Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου27 Ιουλίου

Των Αγίων Παντελεήμονος, Ανθούσης, Μανουήλ, Χριστοδούλου Νεομάρτυρος κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιος ΠαντελεήμωνΤω αυτώ μηνί ΚΖ’, μνήμη του Αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος και ιαματικού Παντελεήμονος.

Γαλακτόμικτον Μάρτυς αίμα σης κάρας,
Δι’ ην υδατόμικτον ο Χριστός χέει (1).

Φάσγανον εβδομάτη λάχεν εικάδι Παντελεήμων.

Ούτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού εν έτει τδ’ [304], καταγόμενος από την πόλιν της Νικομηδείας, υιός πατρός μεν Έλληνος, Ευστοργίου ονομαζομένου, μητρός δε, εκ προγόνων ούσης Χριστιανής, καλουμένης Ευβούλης. Έμαθε δε, την μεν των σωμάτων ιατρικήν τέχνην, από κάποιον Ευφρόσυνον, όστις είχε δόξαν και φήμην μεγαλωτάτην, και εφαίνετο ότι έφθασεν εις το άκρον της ιατρικής. Την δε της ψυχής και κατά Χριστόν ιατρικήν, έμαθεν από τον Άγιον Ερμόλαον, τον Ιερέα της εν Νικομηδεία Εκκλησίας, περί ου προείπομεν εις την εικοστήν έκτην του παρόντος. Δια μέσου γαρ της κατά Χριστόν ιατρικής ταύτης, ανέστησεν ο Άγιος ένα παιδίον, οπού εδαγκάσθη από μίαν έχιδναν, και ήτον κάτω πεσμένον νεκρόν, μόνον με το να επικαλέσθη ο Άγιος το του Χριστού όνομα. Όθεν εβαπτίσθη από τον ρηθέντα Άγιον Ερμόλαον, και ωδηγήθη εις την του Χριστού πίστιν. Ο δε τρόπος του μαρτυρίου αυτού, έγινε με τοιούτον τρόπον. Ένας τυφλός επήγεν εις τον Άγιον και ιατρεύθη. Ερωτηθείς δε από τον βασιλέα, ποίος τον ιάτρευσεν; απεκρίθη, ότι ο Παντολέων (τούτο γαρ ήτον το πρώτον του όνομα) επειδή και επικαλέσθη το όνομα του Χριστού. Επρόσθεσε δε και τούτο, ότι και αυτός πιστεύει εις τον Χριστόν. Όθεν παρευθύς επρόσταξεν ο βασιλεύς και απεκεφάλισαν τον ποτέ τυφλόν, τον δε Παντολέοντα ερευνήσαντες, ευρήκαν και έφεραν ενώπιον του βασιλέως.

Και επειδή ο Άγιος ούτε με κολακείας, ούτε με φοβερισμούς επείσθη να αρνηθή την πίστιν του Χριστού, δια τούτο έδειραν αυτόν δυνατά, και έκαυσαν με αναμμένας λαμπάδας. Εμφανισθείς δε ο Κύριος εις τον Άγιον με το σχήμα Ερμολάου του Ιερέως, είπεν εις αυτόν, να έχη θάρρος. Αλλά και όταν εβάλθη ο Άγιος εις το βρασμένον μολύβι, και όταν έρριψαν αυτόν εις την θάλασσαν, και τότε, λέγω, εφάνη ο Κύριος, ότι μαζί με τον Παντελεήμονα εβάλθη μέσα εις αυτά, όθεν και έμεινεν αβλαβής από όλα τα βάσανα. Έπειτα εδόθη εις τα θηρία δια να τον φάγουν, φυλαχθείς δε και από αυτά αβλαβής, εδέθη εις ένα τροχόν καρφωμένον με μαχαίρια κοπτερά, ο οποίος από υψηλόν μέρος ερρίφθη εις τον κατήφορον. Μετά δε ταύτα έλαβεν ο Άγιος την του θανάτου απόφασιν. Όθεν επροσευχήθη, και τελειωθείσης της προσευχής, ήλθε θεία φωνή ονομάζουσα αυτόν αντί Παντολέοντος Παντελεήμονα. Όταν δε έμελλε να αποκεφαλισθή ο Άγιος, εξάπλωσεν ο δήμιος το χέρι του δια να τον κτυπήση με το σπαθί, και ω του θαύματος! ευθύς έλυσεν ωσάν το κηρί. Όθεν οι στρατιώται βλέποντες το τοιούτον θαυμάσιον, επίστευσαν εις τον Χριστόν. Τότε ο Άγιος κλίνας θεληματικώς την κεφαλήν, απεκεφαλίσθη. Λέγουσι δε, ότι αντί αίμα, ευγήκε γάλα από τον λαιμόν του, και ότι το δένδρον της ελαίας, εις το οποίον ήτον δεμένος ο Άγιος, ξηρόν πρότερον ον, ευθύς εβλάστησε και εύγαλε καρπόν. Τελείται δε η Σύναξις αυτού και εορτή εις την επώνυμον αυτού Εκκλησίαν. (Τον κατά πλάτος Βίον τούτου όρα εις το Εκλόγιον (2).)

(1) Το δίστιχον τούτο ίσως ούτως ερμηνεύεται· το αίμα της εδικής σου κάρας Μάρτυς Παντελεήμων, εξήλθε μεμιγμένον με γάλα, δια την οποίαν κάραν σου, ήτοι δια σε, του μέρους λαμβανομένου αντί όλου συνεκδοχικώς, δια σε, λέγω, έχυσεν ο Χριστός από την πλευράν του αίμα μεμιγμένον με ύδωρ. «Λόγχη γάρ φησιν αυτού την πλευράν ένυξε, και ευθέως εξήλθεν αίμα και ύδωρ».

(2) Εις τον Άγιον τούτον Παντελεήμονα σώζεται εν εγκώμιον απλούν και γλαφυρόν, όπερ ευρίσκεται εις το Κυριακόν της Σκήτεως της Ιεράς Μονής του Κουτλουμουσίου. Εφιλοπόνησε δε εις αυτόν και ολόκληρον οκτώηχον Κανόνων ο Άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος, όστις ευρίσκεται εν τη Σκήτη του Καυσοκαλυβίου, εν τινι Εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονος. Ευρίσκεται δε εις την αυτήν Σκήτην του Κουτλουμουσίου και παρακλητικός Κανών προς τον Άγιον τούτον. Έχει δε και Νικήτας ο Ρήτωρ εγκώμιον εις τον Άγιον Παντελεήμονα, ου η αρχή· «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού». (Σώζεται δε εν τη Λαύρα, εν τω Κοινοβίω του Διονυσίου, εν τω πέμπτω Πανηγυρικώ της Ιεράς Μονής του Βατοπαιδίου, και εν τη των Ιβήρων. Εν τη αυτή δε Λαύρα και τη των Ιβήρων σώζεται και ο ελληνικός Βίος αυτού, ου η αρχή· «Της ειδωλικής αχλύος κατά πάσης της οικουμένης». Ομοίως και έτερον εγκώμιον προς τον αυτόν εν τη αυτή Μονή των Ιβήρων σώζεται, ου η αρχή· «Έστι μεν ουδέν ούτως επέραστον».)

*

Τη αυτή ημέρα ο υπό του Αγίου Παντελεήμονος ιαθείς τυφλός, και τον Χριστόν Θεόν ομολογήσας, ξίφει τελειούται.

Αυγήν εφευρών σαρκικών τυφλός λύχνων,
Και ψυχικήν ήθροισεν αυγήν εκ ξίφους.

*

Μνήμη της Οσίας μητρός ημών Ανθούσης της Ομολογητρίας, της εν τη αγιωτάτη Μονή του Μαντινέου.

Χριστόν μεν αινεί Ανθούσα παρά πλάνοις,
Χριστός δε αύθις Ανθούσαν παρ’ Αγγέλοις.

Αύτη η Αγία ήτον κατά τους χρόνους Κωνσταντίνου του Κοπρωνύμου, εν έτει ψμα’ [741], θυγάτηρ γονέων ευσεβών, Στρατηγίου και Φευρωνίας ονομαζομένων. Αύτη λοιπόν η μακαρία, επειδή ηγάπησε την παρθενίαν και καθαρότητα από αυτάς σχεδόν τας μητρικάς αγκάλας, εζούσε μέσα εις τα όρη και εις τα σπήλαια και εις τας τρύπας της γης, κατά τον Απόστολον, αποστρεφομένη μεν και μισούσα, όλα τα βιωτικά πράγματα, μόνον δε την ησυχίαν αγαπώσα και εναγκαλιζομένη. Κατ’ εκείνας δε τας ημέρας έτυχε να υπάγη εις τον τόπον του Μαντινέου ένας Ιερομόναχος Σισίνιος ονομαζόμενος, ο οποίος ήτον θαυματουργός και Άγιος άνθρωπος, και εμεταχειρίζετο κάθε είδος αρετής. Όθεν η αοίδιμος Ανθούσα βλέπουσα αυτόν, επαρακινήθη να τον μιμηθή εις τας αρετάς. Και πρώτον μεν, έλαβεν από αυτόν τύπον και κανόνα, πώς να πολιτεύεται εις την μοναδικήν ζωήν. Δεύτερον δε, δια να γυμνασθή εις την υπακοήν, επροστάχθη παρ’ αυτού να έμβη μέσα εις ένα φούρνον αναμμένον. Η δε Αγία υπακούσασα, εμβήκεν εις αυτόν, και πάλιν ευγήκε, χωρίς να βλαβή ολότελα. Και άλλας δε υψηλοτέρας αρετάς έμαθεν από αυτόν η Οσία, αι οποίαι κάμνουσι τον άνθρωπον να πλησιάση εις τον Θεόν. Προείπε δε εις αυτήν ο Μοναχός εκείνος, ότι μέλλει να συστήση Μοναστήριον, και ότι έχει να λάβη την ηγουμενίαν εννεακοσίων καλογραίων, ο και πραγματικώς ηκολούθησεν ύστερον. Μετά ταύτα εκουρεύθη τας τρίχας από τον θαυματουργόν εκείνον Σισίνιον, και επροστάχθη παρ’ αυτού να κατοικήση εις το μικρόν νησάκι της λίμνης, της πλησιαζούσης κοντά εις το χωρίον το καλούμενον Περκελέ. Καταγινομένη λοιπόν η μακαρία εις την εγκράτειαν, και εις την λοιπήν σκληραγωγίαν του σώματος, έγινε της Αγίας Τριάδος κατοικητήριον. Φορέσασα γαρ σίδηρα, και ενδυθείσα με φορέματα τρίχινα, ήγουν υφασμένα από γηδίσσας τρίχας, έξω σαρκός και κόσμου ενομίζετο κοντά εις τους φρονίμους. Πηγαίνουσα δε μίαν φοράν εις τον ρηθέντα Άγιον Σισίνιον, παρεκάλει αυτόν να της δώση άδειαν να κτίση Ναόν εις το όνομα της Αγίας Άννης της μητρός της Θεοτόκου. Ο δε Σισίνιος νουθετήσας αυτήν πολλά και διδάξας, επροείπεν εις αυτήν σαφέστατα εκείνα, οπού έμελλον να της ακολουθήσουν, και έτζι αφήκεν αυτήν να υπάγη, φανερώσας και τον καιρόν, κατά τον οποίον έμελλεν αυτός να αποθάνη.

Έκτισε λοιπόν η Οσία τον ποθούμενον Ναόν της Αγίας Άννης, και εσυνάχθησαν εκεί έως τριάκοντα καλογραίαι. Και εις καιρόν οπού επλησίαζον να έλθουν εις έργον εκείνα, οπού επροείπεν ο Όσιος Σισίνιος εις την Αγίαν, ευγήκεν από την παρούσαν ζωήν ο μακάριος, και απήλθε προς Κύριον. Βλέπουσα δε μετά ταύτα η Αγία Ανθούσα, πως αι αδελφαί οπού εσυνάχθησαν, έδειχνον εις αυτήν υπακοήν και ευπείθειαν, τούτου χάριν έκτισεν ακόμη εκ θεμελίων δύω ιερούς Ναούς, τον ένα μεν, εις όνομα της Θεοτόκου, τον άλλον δε, εις όνομα των Αγίων Αποστόλων. Και τον μεν Ναόν της Θεοτόκου, αφιέρωσεν εις τας καλογραίας, τον δε Ναόν των Αγίων Αποστόλων, αφιέρωσεν εις τους Μοναχούς. Όθεν πολλοί κοσμικοί θέλοντες να μετανοήσουν δια τας αμαρτίας των, άφιναν τον κόσμον και επήγαιναν, πρότερον μεν εις τον ρηθέντα Άγιον Σισίνιον εν όσω έζη, ύστερον δε και εις την Αγίαν Ανθούσαν ταύτην, οδηγούμενοι από αυτήν και προς τας αρετάς παιδαγωγούμενοι. Επειδή δε η Αγία ήτον γεμάτη από τα ορθά δόγματα της πίστεως, δια τούτο απεστρέφετο κάθε νεωτέραν αίρεσιν. Όθεν εκ τούτου έγινε περιβόητος, και η φήμη ταύτης διέδραμεν έως και εις αυτούς τους βασιλείς. Ήτον δε τότε βασιλεύς Κωνσταντίνος ο Κοπρώνυμος, ο και Καβαλίνος επονομαζόμενος, ως ανωτέρω είπομεν, ο μισόχριστος εκείνος και εικονομάχος, ο οποίος εσπούδαζε να γυρίση την Αγίαν ταύτην εις την πλάνην του. Όθεν αποστείλας ένα ομόφρονά του εικονομάχον, πήγαινε, του είπεν, εις το Μοναστήριον του Μαντινέου, και ευρών την Ανθούσαν, κατάπεισον αυτήν να κλίνη εις την εδικήν μας δόξαν, ήτοι εις το να αθετήση την προσκύνησιν των αγίων εικόνων. Και ει μεν πεισθή, καλώς αν έχοι, ειδέ μη, τιμώρησον αυτήν, έως ου να την πείσης και στανικώς να υποταχθή εις τα εδικά μας προστάγματα. Ο δε απεσταλμένος πέρνωντας μαζί του και άλλους ανθρώπους, και συνάξας πολλάς αγίας εικόνας, έφερεν εις εξέτασιν την Οσίαν, ομού και τον ανεψιόν της, ο οποίος ήτον Ηγούμενος εις ένα ανδρίκειον Μοναστήριον. Παρευθύς λοιπόν, τον μεν ανεψιόν της Αγίας Ηγούμενον, έδειρεν εις πολλήν ώραν και εξέσχισε το σώμα του, εις τον οποίον έδιδεν η Αγία θάρρος και δύναμιν δια να μένη εις την ομολογίαν και προσκύνησιν των αγίων εικόνων, και να υποφέρη ανδρείως τα βάσανα. Εις καιρόν δε οπού εκινδύνευε να αποθάνη από τα βάσανα, αφέθη και δεν εβασανίσθη πλέον.

Την δε Αγίαν Ανθούσαν ετέντωσαν από τέσσαρα μέρη, και έδειραν απανθρώπως με βούνευρα. Έπειτα ανάψας ο αλιτήριος τας αγίας εκείνας εικόνας, οπού εσύναξεν, έτζι αναμμένας τας έβαλεν επάνω εις την κεφαλήν της Αγίας, εις δε τους πόδας της έβαλεν αναμμένα κάρβουνα. Επειδή δε η Οσία έμεινεν αβλαβής, με την χάριν του Χριστού, δια τούτο εξώρισεν αυτήν. Μετά ταύτα επήγεν ο βασιλεύς Κοπρώνυμος εις την επαρχίαν εκείνην του Μαντινέου, και παραστήσας έμπροσθέν του την Αγίαν, εμελέτα να της κάμη πολλά βασανιστήρια. Αλλ’ η Αγία εμπόδισεν αυτόν από τους σκοπούς του, διατί τον επάταξε με αορασίαν, και δεν έβλεπεν. Επειδή δε η βασίλισσα εκινδύνευσεν επάνω εις την γένναν, και έμελλε να αποθάνη, δια τούτο ερώτησε την Αγίαν ο βασιλεύς περί αυτής. Η δε Αγία προείπεν, ότι δεν θέλει αποθάνη, αλλ’ έχει να γεννήση δύω παιδία αρσενικόν και θηλυκόν, και ου μόνον τούτο, αλλά προείπε, και ποίαν ζωήν μέλλει να περάση κάθε παιδίον. Ταύτα δε ακούσασα η βασίλισσα, ευλαβήθη. Όθεν αφιέρωσεν εις το Μοναστήριον της Αγίας πολλά υποστατικά και αφιερώματα. Τότε και ο βασιλεύς ευλαβηθείς, αφήκεν αυτήν, και πλέον δεν την επαίδευσεν. Έτζι ηξεύρει η αρετή και τα θηρία να ημερόνη, και τους πολεμίους να κάμνη φίλους. Όθεν η Αγία εμεγαλύνθη, και ευφημίζετο από τα στόματα πάντων. Δια τούτο και πολλοί έτρεχον εις αυτήν, άλλοι μεν, δια να λάβουν την ευχήν της και ευλογίαν, άλλοι δε, δια να γένουν Μοναχοί, και άλλοι, δια να ιατρευθούν από τας ασθενείας οπού είχον. Ανάμεσα δε εις αυτούς επήγε και ένας στρατιώτης προς την Αγίαν ομού με την γυναίκα του. Και εζήτει από αυτήν παιδίον, οπού δεν είχεν, υποσχόμενος, ότι εάν γεννήση παιδίον, να προσφέρη αυτό εις τον Θεόν. Ακούσας δε να του ειπή η Αγία τα διανοήματα της καρδίας του, και λαβών πληροφορίαν παρ’ αυτής, ότι μέλλει να γεννήση παιδίον, χαίρωντας εγύρισεν εις τον οίκον του.

Πολλά δε και άλλα θαύματα εποίησεν η Οσία αύτη Ανθούσα, ώστε οπού (δια να μεταχειρισθούμεν το σχήμα της υπερβολής) αν ημπορή τινας να μετρήση την άμμον της θαλάσσης, και τας σταλαγματίας της βροχής, και το βάθος της θαλάσσης, και το ύψος του ουρανού, και το πλάτος και μήκος της γης, αυτός ημπορεί να γράψη και τα θαυμαστά έργα οπού εποίησεν αύτη. Επειδή όμως και αυτή ήτον άνθρωπος, και έπρεπε να γευθή θάνατον, δια τούτο ύπνωσεν η μακαρία τον δικαίοις πρέποντα ύπνον, κατ’ αυτήν την σημερινήν ημέραν της μνήμης του Μεγαλομάρτυρος Αγίου Παντελεήμονος. Τούτο γαρ ηύχετο η αοίδιμος να τελειώση εις την ημέραν ταύτην. Τελειωθείσα δε, ενταφιάσθη μέσα εις το κελλίον, εις το οποίον επέρασε την ζωήν της. Ετέλει δε και μετά θάνατον θαύματα πάμπολλα, εις δόξαν Χριστού του Θεού ημών, και εις ένδειξιν της θεαρέστου αυτής πολιτείας.

*

Οι Άγιοι εκατόν πεντήκοντα τρεις Μάρτυρες, οι εκ της Θράκης, εν τη θαλάσση τελειούνται.

Θαλασσοάθλους ισαρίθμους Χριστέ μου,
Άγρα θαλάσσης Τιβεριάδος, δέχου.

*

Ο Όσιος Μανουήλ εν ειρήνη τελειούται.

Είκειν λογισμώ Μανουήλ πείσας πάθη,
Παθών υπήρξε πριν θανείν αυτοκράτωρ.

*

Ο Άγιος Νεομάρτυς Χριστόδουλος ο εκ Κασσάνδρας, εν Θεσσαλονίκη μαρτυρήσας κατά το έτος ͵αψοζ’ [1777], αγχόνη τελειούται.

Ο Χριστόδουλος σταυρόν αίρων αγχόνην,
Στερρώς υπήλθε δούλος ως Χριστού μέγας (3).

(3) Το Μαρτύριον αυτού όρα εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Άγιος ΠαντελεήμωνΤῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΖ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος καὶ ἰαματικοῦ Παντελεήμονος.

Γαλακτόμικτον Μάρτυς αἷμα σῆς κάρας,
Δι’ ἣν ὑδατόμικτον ὁ Χριστὸς χέει (1).

Φάσγανον ἑβδομάτῃ λάχεν εἰκάδι Παντελεήμων.

Οὗτος ὁ Ἅγιος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ ἐν ἔτει τδ΄ [304], καταγόμενος ἀπὸ τὴν πόλιν τῆς Νικομηδείας, υἱὸς πατρὸς μὲν Ἕλληνος, Εὐστοργίου ὀνομαζομένου, μητρὸς δέ, ἐκ προγόνων οὔσης Χριστιανῆς, καλουμένης Εὐβούλης. Ἔμαθε δέ, τὴν μὲν τῶν σωμάτων ἰατρικὴν τέχνην, ἀπὸ κᾄποιον Εὐφρόσυνον, ὅστις εἶχε δόξαν καὶ φήμην μεγαλωτάτην, καὶ ἐφαίνετο ὅτι ἔφθασεν εἰς τὸ ἄκρον τῆς ἰατρικῆς. Τὴν δὲ τῆς ψυχῆς καὶ κατὰ Χριστὸν ἰατρικήν, ἔμαθεν ἀπὸ τὸν Ἅγιον Ἑρμόλαον, τὸν Ἱερέα τῆς ἐν Νικομηδείᾳ Ἐκκλησίας, περὶ οὗ προείπομεν εἰς τὴν εἰκοστὴν ἕκτην τοῦ παρόντος. Διὰ μέσου γὰρ τῆς κατὰ Χριστὸν ἰατρικῆς ταύτης, ἀνέστησεν ὁ Ἅγιος ἕνα παιδίον, ὁποῦ ἐδαγκάσθη ἀπὸ μίαν ἔχιδναν, καὶ ἦτον κάτω πεσμένον νεκρόν, μόνον μὲ τὸ νὰ ἐπικαλέσθη ὁ Ἅγιος τὸ τοῦ Χριστοῦ ὄνομα. Ὅθεν ἐβαπτίσθη ἀπὸ τὸν ῥηθέντα Ἅγιον Ἑρμόλαον, καὶ ὡδηγήθη εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν. Ὁ δὲ τρόπος τοῦ μαρτυρίου αὐτοῦ, ἔγινε μὲ τοιοῦτον τρόπον. Ἕνας τυφλὸς ἐπῆγεν εἰς τὸν Ἅγιον καὶ ἰατρεύθη. Ἐρωτηθεὶς δὲ ἀπὸ τὸν βασιλέα, ποῖος τὸν ἰάτρευσεν; ἀπεκρίθη, ὅτι ὁ Παντολέων (τοῦτο γὰρ ἦτον τὸ πρῶτόν του ὄνομα) ἐπειδὴ καὶ ἐπικαλέσθη τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἐπρόσθεσε δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι καὶ αὐτὸς πιστεύει εἰς τὸν Χριστόν. Ὅθεν παρευθὺς ἐπρόσταξεν ὁ βασιλεὺς καὶ ἀπεκεφάλισαν τὸν ποτὲ τυφλόν, τὸν δὲ Παντολέοντα ἐρευνήσαντες, εὑρῆκαν καὶ ἔφεραν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως.

Καὶ ἐπειδὴ ὁ Ἅγιος οὔτε μὲ κολακείας, οὔτε μὲ φοβερισμοὺς ἐπείσθη νὰ ἀρνηθῇ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, διὰ τοῦτο ἔδειραν αὐτὸν δυνατά, καὶ ἔκαυσαν μὲ ἀναμμένας λαμπάδας. Ἐμφανισθεὶς δὲ ὁ Κύριος εἰς τὸν Ἅγιον μὲ τὸ σχῆμα Ἑρμολάου τοῦ Ἱερέως, εἶπεν εἰς αὐτόν, νὰ ἔχῃ θάρρος. Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἐβάλθη ὁ Ἅγιος εἰς τὸ βρασμένον μολύβι, καὶ ὅταν ἔρριψαν αὐτὸν εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ τότε, λέγω, ἐφάνη ὁ Κύριος, ὅτι μαζὶ μὲ τὸν Παντελεήμονα ἐβάλθη μέσα εἰς αὐτά, ὅθεν καὶ ἔμεινεν ἀβλαβὴς ἀπὸ ὅλα τὰ βάσανα. Ἔπειτα ἐδόθη εἰς τὰ θηρία διὰ νὰ τὸν φάγουν, φυλαχθεὶς δὲ καὶ ἀπὸ αὐτὰ ἀβλαβής, ἐδέθη εἰς ἕνα τροχὸν καρφωμένον μὲ μαχαίρια κοπτερά, ὁ ὁποῖος ἀπὸ ὑψηλὸν μέρος ἐρρίφθη εἰς τὸν κατήφορον. Μετὰ δὲ ταῦτα ἔλαβεν ὁ Ἅγιος τὴν τοῦ θανάτου ἀπόφασιν. Ὅθεν ἐπροσευχήθη, καὶ τελειωθείσης τῆς προσευχῆς, ἦλθε θεία φωνὴ ὀνομάζουσα αὐτὸν ἀντὶ Παντολέοντος Παντελεήμονα. Ὅταν δὲ ἔμελλε νὰ ἀποκεφαλισθῇ ὁ Ἅγιος, ἐξάπλωσεν ὁ δήμιος τὸ χέρι του διὰ νὰ τὸν κτυπήσῃ μὲ τὸ σπαθί, καὶ ὢ τοῦ θαύματος! εὐθὺς ἔλυσεν ὡσὰν τὸ κηρί. Ὅθεν οἱ στρατιῶται βλέποντες τὸ τοιοῦτον θαυμάσιον, ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστόν. Τότε ὁ Ἅγιος κλίνας θεληματικῶς τὴν κεφαλήν, ἀπεκεφαλίσθη. Λέγουσι δέ, ὅτι ἀντὶ αἷμα, εὐγῆκε γάλα ἀπὸ τὸν λαιμόν του, καὶ ὅτι τὸ δένδρον τῆς ἐλαίας, εἰς τὸ ὁποῖον ἦτον δεμένος ὁ Ἅγιος, ξηρὸν πρότερον ὄν, εὐθὺς ἐβλάστησε καὶ εὔγαλε καρπόν. Τελεῖται δὲ ἡ Σύναξις αὐτοῦ καὶ ἑορτὴ εἰς τὴν ἐπώνυμον αὐτοῦ Ἐκκλησίαν. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον τούτου ὅρα εἰς τὸ Ἐκλόγιον (2).)

(1) Τὸ δίστιχον τοῦτο ἴσως οὕτως ἑρμηνεύεται· τὸ αἷμα τῆς ἐδικῆς σου κάρας Μάρτυς Παντελεήμων, ἐξῆλθε μεμιγμένον μὲ γάλα, διὰ τὴν ὁποίαν κάραν σου, ἤτοι διὰ σέ, τοῦ μέρους λαμβανομένου ἀντὶ ὅλου συνεκδοχικῶς, διὰ σέ, λέγω, ἔχυσεν ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴν πλευράν του αἷμα μεμιγμένον μὲ ὕδωρ. «Λόγχῃ γάρ φησιν αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε, καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ».

(2) Εἰς τὸν Ἅγιον τοῦτον Παντελεήμονα σῴζεται ἓν ἐγκώμιον ἁπλοῦν καὶ γλαφυρόν, ὅπερ εὑρίσκεται εἰς τὸ Κυριακὸν τῆς Σκήτεως τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Κουτλουμουσίου. Ἐφιλοπόνησε δὲ εἰς αὐτὸν καὶ ὁλόκληρον ὀκτώηχον Κανόνων ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ ὁ ὑμνογράφος, ὅστις εὑρίσκεται ἐν τῇ Σκήτῃ τοῦ Καυσοκαλυβίου, ἔν τινι Ἐκκλησίᾳ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος. Εὑρίσκεται δὲ εἰς τὴν αὐτὴν Σκήτην τοῦ Κουτλουμουσίου καὶ παρακλητικὸς Κανὼν πρὸς τὸν Ἅγιον τοῦτον. Ἔχει δὲ καὶ Νικήτας ὁ Ῥήτωρ ἐγκώμιον εἰς τὸν Ἅγιον Παντελεήμονα, οὗ ἡ ἀρχή· «Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς Ἁγίοις αὐτοῦ». (Σῴζεται δὲ ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῷ Κοινοβίῳ τοῦ Διονυσίου, ἐν τῷ πέμπτῳ Πανηγυρικῷ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Βατοπαιδίου, καὶ ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων. Ἐν τῇ αὐτῇ δὲ Λαύρᾳ καὶ τῇ τῶν Ἰβήρων σῴζεται καὶ ὁ ἑλληνικὸς Βίος αὐτοῦ, οὗ ἡ ἀρχή· «Τῆς εἰδωλικῆς ἀχλύος κατὰ πάσης τῆς οἰκουμένης». Ὁμοίως καὶ ἕτερον ἐγκώμιον πρὸς τὸν αὐτὸν ἐν τῇ αὐτῇ Μονῇ τῶν Ἰβήρων σῴζεται, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἔστι μὲν οὐδὲν οὕτως ἐπέραστον».)

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος ἰαθεὶς τυφλός, καὶ τὸν Χριστὸν Θεὸν ὁμολογήσας, ξίφει τελειοῦται.

Αὐγὴν ἐφευρὼν σαρκικῶν τυφλὸς λύχνων,
Καὶ ψυχικὴν ἤθροισεν αὐγὴν ἐκ ξίφους.

*

Μνήμη τῆς Ὁσίας μητρὸς ἡμῶν Ἀνθούσης τῆς Ὁμολογητρίας, τῆς ἐν τῇ ἁγιωτάτῃ Μονῇ τοῦ Μαντινέου.

Χριστὸν μὲν αἰνεῖ Ἀνθοῦσα παρὰ πλάνοις,
Χριστὸς δὲ αὖθις Ἀνθοῦσαν παρ’ Ἀγγέλοις.

Αὕτη ἡ Ἁγία ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Κωνσταντίνου τοῦ Κοπρωνύμου, ἐν ἔτει ψμα΄ [741], θυγάτηρ γονέων εὐσεβῶν, Στρατηγίου καὶ Φευρωνίας ὀνομαζομένων. Αὕτη λοιπὸν ἡ μακαρία, ἐπειδὴ ἠγάπησε τὴν παρθενίαν καὶ καθαρότητα ἀπὸ αὐτὰς σχεδὸν τὰς μητρικὰς ἀγκάλας, ἐζοῦσε μέσα εἰς τὰ ὄρη καὶ εἰς τὰ σπήλαια καὶ εἰς τὰς τρύπας τῆς γῆς, κατὰ τὸν Ἀπόστολον, ἀποστρεφομένη μὲν καὶ μισοῦσα, ὅλα τὰ βιωτικὰ πράγματα, μόνον δὲ τὴν ἡσυχίαν ἀγαπῶσα καὶ ἐναγκαλιζομένη. Κατ’ ἐκείνας δὲ τὰς ἡμέρας ἔτυχε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν τόπον τοῦ Μαντινέου ἕνας Ἱερομόναχος Σισίνιος ὀνομαζόμενος, ὁ ὁποῖος ἦτον θαυματουργὸς καὶ Ἅγιος ἄνθρωπος, καὶ ἐμεταχειρίζετο κάθε εἶδος ἀρετῆς. Ὅθεν ἡ ἀοίδιμος Ἀνθοῦσα βλέπουσα αὐτόν, ἐπαρακινήθη νὰ τὸν μιμηθῇ εἰς τὰς ἀρετάς. Καὶ πρῶτον μέν, ἔλαβεν ἀπὸ αὐτὸν τύπον καὶ κανόνα, πῶς νὰ πολιτεύεται εἰς τὴν μοναδικὴν ζωήν. Δεύτερον δέ, διὰ νὰ γυμνασθῇ εἰς τὴν ὑπακοήν, ἐπροστάχθη παρ’ αὐτοῦ νὰ ἔμβῃ μέσα εἰς ἕνα φοῦρνον ἀναμμένον. Ἡ δὲ Ἁγία ὑπακούσασα, ἐμβῆκεν εἰς αὐτόν, καὶ πάλιν εὐγῆκε, χωρὶς νὰ βλαβῇ ὁλότελα. Καὶ ἄλλας δὲ ὑψηλοτέρας ἀρετὰς ἔμαθεν ἀπὸ αὐτὸν ἡ Ὁσία, αἱ ὁποῖαι κάμνουσι τὸν ἄνθρωπον νὰ πλησιάσῃ εἰς τὸν Θεόν. Προεῖπε δὲ εἰς αὐτὴν ὁ Μοναχὸς ἐκεῖνος, ὅτι μέλλει νὰ συστήσῃ Μοναστήριον, καὶ ὅτι ἔχει νὰ λάβῃ τὴν ἡγουμενίαν ἐννεακοσίων καλογραίων, ὃ καὶ πραγματικῶς ἠκολούθησεν ὕστερον. Μετὰ ταῦτα ἐκουρεύθη τὰς τρίχας ἀπὸ τὸν θαυματουργὸν ἐκεῖνον Σισίνιον, καὶ ἐπροστάχθη παρ’ αὐτοῦ νὰ κατοικήσῃ εἰς τὸ μικρὸν νησάκι τῆς λίμνης, τῆς πλησιαζούσης κοντὰ εἰς τὸ χωρίον τὸ καλούμενον Περκελέ. Καταγινομένη λοιπὸν ἡ μακαρία εἰς τὴν ἐγκράτειαν, καὶ εἰς τὴν λοιπὴν σκληραγωγίαν τοῦ σώματος, ἔγινε τῆς Ἁγίας Τριάδος κατοικητήριον. Φορέσασα γὰρ σίδηρα, καὶ ἐνδυθεῖσα μὲ φορέματα τρίχινα, ἤγουν ὑφασμένα ἀπὸ γηδίσσας τρίχας, ἔξω σαρκὸς καὶ κόσμου ἐνομίζετο κοντὰ εἰς τοὺς φρονίμους. Πηγαίνουσα δὲ μίαν φορὰν εἰς τὸν ῥηθέντα Ἅγιον Σισίνιον, παρεκάλει αὐτὸν νὰ τῆς δώσῃ ἄδειαν νὰ κτίσῃ Ναὸν εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Ἄννης τῆς μητρὸς τῆς Θεοτόκου. Ὁ δὲ Σισίνιος νουθετήσας αὐτὴν πολλὰ καὶ διδάξας, ἐπροεῖπεν εἰς αὐτὴν σαφέστατα ἐκεῖνα, ὁποῦ ἔμελλον νὰ τῆς ἀκολουθήσουν, καὶ ἔτζι ἀφῆκεν αὐτὴν νὰ ὑπάγῃ, φανερώσας καὶ τὸν καιρόν, κατὰ τὸν ὁποῖον ἔμελλεν αὐτὸς νὰ ἀποθάνῃ.

Ἔκτισε λοιπὸν ἡ Ὁσία τὸν ποθούμενον Ναὸν τῆς Ἁγίας Ἄννης, καὶ ἐσυνάχθησαν ἐκεῖ ἕως τριάκοντα καλογραῖαι. Καὶ εἰς καιρὸν ὁποῦ ἐπλησίαζον νὰ ἔλθουν εἰς ἔργον ἐκεῖνα, ὁποῦ ἐπροεῖπεν ὁ Ὅσιος Σισίνιος εἰς τὴν Ἁγίαν, εὐγῆκεν ἀπὸ τὴν παροῦσαν ζωὴν ὁ μακάριος, καὶ ἀπῆλθε πρὸς Κύριον. Βλέπουσα δὲ μετὰ ταῦτα ἡ Ἁγία Ἀνθοῦσα, πῶς αἱ ἀδελφαὶ ὁποῦ ἐσυνάχθησαν, ἔδειχνον εἰς αὐτὴν ὑπακοὴν καὶ εὐπείθειαν, τούτου χάριν ἔκτισεν ἀκόμη ἐκ θεμελίων δύω ἱεροὺς Ναούς, τὸν ἕνα μέν, εἰς ὄνομα τῆς Θεοτόκου, τὸν ἄλλον δέ, εἰς ὄνομα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Καὶ τὸν μὲν Ναὸν τῆς Θεοτόκου, ἀφιέρωσεν εἰς τὰς καλογραίας, τὸν δὲ Ναὸν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἀφιέρωσεν εἰς τοὺς Μοναχούς. Ὅθεν πολλοὶ κοσμικοὶ θέλοντες νὰ μετανοήσουν διὰ τὰς ἁμαρτίας των, ἄφιναν τὸν κόσμον καὶ ἐπήγαιναν, πρότερον μὲν εἰς τὸν ῥηθέντα Ἅγιον Σισίνιον ἐν ὅσῳ ἔζη, ὕστερον δὲ καὶ εἰς τὴν Ἁγίαν Ἀνθοῦσαν ταύτην, ὁδηγούμενοι ἀπὸ αὐτὴν καὶ πρὸς τὰς ἀρετὰς παιδαγωγούμενοι. Ἐπειδὴ δὲ ἡ Ἁγία ἦτον γεμάτη ἀπὸ τὰ ὀρθὰ δόγματα τῆς πίστεως, διὰ τοῦτο ἀπεστρέφετο κάθε νεωτέραν αἵρεσιν. Ὅθεν ἐκ τούτου ἔγινε περιβόητος, καὶ ἡ φήμη ταύτης διέδραμεν ἕως καὶ εἰς αὐτοὺς τοὺς βασιλεῖς. Ἦτον δὲ τότε βασιλεὺς Κωνσταντῖνος ὁ Κοπρώνυμος, ὁ καὶ Καβαλῖνος ἐπονομαζόμενος, ὡς ἀνωτέρω εἴπομεν, ὁ μισόχριστος ἐκεῖνος καὶ εἰκονομάχος, ὁ ὁποῖος ἐσπούδαζε νὰ γυρίσῃ τὴν Ἁγίαν ταύτην εἰς τὴν πλάνην του. Ὅθεν ἀποστείλας ἕνα ὁμόφρονά του εἰκονομάχον, πήγαινε, τοῦ εἶπεν, εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ Μαντινέου, καὶ εὑρὼν τὴν Ἀνθοῦσαν, κατάπεισον αὐτὴν νὰ κλίνῃ εἰς τὴν ἐδικήν μας δόξαν, ἤτοι εἰς τὸ νὰ ἀθετήσῃ τὴν προσκύνησιν τῶν ἁγίων εἰκόνων. Καὶ εἰ μὲν πεισθῇ, καλῶς ἂν ἔχοι, εἰδὲ μή, τιμώρησον αὐτήν, ἕως οὗ νὰ τὴν πείσῃς καὶ στανικῶς νὰ ὑποταχθῇ εἰς τὰ ἐδικά μας προστάγματα. Ὁ δὲ ἀπεσταλμένος πέρνωντας μαζί του καὶ ἄλλους ἀνθρώπους, καὶ συνάξας πολλὰς ἁγίας εἰκόνας, ἔφερεν εἰς ἐξέτασιν τὴν Ὁσίαν, ὁμοῦ καὶ τὸν ἀνεψιόν της, ὁ ὁποῖος ἦτον Ἡγούμενος εἰς ἕνα ἀνδρίκειον Μοναστήριον. Παρευθὺς λοιπόν, τὸν μὲν ἀνεψιὸν τῆς Ἁγίας Ἡγούμενον, ἔδειρεν εἰς πολλὴν ὥραν καὶ ἐξέσχισε τὸ σῶμά του, εἰς τὸν ὁποῖον ἔδιδεν ἡ Ἁγία θάρρος καὶ δύναμιν διὰ νὰ μένῃ εἰς τὴν ὁμολογίαν καὶ προσκύνησιν τῶν ἁγίων εἰκόνων, καὶ νὰ ὑποφέρῃ ἀνδρείως τὰ βάσανα. Εἰς καιρὸν δὲ ὁποῦ ἐκινδύνευε νὰ ἀποθάνῃ ἀπὸ τὰ βάσανα, ἀφέθη καὶ δὲν ἐβασανίσθη πλέον.

Τὴν δὲ Ἁγίαν Ἀνθοῦσαν ἐτέντωσαν ἀπὸ τέσσαρα μέρη, καὶ ἔδειραν ἀπανθρώπως μὲ βούνευρα. Ἔπειτα ἀνάψας ὁ ἀλιτήριος τὰς ἁγίας ἐκείνας εἰκόνας, ὁποῦ ἐσύναξεν, ἔτζι ἀναμμένας τὰς ἔβαλεν ἐπάνω εἰς τὴν κεφαλὴν τῆς Ἁγίας, εἰς δὲ τοὺς πόδας της ἔβαλεν ἀναμμένα κάρβουνα. Ἐπειδὴ δὲ ἡ Ὁσία ἔμεινεν ἀβλαβής, μὲ τὴν χάριν τοῦ Χριστοῦ, διὰ τοῦτο ἐξώρισεν αὐτήν. Μετὰ ταῦτα ἐπῆγεν ὁ βασιλεὺς Κοπρώνυμος εἰς τὴν ἐπαρχίαν ἐκείνην τοῦ Μαντινέου, καὶ παραστήσας ἔμπροσθέν του τὴν Ἁγίαν, ἐμελέτα νὰ τῆς κάμῃ πολλὰ βασανιστήρια. Ἀλλ’ ἡ Ἁγία ἐμπόδισεν αὐτὸν ἀπὸ τοὺς σκοπούς του, διατὶ τὸν ἐπάταξε μὲ ἀορασίαν, καὶ δὲν ἔβλεπεν. Ἐπειδὴ δὲ ἡ βασίλισσα ἐκινδύνευσεν ἐπάνω εἰς τὴν γένναν, καὶ ἔμελλε νὰ ἀποθάνῃ, διὰ τοῦτο ἐρώτησε τὴν Ἁγίαν ὁ βασιλεὺς περὶ αὐτῆς. Ἡ δὲ Ἁγία προεῖπεν, ὅτι δὲν θέλει ἀποθάνῃ, ἀλλ’ ἔχει νὰ γεννήσῃ δύω παιδία ἀρσενικὸν καὶ θηλυκόν, καὶ οὐ μόνον τοῦτο, ἀλλὰ προεῖπε, καὶ ποίαν ζωὴν μέλλει νὰ περάσῃ κάθε παιδίον. Ταῦτα δὲ ἀκούσασα ἡ βασίλισσα, εὐλαβήθη. Ὅθεν ἀφιέρωσεν εἰς τὸ Μοναστήριον τῆς Ἁγίας πολλὰ ὑποστατικὰ καὶ ἀφιερώματα. Τότε καὶ ὁ βασιλεὺς εὐλαβηθείς, ἀφῆκεν αὐτήν, καὶ πλέον δὲν τὴν ἐπαίδευσεν. Ἔτζι ἠξεύρει ἡ ἀρετὴ καὶ τὰ θηρία νὰ ἡμερόνῃ, καὶ τοὺς πολεμίους νὰ κάμνῃ φίλους. Ὅθεν ἡ Ἁγία ἐμεγαλύνθη, καὶ εὐφημίζετο ἀπὸ τὰ στόματα πάντων. Διὰ τοῦτο καὶ πολλοὶ ἔτρεχον εἰς αὐτήν, ἄλλοι μέν, διὰ νὰ λάβουν τὴν εὐχήν της καὶ εὐλογίαν, ἄλλοι δέ, διὰ νὰ γένουν Μοναχοί, καὶ ἄλλοι, διὰ νὰ ἰατρευθοῦν ἀπὸ τὰς ἀσθενείας ὁποῦ εἶχον. Ἀνάμεσα δὲ εἰς αὐτοὺς ἐπῆγε καὶ ἕνας στρατιώτης πρὸς τὴν Ἁγίαν ὁμοῦ μὲ τὴν γυναῖκά του. Καὶ ἐζήτει ἀπὸ αὐτὴν παιδίον, ὁποῦ δὲν εἶχεν, ὑποσχόμενος, ὅτι ἐὰν γεννήσῃ παιδίον, νὰ προσφέρῃ αὐτὸ εἰς τὸν Θεόν. Ἀκούσας δὲ νὰ τοῦ εἰπῇ ἡ Ἁγία τὰ διανοήματα τῆς καρδίας του, καὶ λαβὼν πληροφορίαν παρ’ αὐτῆς, ὅτι μέλλει νὰ γεννήσῃ παιδίον, χαίρωντας ἐγύρισεν εἰς τὸν οἶκόν του.

Πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα θαύματα ἐποίησεν ἡ Ὁσία αὕτη Ἀνθοῦσα, ὥστε ὁποῦ (διὰ νὰ μεταχειρισθοῦμεν τὸ σχῆμα τῆς ὑπερβολῆς) ἂν ἠμπορῇ τινας νὰ μετρήσῃ τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης, καὶ τὰς σταλαγματίας τῆς βροχῆς, καὶ τὸ βάθος τῆς θαλάσσης, καὶ τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ, καὶ τὸ πλάτος καὶ μῆκος τῆς γῆς, αὐτὸς ἠμπορεῖ νὰ γράψῃ καὶ τὰ θαυμαστὰ ἔργα ὁποῦ ἐποίησεν αὕτη. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ αὐτὴ ἦτον ἄνθρωπος, καὶ ἔπρεπε νὰ γευθῇ θάνατον, διὰ τοῦτο ὕπνωσεν ἡ μακαρία τὸν δικαίοις πρέποντα ὕπνον, κατ’ αὐτὴν τὴν σημερινὴν ἡμέραν τῆς μνήμης τοῦ Μεγαλομάρτυρος Ἁγίου Παντελεήμονος. Τοῦτο γὰρ ηὔχετο ἡ ἀοίδιμος νὰ τελειώσῃ εἰς τὴν ἡμέραν ταύτην. Τελειωθεῖσα δέ, ἐνταφιάσθη μέσα εἰς τὸ κελλίον, εἰς τὸ ὁποῖον ἐπέρασε τὴν ζωήν της. Ἐτέλει δὲ καὶ μετὰ θάνατον θαύματα πάμπολλα, εἰς δόξαν Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, καὶ εἰς ἔνδειξιν τῆς θεαρέστου αὐτῆς πολιτείας.

*

Οἱ Ἅγιοι ἑκατὸν πεντήκοντα τρεῖς Μάρτυρες, οἱ ἐκ τῆς Θρᾴκης, ἐν τῇ θαλάσσῃ τελειοῦνται.

Θαλασσοάθλους ἰσαρίθμους Χριστέ μου,
Ἄγρᾳ θαλάσσης Τιβεριάδος, δέχου.

*

Ὁ Ὅσιος Μανουὴλ ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Εἴκειν λογισμῷ Μανουὴλ πείσας πάθη,
Παθῶν ὑπῆρξε πρὶν θανεῖν αὐτοκράτωρ.

*

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Χριστόδουλος ὁ ἐκ Κασσάνδρας, ἐν Θεσσαλονίκῃ μαρτυρήσας κατὰ τὸ ἔτος ͵αψοζ΄ [1777], ἀγχόνῃ τελειοῦται.

Ὁ Χριστόδουλος σταυρὸν αἴρων ἀγχόνην,
Στερρῶς ὑπῆλθε δοῦλος ὡς Χριστοῦ μέγας (3).

(3) Τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

 

 Των Αγίων Παντελεήμονος, Ανθούσης, Μανουήλ, Χριστοδούλου Νεομάρτυρος κ.ά.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.