Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου27 Αυγούστου

Των Αγίων Ποιμένος, Λιβερίου Πάπα Ρώμης, Οσίου Επισκόπου Κουδρούβης, Ανθούσης, Φανουρίου

 Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ 

27-8 (1)Τω αυτώ μηνί ΚΖ’, μνήμη του Οσίου πατρός ημών Ποιμένος.

Ως εκ λύκου χαίνοντος ηρπάγη βίου,
Ποιμήν το θρέμμα του μεγίστου Ποιμένος.

Ποιμένα ες μέγαν εβδόμη εικάδι ώχετο Ποιμήν.

Ούτος ο Όσιος εκατάγετο από την Αίγυπτον. Αναχωρήσας δε από την πατρίδα του με όλους τους αδελφούς του, έγινε μαζί με αυτούς Μοναχός. Η δε μήτηρ αυτών κινουμένη από τον μητρικόν πόθον, επήγεν εις την Σκήτην δια να τους ιδή. Οι δε υιοί της έκλεισαν την πόρταν του κελλίου των, δια να μη την ιδούν. Εκείνη δε έκλαιεν έξω με πόνον καρδίας και εφώναζεν. Ο δε Αββάς Ανούβ ο ένας από τους αδελφούς, λέγει προς τον Ποιμένα, τι να κάμωμεν εις την γραίαν ταύτην; Τότε ο Ποιμήν ήλθεν εις την πόρταν, και από μέσα λέγει αυτή, τι κλαίεις γραία; Η δε ακούσασα την φωνήν του Ποιμένος, είπε, θέλω να σας ιδώ τέκνα μου. Τι γαρ θέλω σας βλάψω, ανίσως μόνον σας ιδώ; Δεν είμαι εγώ μήτηρ σας; Δεν ευρίσκομαι εγώ τώρα εις βαθύ γηρατείον; Τότε ο Ποιμήν απεκρίθη εις αυτήν· πού θέλεις να μας ιδής, εις τούτον τον κόσμον, ή εις τον άλλον; Η δε μήτηρ αυτών εκατάλαβε το νόημα των λόγων του Ποιμένος, όθεν μετά χαράς ανεχώρησε χωρίς να τους ιδή.

Μίαν φοράν ηθέλησεν ο άρχων της χώρας εκείνης να ιδή τον Αββάν Ποιμένα. Και πιάσας τον ανεψιόν του διά τινας κακίας οπού έκαμεν, έβαλεν αυτόν εις την φυλακήν, λέγων, εάν έλθη εδώ ο θείος του Αββάς Ποιμήν, και ιδώ αυτόν, ευθύς θέλω ελευθερώσω τον ανεψιόν του. Ο δε Ποιμήν τούτο μαθών, δεν ηθέλησε να υπάγη εις τον άρχοντα. Η δε μήτηρ του φυλακωθέντος, επήγε προς τον αδελφόν της Ποιμένα παρακαλούσα αυτόν, να υπάγη εις τον εξουσιαστήν δια να λυτρώση τον ανεψιόν του. Ο δε Ποιμήν, ουδέ απόκρισιν της έδωκεν. Η δε αδελφή του εφώναζε, κατηγορούσα και λέγουσα· άσπλαγχνε, ελέησόν με. Ότι είναι μονογενής υιός μου και άλλον δεν έχω από αυτόν. Ο δε Ποιμήν εμήνυσεν εις αυτήν με ένα αδελφόν ταύτα· αναχώρησον και φύγε από εδώ, ότι ο Ποιμήν παιδία δεν εγέννησεν. Ο δε εξουσιαστής εμήνυσεν εις τον Ποιμένα, ότι καν με τον λόγον μόνον πρόσταξον, και εγώ παρευθύς τον ελευθερόνω. Αλλ’ ο Ποιμήν του εμήνυσε ταύτα. Εξέτασον αυτόν κατά τους νόμους, και εάν ήναι άξιος θανάτου, θανάτωσον αυτόν. Ει δε άξιος θανάτου δεν είναι, ποίησον, ως θέλεις. Τότε ο εξουσιαστής θαυμάσας δια την ακρίβειαν της πολιτείας του, ελευθέρωσε τον ανεψιόν του. Μίαν φοράν ερώτησεν ένας τον Αββάν Ποιμένα τούτον, λέγων. Ανίσως και ιδώ την αμαρτίαν του αδελφού μου, να σκεπάσω αυτόν; Ο δε Ποιμήν απεκρίθη. Ανίσως ημείς σκεπάσωμεν του αδελφού μας την αμαρτίαν, και ο Θεός σκεπάσει τας εδικάς μας αμαρτίας. Ούτος ο Όσιος ήσκησε κάθε αρετήν τόσον, οπού όλοι οι εν Αιγύπτω και Θηβαΐδι ευρισκόμενοι Πατέρες και ασκηταί, ερρυθμίζοντο και εδιορθόνοντο από αυτόν. Εν τούτοις λοιπόν τοις κατορθώμασι διαπεράσας την ζωήν του ο τρισμακάριστος, και πλήρης ημερών γενόμενος, προς Κύριον εξεδήμησεν (1).

(1) Ο Αββάς ούτος Ποιμήν εις τόσην ταπείνωσιν έφθασεν, ώστε οπού είπεν ο αοίδιμος· «Εγώ λέγω, ότι εις τον τόπον, όπου βάλλεται ο Σατανάς, εκεί βάλλομαι». Και πάλιν· «Άνθρωπος δείται της ταπεινοφροσύνης, και του φόβου του Θεού δια παντός, ώσπερ της πνοής της εκπορευομένης εκ της ρινός αυτού». Και πάλιν· «Εάν άνθρωπος εαυτόν μέμφηται καρτερεί πανταχού». Περί του Ποιμένος τούτου έλεγον, ότι ποτέ δεν ήθελε να ειπή τον λόγον του ανώτερον άλλου Γέροντος, αλλά μάλλον κατά πάντα επαίνει εκείνον. Όθεν όταν ετύχαινε μετά του Αββά Ανούβ, ουκ ελάλει όλως, παρόντος αυτού. Έλεγε δε και τούτο ο τρισόλβιος Ποιμήν, ότι είπεν ο μακάριος Αντώνιος· «Η μεγάλη δυναστεία του ανθρώπου εστίν, ίνα επάνω εαυτού βάλη το ίδιον σφάλμα ενώπιον Κυρίου, και προσδοκήση πειρασμόν έως εσχάτης αναπνοής» (σελ. 281 και 282 του Ευεργετινού).

*

Μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών και ομολογητού Λιβερίου Πάπα Ρώμης (2).

Τον πλούτον αντλείν Λιβέριος νυν έχει,
Ον Ουρανοίς ην εμφρόνως θησαυρίσας.

Ούτος ήτον κατά τους χρόνους τον βασιλέως Κωνσταντίου, υιού του Μεγάλου Κωνσταντίνου εν έτει τλζ’ [337]. Ο οποίος εσυνήργησεν εις το να λάβουν τους θρόνους, ο Άγιος Αθανάσιος ο Αλεξανδρείας, και ο Άγιος Παύλος ο Κωνσταντινουπόλεως. Δια ταύτην λοιπόν την αιτίαν, έστειλε και έφερεν εις την Κωνσταντινούπολιν τον Άγιον τούτον Λιβέριον Κωνστάντιος ο βασιλεύς, ο φρονών κατά απάτην την του Αρείου αίρεσιν, αφ’ ου απέθανεν ο αδελφός αυτού Κώνστας. Όθεν επιχειρήσας να πείση τον Άγιον εις το να απέχη μεν από την κοινωνίαν του Αθανασίου, να συμφωνήση δε εις την καθαίρεσιν αυτού, και μη δυνηθείς, εξώρισεν αυτόν εις την Θράκην. Πηγαίνωντας δε ο Κωνστάντιος εις την Ρώμην, εβιάσθη παρά πάντων να ανακαλέση τον μακάριον τούτον Λιβέριον εις τον θρόνον του. Όθεν επρόσταξε και επανεγύρισεν εις την Ρώμην, εις την οποίαν καλώς και θεαρέστως διαπεράσας την ζωήν του ο αοίδιμος, ανεπαύσατο εν Κυρίω.

(2) Ο Λιβέριος ούτος έγινε Πάπας της Ρώμης, μετά τον Πάπαν Ιούλιον, όστις επροστάτευσε της Ρώμης χρόνους δεκαπέντε.

*

Μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών Οσίου Επισκόπου Κουδρούβης.

Την κλήσιν ειπών Όσιε την σην μόνην,
Πληρώ θανόντι των επαίνων σοι χρέος.

Ούτος ο μακάριος επειδή έλαμπεν εις την άσκησιν και αρετήν, δια τούτο εχειροτονήθη Επίσκοπος της εν τη Ισπανία Επισκοπής Κουδρούβης. Ζήλον δε έχων υπέρ της Ορθοδόξου πίστεως, ήτον παρών εις την αγίαν και Οικουμενικήν Πρώτην Σύνοδον, την εν Νικαία συναθροισθείσαν επί Κωνσταντίνου του Μεγάλου εν έτει τκε’ [325], την του Αρείου λύσσαν και αίρεσιν αποβαλλόμενος. Ούτος ήτον έξαρχος και της εν Σαρδική τοπικής Συνόδου, της επί Κωνσταντίου και Κώνσταντος των αυταδέλφων συγκροτηθείσης εν έτει τμζ’ [347]. Ούτος επειδή και δεν εσυμφώνει εις την καθαίρεσιν του Μεγάλου Αθανασίου, και άλλων πολλών θεοφόρων Πατέρων των υπό Κωνσταντίου εξορισθέντων, δια τούτο επέμφθη εις εξορίαν, εις την οποίαν πολλάς κακοπαθείας υπομείνας ο τρισόλβιος, ετελείωσε την ζωήν του, και απήλθε προς Κύριον (3).

(3) Περί του Οσίου τούτου ταύτα γράφει ο Μελέτιος· «Ο Όσιος Επίσκοπος Κουδρούβης, εστάθη Ομολογητής του Χριστού διαβεβοημένος, φέρων εν εαυτώ τα εντυπωθέντα δια το όνομα αυτού στίγματα, εις τον υπό του Διοκλητιανού κατά των Χριστιανών διωγμόν. Εις άκρον δε μαθήσεως και αγιότητος ελθών, ετιμήθη από τον Κωνσταντίνον, από τον οποίον και εις Αίγυπτον επέμφθη με γράμματα βασιλικά, δια να διορθώση τας έριδας και φιλονεικίας, οπού ηγέρθησαν από τον Άρειον. Προέστη δε και της εν Νικαία Συνόδου, και ενηγκαλίσατο το παρ’ αυτής εκτεθέν σύμβολον, και μέγας βοηθός και υπερασπιστής του Αθανασίου έγινε, κατά των διαβαλλόντων αυτόν εις τους ηγεμόνας, και μάλιστα εις την εν Σαρδική Σύνοδον, μηδόλως συλλογισθείς τους φοβερισμούς του Κωνσταντίου. Πρεπόντως άρα και υπό του Θεοδωρήτου κηρύττεται» (τομ. β’, σελ. 342). Τον Όσιον τούτον ο Μέγας Αθανάσιος ονομάζει, Πατέρα των Επισκόπων.

*

Η υπό του Αγίου Φιλίππου γενομένη βάπτισις του Αιθίοπος ευνούχου.

Ανήρ ελέγχει την παροιμίαν Σπάδων,
Λευκαίνεται γαρ και πεφυκώς Αιθίοψ.

*

Η Αγία Μάρτυς Ανθούσα η νέα, κέντουκλον, ήτοι τρίχινον ράκος ενδυθείσα, και πέτραν εις τον τράχηλον περιδεθείσα, εν φρέατι ρίπτεται, και τελειούται.

Ο μανδύας σοι πίλον, η πόρπη πέτρα,
Μεθ’ ων υπήλθες Ανθούσα βαθύ φρέαρ (4).

(4) Σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Μηναίοις το Συναξάριον της Αγίας Μάρτυρος Ευθαλίας. Τούτο γαρ προεγράφη κατά την δευτέραν Μαρτίου, ότε και η μνήμη αυτής εορτάζεται, και το δίστιχον αυτής γράφεται.

*

Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Φανουρίου αναφανέντος εν έτει ͵αφ’ [1500] (5).

(5) Το Μαρτύριον αυτού όρα εις το Νέον Λειμωνάριον.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

27-8 (1)Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΖ΄, μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ποιμένος.

Ὡς ἐκ λύκου χαίνοντος ἡρπάγη βίου,
Ποιμὴν τὸ θρέμμα τοῦ μεγίστου Ποιμένος.

Ποιμένα ἐς μέγαν ἑβδόμῃ εἰκάδι ᾤχετο Ποιμήν.

Οὗτος ὁ Ὅσιος ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον. Ἀναχωρήσας δὲ ἀπὸ τὴν πατρίδα του μὲ ὅλους τοὺς ἀδελφούς του, ἔγινε μαζὶ μὲ αὐτοὺς Μοναχός. Ἡ δὲ μήτηρ αὐτῶν κινουμένη ἀπὸ τὸν μητρικὸν πόθον, ἐπῆγεν εἰς τὴν Σκήτην διὰ νὰ τοὺς ἰδῇ. Οἱ δὲ υἱοί της ἔκλεισαν τὴν πόρταν τοῦ κελλίου των, διὰ νὰ μὴ τὴν ἰδοῦν. Ἐκείνη δὲ ἔκλαιεν ἔξω μὲ πόνον καρδίας καὶ ἐφώναζεν. Ὁ δὲ Ἀββᾶς Ἀνοὺβ ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς, λέγει πρὸς τὸν Ποιμένα, τί νὰ κάμωμεν εἰς τὴν γραῖαν ταύτην; Τότε ὁ Ποιμὴν ἦλθεν εἰς τὴν πόρταν, καὶ ἀπὸ μέσα λέγει αὐτῇ, τί κλαίεις γραῖα; Ἡ δὲ ἀκούσασα τὴν φωνὴν τοῦ Ποιμένος, εἶπε, θέλω νὰ σᾶς ἰδῶ τέκνα μου. Τί γὰρ θέλω σᾶς βλάψω, ἀνίσως μόνον σᾶς ἰδῶ; Δὲν εἶμαι ἐγὼ μήτηρ σας; Δὲν εὑρίσκομαι ἐγὼ τώρα εἰς βαθὺ γηρατεῖον; Τότε ὁ Ποιμὴν ἀπεκρίθη εἰς αὐτήν· ποῦ θέλεις νὰ μᾶς ἰδῇς, εἰς τοῦτον τὸν κόσμον, ἢ εἰς τὸν ἄλλον; Ἡ δὲ μήτηρ αὐτῶν ἐκατάλαβε τὸ νόημα τῶν λόγων τοῦ Ποιμένος, ὅθεν μετὰ χαρᾶς ἀνεχώρησε χωρὶς νὰ τοὺς ἰδῇ.

Μίαν φορὰν ἠθέλησεν ὁ ἄρχων τῆς χώρας ἐκείνης νὰ ἰδῇ τὸν Ἀββᾶν Ποιμένα. Καὶ πιάσας τὸν ἀνεψιόν του διά τινας κακίας ὁποῦ ἔκαμεν, ἔβαλεν αὐτὸν εἰς τὴν φυλακήν, λέγων, ἐὰν ἔλθῃ ἐδῶ ὁ θεῖός του Ἀββᾶς Ποιμήν, καὶ ἰδῶ αὐτόν, εὐθὺς θέλω ἐλευθερώσω τὸν ἀνεψιόν του. Ὁ δὲ Ποιμὴν τοῦτο μαθών, δὲν ἠθέλησε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν ἄρχοντα. Ἡ δὲ μήτηρ τοῦ φυλακωθέντος, ἐπῆγε πρὸς τὸν ἀδελφόν της Ποιμένα παρακαλοῦσα αὐτόν, νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν ἐξουσιαστὴν διὰ νὰ λυτρώσῃ τὸν ἀνεψιόν του. Ὁ δὲ Ποιμήν, οὐδὲ ἀπόκρισιν τῆς ἔδωκεν. Ἡ δὲ ἀδελφή του ἐφώναζε, κατηγοροῦσα καὶ λέγουσα· ἄσπλαγχνε, ἐλέησόν με. Ὅτι εἶναι μονογενὴς υἱός μου καὶ ἄλλον δὲν ἔχω ἀπὸ αὐτόν. Ὁ δὲ Ποιμὴν ἐμήνυσεν εἰς αὐτὴν μὲ ἕνα ἀδελφὸν ταῦτα· ἀναχώρησον καὶ φύγε ἀπὸ ἐδῶ, ὅτι ὁ Ποιμὴν παιδία δὲν ἐγέννησεν. Ὁ δὲ ἐξουσιαστὴς ἐμήνυσεν εἰς τὸν Ποιμένα, ὅτι κᾂν μὲ τὸν λόγον μόνον πρόσταξον, καὶ ἐγὼ παρευθὺς τὸν ἐλευθερόνω. Ἀλλ’ ὁ Ποιμὴν τοῦ ἐμήνυσε ταῦτα. Ἐξέτασον αὐτὸν κατὰ τοὺς νόμους, καὶ ἐὰν ᾖναι ἄξιος θανάτου, θανάτωσον αὐτόν. Εἰ δὲ ἄξιος θανάτου δὲν εἶναι, ποίησον, ὡς θέλεις. Τότε ὁ ἐξουσιαστὴς θαυμάσας διὰ τὴν ἀκρίβειαν τῆς πολιτείας του, ἐλευθέρωσε τὸν ἀνεψιόν του. Μίαν φορὰν ἐρώτησεν ἕνας τὸν Ἀββᾶν Ποιμένα τοῦτον, λέγων. Ἀνίσως καὶ ἰδῶ τὴν ἁμαρτίαν τοῦ ἀδελφοῦ μου, νὰ σκεπάσω αὐτόν; Ὁ δὲ Ποιμὴν ἀπεκρίθη. Ἀνίσως ἡμεῖς σκεπάσωμεν τοῦ ἀδελφοῦ μας τὴν ἁμαρτίαν, καὶ ὁ Θεὸς σκεπάσει τὰς ἐδικάς μας ἁμαρτίας. Οὗτος ὁ Ὅσιος ἤσκησε κάθε ἀρετὴν τόσον, ὁποῦ ὅλοι οἱ ἐν Αἰγύπτῳ καὶ Θηβαΐδι εὑρισκόμενοι Πατέρες καὶ ἀσκηταί, ἐρρυθμίζοντο καὶ ἐδιορθόνοντο ἀπὸ αὐτόν. Ἐν τούτοις λοιπὸν τοῖς κατορθώμασι διαπεράσας τὴν ζωήν του ὁ τρισμακάριστος, καὶ πλήρης ἡμερῶν γενόμενος, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν (1).

(1) Ἀββᾶς οὗτος Ποιμὴν εἰς τόσην ταπείνωσιν ἔφθασεν, ὥστε ὁποῦ εἶπεν ἀοίδιμος· «Ἐγὼ λέγω, ὅτι εἰς τὸν τόπον, ὅπου βάλλεται Σατανᾶς, ἐκεῖ βάλλομαι». Καὶ πάλιν· «Ἄνθρωπος δεῖται τῆς ταπεινοφροσύνης, καὶ τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ διὰ παντός, ὥσπερ τῆς πνοῆς τῆς ἐκπορευομένης ἐκ τῆς ῥινὸς αὐτοῦ». Καὶ πάλιν· «Ἐὰν ἄνθρωπος ἑαυτὸν μέμφηται καρτερεῖ πανταχοῦ». Περὶ τοῦ Ποιμένος τούτου ἔλεγον, ὅτι ποτὲ δὲν ἤθελε νὰ εἰπῇ τὸν λόγον του ἀνώτερον ἄλλου Γέροντος, ἀλλὰ μᾶλλον κατὰ πᾶντα ἐπαίνει ἐκεῖνον. Ὅθεν ὅταν ἐτύχαινε μετὰ τοῦ Ἀββᾶ Ἀνούβ, οὐκ ἐλάλει ὅλως, παρόντος αὐτοῦ. Ἔλεγε δὲ καὶ τοῦτο ὁ τρισόλβιος Ποιμήν, ὅτι εἶπεν ὁ μακάριος Ἀντώνιος· «Ἡ μεγάλη δυναστεία τοῦ ἀνθρώπου ἐστίν, ἵνα ἐπάνω ἑαυτοῦ βάλῃ τὸ ἴδιον σφάλμα ἐνώπιον Κυρίου, καὶ προσδοκήσῃ πειρασμὸν ἕως ἐσχάτης ἀναπνοῆς» (σελ. 281 καὶ 282 τοῦ Εὐεργετινοῦ).

*

Μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν καὶ ὁμολογητοῦ Λιβερίου Πάπα Ῥώμης (2).

Τὸν πλοῦτον ἀντλεῖν Λιβέριος νῦν ἔχει,
Ὃν Οὐρανοῖς ἦν ἐμφρόνως θησαυρίσας.

Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τὸν βασιλέως Κωνσταντίου, υἱοῦ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἐν ἔτει τλζ΄ [337]. Ὁ ὁποῖος ἐσυνήργησεν εἰς τὸ νὰ λάβουν τοὺς θρόνους, ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀλεξανδρείας, καὶ ὁ Ἅγιος Παῦλος ὁ Κωνσταντινουπόλεως. Διὰ ταύτην λοιπὸν τὴν αἰτίαν, ἔστειλε καὶ ἔφερεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν τὸν Ἅγιον τοῦτον Λιβέριον Κωνστάντιος ὁ βασιλεύς, ὁ φρονῶν κατὰ ἀπάτην τὴν τοῦ Ἀρείου αἵρεσιν, ἀφ’ οὗ ἀπέθανεν ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ Κώνστας. Ὅθεν ἐπιχειρήσας νὰ πείσῃ τὸν Ἅγιον εἰς τὸ νὰ ἀπέχῃ μὲν ἀπὸ τὴν κοινωνίαν τοῦ Ἀθανασίου, νὰ συμφωνήσῃ δὲ εἰς τὴν καθαίρεσιν αὐτοῦ, καὶ μὴ δυνηθείς, ἐξώρισεν αὐτὸν εἰς τὴν Θρᾴκην. Πηγαίνωντας δὲ ὁ Κωνστάντιος εἰς τὴν Ῥώμην, ἐβιάσθη παρὰ πάντων νὰ ἀνακαλέσῃ τὸν μακάριον τοῦτον Λιβέριον εἰς τὸν θρόνον του. Ὅθεν ἐπρόσταξε καὶ ἐπανεγύρισεν εἰς τὴν Ῥώμην, εἰς τὴν ὁποίαν καλῶς καὶ θεαρέστως διαπεράσας τὴν ζωήν του ὁ ἀοίδιμος, ἀνεπαύσατο ἐν Κυρίῳ.

(2) Λιβέριος οὗτος ἔγινε Πάπας τῆς Ῥώμης, μετὰ τὸν Πάπαν Ἰούλιον, ὅστις ἐπροστάτευσε τῆς Ῥώμης χρόνους δεκαπέντε.

*

Μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Ὁσίου Ἐπισκόπου Κουδρούβης.

Τὴν κλῆσιν εἰπὼν Ὅσιε τὴν σὴν μόνην,
Πληρῶ θανόντι τῶν ἐπαίνων σοι χρέος.

Οὗτος ὁ μακάριος ἐπειδὴ ἔλαμπεν εἰς τὴν ἄσκησιν καὶ ἀρετήν, διὰ τοῦτο ἐχειροτονήθη Ἐπίσκοπος τῆς ἐν τῇ Ἰσπανίᾳ Ἐπισκοπῆς Κουδρούβης. Ζῆλον δὲ ἔχων ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἦτον παρὼν εἰς τὴν ἁγίαν καὶ Οἰκουμενικὴν Πρώτην Σύνοδον, τὴν ἐν Νικαίᾳ συναθροισθεῖσαν ἐπὶ Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου ἐν ἔτει τκε΄ [325], τὴν τοῦ Ἀρείου λύσσαν καὶ αἵρεσιν ἀποβαλλόμενος. Οὗτος ἦτον ἔξαρχος καὶ τῆς ἐν Σαρδικῇ τοπικῆς Συνόδου, τῆς ἐπὶ Κωνσταντίου καὶ Κώνσταντος τῶν αὐταδέλφων συγκροτηθείσης ἐν ἔτει τμζ΄ [347]. Οὗτος ἐπειδὴ καὶ δὲν ἐσυμφώνει εἰς τὴν καθαίρεσιν τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, καὶ ἄλλων πολλῶν θεοφόρων Πατέρων τῶν ὑπὸ Κωνσταντίου ἐξορισθέντων, διὰ τοῦτο ἐπέμφθη εἰς ἐξορίαν, εἰς τὴν ὁποίαν πολλὰς κακοπαθείας ὑπομείνας ὁ τρισόλβιος, ἐτελείωσε τὴν ζωήν του, καὶ ἀπῆλθε πρὸς Κύριον (3).

(3) Περὶ τοῦ Ὁσίου τούτου ταῦτα γράφει Μελέτιος· « Ὅσιος Ἐπίσκοπος Κουδρούβης, ἐστάθη Ὁμολογητὴς τοῦ Χριστοῦ διαβεβοημένος, φέρων ἐν ἑαυτῷ τὰ ἐντυπωθέντα διὰ τὸ ὄνομα αὐτοῦ στίγματα, εἰς τὸν ὑπὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ κατὰ τῶν Χριστιανῶν διωγμόν. Εἰς ἄκρον δὲ μαθήσεως καὶ ἁγιότητος ἐλθών, ἐτιμήθη ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον καὶ εἰς Αἴγυπτον ἐπέμφθη μὲ γράμματα βασιλικά, διὰ νὰ διορθώσῃ τὰς ἔριδας καὶ φιλονεικίας, ὁποῦ ἠγέρθησαν ἀπὸ τὸν Ἄρειον. Προέστη δὲ καὶ τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου, καὶ ἐνηγκαλίσατο τὸ παρ’ αὐτῆς ἐκτεθὲν σύμβολον, καὶ μέγας βοηθὸς καὶ ὑπερασπιστὴς τοῦ Ἀθανασίου ἔγινε, κατὰ τῶν διαβαλλόντων αὐτὸν εἰς τοὺς ἡγεμόνας, καὶ μάλιστα εἰς τὴν ἐν Σαρδικῇ Σύνοδον, μηδόλως συλλογισθεὶς τοὺς φοβερισμοὺς τοῦ Κωνσταντίου. Πρεπόντως ἄρα καὶ ὑπὸ τοῦ Θεοδωρήτου κηρύττεται» (τόμ. β΄, σελ. 342). Τὸν Ὅσιον τοῦτον ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὀνομάζει, Πατέρα τῶν Ἐπισκόπων.

*

Ἡ ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Φιλίππου γενομένη βάπτισις τοῦ Αἰθίοπος εὐνούχου.

Ἀνὴρ ἐλέγχει τὴν παροιμίαν Σπάδων,
Λευκαίνεται γὰρ καὶ πεφυκὼς Αἰθίοψ.

*

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἀνθοῦσα ἡ νέα, κέντουκλον, ἤτοι τρίχινον ράκος ἐνδυθεῖσα, καὶ πέτραν εἰς τὸν τράχηλον περιδεθεῖσα, ἐν φρέατι ῥίπτεται, καὶ τελειοῦται.

Ὁ μανδύας σοι πῖλον, ἡ πόρπη πέτρα,
Μεθ’ ὧν ὑπῆλθες Ἀνθοῦσα βαθὺ φρέαρ (4).

(4) Σημείωσαι, ὅτι περιττῶς γράφεται ἐδῶ παρὰ τοῖς Μηναίοις τὸ Συναξάριον τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Εὐθαλίας. Τοῦτο γὰρ προεγράφη κατὰ τὴν δευτέραν Μαρτίου, ὅτε καὶ ἡ μνήμη αὐτῆς ἑορτάζεται, καὶ τὸ δίστιχον αὐτῆς γράφεται.

*

Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Φανουρίου ἀναφανέντος ἐν ἔτει ͵αφ΄ [1500] (5).

(5) Τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Λειμωνάριον.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

 

Των Αγίων Ποιμένος, Λιβερίου Πάπα Ρώμης, Οσίου Επισκόπου Κουδρούβης, Ανθούσης, Φανουρίου

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.