Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου23 Σεπτεμβρίου

Η Σύλληψις του τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου· Ανδρέου, Ιωάννου, Πέτρου, Αντωνίου κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

23-9 (1)Τω αυτώ μηνί ΚΓ’, η Σύλληψις του τιμίου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου.

Ανδρί προφήτη χρησμός εξ Αρχαγγέλου,
Τεκείν Προφήτην, και προφήτου τι πλέον.

Εικάδι τη τριτάτη γαστήρ λάβε Πρόδρομον είσω.

Όταν ο Κύριος ημών, και Θεός, ο του Πατρός μονογενής Υιός και Λόγος, έμελλε να καταβή από τους Ουρανούς, και να συλληφθή ασπόρως και παραδόξως εις την παρθενικήν κοιλίαν της παναμώμου αυτού Μητρός, ηθέλησε να προβεβαιώση την εν τη Παρθένω εδικήν του άσπορον σύλληψιν, με άλλο θαύμα παράδοξον. Τούτου χάριν προτίτερα από μήνας εξ της εδικής του συλλήψεως, εμήνυσε δια του Αρχαγγέλου Γαβριήλ εις τον προφήτην και αρχιερέα Ζαχαρίαν, όστις ευρίσκετο τότε εις τον Ναόν και εθυμία, και υπέρ του λαού επροσεύχετο (1), εμήνυσε λέγω εις αυτόν την παράδοξον σύλληψιν του εδικού του Προδρόμου. Η οποία έμελλε δια να γένη εν τη κοιλία της στείρας και γηραλέας γυναικός του της Ελισάβετ, την οποίαν σύλληψιν εορτάζομεν σήμερον. Ο δε Ζαχαρίας, επειδή δεν επίστευσεν εις την παρ’ ελπίδα ταύτην αγγελίαν του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, δια τούτο κατεδικάσθη με την αφωνίαν και σιωπήν, έως οπού να ιδή δια των έργων γενόμενον το αρχαγγελικόν μήνυμα (2).

(1) Καιρός δε ήτον τότε η δεκάτη του εβδόμου μηνός από τον Μάρτιον, ήτοι η δεκάτη του καθ’ ημάς Σεπτεμβρίου. Ούτω γαρ ο Νόμος προστάζει· «Εν τω μηνί τω εβδόμω τη δεκάτη του μηνός, ταπεινώσετε τας ψυχάς υμών (ήτοι νηστεύσετε) … εν γαρ τη ημέρα ταύτη εξιλάσεται περί υμών» (Λευϊτ. ις’, 29-30). Όθεν και ο μακάριος Θεοδώρητος το ρηθέν κεφάλαιον ερμηνεύων, λέγει· «Εδίδαξε δε τούτο ημάς και ο μακάριος Λουκάς, τα κατά τον Ζαχαρίαν διηγούμενος, τον Ιωάννου του Βαπτιστού πατέρα. Κατά τούτον γαρ τον καιρόν κακείνος εις τα Άγια των Αγίων εισελήλυθε, και της αγγελικής οπτασίας απήλαυσεν. Επειδή δε κατά την δεκάτην πέμπτην του αυτού Σεπτεμβρίου άρχιζεν η εορτή της Σκηνοπηγίας, ήτις εκράτει επτά ημέρας: δηλαδή από της δεκάτης πέμπτης έως της εικοστής πρώτης» (συμποσουμένης και της δεκάτης πέμπτης), ούτω γαρ ο Νόμος κελεύει· «Τη πεντεκαιδεκάτη του μηνός του εβδόμου τούτου εορτή σκηνών, επτά ημέρας τω Κυρίω» (Λευϊτ. κγ’, 34)· δια τούτο φαίνεται, ότι ο Ζαχαρίας υπομείνας εν τω Ναώ και τας ημέρας της Σκηνοπηγίας, απήλθεν εις τον οίκον του κατά την εικοστήν πρώτην, ή εικοστήν δευτέραν του Σεπτεμβρίου. Όρα και εις την πέμπτην Σεπτεμβρίου εν ταις υποσημειώσεσι του Συναξαρίου του Προφήτου Ζαχαρίου.

(2) Σημείωσαι, ότι η σύλληψις του Προδρόμου έγινεν εν ημέρα Κυριακή, κατά τον σεβαστόν Τραπεζούντιον. Σημείωσαι, ότι ο Χρυσόστομος έχει δύω λόγους πανηγυρικούς εις την σύλληψιν ταύτην του Προδρόμου. Ων του μεν ενός η αρχή έστιν αύτη· «Ουδέν τοις δεσποτικοίς ανυπότακτον όροις». Του δε ετέρου· «Εύκαιρος ημέρα». (Σώζονται εν τη Λαύρα, εν τη του Βατοπαιδίου Μονή, και εν τη του Διονυσίου). Και Θεοφάνης ο Αρχιεπίσκοπος Καππαδοκίας, ου η αρχή· «Χαίρετε εν Κυρίω». (Σώζεται εν τη των Ιβήρων.) Ευρίσκεται δε εν τω ε’ τόμω των Χρυσοστομικών και λόγος Γ’ του Χρυσοστόμου, ου η αρχή· «Μωϋσής ο Μέγας, ο του Θεού θεράπων».

*

Τη αυτή ημέρα ο Άγιος Μάρτυς Ανδρέας λόγχη τελειούται.

Υπέρ νυγέντος πριν μια λόγχη Λόγου,
Λόγχαις νυγείς ήνεγκε διτταίς Ανδρέας.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Ιωάννης ξίφει τελειούται.

Έχθραν πλάνη θεις και σφαγείς Ιωάννης,
Σφάττει τον εχθρόν, και συν αυτώ την πλάνην.

*

Οι Άγιοι Μάρτυρες Πέτρος και Αντώνιος (3), τα μέλη εκκοπέντες τελειούνται.

Αντώνιος και Πέτρος ως στερραί πέτραι,
Προς τας μεληδόν εκκοπάς εκαρτέρουν.

Όταν ο Μακεδών Βασίλειος εβασίλευσεν εις τους Ρωμαίους, εν έτει ωξζ’ [867], τότε εις όλην την Αφρικήν εξουσίαζον οι Αγαρηνοί. Των οποίων άρχων ήτον ο θηριώδης εκείνος και ωμότατος Αβραχίμ. Ούτος λοιπόν αφ’ ου επολέμησε τας Συρακούσας, αι οποίαι είναι μητρόπολις της νήσου Σικελίας, επήρεν από εκεί αιχμάλωτον τον άνω ειρημένον Ιωάννην, ομού με τους υιούς του, Πέτρον και Αντώνιον, νέαν έχοντας την ηλικίαν. Όθεν τους επαρέδωκεν εις διδάσκαλον Αγαρηνόν, δια να μανθάνουν τα εδικά των γράμματα. Όταν δε οι νέοι έφθασαν εις ανδρικήν ηλικίαν, και υπερέβαλον τους άλλους κατά την φρονιμάδα και τας άλλας αρετάς, τότε ο τύραννος θαυμάζων δια τα τοιαύτα προτερήματά των, τον μεν Αντώνιον, εκατάστησε γενικόν· τον δε Πέτρον, εκατάστησε σακελλάριον. Ούτοι λοιπόν, κρυφίως μεν ήτον Χριστιανοί, εις το φανερόν δε, υπεκρίνοντο την των Αγαρηνών θρησκείαν. Πλην δεν εδυνήθησαν να ήναι κρυμμένοι έως τέλους. Δια τούτο αφ’ ου έμαθε τούτο ο Αβραχίμ, εθυμώθη, και παρευθύς εσφάλισε τους πόδας των Αγίων εις το ξύλον το τιμωρητικόν, και έδειρεν αυτούς με ακανθωτά ραβδία.

Όθεν, ο μεν μακάριος Αντώνιος, λαβών τετρακοσίας πληγάς εις τους πόδας, και καταπληγωθείς από αυτάς, ευχαρίστει εις τον Θεόν. Έπειτα βάνεται επάνω εις ένα γαΐδαρον και δεθείς εις το σαμάριον με σχοινία, πομπεύεται δια μέσου όλης της πόλεως. Ο δε Πέτρος ξεγυμνωθείς, δέρνεται με ραβδία εις την κοιλίαν, και εις την ράχιν. Έπειτα ρίπτεται ομού με τον αδελφόν του Αντώνιον εις την φυλακήν. Μετά ταύτα εκβάλλει αυτούς ο τύραννος από την φυλακήν, και κατατζακίζει με ξύλα σκληρά τα μπράτζα των χειρών τους έως εις τους ώμους. Ομοίως τζακίζει και τους δακτύλους και τας παλάμας των. Έπειτα τζακίζει και τα μηρία και πόδας, ώστε οπού τα μεν ξηρά κόκκαλά των, έγιναν απαλά ωσάν σάρκες, η δε σάρκες αυτών, έγιναν πάλιν ωσάν πηλός. Και τόσον πολλά εζυμώθησαν με το αίμα, εις τρόπον οπού έγιναν ένα μίγμα.

Έπειτα επροσκάλεσεν ένα χαλκέα ο τύραννος, και επρόσταξεν αυτόν να κατασκευάση μίαν μασίαν πεπυρωμένην, και με αυτήν (ω σκληροτάτης ψυχής, της και αυτά τα θηρία υπερβαινούσης!) να κόψη τα ορχίδια αυτών, και να τα βάλη μέσα εις τα στόματά των. Και έτζι οι γενναιότατοι του Κυρίου αθληταί, ετελειώθησαν με ταύτην την πολυώδυνον βάσανον, και έλαβον τους στεφάνους του μαρτυρίου. Ύστερον δε ετράβιξε κοντά του ο απάνθρωπος τύραννος τον πατέρα αυτών Ιωάννην, και γυρίσας οπίσω τον τράχηλον του αοιδίμου με την αριστεράν του χείρα, ενέπηξε μέσα εις τον φάρυγγα εκείνου την εδικήν του μάχαιραν. Και έτζι σπαράττωντας ο τρισόλβιος ωσάν το οψάριον, επάνω εις τα σώματα των ιδίων του τέκνων, παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού. Μετά ταύτα ανάψας ο δυσσεβέστατος μίαν πυρκαϊάν, κατέκαυσεν όλα ομού τα των Μαρτύρων σώματα.

Ο δε μακάριος Ανδρέας γέρων ων κατά την ηλικίαν, παρεστάθη ενώπιον του αυτού μιαρού Αβραχίμ. Και επειδή ωμολόγησε παρρησία την εις Χριστόν πίστιν, πρώτον μεν εβάλθη εις την φυλακήν. Και εκεί έμεινε πολλούς χρόνους, έως οπού κατεξηράνθη όλος από την πείναν, και δίψαν, και από τας άλλας ταλαιπωρίας της φυλακής. Τελευταίον δε, επειδή και δεν επείθετο να αρνηθή την ευσέβειαν, τι έκαμε το άσπλαγχνον θηρίον; Ανέβη επάνω εις άλογον, και πέρνωντας ένα κοντάρι, έστησε τον Άγιον κατ’ ευθείαν έμπροσθεν εις τον δρόμον. Έπειτα τρέχωντας με το άλογον, κτυπά εις το στήθος τον Μάρτυρα με το κοντάρι. Επειδή δε ήκουσε, πως εφώναζεν από καρδίας ο Άγιος μίαν φωνήν ευχαριστήριον εις τον Θεόν, δια τούτο γυρίζει ο αιμοβόρος από το όπισθεν μέρος του Μάρτυρος, και κτυπά δεύτερον αυτόν εις την ράχιν με άλλο κοντάρι. Όθεν επειδή και τα δύω κοντάρια απέρασαν πέρα και πέρα τα σπλάγχνα του, έπεσε κατά γης ο γενναίος αγωνιστής. Είτα αποτμηθείς την κεφαλήν, παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού, και ανέβη νικηφόρος εις τα Ουράνια.

(3) Εν δε τοις χειρογράφοις Συναξαρισταίς Αντωνίνος ούτος γράφεται.

*

Μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Ραΐδος (4) της Παρθένου.

Ποθούσα κάλλος η Ραίς Θεού βλέπειν,
Σαρκός το κάλλος εκδίδωσι τω ξίφει.

Αύτη εκατάγετο από μίαν χώραν της Αιγύπτου ονομαζομένην Βάταν (ή Τάμμαν), θυγάτηρ Πέτρου τινός. Εφόρεσε δε το των μοναζουσών σχήμα, όταν ήτον χρόνων δώδεκα. Μίαν φοράν δε, πηγαίνουσα με άλλας παρθένους εις την πηγήν δια να φέρη νερόν, είδε πλήθος παρθένων γυναικών, και ανδρών Πρεσβυτέρων, και Διακόνων Μοναχών, τους οποίους είχε δεδεμένους Λουκιανός ο ηγεμών. Ερωτήσασα δε και μαθούσα, ότι δια τον Χριστόν είναι δεδεμένοι, έλαβεν εις την ψυχήν της ανδρίαν, και έσμιξε και τον εαυτόν της με τας δεδεμένας παρθένους. Ο δε κομενταρήσιος συνεβούλευσεν αυτήν, να φροντίση δια την ζωήν της, και να μη θελήση να αποθάνη προ καιρού με τας άλλας παρθένους. Η δε μακαρία Ραΐς, όχι μόνον δεν εκαταπείσθη εις την συμβουλήν του, αλλά και παρασταθείσα έμπροσθεν του ηγεμόνος, επεριγέλασε τους θεούς του. Επειδή δε εκείνος επερίπαιξε την των Χριστιανών πίστιν, δια τούτο η αοίδιμος Ραΐς, χωρίς να φοβηθή τελείως, έπτυσεν εις το πρόσωπον εκείνου. Όθεν πρώτον βασανίζεται με βασάνους πολλάς. Και τελευταίον δια ξίφους την κεφαλήν αποτέμνεται. Και ούτω λαμβάνει παρά του Κυρίου τον στέφανον της αθλήσεως.

(4) Σημείωσαι, ότι εσφαλμένως γράφεται εν τοις Μηναίοις, και τω τετυπωμένω Συναξαριστή, Ιεραΐδος, αντί Ραΐδος. Το δε δίστιχον ιαμβικόν το κατά την πέμπτην Σεπτεμβρίου γραφόμενον εν τοις Μηναίοις εις όνομα της Ραΐδος, ατάκτως γράφεται. Εδώ γαρ χρειάζεται, και όχι εκεί.

*

Μνήμη των Οσίων και αυταδέλφων γυναικών Ξανθίπης και Πολυξένης.

Τας συγγόνους γε Ξανθίπην Πολυξένην,
Χοροί συνοίκους λαμβάνουσιν Αγγέλων.

Αύται ήτον από μίαν χώραν των Ισπανών κατά τους χρόνους Κλαυδίου Καίσαρος, εν έτει ξη’ [68]. Αλλ’ η μεν Ξανθίπη ήτον γυνή του άρχοντος της χώρας εκείνης, Πρόβου ονομαζομένου, μαζί με τον οποίον εδιδάχθη την εις Χριστόν ευσέβειαν από τον Απόστολον Παύλον, όταν εκείνος επήγεν εις την Ισπανίαν (5). Η δε Πολυξένη παρθένος ούσα, και αρπαγείσα από ένα κακότροπον άνθρωπον και μιαρόν, χάριτι Θεού έμεινεν άφθορος υπ’ αυτού. Επειδή δε έτυχε να εύρη τον πρωτόκλητον Ανδρέαν τον Απόστολον, εβαπτίσθη από αυτόν. Όθεν πολλά θαύματα κάμνουσα, πολλούς επίστρεψεν εις την του Χριστού πίστιν. Έπειτα πέρνουσα Ονήσιμον τον Απόστολον, επήγεν ομού με αυτόν εις την πατρίδα της Ισπανίαν. Ύστερον δε από πολλάς δυσκολίας και πειρασμούς, τους οποίους εδοκίμασεν εις την θάλασσαν, έχουσα μαζί της και την Ρεββέκαν με την οποίαν εβαπτίσθη· ύστερα, λέγω, από πολλά συμβάματα, μόλις αντάμωσε την αδελφήν της Ξανθίπην. Όθεν ομοίως και αι δύω το επίλοιπον της ζωής των διαπεράσασαι, και πολλά ποιήσασαι θαύματα, εν ειρήνη προς Κύριον εξεδήμησαν.

(5) Ότι ο Απόστολος Παύλος επήγεν εις την Σπανίαν, ή Ισπανίαν, το μαρτυρεί ο ίδιος εν τη προς Ρωμαίους επιστολή λέγων· «Τούτο ουν επιτελέσας, και σφραγισάμενος αυτοίς (τοις εν Ιερουσαλήμ πτωχοίς δηλ.) τον καρπόν τούτον (ήτοι την ελεημοσύνην), απελεύσομαι δι’ υμών εις την Σπανίαν» (Ρωμ. ιε’, 28).

*

Τη αυτή ημέρα ο Άγιος Νεομάρτυς Νικόλαος ο πανταπώλης, ο εν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσας εν έτει ͵αχοβ’ [1672], ξίφει τελειούται.

Ο Νικόλαος πάντα πωλήσας κάτω,
Εξηγόρασε Χριστόν άνω εκ ξίφους (6).

(6) Το Μαρτύριον αυτού όρα εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.

*

Ο Άγιος Νεομάρτυς Ιωάννης ο εκ Κονίτζης (7).

(7) Το Μαρτύριον αυτού όρα εις το Νέον Λειμωνάριον.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

23-9 (1)Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΓ΄, Σύλληψις τοῦ τιμίου Προφήτου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου.

Ἀνδρὶ προφήτῃ χρησμὸς ἐξ Ἀρχαγγέλου,
Τεκεῖν Προφήτην, καὶ προφήτου τι πλέον.

Εἰκάδι τῇ τριτάτῃ γαστὴρ λάβε Πρόδρομον εἴσω.

Ὅταν ὁ Κύριος ἡμῶν, καὶ Θεός, ὁ τοῦ Πατρὸς μονογενὴς Υἱὸς καὶ Λόγος, ἔμελλε νὰ καταβῇ ἀπὸ τοὺς Οὐρανούς, καὶ νὰ συλληφθῇ ἀσπόρως καὶ παραδόξως εἰς τὴν παρθενικὴν κοιλίαν τῆς παναμώμου αὑτοῦ Μητρός, ἠθέλησε νὰ προβεβαιώσῃ τὴν ἐν τῇ Παρθένῳ ἐδικήν του ἄσπορον σύλληψιν, μὲ ἄλλο θαῦμα παράδοξον. Τούτου χάριν προτίτερα ἀπὸ μῆνας ἓξ τῆς ἐδικῆς του συλλήψεως, ἐμήνυσε διὰ τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ εἰς τὸν προφήτην καὶ ἀρχιερέα Ζαχαρίαν, ὅστις εὑρίσκετο τότε εἰς τὸν Ναὸν καὶ ἐθυμία, καὶ ὑπὲρ τοῦ λαοῦ ἐπροσεύχετο (1), ἐμήνυσε λέγω εἰς αὐτὸν τὴν παράδοξον σύλληψιν τοῦ ἐδικοῦ του Προδρόμου. Ἡ ὁποία ἔμελλε διὰ νὰ γένῃ ἐν τῇ κοιλίᾳ τῆς στείρας καὶ γηραλέας γυναικός του τῆς Ἐλισάβετ, τὴν ὁποίαν σύλληψιν ἑορτάζομεν σήμερον. Ὁ δὲ Ζαχαρίας, ἐπειδὴ δὲν ἐπίστευσεν εἰς τὴν παρ’ ἐλπίδα ταύτην ἀγγελίαν τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, διὰ τοῦτο κατεδικάσθη μὲ τὴν ἀφωνίαν καὶ σιωπήν, ἕως ὁποῦ νὰ ἰδῇ διὰ τῶν ἔργων γενόμενον τὸ ἀρχαγγελικὸν μήνυμα (2).

(1) Καιρὸς δὲ ἦτον τότε ἡ δεκάτη τοῦ ἑβδόμου μηνὸς ἀπὸ τὸν Μάρτιον, ἤτοι ἡ δεκάτη τοῦ καθ’ ἡμᾶς Σεπτεμβρίου. Οὕτω γὰρ ὁ Νόμος προστάζει· «Ἐν τῷ μηνὶ τῷ ἑβδόμῳ τῇ δεκάτῃ τοῦ μηνός, ταπεινώσετε τὰς ψυχὰς ὑμῶν (ἤτοι νηστεύσετε) … ἐν γὰρ τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ ἐξιλάσεται περὶ ὑμῶν» (Λευϊτ. ις΄, 29-30). Ὅθεν καὶ ὁ μακάριος Θεοδώρητος τὸ ῥηθὲν κεφάλαιον ἑρμηνεύων, λέγει· «Ἐδίδαξε δὲ τοῦτο ἡμᾶς καὶ ὁ μακάριος Λουκᾶς, τὰ κατὰ τὸν Ζαχαρίαν διηγούμενος, τὸν Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ πατέρα. Κατὰ τοῦτον γὰρ τὸν καιρὸν κᾀκεῖνος εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων εἰσελήλυθε, καὶ τῆς ἀγγελικῆς ὀπτασίας ἀπήλαυσεν. Ἐπειδὴ δὲ κατὰ τὴν δεκάτην πέμπτην τοῦ αὐτοῦ Σεπτεμβρίου ἄρχιζεν ἡ ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας, ἥτις ἐκράτει ἑπτὰ ἡμέρας: δηλαδὴ ἀπὸ τῆς δεκάτης πέμπτης ἕως τῆς εἰκοστῆς πρώτης» (συμποσουμένης καὶ τῆς δεκάτης πέμπτης), οὕτω γὰρ ὁ Νόμος κελεύει· «Τῇ πεντεκαιδεκάτῃ τοῦ μηνὸς τοῦ ἑβδόμου τούτου ἑορτὴ σκηνῶν, ἑπτὰ ἡμέρας τῷ Κυρίῳ» (Λευϊτ. κγ΄, 34)· διὰ τοῦτο φαίνεται, ὅτι ὁ Ζαχαρίας ὑπομείνας ἐν τῷ Ναῷ καὶ τὰς ἡμέρας τῆς Σκηνοπηγίας, ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκόν του κατὰ τὴν εἰκοστὴν πρώτην, ἢ εἰκοστὴν δευτέραν τοῦ Σεπτεμβρίου. Ὅρα καὶ εἰς τὴν πέμπτην Σεπτεμβρίου ἐν ταῖς ὑποσημειώσεσι τοῦ Συναξαρίου τοῦ Προφήτου Ζαχαρίου.

(2) Σημείωσαι, ὅτι ἡ σύλληψις τοῦ Προδρόμου ἔγινεν ἐν ἡμέρᾳ Κυριακῇ, κατὰ τὸν σεβαστὸν Τραπεζούντιον. Σημείωσαι, ὅτι ὁ Χρυσόστομος ἔχει δύω λόγους πανηγυρικοὺς εἰς τὴν σύλληψιν ταύτην τοῦ Προδρόμου. Ὧν τοῦ μὲν ἑνὸς ἡ ἀρχὴ ἔστιν αὕτη· «Οὐδὲν τοῖς δεσποτικοῖς ἀνυπότακτον ὅροις». Τοῦ δὲ ἑτέρου· «Εὔκαιρος ἡμέρα». (Σῴζονται ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῇ τοῦ Βατοπαιδίου Μονῇ, καὶ ἐν τῇ τοῦ Διονυσίου). Καὶ Θεοφάνης ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Καππαδοκίας, οὗ ἡ ἀρχή· «Χαίρετε ἐν Κυρίῳ». (Σῴζεται ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων.) Εὑρίσκεται δὲ ἐν τῷ ε΄ τόμῳ τῶν Χρυσοστομικῶν καὶ λόγος Γ΄ τοῦ Χρυσοστόμου, οὗ ἡ ἀρχή· «Μωϋσῆς ὁ Μέγας, ὁ τοῦ Θεοῦ θεράπων».

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀνδρέας λόγχῃ τελειοῦται.

Ὑπὲρ νυγέντος πρὶν μιᾷ λόγχῃ Λόγου,
Λόγχαις νυγεὶς ἤνεγκε διτταῖς Ἀνδρέας.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰωάννης ξίφει τελειοῦται.

Ἔχθραν πλάνῃ θεὶς καὶ σφαγεὶς Ἰωάννης,
Σφάττει τὸν ἐχθρόν, καὶ σὺν αὐτῷ τὴν πλάνην.

*

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Πέτρος καὶ Ἀντώνιος (3), τὰ μέλη ἐκκοπέντες τελειοῦνται.

Ἀντώνιος καὶ Πέτρος ὡς στερραὶ πέτραι,
Πρὸς τὰς μεληδὸν ἐκκοπὰς ἐκαρτέρουν.

Ὅταν ὁ Μακεδὼν Βασίλειος ἐβασίλευσεν εἰς τοὺς Ῥωμαίους, ἐν ἔτει ωξζ΄ [867], τότε εἰς ὅλην τὴν Ἀφρικὴν ἐξουσίαζον οἱ Ἀγαρηνοί. Τῶν ὁποίων ἄρχων ἦτον ὁ θηριώδης ἐκεῖνος καὶ ὠμότατος Ἀβραχίμ. Οὗτος λοιπὸν ἀφ’ οὗ ἐπολέμησε τὰς Συρακούσας, αἱ ὁποῖαι εἶναι μητρόπολις τῆς νήσου Σικελίας, ἐπῆρεν ἀπὸ ἐκεῖ αἰχμάλωτον τὸν ἄνω εἰρημένον Ἰωάννην, ὁμοῦ μὲ τοὺς υἱούς του, Πέτρον καὶ Ἀντώνιον, νέαν ἔχοντας τὴν ἡλικίαν. Ὅθεν τοὺς ἐπαρέδωκεν εἰς διδάσκαλον Ἀγαρηνόν, διὰ νὰ μανθάνουν τὰ ἐδικά των γράμματα. Ὅταν δὲ οἱ νέοι ἔφθασαν εἰς ἀνδρικὴν ἡλικίαν, καὶ ὑπερέβαλον τοὺς ἄλλους κατὰ τὴν φρονιμάδα καὶ τὰς ἄλλας ἀρετάς, τότε ὁ τύραννος θαυμάζων διὰ τὰ τοιαῦτα προτερήματά των, τὸν μὲν Ἀντώνιον, ἐκατάστησε γενικόν· τὸν δὲ Πέτρον, ἐκατάστησε σακελλάριον. Οὗτοι λοιπόν, κρυφίως μὲν ἦτον Χριστιανοί, εἰς τὸ φανερὸν δέ, ὑπεκρίνοντο τὴν τῶν Ἀγαρηνῶν θρῃσκείαν. Πλὴν δὲν ἐδυνήθησαν νὰ ᾖναι κρυμμένοι ἕως τέλους. Διὰ τοῦτο ἀφ’ οὗ ἔμαθε τοῦτο ὁ Ἀβραχίμ, ἐθυμώθη, καὶ παρευθὺς ἐσφάλισε τοὺς πόδας τῶν Ἁγίων εἰς τὸ ξύλον τὸ τιμωρητικόν, καὶ ἔδειρεν αὐτοὺς μὲ ἀκανθωτὰ ῥαβδία.

Ὅθεν, ὁ μὲν μακάριος Ἀντώνιος, λαβὼν τετρακοσίας πληγὰς εἰς τοὺς πόδας, καὶ καταπληγωθεὶς ἀπὸ αὐτάς, εὐχαρίστει εἰς τὸν Θεόν. Ἔπειτα βάνεται ἐπάνω εἰς ἕνα γαΐδαρον καὶ δεθεὶς εἰς τὸ σαμάριον μὲ σχοινία, πομπεύεται διὰ μέσου ὅλης τῆς πόλεως. Ὁ δὲ Πέτρος ξεγυμνωθείς, δέρνεται μὲ ῥαβδία εἰς τὴν κοιλίαν, καὶ εἰς τὴν ῥάχιν. Ἔπειτα ῥίπτεται ὁμοῦ μὲ τὸν ἀδελφόν του Ἀντώνιον εἰς τὴν φυλακήν. Μετὰ ταῦτα ἐκβάλλει αὐτοὺς ὁ τύραννος ἀπὸ τὴν φυλακήν, καὶ κατατζακίζει μὲ ξύλα σκληρὰ τὰ μπράτζα τῶν χειρῶν τους ἕως εἰς τοὺς ὤμους. Ὁμοίως τζακίζει καὶ τοὺς δακτύλους καὶ τὰς παλάμας των. Ἔπειτα τζακίζει καὶ τὰ μηρία καὶ πόδας, ὥστε ὁποῦ τὰ μὲν ξηρὰ κόκκαλά των, ἔγιναν ἁπαλὰ ὡσὰν σάρκες, ᾑ δὲ σάρκες αὐτῶν, ἔγιναν πάλιν ὡσὰν πηλός. Καὶ τόσον πολλὰ ἐζυμώθησαν μὲ τὸ αἷμα, εἰς τρόπον ὁποῦ ἔγιναν ἕνα μίγμα.

Ἔπειτα ἐπροσκάλεσεν ἕνα χαλκέα ὁ τύραννος, καὶ ἐπρόσταξεν αὐτὸν νὰ κατασκευάσῃ μίαν μασίαν πεπυρωμένην, καὶ μὲ αὐτήν (ὢ σκληροτάτης ψυχῆς, τῆς καὶ αὐτὰ τὰ θηρία ὑπερβαινούσης!) νὰ κόψῃ τὰ ὀρχίδια αὐτῶν, καὶ νὰ τὰ βάλῃ μέσα εἰς τὰ στόματά των. Καὶ ἔτζι οἱ γενναιότατοι τοῦ Κυρίου ἀθληταί, ἐτελειώθησαν μὲ ταύτην τὴν πολυώδυνον βάσανον, καὶ ἔλαβον τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου. Ὕστερον δὲ ἐτράβιξε κοντά του ὁ ἀπάνθρωπος τύραννος τὸν πατέρα αὐτῶν Ἰωάννην, καὶ γυρίσας ὀπίσω τὸν τράχηλον τοῦ ἀοιδίμου μὲ τὴν ἀριστεράν του χεῖρα, ἐνέπηξε μέσα εἰς τὸν φάρυγγα ἐκείνου τὴν ἐδικήν του μάχαιραν. Καὶ ἔτζι σπαράττωντας ὁ τρισόλβιος ὡσὰν τὸ ὀψάριον, ἐπάνω εἰς τὰ σώματα τῶν ἰδίων του τέκνων, παρέδωκε τὴν ἁγίαν του ψυχὴν εἰς χεῖρας Θεοῦ. Μετὰ ταῦτα ἀνάψας ὁ δυσσεβέστατος μίαν πυρκαϊάν, κατέκαυσεν ὅλα ὁμοῦ τὰ τῶν Μαρτύρων σώματα.

Ὁ δὲ μακάριος Ἀνδρέας γέρων ὢν κατὰ τὴν ἡλικίαν, παρεστάθη ἐνώπιον τοῦ αὐτοῦ μιαροῦ Ἀβραχίμ. Καὶ ἐπειδὴ ὡμολόγησε παρρησίᾳ τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν, πρῶτον μὲν ἐβάλθη εἰς τὴν φυλακήν. Καὶ ἐκεῖ ἔμεινε πολλοὺς χρόνους, ἕως ὁποῦ κατεξηράνθη ὅλος ἀπὸ τὴν πεῖναν, καὶ δίψαν, καὶ ἀπὸ τὰς ἄλλας ταλαιπωρίας τῆς φυλακῆς. Τελευταῖον δέ, ἐπειδὴ καὶ δὲν ἐπείθετο νὰ ἀρνηθῇ τὴν εὐσέβειαν, τί ἔκαμε τὸ ἄσπλαγχνον θηρίον; Ἀνέβη ἐπάνω εἰς ἄλογον, καὶ πέρνωντας ἕνα κοντάρι, ἔστησε τὸν Ἅγιον κατ’ εὐθεῖαν ἔμπροσθεν εἰς τὸν δρόμον. Ἔπειτα τρέχωντας μὲ τὸ ἄλογον, κτυπᾷ εἰς τὸ στῆθος τὸν Μάρτυρα μὲ τὸ κοντάρι. Ἐπειδὴ δὲ ἤκουσε, πῶς ἐφώναζεν ἀπὸ καρδίας ὁ Ἅγιος μίαν φωνὴν εὐχαριστήριον εἰς τὸν Θεόν, διὰ τοῦτο γυρίζει ὁ αἱμοβόρος ἀπὸ τὸ ὄπισθεν μέρος τοῦ Μάρτυρος, καὶ κτυπᾷ δεύτερον αὐτὸν εἰς τὴν ῥάχιν μὲ ἄλλο κοντάρι. Ὅθεν ἐπειδὴ καὶ τὰ δύω κοντάρια ἀπέρασαν πέρα καὶ πέρα τὰ σπλάγχνα του, ἔπεσε κατὰ γῆς ὁ γενναῖος ἀγωνιστής. Εἶτα ἀποτμηθεὶς τὴν κεφαλήν, παρέδωκε τὴν ἁγίαν του ψυχὴν εἰς χεῖρας Θεοῦ, καὶ ἀνέβη νικηφόρος εἰς τὰ Οὐράνια.

(3) Ἐν δὲ τοῖς χειρογράφοις Συναξαρισταῖς Ἀντωνῖνος οὗτος γράφεται.

*

Μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Ῥαΐδος (4) τῆς Παρθένου.

Ποθοῦσα κάλλος ἡ Ῥαῒς Θεοῦ βλέπειν,
Σαρκὸς τὸ κάλλος ἐκδίδωσι τῷ ξίφει.

Αὕτη ἐκατάγετο ἀπὸ μίαν χώραν τῆς Αἰγύπτου ὀνομαζομένην Βάταν (ἢ Τάμμαν), θυγάτηρ Πέτρου τινός. Ἐφόρεσε δὲ τὸ τῶν μοναζουσῶν σχῆμα, ὅταν ἦτον χρόνων δώδεκα. Μίαν φορὰν δέ, πηγαίνουσα μὲ ἄλλας παρθένους εἰς τὴν πηγὴν διὰ νὰ φέρῃ νερόν, εἶδε πλῆθος παρθένων γυναικῶν, καὶ ἀνδρῶν Πρεσβυτέρων, καὶ Διακόνων Μοναχῶν, τοὺς ὁποίους εἶχε δεδεμένους Λουκιανὸς ὁ ἡγεμών. Ἐρωτήσασα δὲ καὶ μαθοῦσα, ὅτι διὰ τὸν Χριστὸν εἶναι δεδεμένοι, ἔλαβεν εἰς τὴν ψυχήν της ἀνδρίαν, καὶ ἔσμιξε καὶ τὸν ἑαυτόν της μὲ τὰς δεδεμένας παρθένους. Ὁ δὲ κομενταρήσιος συνεβούλευσεν αὐτήν, νὰ φροντίσῃ διὰ τὴν ζωήν της, καὶ νὰ μὴ θελήσῃ νὰ ἀποθάνῃ πρὸ καιροῦ μὲ τὰς ἄλλας παρθένους. Ἡ δὲ μακαρία Ῥαΐς, ὄχι μόνον δὲν ἐκαταπείσθη εἰς τὴν συμβουλήν του, ἀλλὰ καὶ παρασταθεῖσα ἔμπροσθεν τοῦ ἡγεμόνος, ἐπεριγέλασε τοὺς θεούς του. Ἐπειδὴ δὲ ἐκεῖνος ἐπερίπαιξε τὴν τῶν Χριστιανῶν πίστιν, διὰ τοῦτο ἡ ἀοίδιμος Ῥαΐς, χωρὶς νὰ φοβηθῇ τελείως, ἔπτυσεν εἰς τὸ πρόσωπον ἐκείνου. Ὅθεν πρῶτον βασανίζεται μὲ βασάνους πολλάς. Καὶ τελευταῖον διὰ ξίφους τὴν κεφαλὴν ἀποτέμνεται. Καὶ οὕτω λαμβάνει παρὰ τοῦ Κυρίου τὸν στέφανον τῆς ἀθλήσεως.

(4) Σημείωσαι, ὅτι ἐσφαλμένως γράφεται ἐν τοῖς Μηναίοις, καὶ τῷ τετυπωμένῳ Συναξαριστῇ, Ἱεραΐδος, ἀντὶ Ῥαΐδος. Τὸ δὲ δίστιχον ἰαμβικὸν τὸ κατὰ τὴν πέμπτην Σεπτεμβρίου γραφόμενον ἐν τοῖς Μηναίοις εἰς ὄνομα τῆς Ῥαΐδος, ἀτάκτως γράφεται. Ἐδῶ γὰρ χρειάζεται, καὶ ὄχι ἐκεῖ.

*

Μνήμη τῶν Ὁσίων καὶ αὐταδέλφων γυναικῶν Ξανθίπης καὶ Πολυξένης.

Τὰς συγγόνους γε Ξανθίπην Πολυξένην,
Χοροὶ συνοίκους λαμβάνουσιν Ἀγγέλων.

Αὗται ἦτον ἀπὸ μίαν χώραν τῶν Ἱσπανῶν κατὰ τοὺς χρόνους Κλαυδίου Καίσαρος, ἐν ἔτει ξη΄ [68]. Ἀλλ’ ἡ μὲν Ξανθίπη ἦτον γυνὴ τοῦ ἄρχοντος τῆς χώρας ἐκείνης, Πρόβου ὀνομαζομένου, μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖον ἐδιδάχθη τὴν εἰς Χριστὸν εὐσέβειαν ἀπὸ τὸν Ἀπόστολον Παῦλον, ὅταν ἐκεῖνος ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἱσπανίαν (5). Ἡ δὲ Πολυξένη παρθένος οὖσα, καὶ ἁρπαγεῖσα ἀπὸ ἕνα κακότροπον ἄνθρωπον καὶ μιαρόν, χάριτι Θεοῦ ἔμεινεν ἄφθορος ὑπ’ αὐτοῦ. Ἐπειδὴ δὲ ἔτυχε νὰ εὕρῃ τὸν πρωτόκλητον Ἀνδρέαν τὸν Ἀπόστολον, ἐβαπτίσθη ἀπὸ αὐτόν. Ὅθεν πολλὰ θαύματα κάμνουσα, πολλοὺς ἐπίστρεψεν εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν. Ἔπειτα πέρνουσα Ὀνήσιμον τὸν Ἀπόστολον, ἐπῆγεν ὁμοῦ μὲ αὐτὸν εἰς τὴν πατρίδα της Ἱσπανίαν. Ὕστερον δὲ ἀπὸ πολλὰς δυσκολίας καὶ πειρασμούς, τοὺς ὁποίους ἐδοκίμασεν εἰς τὴν θάλασσαν, ἔχουσα μαζί της καὶ τὴν Ῥεββέκαν μὲ τὴν ὁποίαν ἐβαπτίσθη· ὕστερα, λέγω, ἀπὸ πολλὰ συμβάματα, μόλις ἀντάμωσε τὴν ἀδελφήν της Ξανθίπην. Ὅθεν ὁμοίως καὶ αἱ δύω τὸ ἐπίλοιπον τῆς ζωῆς των διαπεράσασαι, καὶ πολλὰ ποιήσασαι θαύματα, ἐν εἰρήνῃ πρὸς Κύριον ἐξεδήμησαν.

(5) Ὅτι Ἀπόστολος Παῦλος ἐπῆγεν εἰς τὴν Σπανίαν, Ἱσπανίαν, τὸ μαρτυρεῖ ἴδιος ἐν τῇ πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολῇ λέγων· «Τοῦτο οὖν ἐπιτελέσας, καὶ σφραγισάμενος αὐτοῖς (τοῖς ἐν Ἱερουσαλὴμ πτωχοῖς δηλ.) τὸν καρπὸν τοῦτον (ἤτοι τὴν ἐλεημοσύνην), ἀπελεύσομαι διὑμῶν εἰς τὴν Σπανίαν» (Ῥωμ. ιε΄, 28).

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Νικόλαος ὁ πανταπώλης, ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσας ἐν ἔτει ͵αχοβ΄ [1672], ξίφει τελειοῦται.

Ὁ Νικόλαος πᾶντα πωλήσας κάτω,
Ἐξηγόρασε Χριστὸν ἄνω ἐκ ξίφους (6).

(6) Τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.

*

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἰωάννης ὁ ἐκ Κονίτζης (7).

(7) Τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Λειμωνάριον.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

Η Σύλληψις του τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου· Ανδρέου, Ιωάννου, Πέτρου, Αντωνίου κ.ά.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.