Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου30 Δεκεμβρίου

Των Αγίων Ανυσίας, Θεοδώρας, Φιλεταίρου κ.ά.

 Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Αγία ΑνυσίαΤω αυτώ μηνί Λ’, μνήμη της Αγίας Οσιομάρτυρος Ανυσίας της εν Θεσσαλονίκη.

Εις δεξιάν νύττουσι πλευράν καιρίως,
Πλευράς Αδάμ κύημα την Ανυσίαν.

Πλευρήν Ανυσίης τριακοστή έγχος ένυξεν.

Αύτη η Αγία ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού εν έτει σϞη’ [298], καταγομένη από την πόλιν της Θεσσαλονίκης, θυγάτηρ γονέων ευσεβών και πολλά πλουσίων. Οι οποίοι αφ’ ου απέθανον, έζη η Αγία κατ’ ιδίαν ησυχάζουσα, και ευαρεστούσα εις τον Θεόν δια πράξεως και εργασίας των θείων εντολών. Ταύτην την Αγίαν μίαν φοράν πηγαίνουσαν εις την Εκκλησίαν, κατά το σύνηθες, απάντησεν ένας στρατιώτης ειδωλολάτρης και Έλλην. Όθεν πιάσας αυτήν, ετράβιζεν εις τους βωμούς των ειδώλων, και την επαρακίνει δια να προσφέρη θυσίαν εις τους δαίμονας. Επειδή δε η Αγία ωμολόγησε Θεόν τον Χριστόν, και έπτυσεν εις το πρόσωπον του μιαρού εκείνου στρατιώτου, τούτου χάριν εθυμώθη ο αλιτήριος, και διαπερνά την πλευράν της Αγίας με το σπαθί του. Και έτζι έλαβεν η μακαρία τον του μαρτυρίου αμάραντον στέφανον (1).

(1) Σημείωσαι, ότι εις την Αγίαν ταύτην Οσιομάρτυρα Ανυσίαν, εγκώμιον έπλεξεν ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεος, ου η αρχή· «Ουδέν αρετής τιμιώτερον, ουδέν τι λυσιτελέστερον». (Σώζεται εν τω Κοινοβίω του Διονυσίου.)

*

Τη αυτή ημέρα μνήμη της Οσίας Θεοδώρας της από Καισαρείας.

Απήρε δεσμού σαρκός η Θεοδώρα,
Ούπερ λυθήναι ζώσα και πριν ηγάπα.

Αύτη η Οσία Θεοδώρα ήτον κατά τους χρόνους Λέοντος του Ισαύρου του πατρός Κωνσταντίνου του Κοπρωνύμου, εν έτει φις’ [716], καταγομένη από γένος λαμπρόν και περιφανές. Θυγάτηρ υπάρχουσα πατρός μεν, Θεοφίλου πατρικίου κατά την αξίαν, μητρός δε, Θεοδώρας. Η μήτηρ της δε αύτη εις πολλούς χρόνους στείρα ούσα, και λυπουμένη δια την στείρωσιν, παρεκάλει τον Θεόν και την Υπεραγίαν Θεοτόκον να τη χαρίση τέκνον. Όθεν υπήκουσεν ο Θεός την προσευχήν της, και έδωκεν εις αυτήν την χάριν οπού εζήτει, δια μέσου της Αγίας Άννης της μητρός της Θεοτόκου. Και λοιπόν εγέννησε την Οσίαν ταύτην Θεοδώραν. Η οποία όταν έφθασεν εις μέτρον ηλικίας, επροσφέρθη εις τον Ναόν της Αγίας Άννης, και αφιερώθη εις το Μοναστήριον αυτής, το λεγόμενον Ριγίδιον, ωσάν ένα θεϊκόν αφιέρωμα. Όθεν θεοσεβώς και ευτάκτως ωδηγείτο από την Ηγουμένην και εδιδάσκετο τα ιερά γράμματα.

Εις καιρόν δε οπού η Οσία καλώς επολιτεύετο, δεν υπέφερεν ο πονηρός Διάβολος να βλέπη τον εαυτόν του καταπατούμενον από μίαν απαλήν νεάνιδα. Αλλ’ εσήκωσε τον θεομάχον Λέοντα τον Ίσαυρον, όστις εζήτει να εύρη γυναίκα δια τον υιόν του Χριστοφόρον, τον οποίον είχε ανακηρύξη Καίσαρα. Όθεν αποχωρίσας την του Κυρίου αμνάδα ταύτην από το Μοναστήριόν της, με βίαν και δυναστείαν, ηνάγκασεν αυτήν να υπάγη εις την Κωνσταντινούπολιν. Όταν δε αύτη επήγεν εκεί, ετοιμάσθησαν άπαντα τα προς τον γάμον επιτήδεια, και ο θάλαμος ευτρεπίσθη. Και ο μεν σκοπός του βασιλέως τοιούτος ήτον. Ο Θεός όμως, οπού πάλαι μεν εφοβέρισε τον Φαραώ βασιλέα Αιγύπτου, όταν εζήτει να πάρη την Σάρραν. Και οπού ύστερον δια μέσου της παρθένου Ριψιμίας ενίκησε τον Τηριδάτην. Αυτός και την Οσίαν ταύτην Θεοδώραν εφύλαξε τότε αμόλυντον και καθαράν, από την κοινωνίαν και μίξιν του αισθητού νυμφίου.

Κατ’ εκείνον γαρ τον καιρόν, καθ’ ον ετοιμάζετο ο γάμος, αιφνιδίως και παρ’ ελπίδα ήλθον οι Σκύθαι με στρατεύματα εις την Ευρώπην. Όθεν ογλίγωρα απεστάλθη ο υιός του βασιλέως και ελπιζόμενος νυμφίος, δια να αντιπολεμήση τους βαρβάρους. Και ευθύς κατά την πρώτην προσβολήν του πολέμου, κτυπάται από τους Σκύθας και θανατώνεται. Τότε λοιπόν πληροφορίαν λαβούσα η άφθαρτος αμνάς Θεοδώρα, της εις αυτήν του Θεού Προνοίας, πέρνει χρυσάφι και ασήμι και μαργαριτάρια, και ρούχα πολύτιμα, και φεύγει κρυφίως από το παλάτι. Και εμβαίνουσα εις καΐκιον, επανεγύρισεν εις το εδικόν της Μοναστήριον, χαίρουσα και ευχαριστούσα τω των όλων Θεώ. Όταν δε εφανερώθη η φυγή της Οσίας, επήγεν ο δεύτερος υιός του Λέοντος εις το Μοναστήριον προς αναζήτησίν της. Ευρών όμως αυτήν κουρευμένην καλογραίαν, και ενδυμένην παλαιά και ξεσχισμένα ιμάτια, αφήκεν αυτήν (συνεργούσης βέβαια της του Θεού Προνοίας), και δεν την ενώχλησεν. Όθεν από τότε λαβούσα η Αγία τελείαν ελευθερίαν, τόσον πολλά κατεμάρανε το σώμα της, ώστε οπού, έξωθεν εβλέποντο αι αρμονίαι των κοκκάλων της. Επειδή η τροφή της όλη ήτον μία ουγγία ψωμί, ήτοι οκτώ δράμια. Και αυτό δε το έτρωγε μίαν φοράν εις κάθε δύω ή τρεις ημέρας, και όχι κανένα άλλο. Το ένδυμά της ήτον ένα και μόνον, και αυτό τρίχινον, ήγουν υφασμένον από γηδίσσας τρίχας. Η κλίνη της ήτον, επάνωθεν μεν σκεπασμένη με ένα τρίχινον ύφασμα. Υποκάτω δε αυτής, ήτον πέτραι εστρωμέναι. Και έτζι επάνω εις αυτήν, εκοιμάτο ένα ολιγώτατον ομού και πικρότατον ύπνον. Πολλαίς φοραίς δε, έμενεν άγρυπνος και όλην την νύκτα. Δεν ηρκέσθη δε εις ταύτας τας κακοπαθείας η μακαρία. Αλλά προς τούτοις είχε και σίδηρα φορεμένα, με των οποίων το βάρος κατεπλήγωσε τα μέλη της, και τα κατεδαπάνησε τόσον, ώστε οπού εύγαινεν από αυτά δυσωδία. Με τοιούτους λοιπόν αγώνας αγωνιζομένη εις χρόνους πολλούς, έλαμψεν εις κάθε είδος αρετής. Και έτζι απήλθε προς την αγήρω και μακαρίαν ζωήν η αοίδιμος.

*

Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Φιλεταίρου.

Φιλεταίρος πέπονθεν αθλητών νόμω,
Καν ουκ απήλθεν ως αθλητής εκ βίου.

Όταν μίαν φοράν ήλθεν ο βασιλεύς Διοκλητιανός εις την Νικομήδειαν, ήτοι το νυν λεγόμενον τουρκιστί Σμίτι, εν έτει σπς’ [286], εφανέρωσάν τινες Έλληνες εις αυτόν, δια ένα Χριστιανόν ονομαζόμενον Φιλεταίρον. Ο δε βασιλεύς ευθύς έστειλε και τον επαράστησεν έμπροσθεν εις το βασιλικόν του κριτήριον. Και βλέπωντας αυτόν, εξεπλάγη από μόνην την θεωρίαν του. Ήτον γαρ ο Άγιος μεγαλόσωμος και ωραίος. Αι δε τρίχες της κεφαλής και των γενείων του, ήτον λαμπραί και στίλβουσαι σχεδόν περισσότερον από το χρυσίον. Όθεν από τον θαυμασμόν του, θεόν αυτόν ωνόμασεν ο Διοκλητιανός, και όχι άνθρωπον. Είπε δε προς αυτόν. Λέγε εις ημάς, πόθεν είσαι; και πώς λέγεται το όνομά σου; και ποίον είναι το επιτήδευμά σου; Ο Άγιος απεκρίθη. Ταύτης της πόλεως Νικομηδείας είμαι γέννημα και θρέμμα. Είμαι υιός επάρχου. Είμαι και Χριστιανός κατά την πίστιν. Το δε όνομά μου λέγεται Φιλεταίρος.

Τότε ο βασιλεύς καλέσας τον Άγιον με το όνομά του, εκολάκευεν αυτόν, ζητών να τον χωρίση από την του Χριστού πίστιν. Άρχισε δε και να λαλή λόγια βλάσφημα εναντίον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ο δε Άγιος ταύτα ακούσας, ευθύς εσήκωσε τα ομμάτιά του εις τον Ουρανόν, και, ας εμφραγή, είπεν, ας εμφραγή το στόμα εκείνο, οπού λαλεί βλάσφημα κατά του Χριστού μου. Και ω του θαύματος! ευθύς με τον λόγον του, έγινε μία τόσον φοβερά βροντή, και ένας σεισμός, ώστε οπού ο βασιλεύς ετρόμαξε με όλους τους μετ’ αυτού. Όθεν κατά προσταγήν του τυράννου, ανάπτεται δυνατά μία κάμινος, και μέσα εις αυτήν βάλλεται ο του Χριστού αθλητής. Εκεί δε προσευχηθείς, διεσκόρπισε την φωτίαν της καμίνου, και παντελώς αυτήν έσβεσεν. Όθεν ευγήκεν από την κάμινον αβλαβής. Τούτο το θαύμα βλέπων ο βασιλεύς, ευλαβήθη τον Άγιον και δια το κάλλος του, και δια το λαμπρόν γένος του. Περισσότερον δε, δια τα ανωτέρω θαύματα. Όθεν απέλυσεν αυτόν ελεύθερον να ζη όπου θέλη και βούλεται.

Όταν δε μαζί με τον Διοκλητιανόν εβασίλευσεν ο γαμβρός του Μαξιμιανός εν έτει σπη’ [288], εδιαβάλθη ο Άγιος προς αυτόν. Και παρασταθείς έμπροσθέν του, ωμολόγησε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν και ποιητήν του παντός. Όθεν πρώτον μεν εδάρθη με ραβδία τόσον πολλά, ώστε οπού οι δέρνοντες αυτόν στρατιώται ατόνησαν, και έπεσον κατά γης ως μισαποθαμένοι. Ο δε Μάρτυς της αληθείας υπό του Χριστού δυναμούμενος, τόσον ανδρείος εστέκετο, εις τρόπον ότι εφαίνετο, πως πάσχει εις ξένον σώμα και όχι εις το εδικόν του. Έπειτα κρεμασθείς καταξεσχίζεται τόσον πολλά, ώστε οπού οι καταξεσχίζοντες αυτόν δήμιοι απέκαμαν, και έπεσον κατά γης. Μετά ταύτα δίδοται εις τα θηρία δια να τον φάγουν. Τα δε θηρία, ω του θαύματος! εκυλίοντο εις τους πόδας του ως πρόβατα ήμερα. Είτα φέρεται εις τον ναόν δια να προσκυνήση τα είδωλα. Αυτός δε δια προσευχής του ταύτα εσύντριψε. Τελευταίον απεφάσισεν ο βασιλεύς δια να κόψουν την κεφαλήν του. Και ευθύς εξηράνθη το χέρι του δημίου οπού έμελλε να τον αποκεφαλίση. Πέρνωντας δε άλλος δήμιος το σπαθί, και σηκώσας αυτό δια να κτυπήση, τα όμοια έπαθε και εκείνος.

Όθεν ο Άγιος ερρίφθη εις την φυλακήν. Και πάλιν από εκεί εφέρθη εις εξέτασιν. Επειδή δε ο Άγιος έδειξε φανερά ότι με την δοκιμήν των βασάνων, ποτέ δεν ήθελεν αρνηθή τον Χριστόν, τούτου χάριν εδέθη με σίδηρα, και εξωρίσθη εις την Προικόνησον, ήτοι εις τον νυν λεγόμενον Μαρμαράν. Περιφερόμενος δε με τα δεσμά, έκαμνεν εις τον δρόμον όχι ολίγα θαύματα. Δαίμονας διώκων, λεπρούς καθαρίζων, κάθε ασθένειαν ιατρεύων, τα είδωλα με μόνον τον λόγον κατακρημνίζων και εις χώμα και νερόν αυτά μεταβάλλων. Πηγαίνωντας δε εις την Νίκαιαν δέσμιος, ευθύς μόνον οπού έγγιξεν εις ένα περιβόητον ναόν των ειδώλων, έπεσαν όλα τα είδωλα κατά γης, και εσυντρίφθησαν. Όθεν δια των τοιούτων θαυμάτων, πολλοί επίστευσαν εις τον Χριστόν. Μαζί με τους οποίους ήτον και ο κόμης της πόλεως και οι εξ στρατιώται του.

Επειδή δε έφθασεν ο Άγιος εις τα μέρη της Σιγριανής, ήτις ευρίσκεται εις την Μηδίαν, πολλά και εκεί εποίησε θαύματα. Οι εκείσε δε ευρισκόμενοι, εμήνυσαν εις τον Άγιον, ότι εδώ κοντά μας ευρίσκεται ένας άνθρωπος Χριστιανός, Ευβίοτος ονομαζόμενος, ο οποίος, υπέφερε μεν διάφορα βάσανα και τιμωρίας από τον άρχοντα δια την πίστιν του Χριστού, εφυλάχθη όμως αβλαβής και ανίκητος ως αδάμας, και εποίησεν εξαίσια θαύματα. Ταύτα δε ως ήκουσεν ο Άγιος Φιλεταίρος, ηθέλησε να ιδή τον Ευβίοτον. Όθεν Άγγελος Κυρίου επήγεν εις τον Ευβίοτον και λέγει αυτώ. Εύγα ολίγον έξω του κελλίου σου, και πήγαινε εις τον δείνα τόπον δια να απαντήσης τον Άγιον Φιλεταίρον τον συμμάρτυρά σου. Ο δε Ευβίοτος ευγήκεν από το κελλίον του και κατέβαινεν από το βουνόν της Σιγριανής. Ο δε Άγιος Φιλεταίρος οδηγηθείς από ένα εγχώριον την στράταν, οπού επήγαινεν εις το κελλίον του Αγίου Ευβιότου, ανέβαινεν εις το αυτό βουνόν της Σιγριανής ομού με τον πιστεύσαντα κόμητα και τους εξ στρατιώτας του. Αφ’ ου δε ανέβηκαν ολίγον, βλέπουσι τον μακάριον Ευβίοτον, οπού εκατέβαινεν εις αυτούς. Όθεν χαιρετήσαντες ένας τον άλλον, και χαράς πολλής πλησθέντες, ανέβηκαν όλοι μαζί εις το κελλίον του Αγίου Ευβιότου. Εκεί δε διατριψάντων ημέρας επτά, εκοιμήθη ο μακάριος Φιλεταίρος τον γλυκύν ύπνον οπού επόθει, και προς τον ποθούμενον μετέστη Χριστόν, παραθείς την ψυχήν του εις τας χείρας αυτού. Όθεν ενταφίασεν αυτόν ο Άγιος Ευβίοτος εις το κελλίον του. Ομοίως και ο κόμης και οι συν αυτώ εξ στρατιώται, εκοιμήθησαν και αυτοί μετά ένδεκα ημέρας, αφ’ ου επήγαν εκεί, και ενταφιάσθησαν και αυτοί κοντά εις τον τάφον του Αγίου Φιλεταίρου. Τα δε περί του Αγίου Ευβιότου προεγράφησαν εις τας δεκαοκτώ του παρόντος μηνός.

*

Οι δια του Αγίου Φιλεταίρου πιστεύσαντες τω Χριστώ, ο τε κόμης και οι εξ στρατιώται, εν ειρήνη τελειούνται.

Εις καλόν απήντηκεν η οδός πέρας,
Τοις επτά τούτοις ουρανούς εφθακόσιν.

*

Ο Όσιος Λέων ο Αρχιμανδρίτης εν ειρήνη τελειούται.

Ρευστού μεταστάς Χριστέ Λέων εκ βίου,
Σκύμνον λέοντος εξ Ιούδα σε βλέπει.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

 Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Αγία ΑνυσίαΤ ατ μην Λ΄, μνήμη τς γίας σιομάρτυρος νυσίας τς ν Θεσσαλονίκ.

Ες δεξιν νύττουσι πλευρν καιρίως,
Πλευρς δμ κύημα τν νυσίαν.

Πλευρν νυσίης τριακοστ γχος νυξεν.

Ατη γία τον κατ τος χρόνους το βασιλέως Μαξιμιανο ν τει σϞη΄ [298], καταγομένη π τν πόλιν τς Θεσσαλονίκης, θυγάτηρ γονέων εσεβν κα πολλ πλουσίων. Ο ποοι φ’ ο πέθανον, ζη γία κατ’ δίαν συχάζουσα, κα εαρεστοσα ες τν Θεν δι πράξεως κα ργασίας τν θείων ντολν. Ταύτην τν γίαν μίαν φορν πηγαίνουσαν ες τν κκλησίαν, κατ τ σύνηθες, πάντησεν νας στρατιώτης εδωλολάτρης κα λλην. θεν πιάσας ατήν, τράβιζεν ες τος βωμος τν εδώλων, κα τν παρακίνει δι ν προσφέρ θυσίαν ες τος δαίμονας. πειδ δ γία μολόγησε Θεν τν Χριστόν, κα πτυσεν ες τ πρόσωπον το μιαρο κείνου στρατιώτου, τούτου χάριν θυμώθη λιτήριος, κα διαπερν τν πλευρν τς γίας μ τ σπαθί του. Κα τζι λαβεν μακαρία τν το μαρτυρίου μάραντον στέφανον (1).

(1) Σημείωσαι, ὅτι εἰς τὴν Ἁγίαν ταύτην Ὁσιομάρτυρα Ἀνυσίαν, ἐγκώμιον ἔπλεξεν ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεος, οὗ ἡ ἀρχή· «Οὐδὲν ἀρετῆς τιμιώτερον, οὐδέν τι λυσιτελέστερον». (Σῴζεται ἐν τῷ Κοινοβίῳ τοῦ Διονυσίου.)

*

Τ ατ μέρ μνήμη τς σίας Θεοδώρας τς π Καισαρείας.

πρε δεσμο σαρκς Θεοδώρα,
Οπερ λυθναι ζσα κα πρν γάπα.

Ατη σία Θεοδώρα τον κατ τος χρόνους Λέοντος το σαύρου το πατρς Κωνσταντίνου το Κοπρωνύμου, ν τει φις΄ [716], καταγομένη π γένος λαμπρν κα περιφανές. Θυγάτηρ πάρχουσα πατρς μέν, Θεοφίλου πατρικίου κατ τν ξίαν, μητρς δέ, Θεοδώρας. μήτηρ της δ ατη ες πολλος χρόνους στερα οσα, κα λυπουμένη δι τν στείρωσιν, παρεκάλει τν Θεν κα τν περαγίαν Θεοτόκον ν τ χαρίσ τέκνον. θεν πήκουσεν Θες τν προσευχήν της, κα δωκεν ες ατν τν χάριν πο ζήτει, δι μέσου τς γίας ννης τς μητρς τς Θεοτόκου. Κα λοιπν γέννησε τν σίαν ταύτην Θεοδώραν. ποία ταν φθασεν ες μέτρον λικίας, προσφέρθη ες τν Ναν τς γίας ννης, κα φιερώθη ες τ Μοναστήριον ατς, τ λεγόμενον ιγίδιον, σν να θεϊκν φιέρωμα. θεν θεοσεβς κα ετάκτως δηγετο π τν γουμένην κα διδάσκετο τ ερ γράμματα.

Ες καιρν δ πο σία καλς πολιτεύετο, δν πέφερεν πονηρς Διάβολος ν βλέπ τν αυτόν του καταπατούμενον π μίαν παλν νεάνιδα. λλ’ σήκωσε τν θεομάχον Λέοντα τν σαυρον, στις ζήτει ν ερ γυνακα δι τν υόν του Χριστοφόρον, τν ποον εχε νακηρύξ Καίσαρα. θεν ποχωρίσας τν το Κυρίου μνάδα ταύτην π τ Μοναστήριόν της, μ βίαν κα δυναστείαν, νάγκασεν ατν ν πάγ ες τν Κωνσταντινούπολιν. ταν δ ατη πγεν κε, τοιμάσθησαν παντα τ πρς τν γάμον πιτήδεια, κα θάλαμος ετρεπίσθη. Κα μν σκοπς το βασιλέως τοιοτος τον. Θες μως, πο πάλαι μν φοβέρισε τν Φαρα βασιλέα Αγύπτου, ταν ζήτει ν πάρ τν Σάρραν. Κα πο στερον δι μέσου τς παρθένου ιψιμίας νίκησε τν Τηριδάτην. Ατς κα τν σίαν ταύτην Θεοδώραν φύλαξε τότε μόλυντον κα καθαράν, π τν κοινωνίαν κα μίξιν το ασθητο νυμφίου.

Κατ’ κενον γρ τν καιρόν, καθ’ ν τοιμάζετο γάμος, αφνιδίως κα παρ’ λπίδα λθον ο Σκύθαι μ στρατεύματα ες τν Ερώπην. θεν γλίγωρα πεστάλθη υἱὸς το βασιλέως κα λπιζόμενος νυμφίος, δι ν ντιπολεμήσ τος βαρβάρους. Κα εθς κατ τν πρώτην προσβολν το πολέμου, κτυπται π τος Σκύθας κα θανατώνεται. Τότε λοιπν πληροφορίαν λαβοσα φθαρτος μνς Θεοδώρα, τς ες ατν το Θεο Προνοίας, πέρνει χρυσάφι κα σμι κα μαργαριτάρια, κα οχα πολύτιμα, κα φεύγει κρυφίως π τ παλάτι. Κα μβαίνουσα ες καΐκιον, πανεγύρισεν ες τ δικόν της Μοναστήριον, χαίρουσα κα εχαριστοσα τ τν λων Θε. ταν δ φανερώθη φυγ τς σίας, πγεν δεύτερος υἱὸς το Λέοντος ες τ Μοναστήριον πρς ναζήτησίν της. Ερν μως ατν κουρευμένην καλογραίαν, κα νδυμένην παλαι κα ξεσχισμένα μάτια, φκεν ατήν (συνεργούσης βέβαια τς το Θεο Προνοίας), κα δν τν νώχλησεν. θεν π τότε λαβοσα γία τελείαν λευθερίαν, τόσον πολλ κατεμάρανε τ σμά της, στε πο, ξωθεν βλέποντο α ρμονίαι τν κοκκάλων της. πειδ τροφή της λη τον μία ογγία ψωμί, τοι κτ δράμια. Κα ατ δ τ τρωγε μίαν φορν ες κάθε δύω τρες μέρας, κα χι κνένα λλο. Τ νδυμά της τον να κα μόνον, κα ατ τρίχινον, γουν φασμένον π γηδίσσας τρίχας. κλίνη της τον, πάνωθεν μν σκεπασμένη μ να τρίχινον φασμα. ποκάτω δ ατς, τον πέτραι στρωμέναι. Κα τζι πάνω ες ατήν, κοιμτο να λιγώτατον μο κα πικρότατον πνον. Πολλας φορας δέ, μενεν γρυπνος κα λην τν νύκτα. Δν ρκέσθη δ ες ταύτας τς κακοπαθείας μακαρία. λλ πρς τούτοις εχε κα σίδηρα φορεμένα, μ τν ποίων τ βάρος κατεπλήγωσε τ μέλη της, κα τ κατεδαπάνησε τόσον, στε πο εγαινεν π ατ δυσωδία. Μ τοιούτους λοιπν γνας γωνιζομένη ες χρόνους πολλούς, λαμψεν ες κάθε εδος ρετς. Κα τζι πλθε πρς τν γήρω κα μακαρίαν ζων οίδιμος.

*

Μνήμη το γίου Μάρτυρος Φιλεταίρου.

Φιλεταρος πέπονθεν θλητν νόμ,
Κν οκ πλθεν ς θλητς κ βίου.

ταν μίαν φορν λθεν βασιλες Διοκλητιανς ες τν Νικομήδειαν, τοι τ νν λεγόμενον τουρκιστ Σμίτι, ν τει σπς΄ [286], φανέρωσάν τινες λληνες ες ατόν, δι να Χριστιανν νομαζόμενον Φιλεταρον. δ βασιλες εθς στειλε κα τν παράστησεν μπροσθεν ες τ βασιλικόν του κριτήριον. Κα βλέπωντας ατόν, ξεπλάγη π μόνην τν θεωρίαν του. τον γρ γιος μεγαλόσωμος κα ραος. Α δ τρίχες τς κεφαλς κα τν γενείων του, τον λαμπρα κα στίλβουσαι σχεδν περισσότερον π τ χρυσίον. θεν π τν θαυμασμόν του, θεν ατν νόμασεν Διοκλητιανός, κα χι νθρωπον. Επε δ πρς ατόν. Λέγε ες μς, πόθεν εσαι; κα πς λέγεται τ νομά σου; κα ποον εναι τ πιτήδευμά σου; γιος πεκρίθη. Ταύτης τς πόλεως Νικομηδείας εμαι γέννημα κα θρέμμα. Εμαι υἱὸς πάρχου. Εμαι κα Χριστιανς κατ τν πίστιν. Τ δ νομά μου λέγεται Φιλεταρος.

Τότε βασιλες καλέσας τν γιον μ τ νομά του, κολάκευεν ατόν, ζητν ν τν χωρίσ π τν το Χριστο πίστιν. ρχισε δ κα ν λαλ λόγια βλάσφημα ναντίον το Κυρίου μν ησο Χριστο. δ γιος τατα κούσας, εθς σήκωσε τ μμάτιά του ες τν Ορανόν, καί, ς μφραγ, επεν, ς μφραγ τ στόμα κενο, πο λαλε βλάσφημα κατ το Χριστο μου. Κα το θαύματος! εθς μ τν λόγον του, γινε μία τόσον φοβερ βροντή, κα νας σεισμός, στε πο βασιλες τρόμαξε μ λους τος μετ’ ατο. θεν κατ προσταγν το τυράννου, νάπτεται δυνατ μία κάμινος, κα μέσα ες ατν βάλλεται το Χριστο θλητής. κε δ προσευχηθείς, διεσκόρπισε τν φωτίαν τς καμίνου, κα παντελς ατν σβεσεν. θεν εγκεν π τν κάμινον βλαβής. Τοτο τ θαμα βλέπων βασιλεύς, ελαβήθη τν γιον κα δι τ κάλλος του, κα δι τ λαμπρν γένος του. Περισσότερον δέ, δι τ νωτέρω θαύματα. θεν πέλυσεν ατν λεύθερον ν ζ που θέλ κα βούλεται.

ταν δ μαζ μ τν Διοκλητιανν βασίλευσεν γαμβρός του Μαξιμιανς ν τει σπη΄ [288], διαβάλθη γιος πρς ατόν. Κα παρασταθες μπροσθέν του, μολόγησε τν Χριστν Θεν ληθινν κα ποιητν το παντός. θεν πρτον μν δάρθη μ αβδία τόσον πολλά, στε πο ο δέρνοντες ατν στρατιται τόνησαν, κα πεσον κατ γς ς μισαποθαμένοι. δ Μάρτυς τς ληθείας π το Χριστο δυναμούμενος, τόσον νδρεος στέκετο, ες τρόπον τι φαίνετο, πς πάσχει ες ξένον σμα κα χι ες τ δικόν του. πειτα κρεμασθες καταξεσχίζεται τόσον πολλά, στε πο ο καταξεσχίζοντες ατν δήμιοι πέκαμαν, κα πεσον κατ γς. Μετ τατα δίδοται ες τ θηρία δι ν τν φάγουν. Τ δ θηρία, το θαύματος! κυλίοντο ες τος πόδας του ς πρόβατα μερα. Ετα φέρεται ες τν ναν δι ν προσκυνήσ τ εδωλα. Ατς δ δι προσευχς του τατα σύντριψε. Τελευταον πεφάσισεν βασιλες δι ν κόψουν τν κεφαλήν του. Κα εθς ξηράνθη τ χέρι το δημίου πο μελλε ν τν ποκεφαλίσ. Πέρνωντας δ λλος δήμιος τ σπαθί, κα σηκώσας ατ δι ν κτυπήσ, τ μοια παθε κα κενος.

θεν γιος ρρίφθη ες τν φυλακήν. Κα πάλιν π κε φέρθη ες ξέτασιν. πειδ δ γιος δειξε φανερ τι μ τν δοκιμν τν βασάνων, ποτ δν θελεν ρνηθ τν Χριστόν, τούτου χάριν δέθη μ σίδηρα, κα ξωρίσθη ες τν Προικόνησον, τοι ες τν νν λεγόμενον Μαρμαρν. Περιφερόμενος δ μ τ δεσμά, καμνεν ες τν δρόμον χι λίγα θαύματα. Δαίμονας διώκων, λεπρος καθαρίζων, κάθε σθένειαν ατρεύων, τ εδωλα μ μόνον τν λόγον κατακρημνίζων κα ες χμα κα νερν ατ μεταβάλλων. Πηγαίνωντας δ ες τν Νίκαιαν δέσμιος, εθς μόνον πο γγιξεν ες να περιβόητον ναν τν εδώλων, πεσαν λα τ εδωλα κατ γς, κα συντρίφθησαν. θεν δι τν τοιούτων θαυμάτων, πολλο πίστευσαν ες τν Χριστόν. Μαζ μ τος ποίους τον κα κόμης τς πόλεως κα ο ξ στρατιταί του.

πειδ δ φθασεν γιος ες τ μέρη τς Σιγριανς, τις ερίσκεται ες τν Μηδίαν, πολλ κα κε ποίησε θαύματα. Ο κεσε δ ερισκόμενοι, μήνυσαν ες τν γιον, τι δ κοντά μας ερίσκεται νας νθρωπος Χριστιανός, Εβίοτος νομαζόμενος, ποος, πέφερε μν διάφορα βάσανα κα τιμωρίας π τν ρχοντα δι τν πίστιν το Χριστο, φυλάχθη μως βλαβς κα νίκητος ς δάμας, κα ποίησεν ξαίσια θαύματα. Τατα δ ς κουσεν γιος Φιλεταρος, θέλησε ν δ τν Εβίοτον. θεν γγελος Κυρίου πγεν ες τν Εβίοτον κα λέγει ατ. Εγα λίγον ξω το κελλίου σου, κα πήγαινε ες τν δενα τόπον δι ν παντήσς τν γιον Φιλεταρον τν συμμάρτυρά σου. δ Εβίοτος εγκεν π τ κελλίον του κα κατέβαινεν π τ βουνν τς Σιγριανς. δ γιος Φιλεταρος δηγηθες π να γχώριον τν στράταν, πο πήγαινεν ες τ κελλίον το γίου Εβιότου, νέβαινεν ες τ ατ βουνν τς Σιγριανς μο μ τν πιστεύσαντα κόμητα κα τος ξ στρατιώτας του. φ’ ο δ νέβηκαν λίγον, βλέπουσι τν μακάριον Εβίοτον, πο κατέβαινεν ες ατούς. θεν χαιρετήσαντες νας τν λλον, κα χαρς πολλς πλησθέντες, νέβηκαν λοι μαζ ες τ κελλίον το γίου Εβιότου. κε δ διατριψάντων μέρας πτά, κοιμήθη μακάριος Φιλεταρος τν γλυκν πνον πο πόθει, κα πρς τν ποθούμενον μετέστη Χριστόν, παραθες τν ψυχήν του ες τς χερας ατο. θεν νταφίασεν ατν γιος Εβίοτος ες τ κελλίον του. μοίως κα κόμης κα ο σν ατ ξ στρατιται, κοιμήθησαν κα ατο μετ νδεκα μέρας, φ’ ο πγαν κε, κα νταφιάσθησαν κα ατο κοντ ες τν τάφον το γίου Φιλεταίρου. Τ δ περ το γίου Εβιότου προεγράφησαν ες τς δεκαοκτ το παρόντος μηνός.

*

Ο δι το γίου Φιλεταίρου πιστεύσαντες τ Χριστ, τε κόμης κα ο ξ στρατιται, ν ερήν τελειονται.

Ες καλν πήντηκεν δς πέρας,
Τος πτ τούτοις ορανος φθακόσιν.

*

σιος Λέων ρχιμανδρίτης ν ερήν τελειοται.

ευστο μεταστς Χριστ Λέων κ βίου,
Σκύμνον λέοντος ξ ούδα σ βλέπει.

Τας τν σν γίων πρεσβείαις Χριστ Θες λέησον μς.

  Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005. 

 * * *

 

Των Αγίων Ανυσίας, Θεοδώρας, Φιλεταίρου κ.ά.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.