βουνὸν ὑψηλόν, ἐντοπίως ὀνομαζόμενον Παρηγορίαν, προσεκύνησε τῷ Θεῷ. Καὶ ζήσας εἰς αὐτὸ ὀλίγον καιρόν, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Πρίσκος λιμῷ τελειοῦται.

Λιμῷ θανόντα Πρίσκον ἄρτου γηΐνου,
Ὁ Χριστὸς ἄρτον ψωμιεῖ τῶν Ἀγγέλων.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Μαρτῖνος, πέλυξι κατακοπείς, τελειοῦται.

Πέλυξι συγκόπτουσι Μαρτίνου κρέα,
Κρεῶν μακέλλαις δυσσεβεῖς ἀνθρωπίνων.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Νικόλαος πυρὶ τελειοῦται.

Ἐξῆλθε δόγμα δαίμοσι πλάνης θύειν,
Οἷς Νικόλαε μὴ θύων εἰς πῦρ θύῃ.

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ τὰ ἐγκαίνια τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν τοῖς Κουράτορος.

*

Ὁ Ὅσιος καὶ ἡσυχαστὴς Γρηγόριος, ὁ κτίτωρ τῆς ἐν τῷ Ἄθῳ Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Κτίτωρ Μονῆς σὺ Νικολάου ὡράθης,
Ὅθεν κατοικεῖς ἐν Μοναῖς ταῖς τοῦ πόλου.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Των Αγίων Αμβροσίου Μεδιολάνων, Αθηνοδώρου, Νεοφύτου, Δομετίου κ.ά.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.