Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου6 Οκτωβρίου

Των Αγίων Θωμά του Αποστόλου, Ερωτηΐδος της Μάρτυρος, Μακαρίου του Οσιομάρτυρος

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιος Απόστολος ΘωμάςΤω αυτώ μηνί ς’, μνήμη του Αγίου Αποστόλου Θωμά.

Ο χείρα πλευρά ση βαλείν ζητών πάλαι,
Πλευράς υπέρ σου νύττεται Θωμάς Λόγε.

Δούρασιν ουτάσθη Θωμάς μακροίσιν εν έκτη.

Ούτος ο Απόστολος Θωμάς εκήρυξε τον λόγον του Ευαγγελίου εις τους Πάρθους και Μήδας και Πέρσας και Ινδούς. Όθεν επιάσθη από τον βασιλέα Μισδαίον, διατί εκατήχησε και εβάπτισε τον υιόν αυτού Αζάνην καλούμενον. Και την γυναίκα αυτού Τερτίαν, ομοίως και τας θυγατέρας της, Μυγδονίαν και Νάρκαν. Και πρώτον μεν εβάλθη εις την φυλακήν. Έπειτα δε επαρεδόθη εις πέντε στρατιώτας, οι οποίοι ανεβάσαντες αυτόν επάνω εις ένα όρος, κατετρύπησαν με λόγχας το αποστολικόν σώμα του. Και ούτως ο μέγας του Κυρίου Απόστολος προς αυτόν εξεδήμησε (1).

Δεν θέλει δε είναι άκαιρον να ενθυμηθώμεν εδώ, και να διηγηθώμεν δύω ή τρία θαύματα, από εκείνα οπού εποίησεν ο θείος ούτος Απόστολος. Όταν ο μακάριος Θωμάς εκήρυττεν εις τους απίστους το του Χριστού Ευαγγέλιον, τότε επέρασεν εις την Ινδίαν, ομού με ένα πραγματευτήν Αβάνην ονομαζόμενον. Και κονεύουσι και οι δύω εις ένα οσπήτιον της χώρας της λεγομένης Ανδραπόλεως. Επειδή δε ο εξουσιαστής της χώρας εκείνης, έτυχε τότε να υπανδρεύση την θυγατέρα του με ένα ένδοξον άνθρωπον, δια τούτο ήτον ακόλουθον να χαίρουν και όλοι οι καλεσμένοι εις τον γάμον. Ο Απόστολος λοιπόν Θωμάς, με το να εκαλέσθη και αυτός εις τον γάμον, εκάθισεν εις το κατώτερον και ευτελέστερον μέρος της τραπέζης. Εις καιρόν δε οπού έτρωγον από τα φαγητά της τραπέζης, μόνος ο θείος Απόστολος δεν έτρωγεν. Αλλ’ εκάθητο συλλογισμένος, συμμαζωμένος, και προσέχωντας εις τον εαυτόν του.

Βλέπωντας δε τούτον ένας από τους υπηρέτας οπού εκέρνων το κρασί, κινηθείς από αυθάδειαν και υπερηφάνειαν, έδωκεν ένα ράπισμα εις τον Απόστολον του Κυρίου, λέγων αυτώ. Επειδή εις γάμον εκαλέσθης, μη σκυθρώπαζε. Αλλά χαίρε, και συνευφραίνου με τους άλλους συντραπεζίτας. Ο δε Απόστολος απεκρίθη εις τον ραπίσαντα. Το μεν σφάλμα σου, άμποτε να το συγχωρήση ο Κύριος εις τον μέλλοντα αιώνα. Το δε χέρι σου, το οποίον ακρατώς εκινήθη κατ’ εμού και με ερράπισεν, αυτό ας το διαμοιράσουν τα θηρία εις τον παρόντα αιώνα, δια σωφρονισμόν και παιδείαν των άλλων. Τότε λοιπόν πηγαίνωντας ο υπηρέτης εκείνος δια να φέρη νερόν, και να το συγκεράση με το κρασί, κατεξεσχίσθη από ένα θηρίον, οπού παρεμόνευεν εις το πηγάδι. Και ούτως απέθανε. Το δε χέρι εκείνου επήρεν ένας σκύλος, και εμβήκεν εις το συμπόσιον, βαστάζων αυτό εις το στόμα του: ωσάν να δείχνη εις όλους την παιδείαν, οπού εκείνος έλαβε, δια την αδικίαν και το ράπισμα οπού εις τον Απόστολον έδωκεν.

Επειδή δε οι καλεσμένοι απορούσαν, τίνος άράγε είναι το χέρι εκείνο, τότε μία Εβραία γυναίκα παίζουσα το συραύλιον εις τον γάμον, εφώναξε μεγαλοφώνως και είπε. Μεγάλον μυστήριον εφανερώθη εις ημάς σήμερον. Ακούσατε όλοι εσείς οπού κάθεσθε εις την τράπεζαν. Θεός, ή Θεού Απόστολος εκαταδέχθη να καθίση εις την τράπεζαν μαζί με ημάς σήμερον. Διατί εγώ παίζουσα το συραύλιον, και ευφραίνουσα εσάς τους φιλευομένους, ήκουσα ένα άνθρωπον ομόγλωσσον με εμένα, όστις έλεγεν εβραϊκά εις τον οινοχόον οπού τον ερράπισε. Το δεξιόν σου χέρι οπού με ερράπισε, θέλει μοιρασθή σκύλος εν τη παρούση ζωή, δια να ιδούν όλοι και να σωφρονισθούν. Και ιδού πως ήλθεν εις έργον ο λόγος του. Τούτο το θαύμα ηκούσθη και εις τα αυτία του εξουσιαστού της πόλεως εκείνης (2), όστις αφ’ ου έπαυσεν ο γάμος, επροσκάλεσε τον Απόστολον και είπε προς αυτόν. Ανίσως εσύ, με την κατάραν σου, δύνασαι να προξενής θάνατον, δείξον και την δύναμιν οπού έχει η ευχή σου και ευλογία εις την εδικήν μου θυγατέρα, ήτις υπανδρεύθη σήμερον. Όθεν περιχαρώς τον λόγον δεξάμενος ο Απόστολος, επήγε μέσα εις την κάμεραν των νεονύμφων, και στηρίξας τους νέους εις σωφροσύνην, και καταπείσας αυτούς να φυλάξουν παρθενίαν, τους αφιέρωσεν εις τον Θεόν και ανεχώρησε.

Μετά δε ολίγην ώραν, βλέπει ο νυμφίος ένα άνθρωπον ομοιάζοντα με τον Απόστολον, όστις συνωμίλει με την νύμφην. Νομίσας δε ότι είναι ο Θωμάς, είπεν εις αυτόν. Δεν ευγήκες εσύ έξω προτίτερα από όλους; και πώς τώρα πάλιν αιφνιδίως ήλθες; απορώ και εξίσταμαι. Τότε ο φαινόμενος απεκρίθη. Εγώ δεν είμαι ο Θωμάς, αλλ’ είμαι αδελφός του Θωμά κατά χάριν. Και όποιος ήθελεν ακολουθήση εις εμένα τον Κύριον, και αρνηθή τον κόσμον και τα του κόσμου πράγματα, αυτός εις την μέλλουσαν ζωήν θέλει γένη, όχι μόνον αδελφός εδικός μου, αλλά και συγκληρονόμος της βασιλείας μου. Ταύτα ειπών, άφαντος έγινεν από το μέσον αυτών. Οι δε νεόνυμφοι εγκολπωθέντες τον λόγον του Κυρίου, ως μαργαρίτην, επρόσφερον εις τον φανέντα ολονύκτους δεήσεις. Τω πρωί επήγεν ο πατήρ και πενθερός εις την κάμεραν, και βλέπωντας τους νεονύμφους, πως εκάθοντο αντικρύ ένας εις τον άλλον, εταράχθη. Και ερώτα αυτούς, δια ποίαν αιτίαν έτζι κάθονται χωριστά. Οι δε, απεκρίθησαν. Ημείς ευχόμεθα, ότι αυτός ο χωρισμός να φυλαχθή, έως τέλους ανάμεσόν μας. Ίνα κατά τον καιρόν των στεφάνων, μένωμεν αχώριστοι εις τον ουράνιον και αιώνιον νυμφώνα, κατά την αψευδή υπόσχεσιν, οπού μας έδωκεν ο φανείς εις ημάς εν ομοιώματι ξένου. Ταύτα ακούσας ο πατήρ και πενθερός, εταράχθη περισσότερον, και υπεσχέθη να δώση πολλάς δωρεάς και χαρίσματα, ανίσως ευρεθή ο πλάνος εκείνος, οπού τους εγέλασε με τα τοιαύτα λόγια, και να παρασταθή έμπροσθέν του.
Έστειλαν λοιπόν ζητούντες τον φανέντα. Αλλ’ εξέλιπον κατά το ψαλμικόν, εξερευνώντες εξερευνήσεις ματαίας. Ο γαρ φανείς εις τους νεονύμφους, ορατώς μεν, ουχ’ ευρίσκετο. Αοράτως δε φαινόμενος εις τους νέους μαθητάς του, εστήριζεν αυτούς (3). Ο δε Απόστολος, εις εκείνους μεν, οπού με κακόν σκοπόν εζήτουν αυτόν, δεν ευρίσκετο. Εκ του εναντίου δε, εις εκείνους οπού εζήτουν αυτόν θεοφιλώς και με καλόν σκοπόν, ήτοι εις τους νέους του Χριστού μαθητάς, εφαίνετο αοράτως και τους εστήριζεν. Επειδή δε οι νεόνυμφοι παρεκάλουν τον Κύριον, ίνα καταπραΰνη μεν του πατρός και πενθερού αυτών την οργήν, αξιώση δε αυτόν να μάθη και την αλήθειαν της εις αυτόν πίστεως, τούτου χάριν υπήκουσεν αυτών ο Θεός, και οικονόμησε να γένη και εκείνος Χριστιανός. Εδιδάχθη γαρ από τους ιδίους νέους την ευσέβειαν, και εις τον Χριστόν ολοψύχως επίστευσεν. Αφ’ ου δε τούτο εγένετο, ακούσαντες οι δόκιμοι ούτοι μαθηταί του Χριστού, ότι ο Θωμάς διατρίβει εις τας Ινδίας, επήγαν εις αυτόν με σπουδήν, και ετελειώθησαν με το Άγιον Βάπτισμα. Και ούτως έγιναν κήρυκες και αυτοί εις άλλους του αγίου Ευαγγελίου.

Μετά ταύτα επήγεν ο Απόστολος εις τον βασιλέα της Ινδίας Γουνδιαφόρον καλούμενον. Όστις ερώτησεν αυτόν, ποία μεν τεχνητά πράγματα ηξεύρει να κατασκευάζη από τα ξύλα, ποία δε από τας πέτρας. Ο δε Απόστολος απεκρίθη, ότι από μεν τα ξύλα, είναι εμπειρότατος να κατασκευάζη αλέτρια, κωπία, και ζυγούς των βοδίων. Από δε τας πέτρας, ηξεύρει να κάμνη κολόνας, ναούς, και βασιλικά παλάτια. Τότε του λέγει ο βασιλεύς. Άράγε δύνασαι να μου κατασκευάσης ένα παλάτιον εις τον τόπον εκείνον, εις τον οποίον εγώ αγαπώ; Ο δε Απόστολος ωμολόγησεν, ότι δύναται.

Τότε ο βασιλεύς χωρίς να χάση καιρόν επρόσταξε να δοθή εις τον Απόστολον χρυσίον, δια να συνάξη τας επιτηδείας ύλας, όσα χρησιμεύουν εις την του παλατίου οικοδομήν. Δείχνωντας δε και τον τόπον, παρεκάλει τον Απόστολον να βάλλη τότε παρευθύς τα του παλατίου θεμέλια. Αλλ’ ο Απόστολος, δεν είναι, απεκρίθη, του παρόντος μηνός να κτίζωμεν παλάτιον. Αλλά μάλλον του ερχομένου, του κατά Μακεδόνας ονομαζομένου Υπερβερεταίου: ήτοι του Οκτωβρίου μηνός. Νομίζω δε ότι έτζι είπεν ο Απόστολος, δια την ανταμοιβήν των αιωνίων αγαθών, ήτις έχει να ανταποδοθή εις τον ερχόμενον εκείνον μέλλοντα αιώνα. Λαβών δε και κανόνα, ήγουν πήχυν, και σχεδιάσας τεχνικώς την θέσιν του μέλλοντος οικοδομηθήναι παλατίου, έπεισε τον βασιλέα εις το να ξεθαρρεύση, ότι αληθεύει ο Απόστολος εις όλα όσα είπε και έκαμε. Και προς τούτοις εις το να υπερεπαινή την τέχνην και επιδεξιότητα του Αποστόλου.

Έλαβε λοιπόν ο Απόστολος τα αρκετά έξοδα δια το παλάτιον, και ανεχώρησε. Διαμοιράσας δε κρυφίως εις τας χείρας των πτωχών όλα τα άσπρα, κατεσκεύασεν εις τον βασιλέα ένα αχειροποίητον παλάτιον εν τη των πρωτοτόκων αυλή, ήτοι εν τη των Ουρανών Βασιλεία. Αφ’ ου δε επέρασε καιρός αρκετός, εμήνυσεν ο Απόστολος εις τον βασιλέα, ότι χρειάζεται ακόμη και άλλα έξοδα, δια να κατασκευάση μεγαλοπρεπώς την στέγην του παλατίου, η οποία μόνη έμεινεν ατελείωτος. Ο δε βασιλεύς νομίσας, ότι το μήνυμα τούτο ήτον αληθινόν κατά τον εδικόν του σκοπόν, με πολλήν χαράν έστειλε και άλλο πολύ χρυσίον εις τον Απόστολον, γράψας και ταύτα εις αυτόν. Τεχνικωτάτην και ωραιοτάτην κατασκεύασον το ογλιγωρότερον την στέγην του παλατίου. Ίνα όταν ιδώ την τεχνικήν σου οικοδομήν με τα ίδιά μου ομμάτια, εγκωμιάσω με επαινετικούς λόγους εσένα, τον πολλά πλεονεκτήματα και επιδεξιότητας έχοντα. Ο δε Απόστολος λαβών το χρυσίον, εσήκωσεν εις τον ουρανόν τα ομμάτια και τας χείρας του, και, ευχαριστώ σοι, φιλάνθρωπε Κύριε, έλεγεν. Ότι με ποικίλους και διαφόρους τρόπους, ηξεύρεις να οικονομής την σωτηρίαν του κάθε ανθρώπου. Όθεν διεμοίρασε πάλιν το χρυσίον εις τους πτωχούς ως το πρότερον.

Αφ’ ου δε επέρασε μερικός καιρός, έτυχε να υπάγουν εις τον βασιλέα μερικοί άνθρωποι από τον τόπον εκείνον, όπου διέτριβεν ο Απόστολος. Όθεν ερώτησεν αυτούς ο βασιλεύς, αγαπών να μάθη δια το κάλλος και ωραιότητα του παλατίου του. Ήκουσε δε παρ’ αυτών, ότι μη προσμένης, ω βασιλεύ, τελείως από εκείνον τον άνθρωπον οικοδομάς κτισμάτων και παλατίων. Διατί αυτός διεμοίρασεν εις τους πτωχούς όλον το χρυσίον οπού του έδωκες. Και όχι μόνον τούτο, αλλά και κηρύττει εις εκείνους οπού τρέχουσι προς αυτόν, ένα Θεόν άγνωστον παντελώς. Και θαυματουργεί εξαίσιά τινα πράγματα, χωρίς να τρώγη παντάπασι. Τότε ο βασιλεύς εταράχθη ευθύς από ένα μεγάλον θυμόν, και φέρωντας τον Απόστολον έμπροσθέν του, ηρώτα αυτόν, αν το παλάτιον έκτισεν. Ο δε Απόστολος κόψας τον λόγον, απεκρίθη. Το παλάτιον εκείνο, οπού έμαθον να κτίζω από τον αληθινόν Αρχιτέκτονα Χριστόν, τούτο, ω βασιλεύ, εκτίσθη πολλά ωραίον από λόγου μου. Ο βασιλεύς είπε. Ταύτην την ώραν ας υπάγωμεν να το ιδώμεν. Ο δε Απόστολος, δεν φαίνεται, απεκρίθη, ότι να χρειάζεσαι κατά το παρόν το κατασκευασθέν παλάτιον. Αλλ’ όταν αναχωρήσης από τον κόσμον τούτον, τότε θέλεις ευρήσεις εκείνο χρήσιμον και αρμόδιον. Ο δε βασιλεύς νομίσας ότι τον περιγελά, εύγαλεν ωσάν ένα θηρίον μίαν βροντώσαν φωνήν και είπε. Ούτος ο απατεών, προστάζω να σφαλισθή μέσα εις ένα σκοτεινότατον λάκκον, μαζί με τον πραγματευτήν, όστις αυτόν εδώ έφερεν.

Εις τον καιρόν δε οπού ήτον ο Απόστολος φυλακωμένος με τα δεσμά, τότε ο αδελφός του βασιλέως, μίαν νύκτα κυριευθείς από βαρυτάτην λύπην, η οποία εφοβέριζε να του προξενήση θάνατον, επροσκάλεσε τον αδελφόν του βασιλέα, και λέγει αυτώ. Εγώ πολλά λυπηθείς δια την συμβάσαν εις εσέ ζημίαν από εκείνον τον δόλιον, δια τούτο τώρα ευγαίνω από τούτην την ζωήν. Και μετά ολίγην ώραν αποπνιγείς, έγινεν άφωνος. Τότε ο την ψυχήν αυτού λαβών Άγγελος, επέρνα τας σκηνάς των δικαίων. Όθεν έδειξεν εις την ψυχήν, την ωραιότητα των σκηνών εκείνων. Ηρώτα δε αυτήν, εις ποίαν από τας σκηνάς εκείνας αγαπά δια να κατοικήση. Βλέπουσα δε η εκείνου ψυχή μίαν εξαίρετον σκηνήν, έδειχνε ταύτην εις τον Άγγελον, και παρεκάλει αυτόν να την αφήση να κατοικήση εις την σκηνήν εκείνην. Ο δε Άγγελος είπεν. Εις αυτήν την σκηνήν δεν ημπορείς να κατοικήσης. Επειδή και αυτή είναι του αδελφού σου, την οποίαν ο ξένος Θωμάς έκτισε δι’ αυτόν. Η δε ψυχή, παρακαλώ σε, απεκρίθη, άφες με να υπάγω οπίσω εις τον αδελφόν μου, ίνα αγοράσω αυτήν από εκείνον με ολίγην τιμήν. Και ούτω επαναγυρίσω πάλιν εδώ.

Τότε επιστρέψας ο Άγγελος την ψυχήν, αποδίδει αυτήν εις το νεκρόν σώμα της. Όθεν ο αποθανών, ελθών εις τον εαυτόν του ωσάν από κάποιαν μέθην και έκστασιν, εζήτει τον αδελφόν του. Όταν δε εκείνος ήλθεν, είπε προς αυτόν. Αδελφέ, αδιστάκτως είμαι πληροφορημένος, ότι επρόκρινες να δώσης την μισήν βασιλείαν σου, μόνον να με ιδής ζωντανόν. Τώρα δε ολίγην χάριν ζητώ από λόγου σου, την οποίαν, παρακαλώ να μη την υστερήσης από λόγου μου. Ο βασιλεύς απεκρίθη. Δεν θέλω λείψω από το να χαρίσω προθύμως εις εσένα τον φίλτατόν μου αδελφόν εκείνο, οπού είναι δυνατόν εις εμένα. Τότε χωρίς συστολήν εφανέρωσεν εις τον αδελφόν το ζητούμενον, λέγων αυτώ. Δος μοι το παλάτιον, οπού έχεις εις τους ουρανούς, και λάβε όσα θέλεις άσπρα δια την τιμήν. Ο δε βασιλεύς γενόμενος εις τούτο ωσάν άφωνος, εγώ, απεκρίθη, εγώ έχω παλάτιον εις τους ουρανούς; πόθεν; και από ποίαν μου καλωσύνην; Ο δε αδελφός, ναι, λέγει, έχεις παλάτιον εκεί, καν και εσύ δεν το ηξεύρης, το οποίον έκτισεν ο εν τη φυλακή ευρισκόμενος ξένος. Του οποίου παλατίου την ωραιότητα, εγώ εθεώρησα τώρα, οπού αρπάχθηκα από Άγγελον Κυρίου.

Τότε εκατάλαβεν ο βασιλεύς το λεγόμενον. Όθεν με τοιαύτα λόγια απάτησε τον αδελφόν του, και αρνήθη το ζήτημα, λέγων. Ανίσως το ζήτημά σου, αδελφέ μου, ευρίσκετο υποκάτω εις την βασιλείαν και εξουσίαν μου, εξ ανάγκης έπρεπε να φυλάξω τους όρκους μου και να σοι το δώσω. Επειδή δε αυτό ευρίσκεται εις τους Ουρανούς, λοιπόν συ μόνος κρίνον περί του πράγματος. Πλην ο μάστορις των τοιούτων παλατίων εδώ ευρίσκεται, και λοιπόν έπαρε τούτον, και θέλει κατασκευάσει και δια λόγου σου παλάτιον άλλο, από εκείνο οπού είδες λαμπρότερον. Τούτο ειπών, ευθύς εύγαλεν από την φυλακήν τον Απόστολον μαζί με τον πραγματευτήν Αβάνην. Και πεσών εις τους πόδας του, εζήτει συγγνώμην δια το σφάλμα οπού έκαμε και τον εφυλάκωσεν. Ο δε Απόστολος ευχαρίστησε δια τούτο τον Θεόν. Όθεν διδάξας με τους λόγους της χάριτος, ομού και τους δύω αδελφούς, και τους λοιπούς, όσοι ήλθον εις αυτόν, έδωκεν εις αυτούς τον αρραβώνα της Βασιλείας των Ουρανών: δηλαδή το θείον και Άγιον Βάπτισμα. Και ούτως αναχωρήσας από εκεί, επήγεν εις άλλας πόλεις, κηρύττων και δοξάζων τον Πατέρα, και τον Υιόν, και το Πνεύμα το Άγιον. (Τον Βίον τούτου όρα εις τον Νέον Παράδεισον ολίγον πλατύτερον. Εν δε τη Μεγίστη Λαύρα, σώζονται αι εν Ινδία πράξεις: ήτοι ο ελληνικός Βίος του Θωμά. Ου η αρχή· «Κατ’ εκείνον τον καιρόν ήσαν». Η δε των λειψάνων του Αποστόλου τούτου Θωμά κατάθεσις, εορτάζεται κατά την εικοστήν Ιουνίου (4).)

(1) Σημείωσαι, ότι ο θείος Χρυσόστομος πλέκει εγκώμιον εις τον Άγιον Απόστολον τούτον Θωμάν, κείμενον εν τω ε’ τόμω της εν Ετόνη εκδόσεως, ου η αρχή· «Τω μεν νόμω της Εκκλησίας πειθόμενος, ηψάμην, ως οίον τε, του βήματος». Ωσαύτως, και έτερον ο αυτός, ου η αρχή· «Ευλογητός ο Θεός. Ήκω το χρέος αποδώσων υμίν». (Σώζεται αυτόθι.) Ομοίως και Ευθύμιος ο Ζυγαδηνός, ου η αρχή· «Η πηγή της σοφίας». Και Νικήτας ο Ρήτωρ, ου η αρχή· «Επαινετός ο υπέρ των Αγίων πόθος». (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη του Βατοπαιδίου Μονή και του Διονυσίου και Ιβήρων.) Και ο Μεταφραστής δε υπόμνημα έχει εις αυτόν, ου η αρχή· «Πάλαι μεν τας κατά γην διατριβάς». (Σώζεται εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις, και προ τούτων εν τη Μεγίστη Λαύρα.) Και τούτο δε σημείωσαι, ότι ο Απόστολος ούτος Θωμάς, όχι μόνον επήγεν έως εις τας Ινδίας, καθώς γράφεται εν τω Συναξαρίω τούτω. Αλλά επροχώρησε και έως εις την Κίναν, ή Σίναν την ανατολικωτάτην. Όθεν και αναγινώσκομεν εις την Γεωγραφίαν του Φατζέα, ότι εν τω πολυθρυλλήτω Πύργω της Κίνας και πολυτιμήτω ομού (καθότι είναι όλος από άνωθεν έως κάτω οικοδομημένος από φαρφουρένια τούβλα), εν τούτω, λέγω, τω Πύργω γεγραμμένα εισί τα λόγια ταύτα· «Δια του θείου Θωμά η ουρανία πίστις εξαπέπτη, και εις Σινών (πόλιν δηλ. ή επαρχίαν) παρεγένετο».

(2) Βασιλέα ονομάζουσι τούτον και ο χειρόγραφος και ο τετυπωμένος Συναξαριστής. Επειδή δε παρακάτω λέγεται, ότι ο Απόστολος επήγε προς Γουνδιαφόρον τον των Ινδών βασιλέα, δια τούτο έπεται ότι ο της εν Ινδία Ανδραπόλεως κρατών, δεν ήτον βασιλεύς, αλλά μόνον εξουσιαστής, ή τοπάρχης, ή ηγεμών, ή τοιούτον άλλο.

(3) Σημείωσαι, ότι ασαφώς μεν γράφεται η περίοδος αύτη εις τον τετυπωμένον Συναξαριστήν. Ου γαρ διασαφοί, ποίος εφαίνετο αοράτως εις τους νεονύμφους και τους εστήριζεν, ο Θωμάς, ή ο Κύριος. Εις δε τον χειρόγραφον γράφεται, ότι ο Θωμάς ήτον ο αοράτως φαινόμενος και στηρίζων αυτούς. Επειδή δε παρακάτω λέγει, ότι επήγαν αυτοί και εύρον τον Θωμάν, και υπ’ αυτού εβαπτίσθησαν, δια τούτο μετέφρασα εδώ, ότι ο αοράτως φαινόμενος ήτον ο Δεσπότης Χριστός, ο και πρότερον φανείς εις αυτούς, και υποσχεθείς τας ανωτέρω υποσχέσεις. Ούτω γαρ είναι προσφυέστερον να νοηθή όσον εις το ύφος και την ακολουθίαν του νοήματος. Πλην και ο Θωμάς ήτον αοράτως εις το μέσον αυτών, και δεν τον έβλεπον, ως γράφεται εν τω πλατυτέρω Βίω αυτού εις τον Νέον Παράδεισον.

(4) Σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Μηναίοις η μνήμη Νικήτα Πατρικίου του Ομολογητού. Αύτη γαρ μετά του Συναξαρίου αυτού, γράφεται κατά την δεκάτην τρίτην του παρόντος Οκτωβρίου.

*

Τη αυτή ημέρα η Αγία Μάρτυς Ερωτηΐς πυρί τελειούται.

Ερωτηΐδα πυρπολούσι παρθένον,
Έρωτι Χριστού την προπυρπολουμένην.

*

Ο Άγιος νέος Οσιομάρτυς Μακάριος, ο εκ Κίου μεν της Βιθυνίας καταγόμενος, εν Προύση δε μαρτυρήσας, λιθοβοληθείς πρότερον, ύστερον ξίφει τελειούται κατά το έτος ͵αφϞ’ [1590] (5).

Μακάριος πριν, ων κατά κλήσιν μάκαρ,
Νυν κατά πείραν ανεδείχθης εκ ξίφους.

(5) Το Μαρτύριον τούτου όρα εις το Νέον Λειμωνάριον. Τούτου την Ακολουθίαν συνέγραψεν ο Συρίγου Μελέτιος.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Άγιος Απόστολος ΘωμάςΤῷ αὐτῷ μηνὶ ς΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Θωμᾶ.

Ὁ χεῖρα πλευρᾷ σῇ βαλεῖν ζητῶν πάλαι,
Πλευρὰς ὑπὲρ σοῦ νύττεται Θωμᾶς Λόγε.

Δούρασιν οὐτάσθη Θωμᾶς μακροῖσιν ἐν ἕκτῃ.  

Οὗτος ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς ἐκήρυξε τὸν λόγον τοῦ Εὐαγγελίου εἰς τοὺς Πάρθους καὶ Μήδας καὶ Πέρσας καὶ Ἰνδούς. Ὅθεν ἐπιάσθη ἀπὸ τὸν βασιλέα Μισδαῖον, διατὶ ἐκατήχησε καὶ ἐβάπτισε τὸν υἱὸν αὐτοῦ Ἀζάνην καλούμενον. Καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ Τερτίαν, ὁμοίως καὶ τὰς θυγατέρας της, Μυγδονίαν καὶ Νάρκαν. Καὶ πρῶτον μὲν ἐβάλθη εἰς τὴν φυλακήν. Ἔπειτα δὲ ἐπαρεδόθη εἰς πέντε στρατιώτας, οἱ ὁποῖοι ἀνεβάσαντες αὐτὸν ἐπάνω εἰς ἕνα ὄρος, κατετρύπησαν μὲ λόγχας τὸ ἀποστολικὸν σῶμά του. Καὶ οὕτως ὁ μέγας τοῦ Κυρίου Ἀπόστολος πρὸς αὐτὸν ἐξεδήμησε (1).

Δὲν θέλει δὲ εἶναι ἄκαιρον νὰ ἐνθυμηθῶμεν ἐδῶ, καὶ νὰ διηγηθῶμεν δύω ἢ τρία θαύματα, ἀπὸ ἐκεῖνα ὁποῦ ἐποίησεν ὁ θεῖος οὗτος Ἀπόστολος. Ὅταν ὁ μακάριος Θωμᾶς ἐκήρυττεν εἰς τοὺς ἀπίστους τὸ τοῦ Χριστοῦ Εὐαγγέλιον, τότε ἐπέρασεν εἰς τὴν Ἰνδίαν, ὁμοῦ μὲ ἕνα πραγματευτὴν Ἀβάνην ὀνομαζόμενον. Καὶ κονεύουσι καὶ οἱ δύω εἰς ἕνα ὁσπήτιον τῆς χώρας τῆς λεγομένης Ἀνδραπόλεως. Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἐξουσιαστὴς τῆς χώρας ἐκείνης, ἔτυχε τότε νὰ ὑπανδρεύσῃ τὴν θυγατέρα του μὲ ἕνα ἔνδοξον ἄνθρωπον, διὰ τοῦτο ἦτον ἀκόλουθον νὰ χαίρουν καὶ ὅλοι οἱ καλεσμένοι εἰς τὸν γάμον. Ὁ Ἀπόστολος λοιπὸν Θωμᾶς, μὲ τὸ νὰ ἐκαλέσθη καὶ αὐτὸς εἰς τὸν γάμον, ἐκάθισεν εἰς τὸ κατώτερον καὶ εὐτελέστερον μέρος τῆς τραπέζης. Εἰς καιρὸν δὲ ὁποῦ ἔτρωγον ἀπὸ τὰ φαγητὰ τῆς τραπέζης, μόνος ὁ θεῖος Ἀπόστολος δὲν ἔτρωγεν. Ἀλλ’ ἐκάθητο συλλογισμένος, συμμαζωμένος, καὶ προσέχωντας εἰς τὸν ἑαυτόν του.

Βλέπωντας δὲ τοῦτον ἕνας ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτας ὁποῦ ἐκέρνων τὸ κρασί, κινηθεὶς ἀπὸ αὐθάδειαν καὶ ὑπερηφάνειαν, ἔδωκεν ἕνα ῥάπισμα εἰς τὸν Ἀπόστολον τοῦ Κυρίου, λέγων αὐτῷ. Ἐπειδὴ εἰς γάμον ἐκαλέσθης, μὴ σκυθρώπαζε. Ἀλλὰ χαῖρε, καὶ συνευφραίνου μὲ τοὺς ἄλλους συντραπεζίτας. Ὁ δὲ Ἀπόστολος ἀπεκρίθη εἰς τὸν ῥαπίσαντα. Τὸ μὲν σφάλμα σου, ἄμποτε νὰ τὸ συγχωρήσῃ ὁ Κύριος εἰς τὸν μέλλοντα αἰῶνα. Τὸ δὲ χέρι σου, τὸ ὁποῖον ἀκρατῶς ἐκινήθη κατ’ ἐμοῦ καὶ μὲ ἐρράπισεν, αὐτὸ ἂς τὸ διαμοιράσουν τὰ θηρία εἰς τὸν παρόντα αἰῶνα, διὰ σωφρονισμὸν καὶ παιδείαν τῶν ἄλλων. Τότε λοιπὸν πηγαίνωντας ὁ ὑπηρέτης ἐκεῖνος διὰ νὰ φέρῃ νερόν, καὶ νὰ τὸ συγκεράσῃ μὲ τὸ κρασί, κατεξεσχίσθη ἀπὸ ἕνα θηρίον, ὁποῦ παρεμόνευεν εἰς τὸ πηγάδι. Καὶ οὕτως ἀπέθανε. Τὸ δὲ χέρι ἐκείνου ἐπῆρεν ἕνας σκύλος, καὶ ἐμβῆκεν εἰς τὸ συμπόσιον, βαστάζων αὐτὸ εἰς τὸ στόμα του: ὡσὰν νὰ δείχνῃ εἰς ὅλους τὴν παιδείαν, ὁποῦ ἐκεῖνος ἔλαβε, διὰ τὴν ἀδικίαν καὶ τὸ ῥάπισμα ὁποῦ εἰς τὸν Ἀπόστολον ἔδωκεν.

Ἐπειδὴ δὲ οἱ καλεσμένοι ἀποροῦσαν, τίνος ἆράγε εἶναι τὸ χέρι ἐκεῖνο, τότε μία Ἑβραία γυναῖκα παίζουσα τὸ συραύλιον εἰς τὸν γάμον, ἐφώναξε μεγαλοφώνως καὶ εἶπε. Μεγάλον μυστήριον ἐφανερώθη εἰς ἡμᾶς σήμερον. Ἀκούσατε ὅλοι ἐσεῖς ὁποῦ κάθεσθε εἰς τὴν τράπεζαν. Θεός, ἢ Θεοῦ Ἀπόστολος ἐκαταδέχθη νὰ καθίσῃ εἰς τὴν τράπεζαν μαζὶ μὲ ἡμᾶς σήμερον. Διατὶ ἐγὼ παίζουσα τὸ συραύλιον, καὶ εὐφραίνουσα ἐσᾶς τοὺς φιλευομένους, ἤκουσα ἕνα ἄνθρωπον ὁμόγλωσσον μὲ ἐμένα, ὅστις ἔλεγεν ἑβραϊκὰ εἰς τὸν οἰνοχόον ὁποῦ τὸν ἐρράπισε. Τὸ δεξιόν σου χέρι ὁποῦ μὲ ἐρράπισε, θέλει μοιρασθῇ σκύλος ἐν τῇ παρούσῃ ζωῇ, διὰ νὰ ἰδοῦν ὅλοι καὶ νὰ σωφρονισθοῦν. Καὶ ἰδοὺ πῶς ἦλθεν εἰς ἔργον ὁ λόγος του. Τοῦτο τὸ θαῦμα ἠκούσθη καὶ εἰς τὰ αὐτία τοῦ ἐξουσιαστοῦ τῆς πόλεως ἐκείνης (2), ὅστις ἀφ’ οὗ ἔπαυσεν ὁ γάμος, ἐπροσκάλεσε τὸν Ἀπόστολον καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν. Ἀνίσως ἐσύ, μὲ τὴν κατάραν σου, δύνασαι νὰ προξενῇς θάνατον, δεῖξον καὶ τὴν δύναμιν ὁποῦ ἔχει ἡ εὐχή σου καὶ εὐλογία εἰς τὴν ἐδικήν μου θυγατέρα, ἥτις ὑπανδρεύθη σήμερον. Ὅθεν περιχαρῶς τὸν λόγον δεξάμενος ὁ Ἀπόστολος, ἐπῆγε μέσα εἰς τὴν κάμεραν τῶν νεονύμφων, καὶ στηρίξας τοὺς νέους εἰς σωφροσύνην, καὶ καταπείσας αὐτοὺς νὰ φυλάξουν παρθενίαν, τοὺς ἀφιέρωσεν εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἀνεχώρησε.

Μετὰ δὲ ὀλίγην ὥραν, βλέπει ὁ νυμφίος ἕνα ἄνθρωπον ὁμοιάζοντα μὲ τὸν Ἀπόστολον, ὅστις συνωμίλει μὲ τὴν νύμφην. Νομίσας δὲ ὅτι εἶναι ὁ Θωμᾶς, εἶπεν εἰς αὐτόν. Δὲν εὐγῆκες ἐσὺ ἔξω προτίτερα ἀπὸ ὅλους; καὶ πῶς τώρα πάλιν αἰφνιδίως ἦλθες; ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι. Τότε ὁ φαινόμενος ἀπεκρίθη. Ἐγὼ δὲν εἶμαι ὁ Θωμᾶς, ἀλλ’ εἶμαι ἀδελφὸς τοῦ Θωμᾶ κατὰ χάριν. Καὶ ὅποιος ἤθελεν ἀκολουθήσῃ εἰς ἐμένα τὸν Κύριον, καὶ ἀρνηθῇ τὸν κόσμον καὶ τὰ τοῦ κόσμου πράγματα, αὐτὸς εἰς τὴν μέλλουσαν ζωὴν θέλει γένῃ, ὄχι μόνον ἀδελφὸς ἐδικός μου, ἀλλὰ καὶ συγκληρονόμος τῆς βασιλείας μου. Ταῦτα εἰπών, ἄφαντος ἔγινεν ἀπὸ τὸ μέσον αὐτῶν. Οἱ δὲ νεόνυμφοι ἐγκολπωθέντες τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, ὡς μαργαρίτην, ἐπρόσφερον εἰς τὸν φανέντα ὁλονύκτους δεήσεις. Τῷ πρωῒ ἐπῆγεν ὁ πατὴρ καὶ πενθερὸς εἰς τὴν κάμεραν, καὶ βλέπωντας τοὺς νεονύμφους, πῶς ἐκάθοντο ἀντικρὺ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον, ἐταράχθη. Καὶ ἐρώτα αὐτούς, διὰ ποίαν αἰτίαν ἔτζι κάθονται χωριστά. Οἱ δέ, ἀπεκρίθησαν. Ἡμεῖς εὐχόμεθα, ὅτι αὐτὸς ὁ χωρισμὸς νὰ φυλαχθῇ, ἕως τέλους ἀνάμεσόν μας. Ἵνα κατὰ τὸν καιρὸν τῶν στεφάνων, μένωμεν ἀχώριστοι εἰς τὸν οὐράνιον καὶ αἰώνιον νυμφῶνα, κατὰ τὴν ἀψευδῆ ὑπόσχεσιν, ὁποῦ μᾶς ἔδωκεν ὁ φανεὶς εἰς ἡμᾶς ἐν ὁμοιώματι ξένου. Ταῦτα ἀκούσας ὁ πατὴρ καὶ πενθερός, ἐταράχθη περισσότερον, καὶ ὑπεσχέθη νὰ δώσῃ πολλὰς δωρεὰς καὶ χαρίσματα, ἀνίσως εὑρεθῇ ὁ πλάνος ἐκεῖνος, ὁποῦ τοὺς ἐγέλασε μὲ τὰ τοιαῦτα λόγια, καὶ νὰ παρασταθῇ ἔμπροσθέν του.

Ἔστειλαν λοιπὸν ζητοῦντες τὸν φανέντα. Ἀλλ’ ἐξέλιπον κατὰ τὸ ψαλμικόν, ἐξερευνῶντες ἐξερευνήσεις ματαίας. Ὁ γὰρ φανεὶς εἰς τοὺς νεονύμφους, ὁρατῶς μέν, οὐχ’ εὑρίσκετο. Ἀοράτως δὲ φαινόμενος εἰς τοὺς νέους μαθητάς του, ἐστήριζεν αὐτούς (3). Ὁ δὲ Ἀπόστολος, εἰς ἐκείνους μέν, ὁποῦ μὲ κακὸν σκοπὸν ἐζήτουν αὐτόν, δὲν εὑρίσκετο. Ἐκ τοῦ ἐναντίου δέ, εἰς ἐκείνους ὁποῦ ἐζήτουν αὐτὸν θεοφιλῶς καὶ μὲ καλὸν σκοπόν, ἤτοι εἰς τοὺς νέους τοῦ Χριστοῦ μαθητάς, ἐφαίνετο ἀοράτως καὶ τοὺς ἐστήριζεν. Ἐπειδὴ δὲ οἱ νεόνυμφοι παρεκάλουν τὸν Κύριον, ἵνα καταπραΰνῃ μὲν τοῦ πατρὸς καὶ πενθεροῦ αὐτῶν τὴν ὀργήν, ἀξιώσῃ δὲ αὐτὸν νὰ μάθῃ καὶ τὴν ἀλήθειαν τῆς εἰς αὐτὸν πίστεως, τούτου χάριν ὑπήκουσεν αὐτῶν ὁ Θεός, καὶ οἰκονόμησε νὰ γένῃ καὶ ἐκεῖνος Χριστιανός. Ἐδιδάχθη γὰρ ἀπὸ τοὺς ἰδίους νέους τὴν εὐσέβειαν, καὶ εἰς τὸν Χριστὸν ὁλοψύχως ἐπίστευσεν. Ἀφ’ οὗ δὲ τοῦτο ἐγένετο, ἀκούσαντες οἱ δόκιμοι οὗτοι μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ, ὅτι ὁ Θωμᾶς διατρίβει εἰς τὰς Ἰνδίας, ἐπῆγαν εἰς αὐτὸν μὲ σπουδήν, καὶ ἐτελειώθησαν μὲ τὸ Ἅγιον Βάπτισμα. Καὶ οὕτως ἔγιναν κήρυκες καὶ αὐτοὶ εἰς ἄλλους τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου.

Μετὰ ταῦτα ἐπῆγεν ὁ Ἀπόστολος εἰς τὸν βασιλέα τῆς Ἰνδίας Γουνδιαφόρον καλούμενον. Ὅστις ἐρώτησεν αὐτόν, ποῖα μὲν τεχνητὰ πράγματα ἠξεύρει νὰ κατασκευάζῃ ἀπὸ τὰ ξύλα, ποῖα δὲ ἀπὸ τὰς πέτρας. Ὁ δὲ Ἀπόστολος ἀπεκρίθη, ὅτι ἀπὸ μὲν τὰ ξύλα, εἶναι ἐμπειρότατος νὰ κατασκευάζῃ ἀλέτρια, κωπία, καὶ ζυγοὺς τῶν βοδίων. Ἀπὸ δὲ τὰς πέτρας, ἠξεύρει νὰ κάμνῃ κολόνας, ναούς, καὶ βασιλικὰ παλάτια. Τότε τοῦ λέγει ὁ βασιλεύς. Ἆράγε δύνασαι νὰ μοῦ κατασκευάσῃς ἕνα παλάτιον εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, εἰς τὸν ὁποῖον ἐγὼ ἀγαπῶ; Ὁ δὲ Ἀπόστολος ὡμολόγησεν, ὅτι δύναται.

Τότε ὁ βασιλεὺς χωρὶς νὰ χάσῃ καιρὸν ἐπρόσταξε νὰ δοθῇ εἰς τὸν Ἀπόστολον χρυσίον, διὰ νὰ συνάξῃ τὰς ἐπιτηδείας ὕλας, ὅσα χρησιμεύουν εἰς τὴν τοῦ παλατίου οἰκοδομήν. Δείχνωντας δὲ καὶ τὸν τόπον, παρεκάλει τὸν Ἀπόστολον νὰ βάλλῃ τότε παρευθὺς τὰ τοῦ παλατίου θεμέλια. Ἀλλ’ ὁ Ἀπόστολος, δὲν εἶναι, ἀπεκρίθη, τοῦ παρόντος μηνὸς νὰ κτίζωμεν παλάτιον. Ἀλλὰ μᾶλλον τοῦ ἐρχομένου, τοῦ κατὰ Μακεδόνας ὀνομαζομένου Ὑπερβερεταίου: ἤτοι τοῦ Ὀκτωβρίου μηνός. Νομίζω δὲ ὅτι ἔτζι εἶπεν ὁ Ἀπόστολος, διὰ τὴν ἀνταμοιβὴν τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, ἥτις ἔχει νὰ ἀνταποδοθῇ εἰς τὸν ἐρχόμενον ἐκεῖνον μέλλοντα αἰῶνα. Λαβὼν δὲ καὶ κανόνα, ἤγουν πῆχυν, καὶ σχεδιάσας τεχνικῶς τὴν θέσιν τοῦ μέλλοντος οἰκοδομηθῆναι παλατίου, ἔπεισε τὸν βασιλέα εἰς τὸ νὰ ξεθαρρεύσῃ, ὅτι ἀληθεύει ὁ Ἀπόστολος εἰς ὅλα ὅσα εἶπε καὶ ἔκαμε. Καὶ πρὸς τούτοις εἰς τὸ νὰ ὑπερεπαινῇ τὴν τέχνην καὶ ἐπιδεξιότητα τοῦ Ἀποστόλου.

Ἔλαβε λοιπὸν ὁ Ἀπόστολος τὰ ἀρκετὰ ἔξοδα διὰ τὸ παλάτιον, καὶ ἀνεχώρησε. Διαμοιράσας δὲ κρυφίως εἰς τὰς χεῖρας τῶν πτωχῶν ὅλα τὰ ἄσπρα, κατεσκεύασεν εἰς τὸν βασιλέα ἕνα ἀχειροποίητον παλάτιον ἐν τῇ τῶν πρωτοτόκων αὐλῇ, ἤτοι ἐν τῇ τῶν Οὐρανῶν Βασιλείᾳ. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασε καιρὸς ἀρκετός, ἐμήνυσεν ὁ Ἀπόστολος εἰς τὸν βασιλέα, ὅτι χρειάζεται ἀκόμη καὶ ἄλλα ἔξοδα, διὰ νὰ κατασκευάσῃ μεγαλοπρεπῶς τὴν στέγην τοῦ παλατίου, ἡ ὁποία μόνη ἔμεινεν ἀτελείωτος. Ὁ δὲ βασιλεὺς νομίσας, ὅτι τὸ μήνυμα τοῦτο ἦτον ἀληθινὸν κατὰ τὸν ἐδικόν του σκοπόν, μὲ πολλὴν χαρὰν ἔστειλε καὶ ἄλλο πολὺ χρυσίον εἰς τὸν Ἀπόστολον, γράψας καὶ ταῦτα εἰς αὐτόν. Τεχνικωτάτην καὶ ὡραιοτάτην κατασκεύασον τὸ ὀγλιγωρότερον τὴν στέγην τοῦ παλατίου. Ἵνα ὅταν ἰδῶ τὴν τεχνικήν σου οἰκοδομὴν μὲ τὰ ἴδιά μου ὀμμάτια, ἐγκωμιάσω μὲ ἐπαινετικοὺς λόγους ἐσένα, τὸν πολλὰ πλεονεκτήματα καὶ ἐπιδεξιότητας ἔχοντα. Ὁ δὲ Ἀπόστολος λαβὼν τὸ χρυσίον, ἐσήκωσεν εἰς τὸν οὐρανὸν τὰ ὀμμάτια καὶ τὰς χεῖράς του, καί, εὐχαριστῶ σοι, φιλάνθρωπε Κύριε, ἔλεγεν. Ὅτι μὲ ποικίλους καὶ διαφόρους τρόπους, ἠξεύρεις νὰ οἰκονομῇς τὴν σωτηρίαν τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ὅθεν διεμοίρασε πάλιν τὸ χρυσίον εἰς τοὺς πτωχοὺς ὡς τὸ πρότερον.

Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασε μερικὸς καιρός, ἔτυχε νὰ ὑπάγουν εἰς τὸν βασιλέα μερικοὶ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸν τόπον ἐκεῖνον, ὅπου διέτριβεν ὁ Ἀπόστολος. Ὅθεν ἐρώτησεν αὐτοὺς ὁ βασιλεύς, ἀγαπῶν νὰ μάθῃ διὰ τὸ κάλλος καὶ ὡραιότητα τοῦ παλατίου του. Ἤκουσε δὲ παρ’ αὐτῶν, ὅτι μὴ προσμένῃς, ὦ βασιλεῦ, τελείως ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπον οἰκοδομὰς κτισμάτων καὶ παλατίων. Διατὶ αὐτὸς διεμοίρασεν εἰς τοὺς πτωχοὺς ὅλον τὸ χρυσίον ὁποῦ τοῦ ἔδωκες. Καὶ ὄχι μόνον τοῦτο, ἀλλὰ καὶ κηρύττει εἰς ἐκείνους ὁποῦ τρέχουσι πρὸς αὐτόν, ἕνα Θεὸν ἄγνωστον παντελῶς. Καὶ θαυματουργεῖ ἐξαίσιά τινα πράγματα, χωρὶς νὰ τρώγῃ παντάπασι. Τότε ὁ βασιλεὺς ἐταράχθη εὐθὺς ἀπὸ ἕνα μεγάλον θυμόν, καὶ φέρωντας τὸν Ἀπόστολον ἔμπροσθέν του, ἠρώτα αὐτόν, ἂν τὸ παλάτιον ἔκτισεν. Ὁ δὲ Ἀπόστολος κόψας τὸν λόγον, ἀπεκρίθη. Τὸ παλάτιον ἐκεῖνο, ὁποῦ ἔμαθον νὰ κτίζω ἀπὸ τὸν ἀληθινὸν Ἀρχιτέκτονα Χριστόν, τοῦτο, ὦ βασιλεῦ, ἐκτίσθη πολλὰ ὡραῖον ἀπὸ λόγου μου. Ὁ βασιλεὺς εἶπε. Ταύτην τὴν ὥραν ἂς ὑπάγωμεν νὰ τὸ ἰδῶμεν. Ὁ δὲ Ἀπόστολος, δὲν φαίνεται, ἀπεκρίθη, ὅτι νὰ χρειάζεσαι κατὰ τὸ παρὸν τὸ κατασκευασθὲν παλάτιον. Ἀλλ’ ὅταν ἀναχωρήσῃς ἀπὸ τὸν κόσμον τοῦτον, τότε θέλεις εὑρήσεις ἐκεῖνο χρήσιμον καὶ ἁρμόδιον. Ὁ δὲ βασιλεὺς νομίσας ὅτι τὸν περιγελᾷ, εὔγαλεν ὡσὰν ἕνα θηρίον μίαν βροντῶσαν φωνὴν καὶ εἶπε. Οὗτος ὁ ἀπατεών, προστάζω νὰ σφαλισθῇ μέσα εἰς ἕνα σκοτεινότατον λάκκον, μαζὶ μὲ τὸν πραγματευτήν, ὅστις αὐτὸν ἐδῶ ἔφερεν.

Εἰς τὸν καιρὸν δὲ ὁποῦ ἦτον ὁ Ἀπόστολος φυλακωμένος μὲ τὰ δεσμά, τότε ὁ ἀδελφὸς τοῦ βασιλέως, μίαν νύκτα κυριευθεὶς ἀπὸ βαρυτάτην λύπην, ἡ ὁποία ἐφοβέριζε νὰ τοῦ προξενήσῃ θάνατον, ἐπροσκάλεσε τὸν ἀδελφόν του βασιλέα, καὶ λέγει αὐτῷ. Ἐγὼ πολλὰ λυπηθεὶς διὰ τὴν συμβάσαν εἰς ἐσὲ ζημίαν ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν δόλιον, διὰ τοῦτο τώρα εὐγαίνω ἀπὸ τούτην τὴν ζωήν. Καὶ μετὰ ὀλίγην ὥραν ἀποπνιγείς, ἔγινεν ἄφωνος. Τότε ὁ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λαβὼν Ἄγγελος, ἐπέρνα τὰς σκηνὰς τῶν δικαίων. Ὅθεν ἔδειξεν εἰς τὴν ψυχήν, τὴν ὡραιότητα τῶν σκηνῶν ἐκείνων. Ἠρώτα δὲ αὐτήν, εἰς ποίαν ἀπὸ τὰς σκηνὰς ἐκείνας ἀγαπᾷ διὰ νὰ κατοικήσῃ. Βλέπουσα δὲ ἡ ἐκείνου ψυχὴ μίαν ἐξαίρετον σκηνήν, ἔδειχνε ταύτην εἰς τὸν Ἄγγελον, καὶ παρεκάλει αὐτὸν νὰ τὴν ἀφήσῃ νὰ κατοικήσῃ εἰς τὴν σκηνὴν ἐκείνην. Ὁ δὲ Ἄγγελος εἶπεν. Εἰς αὐτὴν τὴν σκηνὴν δὲν ἠμπορεῖς νὰ κατοικήσῃς. Ἐπειδὴ καὶ αὐτὴ εἶναι τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν ὁποίαν ὁ ξένος Θωμᾶς ἔκτισε δι’ αὐτόν. Ἡ δὲ ψυχή, παρακαλῶ σε, ἀπεκρίθη, ἄφες με νὰ ὑπάγω ὀπίσω εἰς τὸν ἀδελφόν μου, ἵνα ἀγοράσω αὐτὴν ἀπὸ ἐκεῖνον μὲ ὀλίγην τιμήν. Καὶ οὕτω ἐπαναγυρίσω πάλιν ἐδῶ.

Τότε ἐπιστρέψας ὁ Ἄγγελος τὴν ψυχήν, ἀποδίδει αὐτὴν εἰς τὸ νεκρὸν σῶμά της. Ὅθεν ὁ ἀποθανών, ἐλθὼν εἰς τὸν ἑαυτόν του ὡσὰν ἀπὸ κᾄποιαν μέθην καὶ ἔκστασιν, ἐζήτει τὸν ἀδελφόν του. Ὅταν δὲ ἐκεῖνος ἦλθεν, εἶπε πρὸς αὐτόν. Ἀδελφέ, ἀδιστάκτως εἶμαι πληροφορημένος, ὅτι ἐπρόκρινες νὰ δώσῃς τὴν μισὴν βασιλείαν σου, μόνον νὰ μὲ ἰδῇς ζωντανόν. Τώρα δὲ ὀλίγην χάριν ζητῶ ἀπὸ λόγου σου, τὴν ὁποίαν, παρακαλῶ νὰ μὴ τὴν ὑστερήσῃς ἀπὸ λόγου μου. Ὁ βασιλεὺς ἀπεκρίθη. Δὲν θέλω λείψω ἀπὸ τὸ νὰ χαρίσω προθύμως εἰς ἐσένα τὸν φίλτατόν μου ἀδελφὸν ἐκεῖνο, ὁποῦ εἶναι δυνατὸν εἰς ἐμένα. Τότε χωρὶς συστολὴν ἐφανέρωσεν εἰς τὸν ἀδελφὸν τὸ ζητούμενον, λέγων αὐτῷ. Δός μοι τὸ παλάτιον, ὁποῦ ἔχεις εἰς τοὺς οὐρανούς, καὶ λάβε ὅσα θέλεις ἄσπρα διὰ τὴν τιμήν. Ὁ δὲ βασιλεὺς γενόμενος εἰς τοῦτο ὡσὰν ἄφωνος, ἐγώ, ἀπεκρίθη, ἐγὼ ἔχω παλάτιον εἰς τοὺς οὐρανούς; πόθεν; καὶ ἀπὸ ποίαν μου καλωσύνην; Ὁ δὲ ἀδελφός, ναί, λέγει, ἔχεις παλάτιον ἐκεῖ, κᾂν καὶ ἐσὺ δὲν τὸ ἠξεύρῃς, τὸ ὁποῖον ἔκτισεν ὁ ἐν τῇ φυλακῇ εὑρισκόμενος ξένος. Τοῦ ὁποίου παλατίου τὴν ὡραιότητα, ἐγὼ ἐθεώρησα τώρα, ὁποῦ ἁρπάχθηκα ἀπὸ Ἄγγελον Κυρίου.

Τότε ἐκατάλαβεν ὁ βασιλεὺς τὸ λεγόμενον. Ὅθεν μὲ τοιαῦτα λόγια ἀπάτησε τὸν ἀδελφόν του, καὶ ἀρνήθη τὸ ζήτημα, λέγων. Ἀνίσως τὸ ζήτημά σου, ἀδελφέ μου, εὑρίσκετο ὑποκάτω εἰς τὴν βασιλείαν καὶ ἐξουσίαν μου, ἐξ ἀνάγκης ἔπρεπε νὰ φυλάξω τοὺς ὅρκους μου καὶ νὰ σοὶ τὸ δώσω. Ἐπειδὴ δὲ αὐτὸ εὑρίσκεται εἰς τοὺς Οὐρανούς, λοιπὸν σὺ μόνος κρῖνον περὶ τοῦ πράγματος. Πλὴν ὁ μάστορις τῶν τοιούτων παλατίων ἐδῶ εὑρίσκεται, καὶ λοιπὸν ἔπαρε τοῦτον, καὶ θέλει κατασκευάσει καὶ διὰ λόγου σου παλάτιον ἄλλο, ἀπὸ ἐκεῖνο ὁποῦ εἶδες λαμπρότερον. Τοῦτο εἰπών, εὐθὺς εὔγαλεν ἀπὸ τὴν φυλακὴν τὸν Ἀπόστολον μαζὶ μὲ τὸν πραγματευτὴν Ἀβάνην. Καὶ πεσὼν εἰς τοὺς πόδας του, ἐζήτει συγγνώμην διὰ τὸ σφάλμα ὁποῦ ἔκαμε καὶ τὸν ἐφυλάκωσεν. Ὁ δὲ Ἀπόστολος εὐχαρίστησε διὰ τοῦτο τὸν Θεόν. Ὅθεν διδάξας μὲ τοὺς λόγους τῆς χάριτος, ὁμοῦ καὶ τοὺς δύω ἀδελφούς, καὶ τοὺς λοιπούς, ὅσοι ἦλθον εἰς αὐτόν, ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς τὸν ἀρραβῶνα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν: δηλαδὴ τὸ θεῖον καὶ Ἅγιον Βάπτισμα. Καὶ οὕτως ἀναχωρήσας ἀπὸ ἐκεῖ, ἐπῆγεν εἰς ἄλλας πόλεις, κηρύττων καὶ δοξάζων τὸν Πατέρα, καὶ τὸν Υἱόν, καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. (Τὸν Βίον τούτου ὅρα εἰς τὸν Νέον Παράδεισον ὀλίγον πλατύτερον. Ἐν δὲ τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, σῴζονται αἱ ἐν Ἰνδίᾳ πράξεις: ἤτοι ὁ ἑλληνικὸς Βίος τοῦ Θωμᾶ. Οὗ ἡ ἀρχή· «Κατ’ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ἦσαν». Ἡ δὲ τῶν λειψάνων τοῦ Ἀποστόλου τούτου Θωμᾶ κατάθεσις, ἑορτάζεται κατὰ τὴν εἰκοστὴν Ἰουνίου (4).)

 (1) Σημείωσαι, ὅτι ὁ θεῖος Χρυσόστομος πλέκει ἐγκώμιον εἰς τὸν Ἅγιον Ἀπόστολον τοῦτον Θωμᾶν, κείμενον ἐν τῷ ε΄ τόμῳ τῆς ἐν Ἐτόνῃ ἐκδόσεως, οὗ ἡ ἀρχή· «Τῷ μὲν νόμῳ τῆς Ἐκκλησίας πειθόμενος, ἡψάμην, ὡς οἷόν τε, τοῦ βήματος». Ὡσαύτως, καὶ ἕτερον ὁ αὐτός, οὗ ἡ ἀρχή· «Εὐλογητὸς ὁ Θεός. Ἥκω τὸ χρέος ἀποδώσων ὑμῖν». (Σῴζεται αὐτόθι.) Ὁμοίως καὶ Εὐθύμιος ὁ Ζυγαδηνός, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἡ πηγὴ τῆς σοφίας». Καὶ Νικήτας ὁ Ῥήτωρ, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἐπαινετὸς ὁ ὑπὲρ τῶν Ἁγίων πόθος». (Σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἐν τῇ τοῦ Βατοπαιδίου Μονῇ καὶ τοῦ Διονυσίου καὶ Ἰβήρων.) Καὶ ὁ Μεταφραστὴς δὲ ὑπόμνημα ἔχει εἰς αὐτόν, οὗ ἡ ἀρχή· «Πάλαι μὲν τὰς κατὰ γῆν διατριβάς». (Σῴζεται ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις, καὶ πρὸ τούτων ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ.) Καὶ τοῦτο δὲ σημείωσαι, ὅτι ὁ Ἀπόστολος οὗτος Θωμᾶς, ὄχι μόνον ἐπῆγεν ἕως εἰς τὰς Ἰνδίας, καθὼς γράφεται ἐν τῷ Συναξαρίῳ τούτῳ. Ἀλλὰ ἐπροχώρησε καὶ ἕως εἰς τὴν Κίναν, ἢ Σίναν τὴν ἀνατολικωτάτην. Ὅθεν καὶ ἀναγινώσκομεν εἰς τὴν Γεωγραφίαν τοῦ Φατζέα, ὅτι ἐν τῷ πολυθρυλλήτῳ Πύργῳ τῆς Κίνας καὶ πολυτιμήτῳ ὁμοῦ (καθότι εἶναι ὅλος ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω οἰκοδομημένος ἀπὸ φαρφουρένια τοῦβλα), ἐν τούτῳ, λέγω, τῷ Πύργῳ γεγραμμένα εἰσὶ τὰ λόγια ταῦτα· «Διὰ τοῦ θείου Θωμᾶ ἡ οὐρανία πίστις ἐξαπέπτη, καὶ εἰς Σινῶν (πόλιν δηλ. ἢ ἐπαρχίαν) παρεγένετο».

(2) Βασιλέα ὀνομάζουσι τοῦτον καὶ ὁ χειρόγραφος καὶ ὁ τετυπωμένος Συναξαριστής. Ἐπειδὴ δὲ παρακάτω λέγεται, ὅτι ὁ Ἀπόστολος ἐπῆγε πρὸς Γουνδιαφόρον τὸν τῶν Ἰνδῶν βασιλέα, διὰ τοῦτο ἕπεται ὅτι ὁ τῆς ἐν Ἰνδίᾳ Ἀνδραπόλεως κρατῶν, δὲν ἦτον βασιλεύς, ἀλλὰ μόνον ἐξουσιαστής, ἢ τοπάρχης, ἢ ἡγεμών, ἢ τοιοῦτον ἄλλο.

(3) Σημείωσαι, ὅτι ἀσαφῶς μὲν γράφεται ἡ περίοδος αὕτη εἰς τὸν τετυπωμένον Συναξαριστήν. Οὐ γὰρ διασαφοῖ, ποῖος ἐφαίνετο ἀοράτως εἰς τοὺς νεονύμφους καὶ τοὺς ἐστήριζεν, ὁ Θωμᾶς, ἢ ὁ Κύριος. Εἰς δὲ τὸν χειρόγραφον γράφεται, ὅτι ὁ Θωμᾶς ἦτον ὁ ἀοράτως φαινόμενος καὶ στηρίζων αὐτούς. Ἐπειδὴ δὲ παρακάτω λέγει, ὅτι ἐπῆγαν αὐτοὶ καὶ εὗρον τὸν Θωμᾶν, καὶ ὑπ’ αὐτοῦ ἐβαπτίσθησαν, διὰ τοῦτο μετέφρασα ἐδῶ, ὅτι ὁ ἀοράτως φαινόμενος ἦτον ὁ Δεσπότης Χριστός, ὁ καὶ πρότερον φανεὶς εἰς αὐτούς, καὶ ὑποσχεθεὶς τὰς ἀνωτέρω ὑποσχέσεις. Οὕτω γὰρ εἶναι προσφυέστερον νὰ νοηθῇ ὅσον εἰς τὸ ὕφος καὶ τὴν ἀκολουθίαν τοῦ νοήματος. Πλὴν καὶ ὁ Θωμᾶς ἦτον ἀοράτως εἰς τὸ μέσον αὐτῶν, καὶ δὲν τὸν ἔβλεπον, ὡς γράφεται ἐν τῷ πλατυτέρῳ Βίῳ αὐτοῦ εἰς τὸν Νέον Παράδεισον.

(4) Σημείωσαι, ὅτι περιττῶς γράφεται ἐδῶ παρὰ τοῖς Μηναίοις ἡ μνήμη Νικήτα Πατρικίου τοῦ Ὁμολογητοῦ. Αὕτη γὰρ μετὰ τοῦ Συναξαρίου αὐτοῦ, γράφεται κατὰ τὴν δεκάτην τρίτην τοῦ παρόντος Ὀκτωβρίου.

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἐρωτηῒς πυρὶ τελειοῦται.

Ἐρωτηΐδα πυρπολοῦσι παρθένον,
Ἔρωτι Χριστοῦ τὴν προπυρπολουμένην.

*

Ὁ Ἅγιος νέος Ὁσιομάρτυς Μακάριος, ὁ ἐκ Κίου μὲν τῆς Βιθυνίας καταγόμενος, ἐν Προύσῃ δὲ μαρτυρήσας, λιθοβοληθεὶς πρότερον, ὕστερον ξίφει τελειοῦται κατὰ τὸ ἔτος ͵αφϞ΄ [1590] (5).  

Μακάριος πρίν, ὢν κατὰ κλῆσιν μάκαρ,
Νῦν κατὰ πεῖραν ἀνεδείχθης ἐκ ξίφους.

(5) Τὸ Μαρτύριον τούτου ὅρα εἰς τὸ Νέον Λειμωνάριον. Τούτου τὴν Ἀκολουθίαν συνέγραψεν ὁ Συρίγου Μελέτιος.  

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

 

 

Των Αγίων Θωμά του Αποστόλου, Ερωτηΐδος της Μάρτυρος, Μακαρίου του Οσιομάρτυρος

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.