Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου25 Σεπτεμβρίου

Των Αγίων Ευφροσύνης, Παφνουτίου του Αιγυπτίου, Παύλου, Τάττης κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

25-9 (1)Τω αυτώ μηνί ΚΕ’, μνήμη της Οσίας Μητρός ημών Ευφροσύνης, θυγατρός Παφνουτίου του Αιγυπτίου.

Το θήλυ κρύπτεις ανδρικώς Ευφροσύνη,
Και κρυπτά τον βλέποντα Δεσπότην βλέπεις.

Εικάδα Ευφροσύνη κατά πέμπτην πότμον υπέστη.

Αύτη η Αγία Ευφροσύνη ήτον κατά τους χρόνους Θεοδοσίου του μικρού εν έτει υι’ [410], αφήσασα δε τα χαροποιά πράγματα του κόσμου τούτου, και την φαντασίαν και δόξαν της παρούσης ζωής, και φυγούσα κρυφίως από τον οίκον του πατρός της, μετεσχημάτησε τον εαυτόν της. Φορέσασα γαρ ανδρίκεια φορέματα, αντί Ευφροσύνης μετωνομάσθη Σμάραγδος. Και επειδή ηγάπησε των Μοναχών την πολιτείαν, επήγεν εις ένα Μοναστήριον ανδρίκειον, φαινομένη ως ευνούχος βασιλικός, και κουρεύσασα τας τρίχας της κεφαλής της, εσπούδαζε με κάθε τρόπον, πώς να κρυφθή, και να μη την μάθη ο πατήρ της Παφνούτιος. Αφ’ ου λοιπόν έτυχε του ποθουμένου, ηγωνίζετο με αγώνας και κόπους πολλούς, και με προσευχάς εκτενείς και αδιακόπους, έως οπού κατεξήρανε με υπερβολήν το απαλόν και γυναικείον της σώμα, εις τρόπον, οπού εξεπλήττοντο και εθαύμαζον όλοι οι εν τω Μοναστηρίω αδελφοί, βλέποντες την άκραν κακοπάθειαν, οπού εμεταχειρίζετο η αοίδιμος.

Και τη αληθεία ήτον ένα πράγμα παράδοξον, οπού αδυνατεί να το παραστήση λόγος: δηλαδή, το να βλέπη τινάς μίαν ωραίαν γυναίκα να συγκατοική ανάμεσα εις άνδρας Μοναχούς. Η οποία εδυνήθη να κρύψη τον εαυτόν της, τόσον από τον πατέρα της, όστις την εζήτει επιπόνως εις τα όρη και τα λαγκάδια, και εις πάντα τόπον, και έτρεχεν εδώ και εκεί αναστενάζωντας δια τον μακρόν και πολυχρόνιον χωρισμόν της· όσον και από τους Μοναχούς, με τους οποίους εσυγκατοίκει. Και ακολούθως εδυνήθη να αστράψη ανάμεσα εις τους άνδρας με τας αρετάς, καθώς και ο πολύτιμος λίθος σμάραγδος, αστράπτει ανάμεσα εις τους άλλους λίθους.

Όντως σμάραγδος εφάνη η μακαρία αύτη Ευφροσύνη, μείνασα αγνώριστος, όχι εις ένα χρόνον, ή δύω, ή τρεις. Αλλ’ εις διάστημα χρόνων ολοκλήρων τριανταοκτώ. Μέχρι τέλους δηλαδή της ζωής της. Μόνον δε εις το τέλος αυτής, εφανέρωσε, πως ήτον γυνή, και όχι άνδρας. Επειδή γαρ ο πατήρ της Παφνούτιος επήγε μίαν φοράν εις το Μοναστήριον, κατά τον καιρόν οπού έμελλεν η Οσία να αποθάνη, τούτον δε αυτή βλέπουσα, είπε προς αυτόν τούτον μόνον τον ολοϋστερινόν λόγον. Ω πάτερ. Και ούτω παρέδωκε το πνεύμα της εις χείρας Θεού, χαίρουσα και ευφραινομένη δια τα αγαθά, οπού έμελλε να απολαύση δια τους αγώνας και κόπους της.

Ο δε πατήρ αυτής ακούσας τον λόγον τούτον, εξεπλάγη. Όθεν από την υπερβολικήν χαράν οπού έλαβε, πως ηξιώθη να ιδή την θυγατέρα του, έπεσε κατά γης ωσάν νεκρός. Και τι γαρ άλλο έπρεπε να πάθη, εις καιρόν οπού ήκουσε τοιούτον χαροποιόν λόγον; Και εις καιρόν οπού ηξιώθη να ιδή την εις τριάκοντα και οκτώ χρόνους ζητουμένην και ποθουμένην του θυγατέρα; Και λοιπόν επειδή και ηξιώθη να ιδή το παρ’ αυτού ποθούμενον γέννημα, αφήκε πατρίδα, και κόσμον, και τα εν κόσμω. Και ομού ζήλον και πόθον λαβών εις την ψυχήν του των ασκητικών αγώνων της θυγατρός του, έγινε και αυτός Μοναχός. Όθεν φανείς διάδοχος και κληρονόμος τόσον του τόπου, όσον και του τρόπου: ήγουν του Μοναστηρίου, και των αρετών της θυγατρός του, ως πατήρ τοιούτου ευλογημένου τέκνου, χαίρων και ευφραινόμενος απήλθε προς Κύριον. (Όρα τον κατά πλάτος Βίον αυτής εις τον Παράδεισον (1).)

(1) Σημείωσαι, ότι το Συναξάριον της Οσίας Ευφροσύνης συνετέθη δια στίχων ιαμβικών, εξ ων και μετεφράσθη. Αλλά και ο Μεταφραστής συνέγραψε τον Βίον αυτής λογογραφικώς, ου η αρχή· «Άρτι τα Ρωμαίων σκήπτρα». (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων, και εν άλλαις.)

*

Ο Όσιος Παφνούτιος, ο πατήρ της Οσίας Ευφροσύνης, εν ειρήνη τελειούται.

Μύσας ο Παφνούτιος εν τω σαρκίω,
Τω Πνεύματι ζη, και θεωρεί φως μέγα.

*

Ο Άγιος Οσιομάρτυς Παφνούτιος σταυρωθείς τελειούται (2).

Σταυρούσι Παφνούτιον οι κόσμου φίλοι,
Τον παντί κόσμω και πριν εσταυρωμένον.

(2) Τον Βίον του Οσιομάρτυρος τούτου Παφνουτίου όρα εν τω νεοτυπώτω Εκλογίω.

*

Ανάμνησις του μεγάλου σεισμού, και της εις τον αέρα αρπαγής του παιδός.

Αρθείς άνω παις το τρισύμνητον μέλος,
Καθώς νόες ψάλλουσιν, αγγέλλει κάτω.

Κατά τους χρόνους Θεοδοσίου του μικρού εν έτει υι’ [410], ο πανάγαθος Θεός ηβουλήθη με τας κρίσεις οπού ηξεύρει, να πληροφορήση τους ανθρώπους, ένα μεν, την κοινήν και εσχάτην πάντων ανάστασιν. Και άλλο δε, πώς πρέπει να υμνούσιν ορθώς τον Θεόν. Δια τούτο συνεχώρησε να γένη σεισμός φοβερός. Όθεν δια τον φόβον του σεισμού όλος ο λαός της Κωνσταντινουπόλεως μαζί με τον βασιλέα, και με τον αγιώτατον Πατριάρχην Πρόκλον, και με όλον τον κλήρον, ευρίσκοντο όλοι ομού έξω εις τον κάμπον και εποίουν λιτανείας. Και επειδή τότε άρχιζεν η αίρεσις των Θεοπασχιτών εξ επηρείας του διαβόλου, οι οποίοι επρόσθεττον εις τον Τρισάγιον Ύμνον το, ο Σταυρωθείς δι’ ημάς: τούτου χάριν αιφνιδίως αρπάχθη έμπροσθεν πάντων ένα παιδίον εις τον αέρα. Όλοι λοιπόν βλέποντες το παράδοξον τούτο, με φόβον και έκπληξιν έκραζον εις πολλάς ώρας το, Κύριε ελέησον. Και ιδού πάλιν κατεβιβάσθη το παιδίον από νεφέλην. Το οποίον με μεγάλην φωνήν εφανέρωσεν εις όλους, ότι οι χοροί των Αγγέλων αναφέρουσιν εις τον Θεόν τον Τρισάγιον Ύμνον χωρίς την προσθήκην του, ο Σταυρωθείς, λέγοντες· «Άγιος ο Θεός, Άγιος ισχυρός, Άγιος αθάνατος, ελέησον ημάς». Και το μεν παιδίον, ευθύς μετά τα λόγια ταύτα παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού· ο δε σεισμός, ευθύς έπαυσεν (3).

(3) Σημείωσαι, ότι ο τόπος, όπου υψώθη το Παιδίον εις τον αέρα, λέγει ο Νικηφόρος, ότι ωνομάσθη ύψωμα θείον. Νυν δε ονομάζεται Ψωμαθειά. Περί του Ύμνου τούτου όρα πλατύτερον εν τη ερμηνεία του πα’ κανόνος της ς’ Συνόδου παρά τω ημετέρω Πηδαλίω, ήτοι τω νεοτυπώτω Κανονικώ. Γράφει δε ο Θεοφάνης εις το Χρονικόν του, ότι η ευσεβεστάτη βασιλίς Πουλχερία μαζί με τον αδελφόν της Θεοδόσιον τον μικρόν, επρόσταξαν με έδικτον, ήτοι με βασιλικόν έγγραφον, ορισμόν, ότι να ψάλλεται το Τρισάγιον εις όλας τας Εκκλησίας του Θεού.

*

Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Παύλου, Τάττης, και των τέκνων αυτών, Σαβινιανού, Μαξίμου, Ρούφου, και Ευγενίου.

Πατήρ ο Παύλος μαρτυρεί συν τοις τέκνοις,
Μεθ’ ων σεαυτήν Τάττα τάττεις εμφρόνως.

Ούτοι οι Άγιοι, Παύλος και Τάττα οι ομόζυγοι, και οι τέσσαρες παίδες αυτών Σαβινιανός, Μάξιμος, Ρούφος, και Ευγένιος, εκατάγοντο από την Δαμασκόν, το νυν λεγόμενον τουρκιστί Σαμ. Επειδή δε εδιαβάλθησαν ως Χριστιανοί, ησφαλίσθησαν οι πόδες αυτών εις το ξύλον το τιμωρητικόν, και με αλύσεις εδέθησαν. Αφ’ ου δε εκρίθησαν, εδάρθησαν δυνατά. Έπειτα στρεβλωθέντες κατά τα μέλη του σώματος από τους απίστους, παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού, από τον οποίον έλαβον τους στεφάνους του μαρτυρίου.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

25-9 (1)Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΕ΄, μνήμη τῆς Ὁσίας Μητρὸς ἡμῶν Εὐφροσύνης, θυγατρὸς Παφνουτίου τοῦ Αἰγυπτίου.

Τὸ θῆλυ κρύπτεις ἀνδρικῶς Εὐφροσύνη,
Καὶ κρυπτὰ τὸν βλέποντα Δεσπότην βλέπεις.

Εἰκάδα Εὐφροσύνη κατὰ πέμπτην πότμον ὑπέστη.

Αὕτη ἡ Ἁγία Εὐφροσύνη ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Θεοδοσίου τοῦ μικροῦ ἐν ἔτει υι΄ [410], ἀφήσασα δὲ τὰ χαροποιὰ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου, καὶ τὴν φαντασίαν καὶ δόξαν τῆς παρούσης ζωῆς, καὶ φυγοῦσα κρυφίως ἀπὸ τὸν οἶκον τοῦ πατρός της, μετεσχημάτησε τὸν ἑαυτόν της. Φορέσασα γὰρ ἀνδρίκεια φορέματα, ἀντὶ Εὐφροσύνης μετωνομάσθη Σμάραγδος. Καὶ ἐπειδὴ ἠγάπησε τῶν Μοναχῶν τὴν πολιτείαν, ἐπῆγεν εἰς ἕνα Μοναστήριον ἀνδρίκειον, φαινομένη ὡς εὐνοῦχος βασιλικός, καὶ κουρεύσασα τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς της, ἐσπούδαζε μὲ κάθε τρόπον, πῶς νὰ κρυφθῇ, καὶ νὰ μὴ τὴν μάθῃ ὁ πατήρ της Παφνούτιος. Ἀφ’ οὗ λοιπὸν ἔτυχε τοῦ ποθουμένου, ἠγωνίζετο μὲ ἀγῶνας καὶ κόπους πολλούς, καὶ μὲ προσευχὰς ἐκτενεῖς καὶ ἀδιακόπους, ἕως ὁποῦ κατεξήρανε μὲ ὑπερβολὴν τὸ ἁπαλὸν καὶ γυναικεῖόν της σῶμα, εἰς τρόπον, ὁποῦ ἐξεπλήττοντο καὶ ἐθαύμαζον ὅλοι οἱ ἐν τῷ Μοναστηρίῳ ἀδελφοί, βλέποντες τὴν ἄκραν κακοπάθειαν, ὁποῦ ἐμεταχειρίζετο ἡ ἀοίδιμος.

Καὶ τῇ ἀληθείᾳ ἦτον ἕνα πρᾶγμα παράδοξον, ὁποῦ ἀδυνατεῖ νὰ τὸ παραστήσῃ λόγος: δηλαδή, τὸ νὰ βλέπῃ τινὰς μίαν ὡραίαν γυναῖκα νὰ συγκατοικῇ ἀνάμεσα εἰς ἄνδρας Μοναχούς. Ἡ ὁποία ἐδυνήθη νὰ κρύψῃ τὸν ἑαυτόν της, τόσον ἀπὸ τὸν πατέρα της, ὅστις τὴν ἐζήτει ἐπιπόνως εἰς τὰ ὄρη καὶ τὰ λαγκάδια, καὶ εἰς πάντα τόπον, καὶ ἔτρεχεν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ἀναστενάζωντας διὰ τὸν μακρὸν καὶ πολυχρόνιον χωρισμόν της· ὅσον καὶ ἀπὸ τοὺς Μοναχούς, μὲ τοὺς ὁποίους ἐσυγκατοίκει. Καὶ ἀκολούθως ἐδυνήθη νὰ ἀστράψῃ ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἄνδρας μὲ τὰς ἀρετάς, καθὼς καὶ ὁ πολύτιμος λίθος σμάραγδος, ἀστράπτει ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἄλλους λίθους.

Ὄντως σμάραγδος ἐφάνη ἡ μακαρία αὕτη Εὐφροσύνη, μείνασα ἀγνώριστος, ὄχι εἰς ἕνα χρόνον, ἢ δύω, ἢ τρεῖς. Ἀλλ’ εἰς διάστημα χρόνων ὁλοκλήρων τριανταοκτώ. Μέχρι τέλους δηλαδὴ τῆς ζωῆς της. Μόνον δὲ εἰς τὸ τέλος αὐτῆς, ἐφανέρωσε, πῶς ἦτον γυνή, καὶ ὄχι ἄνδρας. Ἐπειδὴ γὰρ ὁ πατήρ της Παφνούτιος ἐπῆγε μίαν φορὰν εἰς τὸ Μοναστήριον, κατὰ τὸν καιρὸν ὁποῦ ἔμελλεν ἡ Ὁσία νὰ ἀποθάνῃ, τοῦτον δὲ αὐτὴ βλέπουσα, εἶπε πρὸς αὐτὸν τοῦτον μόνον τὸν ὁλοϋστερινὸν λόγον. Ὦ πάτερ. Καὶ οὕτω παρέδωκε τὸ πνεῦμά της εἰς χεῖρας Θεοῦ, χαίρουσα καὶ εὐφραινομένη διὰ τὰ ἀγαθά, ὁποῦ ἔμελλε νὰ ἀπολαύσῃ διὰ τοὺς ἀγῶνας καὶ κόπους της.

Ὁ δὲ πατὴρ αὐτῆς ἀκούσας τὸν λόγον τοῦτον, ἐξεπλάγη. Ὅθεν ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴν χαρὰν ὁποῦ ἔλαβε, πῶς ἠξιώθη νὰ ἰδῇ τὴν θυγατέρα του, ἔπεσε κατὰ γῆς ὡσὰν νεκρός. Καὶ τί γὰρ ἄλλο ἔπρεπε νὰ πάθῃ, εἰς καιρὸν ὁποῦ ἤκουσε τοιοῦτον χαροποιὸν λόγον; Καὶ εἰς καιρὸν ὁποῦ ἠξιώθη νὰ ἰδῇ τὴν εἰς τριάκοντα καὶ ὀκτὼ χρόνους ζητουμένην καὶ ποθουμένην του θυγατέρα; Καὶ λοιπὸν ἐπειδὴ καὶ ἠξιώθη νὰ ἰδῇ τὸ παρ’ αὐτοῦ ποθούμενον γέννημα, ἀφῆκε πατρίδα, καὶ κόσμον, καὶ τὰ ἐν κόσμῳ. Καὶ ὁμοῦ ζῆλον καὶ πόθον λαβὼν εἰς τὴν ψυχήν του τῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων τῆς θυγατρός του, ἔγινε καὶ αὐτὸς Μοναχός. Ὅθεν φανεὶς διάδοχος καὶ κληρονόμος τόσον τοῦ τόπου, ὅσον καὶ τοῦ τρόπου: ἤγουν τοῦ Μοναστηρίου, καὶ τῶν ἀρετῶν τῆς θυγατρός του, ὡς πατὴρ τοιούτου εὐλογημένου τέκνου, χαίρων καὶ εὐφραινόμενος ἀπῆλθε πρὸς Κύριον. (Ὅρα τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτῆς εἰς τὸν Παράδεισον (1).)

(1) Σημείωσαι, ὅτι τὸ Συναξάριον τῆς Ὁσίας Εὐφροσύνης συνετέθη διὰ στίχων ἰαμβικῶν, ἐξ ὧν καὶ μετεφράσθη. Ἀλλὰ καὶ ὁ Μεταφραστὴς συνέγραψε τὸν Βίον αὐτῆς λογογραφικῶς, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἄρτι τὰ Ῥωμαίων σκῆπτρα». (Σώζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων, καὶ ἐν ἄλλαις.)

*

Ὁ Ὅσιος Παφνούτιος, ὁ πατὴρ τῆς Ὁσίας Εὐφροσύνης, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Μύσας ὁ Παφνούτιος ἐν τῷ σαρκίῳ,
Τῷ Πνεύματι ζῇ, καὶ θεωρεῖ φῶς μέγα.

*

Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Παφνούτιος σταυρωθεὶς τελειοῦται (2).

Σταυροῦσι Παφνούτιον οἱ κόσμου φίλοι,
Τὸν παντὶ κόσμῳ καὶ πρὶν ἐσταυρωμένον.

(2) Τὸν Βίον τοῦ Ὁσιομάρτυρος τούτου Παφνουτίου ὅρα ἐν τῷ νεοτυπώτῳ Ἐκλογίῳ.

*

Ἀνάμνησις τοῦ μεγάλου σεισμοῦ, καὶ τῆς εἰς τὸν ἀέρα ἁρπαγῆς τοῦ παιδός.

Ἀρθεὶς ἄνω παῖς τὸ τρισύμνητον μέλος,
Καθὼς νόες ψάλλουσιν, ἀγγέλλει κάτω.

Κατὰ τοὺς χρόνους Θεοδοσίου τοῦ μικροῦ ἐν ἔτει υι΄ [410], ὁ πανάγαθος Θεὸς ἠβουλήθη μὲ τὰς κρίσεις ὁποῦ ἠξεύρει, νὰ πληροφορήσῃ τοὺς ἀνθρώπους, ἕνα μέν, τὴν κοινὴν καὶ ἐσχάτην πάντων ἀνάστασιν. Καὶ ἄλλο δέ, πῶς πρέπει νὰ ὑμνοῦσιν ὀρθῶς τὸν Θεόν. Διὰ τοῦτο συνεχώρησε νὰ γένῃ σεισμὸς φοβερός. Ὅθεν διὰ τὸν φόβον τοῦ σεισμοῦ ὅλος ὁ λαὸς τῆς Κωνσταντινουπόλεως μαζὶ μὲ τὸν βασιλέα, καὶ μὲ τὸν ἁγιώτατον Πατριάρχην Πρόκλον, καὶ μὲ ὅλον τὸν κλῆρον, εὑρίσκοντο ὅλοι ὁμοῦ ἔξω εἰς τὸν κάμπον καὶ ἐποίουν λιτανείας. Καὶ ἐπειδὴ τότε ἄρχιζεν ἡ αἵρεσις τῶν Θεοπασχιτῶν ἐξ ἐπηρείας τοῦ διαβόλου, οἱ ὁποῖοι ἐπρόσθεττον εἰς τὸν Τρισάγιον Ὕμνον τὸ, ὁ Σταυρωθεὶς δι’ ἡμᾶς: τούτου χάριν αἰφνιδίως ἁρπάχθη ἔμπροσθεν πάντων ἕνα παιδίον εἰς τὸν ἀέρα. Ὅλοι λοιπὸν βλέποντες τὸ παράδοξον τοῦτο, μὲ φόβον καὶ ἔκπληξιν ἔκραζον εἰς πολλὰς ὥρας τὸ, Κύριε ἐλέησον. Καὶ ἰδοὺ πάλιν κατεβιβάσθη τὸ παιδίον ἀπὸ νεφέλην. Τὸ ὁποῖον μὲ μεγάλην φωνὴν ἐφανέρωσεν εἰς ὅλους, ὅτι οἱ χοροὶ τῶν Ἀγγέλων ἀναφέρουσιν εἰς τὸν Θεὸν τὸν Τρισάγιον Ὕμνον χωρὶς τὴν προσθήκην τοῦ, ὁ Σταυρωθείς, λέγοντες· «Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς». Καὶ τὸ μὲν παιδίον, εὐθὺς μετὰ τὰ λόγια ταῦτα παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ· ὁ δὲ σεισμός, εὐθὺς ἔπαυσεν (3).

(3) Σημείωσαι, ὅτι ὁ τόπος, ὅπου ὑψώθη τὸ Παιδίον εἰς τὸν ἀέρα, λέγει ὁ Νικηφόρος, ὅτι ὠνομάσθη ὕψωμα θεῖον. Νῦν δὲ ὀνομάζεται Ψωμαθειά. Περὶ τοῦ Ὕμνου τούτου ὅρα πλατύτερον ἐν τῇ ἑρμηνείᾳ τοῦ πα΄ κανόνος τῆς ς΄ Συνόδου παρὰ τῷ ἡμετέρῳ Πηδαλίῳ, ἤτοι τῷ νεοτυπώτῳ Κανονικῷ. Γράφει δὲ ὁ Θεοφάνης εἰς τὸ Χρονικόν του, ὅτι ἡ εὐσεβεστάτη βασιλὶς Πουλχερία μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφόν της Θεοδόσιον τὸν μικρόν, ἐπρόσταξαν μὲ ἔδικτον, ἤτοι μὲ βασιλικὸν ἔγγραφον, ὁρισμόν, ὅτι νὰ ψάλλεται τὸ Τρισάγιον εἰς ὅλας τὰς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ.

*

Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Παύλου, Τάττης, καὶ τῶν τέκνων αὐτῶν, Σαβινιανοῦ, Μαξίμου, Ῥούφου, καὶ Εὐγενίου.

Πατὴρ ὁ Παῦλος μαρτυρεῖ σὺν τοῖς τέκνοις,
Μεθ’ ὧν σεαυτὴν Τάττα τάττεις ἐμφρόνως.

Οὗτοι οἱ Ἅγιοι, Παῦλος καὶ Τάττα οἱ ὁμόζυγοι, καὶ οἱ τέσσαρες παῖδες αὐτῶν Σαβινιανός, Μάξιμος, Ῥοῦφος, καὶ Εὐγένιος, ἐκατάγοντο ἀπὸ τὴν Δαμασκόν, τὸ νῦν λεγόμενον τουρκιστὶ Σάμ. Ἐπειδὴ δὲ ἐδιαβάλθησαν ὡς Χριστιανοί, ἠσφαλίσθησαν οἱ πόδες αὐτῶν εἰς τὸ ξύλον τὸ τιμωρητικόν, καὶ μὲ ἁλύσεις ἐδέθησαν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐκρίθησαν, ἐδάρθησαν δυνατά. Ἔπειτα στρεβλωθέντες κατὰ τὰ μέλη τοῦ σώματος ἀπὸ τοὺς ἀπίστους, παρέδωκαν τὰς ψυχάς των εἰς χεῖρας Θεοῦ, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἔλαβον τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

Των Αγίων Ευφροσύνης, Παφνουτίου του Αιγυπτίου, Παύλου, Τάττης κ.ά.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.