Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου28 Ιανουαρίου

Των Αγίων Εφραίμ του Σύρου, Παλλαδίου, Ιακώβου ασκητού κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Όσιος Εφραίμ ο ΣύροςΤω αυτώ μηνί ΚΗ’, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Εφραίμ του Σύρου.

Ήκουσε γλώτταν ψαλμικώς, ην ουκ έγνω,
Εφραίμ άνω καλούσαν ο γλώτταν Σύρος.

Εικάδι ογδοάτη νόες Εφραίμ θυμόν απηύρον (ήτοι επήραν την ψυχήν).

Ούτος εκατάγετο εξ Ανατολής από το γένος των Σύρων, διδαχθείς την ευσέβειαν παρά των προγόνων του, κατά τους χρόνους Θεοδοσίου του Μεγάλου εν έτει τογ’ [373]. Εκ νεαράς του δε ηλικίας ηγάπησεν ο μακάριος την μοναχικήν ζωήν. Εις τούτον τον Άγιον λέγεται, ότι εξεχύθη χάρις από τον Θεόν, δια μέσου της οποίας, εσύνθεσε πάμπολλα συγγράμματα, γεμάτα από κάθε κατάνυξιν και ωφέλειαν, και με αυτά πολλούς ωδήγησεν εις την αρετήν. Ούτος έγινεν εις τους μετά ταύτα Οσίους, τύπος και παράδειγμα της ασκητικής πολιτείας. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εις τον μαρτυρικόν Ναόν της Αγίας Ακυλίνης, εν τη Φιλοξένω κοντά εις τον Φόρον. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτού όρα εις τον Νέον Παράδεισον (1).)

(1) Τούτου του Αγίου τα συγγράμματα είναι εκδεδομένα εις έξι τόμους, τρεις μεν, ελληνιστί και λατινιστί, τρεις δε, συριστί και λατινιστί. Όθεν ας λάβουν πρόνοιαν να εξηγήσουν και τους άλλους τρεις τόμους εις το ελληνικόν, ή εις το απλούν, όσοι από τους Γραικούς έχουν είδησιν της λατινίδος φωνής. Και ας μη αμελούν και αφίνουν να υστερούνται οι ομογενείς των Γραικοί, τοιαύτα αξιόλογα συγγράμματα του Οσίου, τα οποία είναι εξηγητικά της Πεντατεύχου, του Ιησού, των Κριτών, των τεσσάρων Βασιλειών, του Ιώβ, Ησαΐου, Ιερεμίου, Θρήνων, Ιεζεκιήλ, Δανιήλ, Ωσηέ, Ιωήλ, Αμώς, Αβδιού, Μιχαίου, Ζαχαρίου, και Μαλαχίου. Εν τούτοις δε περιέχονται και ένδεκα λόγοι εξηγητικοί εις τους εκλεκτούς τόπους της Γραφής. Και δεκατρείς λόγοι εις την Γέννησιν του Κυρίου. Και λόγοι δώδεκα περί του εν Εδέμ Παραδείσου, και άλλα αξιόλογα και ωφέλιμα. Εάν γαρ αμελήσουν, έχουν να κατακριθούν ως ο πονηρός δούλος, ο κρύψας το τάλαντον του κυρίου αυτού εν τη γη. Λέγουσι δέ τινες, ότι ο Άγιος Εφραίμ συνέγραψε συριακά τρία μιλλιώνια στίχους. Και ο Ιερώνυμος μαρτυρεί εν τω καταλόγω των εκκλησιαστικών συγγραφέων, ότι τα βιβλία του έφθασαν εις τόσην δόξαν και προτίμησιν, ώστε οπού, εις πολλάς Εκκλησίας μετά τας Αγίας Γραφάς ανεγινώσκοντο. (Όρα τον Μελέτιον, τομ. α’, της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, σελ. 398.) Δια να μάθης δε πόσην κατάνυξιν προξενούσι τα βιβλία του Πατρός τούτου Εφραίμ, όρα εις το Συναξάριον του Οσίου Ευαρέστου, κατά την εικοστήν έκτην του Δεκεμβρίου. Σημείωσαι, ότι Γρηγόριος ο Νύσσης εν τω εις τον Άγιον Εφραίμ εγκωμίω του λέγει περί αυτού· «Ο μέγας Πατήρ ημών και της οικουμένης Διδάσκαλος Εφραίμ». Τούτου τον Βίον ελληνιστί συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Εφραίμ ο θαυμάσιος». (Σώζεται εν τω τέλει της βίβλου του Αγίου Εφραίμ, και εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις.)

*

Τη αυτή ημέρα μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Παλλαδίου.

Κρείττων υπάρξας σαρκικών σκιρτημάτων,
Σκιρτά παρ’ αυτώ Παλλάδιος τω πόλω.

Ούτος ο μακάριος Παλλάδιος έκτισεν ένα μικρόν κελλάκι εις ένα βουνόν, το οποίον επλησίαζε κοντά εις ένα χωρίον ονομαζόμενον Ίμμαι, (καθώς λέγει ο Θεοδώρητος, ο τον Βίον του Οσίου τούτου συγγράψας εν αριθμώ εβδόμω της Φιλοθέου Ιστορίας, από τον οποίον ερανίσθη και το Συναξάριον τούτο). Εις τούτο λοιπόν το κελλάκι έκλεισε τον εαυτόν του ο Όσιος, και αφ’ ου απόκτησεν αγρυπνίαν, νηστείαν, και παντοτινήν προσευχήν, ηξιώθη να λάβη από τον Θεόν των θαυμάτων την χάριν. Ένας γαρ πραγματευτής έχων μαζί του άσπρα πολλά, επεριπατούσε την νύκτα εις τον δρόμον. Άλλος δε μιαρός άνθρωπος στοχασθείς, ότι εβάσταζεν άσπρα, επαραμόνευσε και τον εφόνευσεν. Έπειτα πέρνωντας αυτόν, τον έρριψεν εις την πόρταν της κέλλης του Οσίου. Όταν δε έγινεν ημέρα, και εφανερώθη ο φονευθείς, τότε όλοι τρέξαντες ετζάκισαν την θύραν του κελλίου του, και εκαταδίκαζον ως φονέα τον Όσιον. Όθεν εις καιρόν οπού όλοι επεριτριγύρισαν αυτόν, επροσευχήθη ο Όσιος, και ανέστησε τον νεκρόν. Ο δε νεκρός αναστηθείς, εφανέρωσε ποίος τον εφόνευσε, και ότι ο Όσιος είναι του φόνου αμέτοχος (2). Ου μόνον δε τούτο το θαύμα ο Όσιος εποίησεν, αλλά και άλλα πολλότατα. Περισσότερον όμως εθαυμαστώθη, από τα έργα της αρετής του. Ούτω λοιπόν διαπεράσας την ζωήν του, και αξιομνημόνευτα συγγράμματα αφήσας εις την Εκκλησίαν του Θεού προς ωφέλειαν των αναγινωσκόντων, εν ειρήνη προς Κύριον μεταβέβηκεν (3).

(2) Προσθέττει δε ο Θεοδώρητος, ότι αφ’ ου ο αναστηθείς έδειξε με το δάκτυλόν του, ποίος τον εφόνευσεν, επίασαν αυτόν. Και εκδύσαντες τα φορέματα, ευρήκαν την μάχαιραν επάνω του, η οποία ήτον ακόμη αιματωμένη. Ομοίως ευρήκαν και τα άσπρα του φονευθέντος, τα οποία έγιναν αιτία και τον εφόνευσεν.

(3) Σημείωσαι, ότι ο Όσιος ούτος Παλλάδιος έγινεν Επίσκοπος Ελενουπόλεως, και ήκμασεν επί της βασιλείας του Μεγάλου Θεοδοσίου εν έτει τπ’ [380]. Λέγουσι δέ τινες, ότι ο Παλλάδιος ούτος, αυτός λέγεται και Ηρακλείδης Επίσκοπος Καππαδοκίας, και συνέγραψε τους Βίους των Οσίων οπού ευρίσκονται εις το βιβλίον το καλούμενον Λαυσαϊκόν. Συμπεραίνουσι δε τούτο, διατί και ο Παλλάδιος έγραψε προς Λαύσον τον Πραιπόσιτον, προς ον έγραψε και ο Ηρακλείδης. Κατά άλλους όμως, άλλος είναι ο Παλλάδιος από τον Ηρακλείδην. Και τούτο δε ακόμη προσημειούμεν, ότι Παλλάδιος ο Ελενουπόλεως, άλλος είναι από τον Παλλάδιον τούτον. Καθότι ο συγγράψας τον Βίον αυτού Θεοδώρητος, δεν γράφει ότι έγινεν Επίσκοπος. Φέρεται δε και ένας Παλλάδιος Όσιος εν τω Παραδείσω των Πατέρων, έχων διάφορα αποφθέγματα.

*

Ο Όσιος Πατήρ ημών Ιάκωβος ο ασκητής, εν ειρήνη τελειούται.

Απήλθε σαρκός ώσπερ έκ τινος πάγης,
Ο σαρκός Ιάκωβος, ουχ’ αλούς πάγαις.

Ούτος ο Όσιος αφήσας όλα του κόσμου τα πράγματα, εκατοίκησεν εις ένα σπήλαιον δεκαπέντε χρόνους, κοντά εις μίαν κωμόπολιν, ονομαζομένην Πορφυριώνη, και εκεί εμεταχειρίζετο κάθε άσκησιν. Εις τούτον τον Όσιον ήλθε ποτέ μία γυνή πόρνη παρακινηθείσα από μερικούς ακολάστους, η οποία πηδήσασα επάνω εις αυτόν αδιάντροπα, τον επαρακίνει εις ασέλγειαν. Ο δε Όσιος ενθύμησεν αυτήν την μέλλουσαν κόλασιν του αιωνίου πυρός. Όθεν έκαμεν αυτήν να μετανοήση, και να προσέλθη εις τον Χριστόν. Επειδή όμως κανένας άνθρωπος ψιλός, δεν ημπορεί να αποφύγη τας μηχανάς και παγίδας του πονηρού Διαβόλου, δια τούτο ηκολούθησε να πέση και ούτος ως άνθρωπος, εις πτώματα και αμαρτίας μεγάλας, ίνα εκ του παραδείγματος τούτου, προσέχουν εις τον εαυτόν τους οι ενάρετοι εκείνοι, οι οποίοι νομίζουν ότι στέκονται, και να πέσουν δεν ημπορούν. Και προς τούτοις, ίνα εκ του εναντίου, αφ’ ου πέσουν ούτοι εις αμαρτίας μεγάλας, πάλιν σηκωθούν δια της μετανοίας, και μη απελπισθώσιν. Ένας γαρ άρχων ένδοξος, έχωντας θυγατέρα δαιμονιζομένην, επρόσφερεν αυτήν εις τον Όσιον τούτον δια να την ιατρεύση. Ο δε Άγιος προσευχηθείς, παρευθύς ηλευθέρωσεν αυτήν από το δαιμόνιον. Ο δε πατήρ της κόρης, φοβηθείς μήπως πάλιν ο δαίμων ενοχλήση αυτήν, αφήκε την κόρην μαζί με τον νέον αδελφόν της εις το σπήλαιον του Οσίου.

Ο δε Όσιος νικηθείς από την επιθυμίαν, φευ του πτώματος! διαφθείρει την κόρην. Έπειτα τι γίνεται; Φοβηθείς δια να μη φανερωθή η σιγχαμερά αύτη πράξις του, φονεύει μεν την γυναίκα, φονεύει δε ομού και τον αδελφόν της. Τα δε νεκρά σώματα τούτων, ρίπτει αυτά εις τον ποταμόν, οπού εκεί κοντά έτρεχεν. Εκ τούτου δε απελπισθείς τελείως από την σωτηρίαν του, ώρμησε δια να υπάγη εις τον κόσμον. Εις καιρόν δε οπού επήγαινεν, απαντά αυτόν ένας ευλαβής Μοναχός, εις του οποίου τας παραινέσεις και συμβουλάς υπακούσας ο Όσιος, εσφάλισε τον εαυτόν του μέσα εις ένα τάφον, και εκεί υπέμεινε κάθε σκληραγωγίαν και κακοπάθειαν (4). Μετά ταύτα, ηκολούθησε να γένη μίαν φοράν ξηρασία και αβροχία εις την χώραν εκείνην. Όθεν προστάζει ο Θεός τον Επίσκοπον της πόλεως, ότι αν ο Ιάκωβος, οπού είναι κλεισμένος μέσα εις τον τάφον, δεν προσευχηθή, δεν θέλει λυθή η αβροχία. Τότε λοιπόν επήγεν εις τον Όσιον ο Επίσκοπος με όλον τον λαόν και πολλά παρακαλέσας αυτόν, τον έπεισε δια να προσευχηθή. Όθεν ευθύς οπού επροσευχήθη, έγινε βροχή πολλή. Εκ τούτου λοιπόν λαβών ο Όσιος καλάς ελπίδας περί της σωτηρίας του επρόσθεσε σκληραγωγίαν επάνω εις την σκληραγωγίαν, και δάκρυα επάνω εις τα δάκρυα, και έτζι με πολιτείαν θεάρεστον τελειώσας την ζωήν του, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού.

(4) Σημείωσαι, ότι η προσευχή οπού έλεγε γονατιστός δέκα χρόνους ο Όσιος ούτος Ιάκωβος εν τω τάφω ευρισκόμενος, ήτον αύτη· «Πώς ατενίσω προς σε ο Θεός; ποίαν δε αρχήν της εξομολογήσεως εύροιμι; ποία καρδία ή ποίω θαρρήσας συνειδότι, γλώσσαν ασεβή, και χείλη μολυσμού γέμοντα, κινήσαι πειράσωμαι; ποίας δε αμαρτίας πρώτον άφεσιν αιτήσαι κατατολμήσω; φείσαι φιλάνθρωπε Κύριε! ίλεως γενού τω αναξίω, Δέσποτα αγαθέ, και μη συναπολέσης με ταις αισχραίς μου πράξεσιν. Ου γαρ μικρά μου τα δυσσεβήματα. Πορνείαν ετέλεσα. Φόνον ειργασάμην. Αίμα αθώον εξέχεα. Και προς τούτοις, τοις ύδασι, και θηρίοις, και πετεινοίς δέδωκα εις βοράν. Και νυν Κύριε, ειδότι σοι τα πάντα εξομολογούμαι, αγαθέ, την τούτων εξαιτούμενος άφεσιν. Μη παρίδης με Δέσποτα. Αλλά κατά την σοι πρέπουσαν ευσπλαγχνίαν, οικτείρησόν με τον ασεβή. Και κατάπεμψον εις εμέ το παρά σου πλούσιον έλεος, ελθόντα επί τα της αμαρτίας βάραθρα. Κατεπόντισέ με γαρ, η του λυμεώνος εχθρού καταιγίς. Μη δη καταπίη με ο δράκων ο βύθιος». Και τα λοιπά.

*

Αι Άγιαι δύω Μάρτυρες, Μήτηρ και Θυγάτηρ, ξίφει τελειούνται.

Τη παιδί συγκλίνασα Μήτηρ την κάραν,
Ξίφει συνεξέπνευσε τω Θυγατρίω.

*

Η Αγία Μάρτυς Χάρις, τους πόδας εκκοπείσα, τελειούται.

Πόδας Χάρις τμηθείσα προς Θεόν τρέχει.
Τους ψυχικούς γαρ ου συνετμήθη πόδας.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

 Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Όσιος Εφραίμ ο ΣύροςΤ ατ μην ΚΗ΄, μνήμη το σίου Πατρς μν φραμ το Σύρου.

κουσε γλτταν ψαλμικς, ν οκ γνω,
φραμ νω καλοσαν γλτταν Σύρος.

Εκάδι γδοάτ νόες φραμ θυμν πηρον (τοι πραν τν ψυχήν).

Οτος κατάγετο ξ νατολς π τ γένος τν Σύρων, διδαχθες τν εσέβειαν παρ τν προγόνων του, κατ τος χρόνους Θεοδοσίου το Μεγάλου ν τει τογ΄ [373]. κ νεαρς του δ λικίας γάπησεν μακάριος τν μοναχικν ζωήν. Ες τοτον τν γιον λέγεται, τι ξεχύθη χάρις π τν Θεόν, δι μέσου τς ποίας, σύνθεσε πάμπολλα συγγράμματα, γεμάτα π κάθε κατάνυξιν κα φέλειαν, κα μ ατ πολλος δήγησεν ες τν ρετήν. Οτος γινεν ες τος μετ τατα σίους, τύπος κα παράδειγμα τς σκητικς πολιτείας. Τελεται δ ατο Σύναξις ες τν μαρτυρικν Ναν τς γίας κυλίνης, ν τ Φιλοξέν κοντ ες τν Φόρον. (Τν κατ πλάτος Βίον ατο ρα ες τν Νέον Παράδεισον (1).)

(1) Τούτου το γίου τ συγγράμματα εναι κδεδομένα ες ξι τόμους, τρες μέν, λληνιστ κα λατινιστί, τρες δέ, συριστ κα λατινιστί. θεν ς λάβουν πρόνοιαν ν ξηγήσουν κα τος λλους τρες τόμους ες τ λληνικόν, ες τ πλον, σοι π τος Γραικος χουν εδησιν τς λατινίδος φωνς. Κα ς μ μελον κα φίνουν ν στερονται ο μογενες των Γραικοί, τοιατα ξιόλογα συγγράμματα το σίου, τ ποα εναι ξηγητικ τς Πεντατεύχου, το ησο, τν Κριτν, τν τεσσάρων Βασιλειν, το ώβ, σαΐου, ερεμίου, Θρήνων, εζεκιήλ, Δανιήλ, σηέ, ωήλ, μώς, βδιού, Μιχαίου, Ζαχαρίου, κα Μαλαχίου. ν τούτοις δ περιέχονται κα νδεκα λόγοι ξηγητικο ες τος κλεκτος τόπους τς Γραφς. Κα δεκατρες λόγοι ες τν Γέννησιν το Κυρίου. Κα λόγοι δώδεκα περ το ν δμ Παραδείσου, κα λλα ξιόλογα κα φέλιμα. Ἐὰν γρ μελήσουν, χουν ν κατακριθον ς πονηρς δολος, κρύψας τ τάλαντον το κυρίου ατο ν τ γ. Λέγουσι δέ τινες, τι γιος φραμ συνέγραψε συριακ τρία μιλλιώνια στίχους. Κα ερώνυμος μαρτυρε ν τ καταλόγ τν κκλησιαστικν συγγραφέων, τι τ βιβλία του φθασαν ες τόσην δόξαν κα προτίμησιν, στε πο, ες πολλς κκλησίας μετ τς γίας Γραφς νεγινώσκοντο. (ρα τν Μελέτιον, τόμ. α΄, τς κκλησιαστικς στορίας, σελ. 398.) Δι ν μάθς δ πόσην κατάνυξιν προξενοσι τ βιβλία το Πατρς τούτου φραίμ, ρα ες τ Συναξάριον το σίου Εαρέστου, κατ τν εκοστν κτην το Δεκεμβρίου. Σημείωσαι, τι Γρηγόριος Νύσσης ν τ ες τν γιον φραμ γκωμί του λέγει περ ατο· « μέγας Πατρ μν κα τς οκουμένης Διδάσκαλος φραίμ». Τούτου τν Βίον λληνιστ συνέγραψεν Μεταφραστής, ο ρχή· «φραμ θαυμάσιος». (Σζεται ν τ τέλει τς βίβλου το γίου φραίμ, κα ν τ τν βήρων κα ν λλαις.)

*

Τ ατ μέρ μνήμη το σίου Πατρς μν Παλλαδίου.

Κρείττων πάρξας σαρκικν σκιρτημάτων,
Σκιρτ παρ’ ατ Παλλάδιος τ πόλ.

Οτος μακάριος Παλλάδιος κτισεν να μικρν κελλάκι ες να βουνόν, τ ποον πλησίαζε κοντ ες να χωρίον νομαζόμενον μμαι, (καθς λέγει Θεοδώρητος, τν Βίον το σίου τούτου συγγράψας ν ριθμ βδόμ τς Φιλοθέου στορίας, π τν ποον ρανίσθη κα τ Συναξάριον τοτο). Ες τοτο λοιπν τ κελλάκι κλεισε τν αυτόν του σιος, κα φ’ ο πόκτησεν γρυπνίαν, νηστείαν, κα παντοτινν προσευχήν, ξιώθη ν λάβ π τν Θεν τν θαυμάτων τν χάριν. νας γρ πραγματευτς χων μαζί του σπρα πολλά, περιπατοσε τν νύκτα ες τν δρόμον. λλος δ μιαρς νθρωπος στοχασθείς, τι βάσταζεν σπρα, παραμόνευσε κα τν φόνευσεν. πειτα πέρνωντας ατόν, τν ρριψεν ες τν πόρταν τς κέλλης το σίου. ταν δ γινεν μέρα, κα φανερώθη φονευθείς, τότε λοι τρέξαντες τζάκισαν τν θύραν το κελλίου του, κα καταδίκαζον ς φονέα τν σιον. θεν ες καιρν πο λοι περιτριγύρισαν ατόν, προσευχήθη σιος, κα νέστησε τν νεκρόν. δ νεκρς ναστηθείς, φανέρωσε ποος τν φόνευσε, κα τι σιος εναι το φόνου μέτοχος (2). Ο μόνον δ τοτο τ θαμα σιος ποίησεν, λλ κα λλα πολλότατα. Περισσότερον μως θαυμαστώθη, π τ ργα τς ρετς του. Οτω λοιπν διαπεράσας τν ζωήν του, κα ξιομνημόνευτα συγγράμματα φήσας ες τν κκλησίαν το Θεο πρς φέλειαν τν ναγινωσκόντων, ν ερήν πρς Κύριον μεταβέβηκεν (3).

(2) Προσθέττει δ Θεοδώρητος, τι φ’ ο ναστηθες δειξε μ τ δάκτυλόν του, ποος τν φόνευσεν, πίασαν ατόν. Κα κδύσαντες τ φορέματα, ερκαν τν μάχαιραν πάνω του, ποία τον κόμη αματωμένη. μοίως ερκαν κα τ σπρα το φονευθέντος, τ ποα γιναν ατία κα τν φόνευσεν.

(3) Σημείωσαι, τι σιος οτος Παλλάδιος γινεν πίσκοπος λενουπόλεως, κα κμασεν π τς βασιλείας το Μεγάλου Θεοδοσίου ν τει τπ΄ [380]. Λέγουσι δέ τινες, τι Παλλάδιος οτος, ατς λέγεται κα ρακλείδης πίσκοπος Καππαδοκίας, κα συνέγραψε τος Βίους τν σίων πο ερίσκονται ες τ βιβλίον τ καλούμενον Λαυσαϊκόν. Συμπεραίνουσι δ τοτο, διατ κα Παλλάδιος γραψε πρς Λασον τν Πραιπόσιτον, πρς ν γραψε κα ρακλείδης. Κατ λλους μως, λλος εναι Παλλάδιος π τν ρακλείδην. Κα τοτο δ κόμη προσημειομεν, τι Παλλάδιος λενουπόλεως, λλος εναι π τν Παλλάδιον τοτον. Καθότι συγγράψας τν Βίον ατο Θεοδώρητος, δν γράφει τι γινεν πίσκοπος. Φέρεται δ κα νας Παλλάδιος σιος ν τ Παραδείσ τν Πατέρων, χων διάφορα ποφθέγματα.

*

σιος Πατρ μν άκωβος σκητής, ν ερήν τελειοται.

πλθε σαρκς σπερ κ τινος πάγης,
σαρκς άκωβος, οχ’ λος πάγαις.

Οτος σιος φήσας λα το κόσμου τ πράγματα, κατοίκησεν ες να σπήλαιον δεκαπέντε χρόνους, κοντ ες μίαν κωμόπολιν, νομαζομένην Πορφυριώνη, κα κε μεταχειρίζετο κάθε σκησιν. Ες τοτον τν σιον λθέ ποτε μία γυν πόρνη παρακινηθεσα π μερικος κολάστους, ποία πηδήσασα πάνω ες ατν διάντροπα, τν παρακίνει ες σέλγειαν. δ σιος νθύμησεν ατν τν μέλλουσαν κόλασιν το αωνίου πυρός. θεν καμεν ατν ν μετανοήσ, κα ν προσέλθ ες τν Χριστόν. πειδ μως κανένας νθρωπος ψιλός, δν μπορε ν ποφύγ τς μηχανς κα παγίδας το πονηρο Διαβόλου, δι τοτο κολούθησε ν πέσ κα οτος ς νθρωπος, ες πτώματα κα μαρτίας μεγάλας, να κ το παραδείγματος τούτου, προσέχουν ες τν αυτόν τους ο νάρετοι κενοι, ο ποοι νομίζουν τι στέκονται, κα ν πέσουν δν μπορον. Κα πρς τούτοις, να κ το ναντίου, φ’ ο πέσουν οτοι ες μαρτίας μεγάλας, πάλιν σηκωθον δι τς μετανοίας, κα μ πελπισθσιν. νας γρ ρχων νδοξος, χωντας θυγατέρα δαιμονιζομένην, πρόσφερεν ατν ες τν σιον τοτον δι ν τν ατρεύσ. δ γιος προσευχηθείς, παρευθς λευθέρωσεν ατν π τ δαιμόνιον. δ πατρ τς κόρης, φοβηθες μήπως πάλιν δαίμων νοχλήσ ατήν, φκε τν κόρην μαζ μ τν νέον δελφόν της ες τ σπήλαιον το σίου.

δ σιος νικηθες π τν πιθυμίαν, φε το πτώματος! διαφθείρει τν κόρην. πειτα τί γίνεται; Φοβηθες δι ν μ φανερωθ σιγχαμερ ατη πρξίς του, φονεύει μν τν γυνακα, φονεύει δ μο κα τν δελφόν της. Τ δ νεκρ σώματα τούτων, ίπτει ατ ες τν ποταμόν, πο κε κοντ τρεχεν. κ τούτου δ πελπισθες τελείως π τν σωτηρίαν του, ρμησε δι ν πάγ ες τν κόσμον. Ες καιρν δ πο πήγαινεν, παντ ατν νας ελαβς Μοναχός, ες το ποίου τς παραινέσεις κα συμβουλς πακούσας σιος, σφάλισε τν αυτόν του μέσα ες να τάφον, κα κε πέμεινε κάθε σκληραγωγίαν κα κακοπάθειαν (4). Μετ τατα, κολούθησε ν γέν μίαν φορν ξηρασία κα βροχία ες τν χώραν κείνην. θεν προστάζει Θες τν πίσκοπον τς πόλεως, τι ν άκωβος, πο εναι κλεισμένος μέσα ες τν τάφον, δν προσευχηθ, δν θέλει λυθ βροχία. Τότε λοιπν πγεν ες τν σιον πίσκοπος μ λον τν λαν κα πολλ παρακαλέσας ατόν, τν πεισε δι ν προσευχηθ. θεν εθς πο προσευχήθη, γινε βροχ πολλή. κ τούτου λοιπν λαβν σιος καλς λπίδας περ τς σωτηρίας του πρόσθεσε σκληραγωγίαν πάνω ες τν σκληραγωγίαν, κα δάκρυα πάνω ες τ δάκρυα, κα τζι μ πολιτείαν θεάρεστον τελειώσας τν ζωήν του, παρέδωκε τν ψυχήν του ες χερας Θεο.

(4) Σημείωσαι, τι προσευχ πο λεγε γονατιστς δέκα χρόνους σιος οτος άκωβος ν τ τάφ ερισκόμενος, τον ατη· «Πς τενίσω πρός σε Θεός; ποίαν δ ρχν τς ξομολογήσεως εροιμι; ποί καρδί ποί θαρρήσας συνειδότι, γλσσαν σεβ, κα χείλη μολυσμο γέμοντα, κινσαι πειράσωμαι; ποίας δ μαρτίας πρτον φεσιν ατσαι κατατολμήσω; φεσαι φιλάνθρωπε Κύριε! λεως γενο τ ναξί, Δέσποτα γαθέ, κα μ συναπολέσς με τας ασχρας μου πράξεσιν. Ο γρ μικρά μου τ δυσσεβήματα. Πορνείαν τέλεσα. Φόνον εργασάμην. Αμα θον ξέχεα. Κα πρς τούτοις, τος δασι, κα θηρίοις, κα πετεινος δέδωκα ες βοράν. Κα νν Κύριε, εδότι σοι τ πντα ξομολογομαι, γαθέ, τν τούτων ξαιτούμενος φεσιν. Μ παρίδς με Δέσποτα. λλ κατ τν σο πρέπουσαν εσπλαγχνίαν, οκτείρησόν με τν σεβ. Κα κατάπεμψον ες μ τ παρ σο πλούσιον λεος, λθόντα π τ τς μαρτίας βάραθρα. Κατεπόντισέ με γάρ, το λυμενος χθρο καταιγίς. Μ δ καταπί με δράκων βύθιος». Κα τ λοιπά.

*

Α γιαι δύω Μάρτυρες, Μήτηρ κα Θυγάτηρ, ξίφει τελειονται.

Τ παιδ συγκλίνασα Μήτηρ τν κάραν,
Ξίφει συνεξέπνευσε τ Θυγατρί.

*

γία Μάρτυς Χάρις, τος πόδας κκοπεσα, τελειοται.

Πόδας Χάρις τμηθεσα πρς Θεν τρέχει.
Τος ψυχικος γρ ο συνετμήθη πόδας.

Τας τν σν γίων πρεσβείαις Χριστ Θες λέησον μς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Των Αγίων Εφραίμ του Σύρου, Παλλαδίου, Ιακώβου ασκητού κ.ά.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.