Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου31 Δεκεμβρίου

Των Αγίων Μελάνης της Ρωμαίας, Ζωτικού Ορφανοτρόφου, Γελασίου, Γαΐου κ.α.

 Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Αγία Μελάνη η ΡωμαίαΤω αυτώ μηνί ΛΑ’, μνήμη της Οσίας Μελάνης της Ρωμαίας.

Ουχ’ υλική σε χειρ Μελάνη και μέλαν,
Χριστός δε καν τέθνηκας εν ζώσι γράφει.

Πρώτη εν τριακοστή απήρε βίοιο Μελάνη.

Αύτη η Αγία ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Ονωρίου του υιού Θεοδοσίου του Μεγάλου, εν έτει υ’ [400], καταγομένη από γένος πλούσιον και λαμπρόν και περίδοξον. Επειδή δε εξ όλης ψυχής ηγάπησε τον Κύριον, δια τούτο επροτίμησε να παρθενεύη. Οι γονείς της όμως εσύναψαν αυτήν και μη θέλουσαν δια γάμου, με άνδρα. Όθεν έγινε μήτηρ δύω παιδίων. Έπειτα αποθνήσκουσιν οι γονείς και τα τέκνα της. Δια ταύτα αφήσασα η μακαρία την πόλιν της Ρώμης, εδιάτριβεν έξω εις το προάστειον, ήγουν τζεφτιλίκιόν της, κάθε άσκησιν και αρετήν μεταχειριζομένη. Τους ασθενείς επιμελουμένη. Τους ερχομένους ξένους υποδεχομένη. Και τους εν φυλακαίς και εξορίαις επισκεπτομένη. Ύστερον δε πωλήσασα όλα τα υποστατικά και την περιουσίαν της πολλήν ούσαν, εσύναξε δια την τιμήν αυτών δώδεκα μυριάδας χρυσίον: ήτοι εκατόν είκοσι χιλιάδας φλωρία. Τα οποία εμοίραζεν εις Εκκλησίας και Μοναστήρια.

Και κατά μεν τας αρχάς, έτρωγεν εις δύω ημέρας μίαν φοράν. Μετά ταύτα δε, ενήστευε τας πέντε ημέρας της εβδομάδος, έτρωγε δε μόνον το Σάββατον και την Κυριακήν. Εσυνείθισε δε και εγυμνάσθη η αοίδιμος εις κάθε άσκησιν με γνώσιν πολλήν και διάκρισιν, και εκαλλίγραφε πολλά ωραία και έντεχνα. Ύστερον δε επήγεν εις την Αφρικήν, και εκεί διεπέρασε χρόνους επτά. Αφ’ ου δε εμοίρασε τον περισσότερον πλούτον της, επήγεν εις την Αλεξάνδρειαν. Και από εκεί επήγεν εις τα Ιεροσόλυμα. Εκεί λοιπόν εγκλείει τον εαυτόν της η μακαρία μέσα εις ένα κελλίον. Και με το παράδειγμά της, τραβίζει εις τον όμοιον ζήλον της ασκήσεως εννενήκοντα Παρθένους και καλογραίας, εις τας οποίας έδιδεν αδιακόπως τα προς την χρείαν της ζωής. Επειδή δε εκυριεύθη από τον πόνον του πλευρού, δια τούτο ησθένησε πολλά. Όθεν επροσκάλεσε τον Επίσκοπον της Ελευθερουπόλεως, και εδέχθη παρ’ αυτού την θείαν Κοινωνίαν. Είτα αποχαιρετήσασα όλας τας αδελφάς, αφήκε την του Ιώβ τελευταίαν ταύτην φωνήν· «Ως τω Κυρίω έδοξεν, ούτω και εγένετο». Και ούτως ευθύς παρέδωκεν η αοίδιμος την ψυχήν της εις χείρας Θεού. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτής όρα εις το Εκλόγιον (1).)

(1) Ο δε ελληνικός Βίος αυτής σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη Μονή των Ιβήρων και εν άλλαις, ου η αρχή· «Ην άρα και τούτο της μεγίστης των πάλαι».

*

Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Ζωτικού του Ορφανοτρόφου.

Πώλων συρόντων Ζωτικός σκιρτών τρέχει,
Ω βαλβίς η γη, τέρμα δε δρόμου πόλος.

Ούτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου εν έτει τλ’ [330], εκατάγετο δε από την παλαιάν Ρώμην, γεννηθείς από γένος έντιμον και λαμπρόν, και παιδευθείς με κάθε σοφίαν εκ νεαράς του ηλικίας. Επειδή δε ήτον αγχίνους και φρόνιμος, δια τούτο εκαλέσθη από τον Μέγαν Κωνσταντίνον τον βασιλέα, και εμετοίκησεν εις Κωνσταντινούπολιν, και τιμάται παρ’ εκείνου με την αξίαν του μαγιστριανού. Μαζί δε με τον Άγιον τούτον Ζωτικόν, ανέβηκαν και άλλοι τινές άρχοντες από την Ρώμην εις την Κωνσταντινούπολιν, δηλαδή ο λεγόμενος μαγιστριανός των αρμάτων, και Παυλίνος ο τούτου ανεψιός. Προς τούτοις δε και ο Ολύμβριος, και Βήρος και Σεβήρος, και Μαριανός, και Άνθιμος, Ουρβίκιος, Ισίδωρος, Καλλίστρατος, Φλωρέντιος, Εύβουλος, Σαμψών, και Στούδιος. Των οποίων τούτων αρχόντων τα ονόματα, επονομάζονται έως της σήμερον εις τους ευαγείς οίκους, τους οποίους αυτοί οι ίδιοι έκτισαν.

Λέγεται λοιπόν ότι κατά τον καιρόν εκείνον ηκολούθησεν εις την Κωνσταντινούπολιν η λεγομένη ιερά νόσος, ήτοι η λώβα (2), η οποία επειδή είναι κολλητική, δια τούτο έκαμε νόμον ο βασιλεύς, ότι όποιος άνθρωπος πάθη την τοιαύτην ασθένειαν, να ρίπτεται εις την θάλασσαν. Ίνα μη ταύτην μεταδώση και εις τους άλλους. Τούτον δε τον νόμον δεν υπέφερεν όχι να φυλάξη, αλλ’ ούτε να ιδή και να ακούση, ο συμπαθής και φιλάδελφος Ζωτικός. Όθεν από τον θείον και αδελφικόν ζήλον πυρποληθείς, επήγεν εις τον βασιλέα και είπεν. Ας δώση ο βασιλεύς εις εμέ τον δούλον του χρυσίον πολύ, ίνα με αυτό αγοράσω πολύτιμα μαργαριτάρια, και πετράδια λαμπρά, εις δόξαν και τιμήν του κράτους αυτού. Επειδή και εγώ έχω πολλήν εμπειρίαν εις τα τοιαύτα. Ο δε βασιλεύς επρόσταξε να του δοθή όσον χρυσίον ήθελε. Πέρνωντας λοιπόν το χρυσίον ο θεοφιλής και φιλάδελφος, και των του Θεού εντολών εργάτης δοκιμώτατος Ζωτικός, ευγήκεν από το παλάτιον με χαράν της καρδίας του. Και τι μεταχειρίζεται; Ευρίσκωντας τους δημίους, οίτινες ελάμβανον τους λωβούς με την άδειαν του επάρχου της πόλεως, και έρριπτον αυτούς εις την θάλασσαν, έδιδεν εις αυτούς αρκετόν χρυσίον. Και ούτως ελύτρωνε τους λωβούς από τον πνιγμόν της θαλάσσης. Είτα αυτός πέρνωντας εκείνους, τους επήγαινε πέραν από το Βυζάντιον εις ένα βουνόν ονομαζόμενον, τω τότε καιρώ, Ελαιών. Και εκεί κατασκευάσας τζαδίρια και καλύβας, μέσα εις αυτάς ανέπαυε και επισκέπτετο τους λωβούς.

Αύτη η θεοκερδής πραγματεία οπού εμεταχειρίζετο ο Άγιος, δεν εδυνήθη να κρυφθή από τους πολλούς. Καθότι με το να ήτον οι λωβοί πολλοί, ακολούθως και τα παρά του βασιλέως διδόμενα έξοδα καθ’ εκάστην ημέραν, ήτον πολλότατα. Όθεν εκ των πολλών εξόδων τούτων ενόμιζον οι πολλοί, ότι μέλλει να ακολουθήση πείνα εις την Κωνσταντινούπολιν. Αφ’ ου δε μετέστη προς τον Θεόν ο Μέγας Κωνσταντίνος, έλαβεν όλην την βασιλείαν της Ανατολής ο υιός του Κωνστάντιος, εν έτει τλζ’ [337], όχι ευσεβώς και ορθοδόξως. Είχε γαρ την του Αρείου αίρεσιν. Όθεν πολλούς Ορθοδόξους ετιμώρησεν, επειδή δεν εδέχοντο την τοιαύτην κακοδοξίαν. Ούτος λοιπόν απεστρέφετο και τον μακάριον τούτον Ζωτικόν, ως Ορθόδοξον όντα, αγκαλά και τον ευλαβείτο δια την αγάπην, οπού έδειχνε προς αυτόν ο πατήρ του Άγιος Κωνσταντίνος. Μίαν φοράν δε λαβών εύλογον αφορμήν, εφύλαττεν οργήν και έχθραν κατ’ αυτού, νομίζωντας τάχα, ότι δια μέσου του Ζωτικού έχει να μεταδοθή εις όλην την πόλιν η της λώβας ασθένεια. Εσυνέβη δε και ελωβίασεν η θυγάτηρ του βασιλέως, η οποία παρεδόθη υπό του ιδίου πατρός της εις τον της πόλεως έπαρχον, δια να ρίψη αυτήν εις την θάλασσαν. Ο δε Άγιος Ζωτικός, δους την συνειθισμένην πληρωμήν εις τους δημίους, εξαγόρασε την θυγατέρα του βασιλέως, και εσυναρίθμησεν αυτήν με τους λοιπούς λωβούς.

Επειδή δε ηκολούθησε κατά συγχώρησιν Θεού να γένη εις την Κωνσταντινούπολιν η ελπιζομένη πείνα, και η πόλις υστερήθη τας προς το ζην αναγκαίας τροφάς, δια τούτο ο βασιλεύς εδοκίμαζε να μάθη από ποίαν αιτίαν ηκολούθησεν η τοιαύτη πείνα. Οι δε συκοφάνται και της αληθείας εχθροί, λαβόντες άδειαν, διέβαλον εις τον βασιλέα τον μακάριον Ζωτικόν. Και εβεβαίωναν, ότι αυτός είναι ο αίτιος της πείνας. Επειδή διαμοιράζει εις τους λωβούς, οπού είναι αναρίθμητον πλήθος, πλουσίας και αφθονοπαρόχους τας σωματικάς χρείας. Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς, εφυλάχθη μεν προς ολίγον και δεν εθυμώθη. Ευλαβείτο γαρ ολίγον τον Όσιον και υπεστέλλετο, ως ανωτέρω είπομεν. Επειδή ακόμη δεν είχεν απολαύσει τα μαργαριτάρια και τα πολύτιμα πετράδια, οπού είχεν υποσχεθή να αγοράση. Πεισθείς όμως από κακοπροαιρέτους ανθρώπους, επρόσταξε να πιάσουν τον Άγιον Ζωτικόν. Ο δε Όσιος τούτο μαθών, επήγε κρυφίως με προθυμίαν εις το βασιλικόν παλάτιον, και εμβαίνωντας μέσα, παρρησιάζεται εις τον βασιλέα. Ο δε βασιλεύς λέγει ειρωνικώς προς αυτόν. Ήλθεν, ω μαγιστριανέ, το καράβι οπού έφερε τα μαργαριτάρια και τα πολύτιμα πετράδια; Ο Όσιος απεκρίθη. Ναι βασιλεύ, ήλθεν. Όθεν, αν ήναι ορισμός σου, ελθέ μετά του δούλου σου δια να ιδής αυτά. Ευθύς λοιπόν ο βασιλεύς χωρίς να αργοπορήση, άρχισε την στράταν. Ο δε μακάριος Ζωτικός επήγεν έμπροσθεν, και είπεν εις τους λωβούς αδελφούς, να εύγουν όλοι από τας καλύβας των ομού με την θυγατέρα του βασιλέως, βαστώντες λαμπάδας αναμμένας εις τας χείρας των, δια να προϋπαντήσουν τον βασιλέα. Ο δε βασιλεύς φθάσας εις τον τόπον εκείνον του Ελαιώνος, και βλέπων τους λωβούς λαμπαδοφορούντας, εθαύμασε δια το πολύ πλήθος αυτών. Και ποίοι, είπεν, είναι ούτοι; Ο δε Ζωτικός, δείχνωντας με το δάκτυλόν του, ούτοι, απεκρίθη, είναι, ω βασιλεύ, τα υπέρτιμα πετράδια, και τα λαμπρά μαργαριτάρια, τα οποία εγώ με πολύν κόπον αγόρασα.

Ο δε βασιλεύς νομίσας, ότι έκαμε το πράγμα τούτο δια να τον περιπαίξη, άναψεν από τον θυμόν. Και ευθύς προστάζει να δέσουν ανελεημόνως τον Όσιον από άγρια μουλάρια. Και έπειτα να διώκουν αυτά εις τας εκεί ευρισκομένας πέτρας, ίνα συρόμενα τα μέλη του σώματός του, κατακοπούν, και ούτω βιαίως χωρισθή ο Άγιος από την παρούσαν ζωήν. Τα μουλάρια λοιπόν δερνόμενα, και με κέντρα κεντούμενα, βλέποντος και του βασιλέως, με τον βίαιον και ορμητικόν δρόμον τους, κατεκρήμνισαν φευ! τον Άγιον από το βουνόν εις τον κατήφορον. Όθεν τα μέλη του αοιδίμου Ζωτικού εδώ και εκεί διεσκορπίσθησαν. Και οι οφθαλμοί του διεφθάρησαν. Εις τον τόπον όμως όπου εγίνοντο ταύτα, εκεί ανέβλυσε μία βρύσις καθαρού νερού και ποτιμωτάτου. Η οποία ιατρεύει κάθε νόσον, ήτοι πολυχρόνιον, και κάθε μαλακίαν, ήτοι ασθένειαν ολιγοχρόνιον, εις δόξαν του φιλοικτίρμονος Θεού, και εις έπαινον του θεράποντος αυτού Ζωτικού. Όταν δε ο Άγιος συρόμενος παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, τότε ευθύς και τα μουλάρια εστάθησαν και έμειναν ακίνητα, και μόλον οπού εδέρνοντο δυνατά από τους στρατιώτας.

Και ου μόνον τούτο, αλλά, ω του παραδόξου θαύματος! και με ανθρωπίνην φωνήν εφώναξαν τα μουλάρια εις επήκοον πάντων, θριαμβεύοντα μεν την ασπλαγχνίαν και αλογίαν του βασιλέως, και ονομάζοντα αυτόν τυφλόν και αναίσθητον. Φανερόνοντα δε, ότι εις εκείνον τον ίδιον τόπον πρέπει να ενταφιάσουν το λείψανον του Αγίου. Ταύτα βλέπων και ακούων ο βασιλεύς, εγέμωσεν από θάμβος και έκστασιν. Όθεν με στεναγμούς και συντετριμμένην καρδίαν, και με πικρά δάκρυα παρεκάλει τον Κύριον, ίνα γένη ίλεως εις αυτόν, φωνάζωντας ότι κατά αγνωσίαν έγιναν τα παρ’ αυτού πραχθέντα. Και παρευθύς προστάζει, ότι να ενταφιασθή μεν το σώμα του Μάρτυρος με πολλήν επιμέλειαν και με τιμήν υπερβάλλουσαν. Να κτισθή δε, με σπουδήν προθυμοτάτην δι’ εξόδων βασιλικών, σπήτι και σπητάλι μεγαλώτατον δια την ανάπαυσιν των λωβών, και να αφιερωθούν εις αυτό πολλότατα τζεφτιλίκια και σιτηρέσια. Το τίμιον λοιπόν λείψανον του Αγίου Ζωτικού, από τότε και έως του παρόντος, δεν παύει να θαυματουργή άπειρα θαύματα με την χάριν του φιλανθρώπου Θεού. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εις τον αποστολικόν Ναόν του Αγίου Παύλου, όστις ευρίσκεται εις το Ορφανοτροφείον.

(2) Ιερά νόσος λέγεται η λώβα, από το ιερόν κόκκαλον του ανθρώπου, ήτοι το μέγα, το όπισθεν της ράχεως ον, και συγκρατούν όλας τας αρμονίας των κοκκάλων. Το οποίον και άκανθα ονομάζεται. Επειδή η λώβα άρχεται από το μέγα αυτό κόκκαλον, και τούτου καταφθείρει τους μυελούς, ως λέγουσιν οι ιατροί. Και ούτως εκείθεν προχωρεί εις όλον το σώμα.

*

Ο Όσιος Γελάσιος εν ειρήνη τελειούται (3).

Ο Γελάσιος άχρι και τέλους βίου,
Τον άξιον γέλωτος ην γελών βίον.

(3) Σημειούμεν εδώ το κατόρθωμα, οπού εποίησεν ο Αββάς ούτος Γελάσιος, δηλωτικόν ον της άκρας απροσπαθείας του. Το οποίον σημειοί ο Ευεργετινός, σελ. 520, έστι δε τούτο. Ο Όσιος ούτος είχεν ένα βιβλίον περιέχον την Παλαιάν και την Νέαν Γραφήν. Το οποίον ευρίσκετο μεν εις την Εκκλησίαν δια να το αναγινώσκουν οι αδελφοί. Είχε δε τιμήν, δεκαοκτώ νομίσματα. Ελθών δε ένας αδελφός ξένος, έκλεψεν αυτό. Ο δε Όσιος Γελάσιος, και μόλον οπού ενόησεν ότι αυτός το έκλεψε, δεν τον εκυνήγησεν όμως κατόπιν. Ο δε κλέψας επήγεν εις την πόλιν, και εζήτει να το πωλήση νομίσματα δεκαέξ. Εκείνος δε οπού ήθελε να το αγοράση, επήρεν αυτό και το έδειξεν εις τον ίδιον Αββάν Γελάσιον. Ο δε Γελάσιος βλέπων αυτό, επροσποιήθη ότι δεν ήξευρε τίποτε, και είπεν εις τον άνθρωπον. Καλόν είναι, και αγόρασον αυτό εις την τιμήν οπού ζητεί. Γυρίσας δε εκείνος προς τον κλέψαντα είπεν. Έδειξα το βιβλίον εις τον Αββάν Γελάσιον, και είπε μοι, ότι δεν είναι άξιον τόσης τιμής, όσην ζητείς. Ο δε κλέψας είπε. Δεν σοι είπεν άλλο τίποτε ο Γέρων; Απεκρίθη ο άνθρωπος. Όχι. Όθεν ο κλέψας κατανυχθείς εις την ανεξικακίαν του Γέροντος, είπε. Πλέον δεν θέλω να πωλήσω το βιβλίον. Όθεν πέρνοντας αυτό επήγε προς τον Όσιον Γελάσιον, και παρεκάλει αυτόν να το δεχθή. Ο δε Όσιος δεν ήθελεν. Ο δε κλέψας είπεν. Εάν δεν το πάρης, εγώ δεν έχω ανάπαυσιν. Τότε λέγει αυτώ ο Όσιος. Εάν δεν αναπαύεσαι, ιδού πέρνω αυτό. Όθεν από το έργον τούτο του Γέροντος, ωφελήθη ο κλέψας αυτό αδελφός έως τέλους ζωής του.

*

Ο Όσιος Γάϊος εν ειρήνη τελειούται.

Πολλούς ανέτλη Γάϊος θείος πόνους,
Και νυν τα λαμπρά των πόνων έχει γέρα.

*

Αι Άγιαι δέκα Παρθένοι, αι εν Νικομηδεία τους οφθαλμούς διατρηθείσαι, και τας πλευράς ξεσθείσαι, τελειούνται.

Διπλούν τον άθλον τρήσιν είτα και ξέσιν,
Χορού γινώσκω διπλοπενταπαρθένου.

*

Η Αγία Μάρτυς Ολυμπιοδώρα πυρί τελειούται.

Αγώνι προς πυρ της Ολυμπιοδώρας,
Ύμνος το δώρον, ουκ Ολυμπίων πίτυς (4).

(4) Ήτοι εις τον προς το πυρ αγώνα της Ολυμπιοδώρας, δώρον εδόθη ύμνος και ευφημία. Και ουχί πίτυς, ήτοι κλάδος κουκουναρίας ή πιτζακίου. Ο οποίος εδίδετο εις εκείνους, οπού ενίκων κατά το πανηγύρι των Ολυμπίων.

*

Η Αγία Μάρτυς Νέμη ξίφει τελειούται.

Ανήρ ξιφήρης ου δεδίττεται Νέμην,
Καν το ξίφος θήξειεν εισέτι πλέον.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Βούσιρις, κερκίσιν υπό γυναικών κεντηθείς, τελειούται.

Βουσίριδος σαρξ, ιστός ένθα κερκίσιν (5),
Ύφασμα καινόν εξυφάνθη Κυρίω.

(5) Κερκίς είναι η λεγομένη σαΐτα, με την οποίαν αι γυναίκες υφαίνουσι τα πανία.

*

Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Γαυδεντίου.

Αθλητικής άπειρος ου πάντη πάλης,
Καν ουκ επ’ αυτή Γαυδέντιος εκπνέη.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

*

Δεκέμβριος μην ώδε λαμβάνει τέλος,
Θεώ δε δόξαν τω τέλει πάντων φέρει.

  Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Αγία Μελάνη η ΡωμαίαΤ ατ μην ΛΑ΄, μνήμη τς σίας Μελάνης τς ωμαίας.

Οχ’ λική σε χερ Μελάνη κα μέλαν,
Χριστς δ κν τέθνηκας ν ζσι γράφει.

Πρώτ ν τριακοστ πρε βίοιο Μελάνη.

Ατη γία τον κατ τος χρόνους το βασιλέως νωρίου το υο Θεοδοσίου το Μεγάλου, ν τει υ΄ [400], καταγομένη π γένος πλούσιον κα λαμπρν κα περίδοξον. πειδ δ ξ λης ψυχς γάπησε τν Κύριον, δι τοτο προτίμησε ν παρθενεύ. Ο γονες της μως σύναψαν ατν κα μ θέλουσαν δι γάμου, μ νδρα. θεν γινε μήτηρ δύω παιδίων. πειτα ποθνήσκουσιν ο γονες κα τ τέκνα της. Δι τατα φήσασα μακαρία τν πόλιν τς ώμης, διάτριβεν ξω ες τ προάστειον, γουν τζεφτιλίκιόν της, κάθε σκησιν κα ρετν μεταχειριζομένη. Τος σθενες πιμελουμένη. Τος ρχομένους ξένους ποδεχομένη. Κα τος ν φυλακας κα ξορίαις πισκεπτομένη. στερον δ πωλήσασα λα τ ποστατικ κα τν περιουσίαν της πολλν οσαν, σύναξε δι τν τιμν ατν δώδεκα μυριάδας χρυσίον: τοι κατν εκοσι χιλιάδας φλωρία. Τ ποα μοίραζεν ες κκλησίας κα Μοναστήρια.

Κα κατ μν τς ρχάς, τρωγεν ες δύω μέρας μίαν φοράν. Μετ τατα δέ, νήστευε τς πέντε μέρας τς βδομάδος, τρωγε δ μόνον τ Σάββατον κα τν Κυριακήν. συνείθισε δ κα γυμνάσθη οίδιμος ες κάθε σκησιν μ γνσιν πολλν κα διάκρισιν, κα καλλίγραφε πολλ ραα κα ντεχνα. στερον δ πγεν ες τν φρικήν, κα κε διεπέρασε χρόνους πτά. φ’ ο δ μοίρασε τν περισσότερον πλοτόν της, πγεν ες τν λεξάνδρειαν. Κα π κε πγεν ες τ εροσόλυμα. κε λοιπν γκλείει τν αυτόν της μακαρία μέσα ες να κελλίον. Κα μ τ παράδειγμά της, τραβίζει ες τν μοιον ζλον τς σκήσεως ννενήκοντα Παρθένους κα καλογραίας, ες τς ποίας διδεν διακόπως τ πρς τν χρείαν τς ζως. πειδ δ κυριεύθη π τν πόνον το πλευρο, δι τοτο σθένησε πολλά. θεν προσκάλεσε τν πίσκοπον τς λευθερουπόλεως, κα δέχθη παρ’ ατο τν θείαν Κοινωνίαν. Ετα ποχαιρετήσασα λας τς δελφάς, φκε τν το Ἰὼβ τελευταίαν ταύτην φωνήν· «ς τ Κυρί δοξεν, οτω κα γένετο». Κα οτως εθς παρέδωκεν οίδιμος τν ψυχήν της ες χερας Θεο. (Τν κατ πλάτος Βίον ατς ρα ες τ κλόγιον (1).)

(1) Ὁ δὲ ἑλληνικὸς Βίος αὐτῆς σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἐν τῇ Μονῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἦν ἄρα καὶ τοῦτο τῆς μεγίστης τῶν πάλαι».

*

Τ ατ μέρ μνήμη το γίου Ζωτικο το ρφανοτρόφου.

Πώλων συρόντων Ζωτικς σκιρτν τρέχει,
βαλβς γ, τέρμα δ δρόμου πόλος.

Οτος γιος τον κατ τος χρόνους το Μεγάλου Κωνσταντίνου ν τει τλ΄ [330], κατάγετο δ π τν παλαιν ώμην, γεννηθες π γένος ντιμον κα λαμπρόν, κα παιδευθες μ κάθε σοφίαν κ νεαρς του λικίας. πειδ δ τον γχίνους κα φρόνιμος, δι τοτο καλέσθη π τν Μέγαν Κωνσταντνον τν βασιλέα, κα μετοίκησεν ες Κωνσταντινούπολιν, κα τιμται παρ’ κείνου μ τν ξίαν το μαγιστριανο. Μαζ δ μ τν γιον τοτον Ζωτικόν, νέβηκαν κα λλοι τινες ρχοντες π τν ώμην ες τν Κωνσταντινούπολιν, δηλαδ λεγόμενος μαγιστριανς τν ρμάτων, κα Παυλνος τούτου νεψιός. Πρς τούτοις δ κα λύμβριος, κα Βρος κα Σεβρος, κα Μαριανός, κα νθιμος, Ορβίκιος, σίδωρος, Καλλίστρατος, Φλωρέντιος, Εβουλος, Σαμψών, κα Στούδιος. Τν ποίων τούτων ρχόντων τ νόματα, πονομάζονται ως τς σήμερον ες τος εαγες οκους, τος ποίους ατο ο διοι κτισαν.

Λέγεται λοιπν τι κατ τν καιρν κενον κολούθησεν ες τν Κωνσταντινούπολιν λεγομένη ερ νόσος, τοι λώβα (2), ποία πειδ εναι κολλητική, δι τοτο καμε νόμον βασιλεύς, τι ποιος νθρωπος πάθ τν τοιαύτην σθένειαν, ν ίπτεται ες τν θάλασσαν. να μ ταύτην μεταδώσ κα ες τος λλους. Τοτον δ τν νόμον δν πέφερεν χι ν φυλάξ, λλ’ οτε ν δ κα ν κούσ, συμπαθς κα φιλάδελφος Ζωτικός. θεν π τν θεον κα δελφικν ζλον πυρποληθείς, πγεν ες τν βασιλέα κα επεν. ς δώσ βασιλες ες μ τν δολόν του χρυσίον πολύ, να μ ατ γοράσω πολύτιμα μαργαριτάρια, κα πετράδια λαμπρά, ες δόξαν κα τιμν το κράτους ατο. πειδ κα γ χω πολλν μπειρίαν ες τ τοιατα. δ βασιλες πρόσταξε ν το δοθ σον χρυσίον θελε. Πέρνωντας λοιπν τ χρυσίον θεοφιλς κα φιλάδελφος, κα τν το Θεο ντολν ργάτης δοκιμώτατος Ζωτικός, εγκεν π τ παλάτιον μ χαρν τς καρδίας του. Κα τί μεταχειρίζεται; Ερίσκωντας τος δημίους, οτινες λάμβανον τος λωβος μ τν δειαν το πάρχου τς πόλεως, κα ρριπτον ατος ες τν θάλασσαν, διδεν ες ατος ρκετν χρυσίον. Κα οτως λύτρωνε τος λωβος π τν πνιγμν τς θαλάσσης. Ετα ατς πέρνωντας κείνους, τος πήγαινε πέραν π τ Βυζάντιον ες να βουνν νομαζόμενον, τ τότε καιρ, λαιών. Κα κε κατασκευάσας τζαδίρια κα καλύβας, μέσα ες ατς νέπαυε κα πισκέπτετο τος λωβούς.

Ατη θεοκερδς πραγματεία πο μεταχειρίζετο γιος, δν δυνήθη ν κρυφθ π τος πολλούς. Καθότι μ τ ν τον ο λωβο πολλοί, κολούθως κα τ παρ το βασιλέως διδόμενα ξοδα καθ’ κάστην μέραν, τον πολλότατα. θεν κ τν πολλν ξόδων τούτων νόμιζον ο πολλοί, τι μέλλει ν κολουθήσ πενα ες τν Κωνσταντινούπολιν. φ’ ο δ μετέστη πρς τν Θεν Μέγας Κωνσταντνος, λαβεν λην τν βασιλείαν τς νατολς υός του Κωνστάντιος, ν τει τλζ΄ [337], χι εσεβς κα ρθοδόξως. Εχε γρ τν το ρείου αρεσιν. θεν πολλος ρθοδόξους τιμώρησεν, πειδ δν δέχοντο τν τοιαύτην κακοδοξίαν. Οτος λοιπν πεστρέφετο κα τν μακάριον τοτον Ζωτικόν, ς ρθόδοξον ντα, γκαλ κα τν ελαβετο δι τν γάπην, πο δειχνε πρς ατν πατήρ του γιος Κωνσταντνος. Μίαν φορν δ λαβν ελογον φορμήν, φύλαττεν ργν κα χθραν κατ’ ατο, νομίζωντας τάχα, τι δι μέσου το Ζωτικο χει ν μεταδοθ ες λην τν πόλιν τς λώβας σθένεια. συνέβη δ κα λωβίασεν θυγάτηρ το βασιλέως, ποία παρεδόθη π το δίου πατρός της ες τν τς πόλεως παρχον, δι ν ίψ ατν ες τν θάλασσαν. δ γιος Ζωτικός, δος τν συνειθισμένην πληρωμν ες τος δημίους, ξαγόρασε τν θυγατέρα το βασιλέως, κα συναρίθμησεν ατν μ τος λοιπος λωβούς.

πειδ δ κολούθησε κατ συγχώρησιν Θεο ν γέν ες τν Κωνσταντινούπολιν λπιζομένη πενα, κα πόλις στερήθη τς πρς τ ζν ναγκαίας τροφάς, δι τοτο βασιλες δοκίμαζε ν μάθ π ποίαν ατίαν κολούθησεν τοιαύτη πενα. Ο δ συκοφάνται κα τς ληθείας χθροί, λαβόντες δειαν, διέβαλον ες τν βασιλέα τν μακάριον Ζωτικόν. Κα βεβαίωναν, τι ατς εναι ατιος τς πείνας. πειδ διαμοιράζει ες τος λωβούς, πο εναι ναρίθμητον πλθος, πλουσίας κα φθονοπαρόχους τς σωματικς χρείας. Τατα κούσας βασιλεύς, φυλάχθη μν πρς λίγον κα δν θυμώθη. Ελαβετο γρ λίγον τν σιον κα πεστέλλετο, ς νωτέρω επομεν. πειδ κόμη δν εχεν πολαύσει τ μαργαριτάρια κα τ πολύτιμα πετράδια, πο εχεν ποσχεθ ν γοράσ. Πεισθες μως π κακοπροαιρέτους νθρώπους, πρόσταξε ν πιάσουν τν γιον Ζωτικόν. δ σιος τοτο μαθών, πγε κρυφίως μ προθυμίαν ες τ βασιλικν παλάτιον, κα μβαίνωντας μέσα, παρρησιάζεται ες τν βασιλέα. δ βασιλες λέγει ερωνικς πρς ατόν. λθεν, μαγιστριανέ, τ καράβι πο φερε τ μαργαριτάρια κα τ πολύτιμα πετράδια; σιος πεκρίθη. Να βασιλε, λθεν. θεν, ν ναι ρισμός σου, λθ μετ το δούλου σου δι ν δς ατά. Εθς λοιπν βασιλες χωρς ν ργοπορήσ, ρχισε τν στράταν. δ μακάριος Ζωτικς πγεν μπροσθεν, κα επεν ες τος λωβος δελφούς, ν εγουν λοι π τς καλύβας των μο μ τν θυγατέρα το βασιλέως, βαστντες λαμπάδας ναμμένας ες τς χεράς των, δι ν προϋπαντήσουν τν βασιλέα. δ βασιλες φθάσας ες τν τόπον κενον το λαινος, κα βλέπων τος λωβος λαμπαδοφοροντας, θαύμασε δι τ πολ πλθος ατν. Κα ποοι, επεν, εναι οτοι; δ Ζωτικός, δείχνωντας μ τ δάκτυλόν του, οτοι, πεκρίθη, εναι, βασιλε, τ πέρτιμα πετράδια, κα τ λαμπρ μαργαριτάρια, τ ποα γ μ πολν κόπον γόρασα.

δ βασιλες νομίσας, τι καμε τ πργμα τοτο δι ν τν περιπαίξ, ναψεν π τν θυμόν. Κα εθς προστάζει ν δέσουν νελεημόνως τν σιον π γρια μουλάρια. Κα πειτα ν διώκουν ατ ες τς κε ερισκομένας πέτρας, να συρόμενα τ μέλη το σώματός του, κατακοπον, κα οτω βιαίως χωρισθ γιος π τν παροσαν ζωήν. Τ μουλάρια λοιπν δερνόμενα, κα μ κέντρα κεντούμενα, βλέποντος κα το βασιλέως, μ τν βίαιον κα ρμητικν δρόμον τους, κατεκρήμνισαν φε! τν γιον π τ βουνν ες τν κατήφορον. θεν τ μέλη το οιδίμου Ζωτικο δ κα κε διεσκορπίσθησαν. Κα ο φθαλμοί του διεφθάρησαν. Ες τν τόπον μως που γίνοντο τατα, κε νέβλυσε μία βρύσις καθαρο νερο κα ποτιμωτάτου. ποία ατρεύει κάθε νόσον, τοι πολυχρόνιον, κα κάθε μαλακίαν, τοι σθένειαν λιγοχρόνιον, ες δόξαν το φιλοικτίρμονος Θεο, κα ες παινον το θεράποντος ατο Ζωτικο. ταν δ γιος συρόμενος παρέδωκε τν ψυχήν του ες χερας Θεο, τότε εθς κα τ μουλάρια στάθησαν κα μειναν κίνητα, κα μλον πο δέρνοντο δυνατ π τος στρατιώτας.

Κα ο μόνον τοτο, λλά, το παραδόξου θαύματος! κα μ νθρωπίνην φωνν φώναξαν τ μουλάρια ες πήκοον πάντων, θριαμβεύοντα μν τν σπλαγχνίαν κα λογίαν το βασιλέως, κα νομάζοντα ατν τυφλν κα ναίσθητον. Φανερόνοντα δέ, τι ες κενον τν διον τόπον πρέπει ν νταφιάσουν τ λείψανον το γίου. Τατα βλέπων κα κούων βασιλεύς, γέμωσεν π θάμβος κα κστασιν. θεν μ στεναγμος κα συντετριμμένην καρδίαν, κα μ πικρ δάκρυα παρεκάλει τν Κύριον, να γέν λεως ες ατόν, φωνάζωντας τι κατ γνωσίαν γιναν τ παρ’ ατο πραχθέντα. Κα παρευθς προστάζει, τι ν νταφιασθ μν τ σμα το Μάρτυρος μ πολλν πιμέλειαν κα μ τιμν περβάλλουσαν. Ν κτισθ δέ, μ σπουδν προθυμοτάτην δι’ ξόδων βασιλικν, σπτι κα σπητάλι μεγαλώτατον δι τν νάπαυσιν τν λωβν, κα ν φιερωθον ες ατ πολλότατα τζεφτιλίκια κα σιτηρέσια. Τ τίμιον λοιπν λείψανον το γίου Ζωτικο, π τότε κα ως το παρόντος, δν παύει ν θαυματουργ πειρα θαύματα μ τν χάριν το φιλανθρώπου Θεο. Τελεται δ ατο Σύναξις ες τν ποστολικν Ναν το γίου Παύλου, στις ερίσκεται ες τ ρφανοτροφεον.

(2) Ἱερὰ νόσος λέγεται ἡ λώβα, ἀπὸ τὸ ἱερὸν κόκκαλον τοῦ ἀνθρώπου, ἤτοι τὸ μέγα, τὸ ὄπισθεν τῆς ῥάχεως ὄν, καὶ συγκρατοῦν ὅλας τὰς ἁρμονίας τῶν κοκκάλων. Τὸ ὁποῖον καὶ ἄκανθα ὀνομάζεται. Ἐπειδὴ ἡ λώβα ἄρχεται ἀπὸ τὸ μέγα αὐτὸ κόκκαλον, καὶ τούτου καταφθείρει τοὺς μυελούς, ὡς λέγουσιν οἱ ἰατροί. Καὶ οὕτως ἐκεῖθεν προχωρεῖ εἰς ὅλον τὸ σῶμα.

*

σιος Γελάσιος ν ερήν τελειοται (3).

Γελάσιος χρι κα τέλους βίου,
Τν ξιον γέλωτος ν γελν βίον.

(3) Σημειοῦμεν ἐδῶ τὸ κατόρθωμα, ὁποῦ ἐποίησεν ὁ Ἀββᾶς οὗτος Γελάσιος, δηλωτικὸν ὂν τῆς ἄκρας ἀπροσπαθείας του. Τὸ ὁποῖον σημειοῖ ὁ Εὐεργετινός, σελ. 520, ἔστι δὲ τοῦτο. Ὁ Ὅσιος οὗτος εἶχεν ἕνα βιβλίον περιέχον τὴν Παλαιὰν καὶ τὴν Νέαν Γραφήν. Τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο μὲν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν διὰ νὰ τὸ ἀναγινώσκουν οἱ ἀδελφοί. Εἶχε δὲ τιμήν, δεκαοκτὼ νομίσματα. Ἐλθὼν δὲ ἕνας ἀδελφὸς ξένος, ἔκλεψεν αὐτό. Ὁ δὲ Ὅσιος Γελάσιος, καὶ μὅλον ὁποῦ ἐνόησεν ὅτι αὐτὸς τὸ ἔκλεψε, δὲν τὸν ἐκυνήγησεν ὅμως κατόπιν. Ὁ δὲ κλέψας ἐπῆγεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ ἐζήτει νὰ τὸ πωλήσῃ νομίσματα δεκαέξ. Ἐκεῖνος δὲ ὁποῦ ἤθελε νὰ τὸ ἀγοράσῃ, ἐπῆρεν αὐτὸ καὶ τὸ ἔδειξεν εἰς τὸν ἴδιον Ἀββᾶν Γελάσιον. Ὁ δὲ Γελάσιος βλέπων αὐτό, ἐπροσποιήθη ὅτι δὲν ἤξευρε τίποτε, καὶ εἶπεν εἰς τὸν ἄνθρωπον. Καλὸν εἶναι, καὶ ἀγόρασον αὐτὸ εἰς τὴν τιμὴν ὁποῦ ζητεῖ. Γυρίσας δὲ ἐκεῖνος πρὸς τὸν κλέψαντα εἶπεν. Ἔδειξα τὸ βιβλίον εἰς τὸν Ἀββᾶν Γελάσιον, καὶ εἶπέ μοι, ὅτι δὲν εἶναι ἄξιον τόσης τιμῆς, ὅσην ζητεῖς. Ὁ δὲ κλέψας εἶπε. Δέν σοι εἶπεν ἄλλο τίποτε ὁ Γέρων; Ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος. Ὄχι. Ὅθεν ὁ κλέψας κατανυχθεὶς εἰς τὴν ἀνεξικακίαν τοῦ Γέροντος, εἶπε. Πλέον δὲν θέλω νὰ πωλήσω τὸ βιβλίον. Ὅθεν πέρνοντας αὐτὸ ἐπῆγε πρὸς τὸν Ὅσιον Γελάσιον, καὶ παρεκάλει αὐτὸν νὰ τὸ δεχθῇ. Ὁ δὲ Ὅσιος δὲν ἤθελεν. Ὁ δὲ κλέψας εἶπεν. Ἐὰν δὲν τὸ πάρῃς, ἐγὼ δὲν ἔχω ἀνάπαυσιν. Τότε λέγει αὐτῷ ὁ Ὅσιος. Ἐὰν δὲν ἀναπαύεσαι, ἰδοὺ πέρνω αὐτό. Ὅθεν ἀπὸ τὸ ἔργον τοῦτο τοῦ Γέροντος, ὠφελήθη ὁ κλέψας αὐτὸ ἀδελφὸς ἕως τέλους ζωῆς του.

*

σιος Γάϊος ν ερήν τελειοται.

Πολλος νέτλη Γάϊος θεος πόνους,
Κα νν τ λαμπρ τν πόνων χει γέρα.

*

Α γιαι δέκα Παρθένοι, α ν Νικομηδεί τος φθαλμος διατρηθεσαι, κα τς πλευρς ξεσθεσαι, τελειονται.

Διπλον τν θλον τρσιν ετα κα ξέσιν,
Χορο γινώσκω διπλοπενταπαρθένου.

*

γία Μάρτυς λυμπιοδώρα πυρ τελειοται.

γνι πρς πρ τς λυμπιοδώρας,
μνος τ δρον, οκ λυμπίων πίτυς (4).

(4) Ἤτοι εἰς τὸν πρὸς τὸ πῦρ ἀγῶνα τῆς Ὀλυμπιοδώρας, δῶρον ἐδόθη ὕμνος καὶ εὐφημία. Καὶ οὐχὶ πίτυς, ἤτοι κλάδος κουκουναρίας ἢ πιτζακίου. Ὁ ὁποῖος ἐδίδετο εἰς ἐκείνους, ὁποῦ ἐνίκων κατὰ τὸ πανηγύρι τῶν Ὀλυμπίων.

 *

γία Μάρτυς Νέμη ξίφει τελειοται.

νρ ξιφήρης ο δεδίττεται Νέμην,
Κν τ ξίφος θήξειεν εσέτι πλέον.

*

γιος Μάρτυς Βούσιρις, κερκίσιν π γυναικν κεντηθείς, τελειοται.

Βουσίριδος σάρξ, στς νθα κερκίσιν (5),
φασμα καινν ξυφάνθη Κυρί.

(5) Κερκὶς εἶναι ἡ λεγομένη σαΐτα, μὲ τὴν ὁποίαν αἱ γυναῖκες ὑφαίνουσι τὰ πανία.

*

Μνήμη το γίου Μάρτυρος Γαυδεντίου.

θλητικς πειρος ο πάντη πάλης,
Κν οκ π’ ατ Γαυδέντιος κπνέ.

Τας τν σν γίων πρεσβείαις Χριστ Θες λέησον μς.

*

Δεκέμβριος μν δε λαμβάνει τέλος,
Θε δ δόξαν τ τέλει πάντων φέρει.

   Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

 * * *

 

 

Των Αγίων Μελάνης της Ρωμαίας, Ζωτικού Ορφανοτρόφου, Γελασίου, Γαΐου κ.α.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.