Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου22 Ιανουαρίου

Των Αγίων Τιμοθέου Αποστόλου, Αναστασίου του Πέρσου, Μανουήλ, Γεωργίου, Πέτρου, Λέοντος κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιος Απόστολος ΤιμόθεοςΤω αυτώ μηνί ΚΒ’, μνήμη του Αγίου Αποστόλου Τιμοθέου.

Έρωτι θείων Τιμόθεος στεμμάτων,
Τυφθείς βάκλοις (1) έβαψε γην εξ αιμάτων.

Εικάδι δευτερίη πνεύμ’ ήρθη Τιμοθέοιο.

Ούτος ήτον από την πόλιν Λύστραν την εν Λυκαονία, ή Ισαυρία ευρισκομένην, και υποκειμένην εις τον Ικονίου. Υιός, πατρός μεν, Έλληνος, μητρός δε, Ευνίκης. Μαθητευθείς δε από τον Απόστολον Παύλον, έγινε μαζί με αυτόν συνεργός και κήρυξ του θείου Ευαγγελίου. Είτα και με τον Θεολόγον Ιωάννην τον ηγαπημένον μαθητήν του Κυρίου ανταμόνεται, και λαμβάνει από αυτόν πλουσίαν την χάριν του Πνεύματος. Ύστερον δε έγινεν υπό του Αποστόλου Παύλου Επίσκοπος Εφέσου. Όταν δε ο Θεολόγος Ιωάννης εξωρίσθη εις την Πάτμον από τον Δομετιανόν, τότε ο μακάριος ούτος Τιμόθεος επεσκόπευεν εις την Έφεσον. Μίαν φοράν δε, βλέπωντας τους Έλληνας, οπού εις μίαν πάτριον εορτήν, Καταγώγιον ονομαζομένην, έκαμνον αταξίας, είδωλα βαστάζοντες εις τας χείρας, προσωπίδας βάλλοντες εις τα πρόσωπα, τραγωδούντες, ορμούντες ληστρικώς επάνω εις άνδρας και γυναίκας, και φονεύοντες ένας τον άλλον. Ταύτα, λέγω, βλέπων ο θείος Τιμόθεος, εθερμάνθη από το πυρ του θεϊκού ζήλου, και δεν υπέφερε τα τοιαύτα άτοπα. Αλλ’ εδίδασκεν αυτούς και επαρακίνει να παύσουν από τας αταξίας ταύτας. Οι δε απάνθρωποι εκείνοι και θηριώδεις, κινηθέντες από μανίαν και θυμόν μεγάλον, εφόνευσαν τον του Κυρίου Απόστολον με τα ξύλα οπού είχον εις τας χείρας των. Και έτζι ο μακάριος τελειωθείς, ενταφιάσθη από τους Χριστιανούς. Το δε Άγιον αυτού λείψανον ανεκομίσθη ύστερον και εφέρθη εις την Κωνσταντινούπολιν, και απεθησαυρίσθη μαζί με τα λείψανα Λουκά και Ανδρέου εις τον Ναόν των Αγίων Αποστόλων, όπου και η Σύναξις και εορτή αυτού τελείται (2).

(1) Βάκλα είναι τα ξύλα, με τα οποία κτυπούσι τα τύμπανα.

(2) Σημείωσαι, ότι τα ελλείποντα τροπάρια τη ακολουθία του Αγίου Τιμοθέου, ανεπλήρωσεν η εμή αδυναμία. Άπερ ετυπώσαμεν εν τω τέλει του Ιαννουαρίου μηνός και ει τις φιλοτιμόθεος, ψαλλέτω ταύτα. [Σ.τ.ε.: Παρατίθενται εις το τέλος του τρίτου τόμου της παρούσης εκδόσεως.] Έπλεξε δε εγκώμιον εις την αποστολικήν αυτού κεφαλήν Νικήτας ο ρήτωρ, ου η αρχή· «Τι δε, ο Τιμόθεος;» (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, και εν τη του Διονυσίου και εν τω πρώτω πανηγυρικώ της Ιεράς Μονής του Βατοπαιδίου, και εν τη των Ιβήρων.) Τον δε ελληνικόν Βίον αυτού συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Τιμόθεον τον μέγαν». (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων, και εν άλλαις.)

*

Άγιος Αναστάσιος ο ΠέρσηςΤη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Οσιομάρτυρος Αναστασίου του Πέρσου.

Αναστάσιος εν τραχήλω τον βρόχον,
Ως λαμπρόν όρμον ωραΐζεται φέρων.

Ο ένδοξος ούτος Μάρτυς του Χριστού Αναστάσιος, ήτον από την Περσίαν, κατά τους χρόνους του βασιλέως μεν της Περσίας Χοσρόου, του βασιλέως δε των Ρωμαίων Ηρακλείου, εν έτει χιθ’ [619], από πατρίδα Ραζήχ καλουμένην, χώραν δε Νουνή. Ωνομάζετο δε πρότερον Μαγουνδάτ, υιός μάγου τινός (3) ονομαζομένου Βαβ, από τον οποίον έμαθε την μαγικήν τέχνην, όστις προ ολίγου είχε συναριθμηθή εις το στρατιωτικόν τάγμα των καλουμένων Τηρώνων. Τω τότε δε καιρώ ώρμησαν οι Πέρσαι εναντίον της αγίας πόλεως Ιερουσαλήμ, και επήραν πολλούς σκλάβους. Εσκλάβωσαν δε μαζί και το τίμιον ξύλον του Σταυρού, επάνω εις το οποίον ο Κύριος ημών το δι’ ημάς πάθος υπέμεινε, και το επήγαν εις την Περσίαν. Δια δε τα θαύματα οπού ετέλει εκεί, εφημίζετο, ότι ο Θεός των Χριστιανών ήλθεν εδώ (4).

Ο δε Μαγουνδάτ κινούμενος από την του Θεού χάριν, εζήτει θερμότερον από τους άλλους να μάθη περί του Χριστού. Όθεν μαθών από ένα Χριστιανόν όλην την κατά τον Σταυρόν οικονομίαν, επίστευσεν εις τον Χριστόν. Έπειτα ελθών ομού με το περσικόν στράτευμα εις την Χαλκηδόνα, και μαθών την καταστροφήν και νίκην, οπού έκαμεν ο Ηράκλειος κατά των Περσών, επήγεν εις την Ιεράπολιν. Εκεί δε ευρίσκει ένα χρυσοχόον, και δουλεύει μαζί με εκείνον την χρυσοχοϊκήν τέχνην. Από εκεί δε αναχωρήσας, πηγαίνει εις τα Ιεροσόλυμα, και εκεί λαμβάνει το άγιον Βάπτισμα από τον Πατριάρχην Ιεροσολύμων Μόδεστον (5), και Αναστάσιος ονομάζεται. Είτα πηγαίνωντας εις το Μοναστήριον του Αγίου Αναστασίου (6), γίνεται Μοναχός.

Εκεί λοιπόν ενασκούμενος ο τρισόλβιος, έμαθε κάθε στράταν, οπού φέρει τον άνθρωπον εις την αρετήν. Και αποστηθίσας το Ψαλτήριον, άναψεν εις την καρδίαν του περισσότερον τον πόθον του Κυρίου, και επεθύμει και ηύχετο να τελειώση την ζωήν του δια μαρτυρίου και αίματος. Βλέπωντας γαρ εις τους τοίχους της Εκκλησίας ιστορισμένα τα μαρτύρια των Μαρτύρων, και εις τα βιβλία και συγγράμματα των Αγίων αναφερομένους τους Μάρτυρας, ωσάν να ήτον ζωντανοί, και να εμαρτύρουν αυτήν την ώραν, τούτου χάριν, εκαίετο δυνατά κατά την καρδίαν εις το να τους μιμηθή και αυτός. Δια τούτο και βλέπει εις το όνειρόν του, ότι έλαβεν ένα χρυσόν ποτήριον γεμάτον κρασί δια να το πίη. Τούτο δε νομίσας, ότι είναι σημείον της εγκαρδίου επιθυμίας οπού είχε δια το μαρτύριον, εμετάλαβε τα θεία Μυστήρια, και έπειτα ανεχώρησεν από το Μοναστήριον.

Όθεν επήγεν εις την Καισάρειαν της Παλαιστίνης, και εκεί βλέπωντας μάγους τινάς Πέρσας, επεριγέλασε τα υπ’ αυτών πραττόμενα, και Χριστιανόν ονομάσας τον εαυτόν του, επιάσθη από αυτούς και εφέρθη προς Μαρζαβανάν τον άρχοντα αυτών, ο οποίος επρόσταξε τον Άγιον να φέρνη πέτρας. Έπειτα έβαλαν αλυσίδας εις τον λαιμόν του, και έδεσαν με ένα σίδηρον τον πόδα του Αγίου, ομού και τον πόδα ενός καταδίκου. Τότε λοιπόν ερχόμενοι εκεί πολλοί Πέρσαι συγγενείς και ομογενείς του Αγίου, δεν άφιναν καμμίαν ύβριν και ατιμίαν, οπού να μη την προσφέρουν εις αυτόν, πηδώντες κατ’ επάνω του, δέρνοντες ωμώς, τραβώντες αυτόν από τα γένεια, και σχίζοντες τα ρούχα του. Ενόμιζον γαρ οι άφρονες ύβριν εδικήν τους, την εις Χριστόν πίστιν, οπού είχεν ο συγγενής αυτών Άγιος. Εφέρθη δε και εις τον βασιλέα των Περσών Χοσρόην, και επειδή ωμολόγησε τον Χριστόν έμπροσθέν του, και δεν εδέχθη την θρησκείαν των Περσών, δια τούτο έδειραν αυτόν άσπλαγχνα με ραβδία. Έπειτα στενοχωρούσι και σφίγγουσιν τας άντζας του με δύω μεγάλα ξύλα, έως οπού το σφίγξιμον έφθασεν εις αυτά τα κόκκαλα. Εστέκοντο γαρ επάνω εις τα άκρα των ξύλων δύω ανδρείοι άνθρωποι, δια να σφίγγουσι τον Άγιον περισσότερον. Έπειτα εκρέμασαν αυτόν από το ένα χέρι, από δε το άλλο εκρέμασαν μίαν βαρείαν πέτραν, δια να βαρύνη κάτω και να πονή το σώμα του περισσότερον. Τέλος πάντων, αφ’ ου έπαθε πολλά βάσανα, ο γενναίος της αληθείας αγωνιστής, επνίχθη με σχοινίον, ομού με άλλους πολλούς σκλάβους Χριστιανούς. Εις καιρόν δε οπού ακόμη ο Μάρτυς ανέπνεεν, απέκοψαν την αγίαν του κεφαλήν, την οποίαν επρόσφεραν εις τον βασιλέα, εις απόδειξιν του θανάτου του. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εις τον μαρτυρικόν αυτού Ναόν, ο οποίος ήτον μέσα εις τον Άγιον Φιλήμονα, εν τόπω καλουμένω Στρατηγίω. (Τον κατά πλάτος Βίον τούτου όρα εις το Εκλόγιον (7).)

(3) Ο Θεοδώρητος λέγει ότι οι Πέρσαι ωνόμαζον μάγους, τους τα στοιχεία θεοποιούντας (βιβλ. ε’, κεφ. λη’ της Εκκλησιαστικής Ιστορίας).

(4) Όρα την περί του Σταυρού υποσημείωσιν, κατά την λα’ του Ιουλίου.

(5) Περί του Μοδέστου τούτου όρα κατά την δεκάτην ογδόην του Δεκεμβρίου εν τη υποσημειώσει του Συναξαρίου του Αγίου Μοδέστου του πρώτου.

(6) Ουκ ορθώς δε γράφεται εν τοις Μηναίοις και εν τω τετυπωμένω Συναξαριστή, ότι επήγεν εις την Μονήν του Αγίου Σάββα.

(7) Η δε ανακομιδή των λειψάνων του Οσίου Μάρτυρος τούτου, εορτάζεται κατά την εικοστήν τετάρτην του παρόντος μηνός. Σημείωσαι, ότι ο Βίος του Αγίου Αναστασίου τούτου συνεγράφη ελληνιστί από τον Συμεών τον Μεταφραστήν, ου η αρχή· «Της αγίας πόλεως Ιεροσολύμων». (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων, και εν άλλαις.) Περιττώς δε γράφεται εδώ παρά τοις Μηναίοις και τω τετυπωμένω Συναξαριστή, η μνήμη και το Συναξάριον του Αγίου Ιερομάρτυρος Βικεντίου του Διακόνου. Ταύτα γαρ γράφονται κατά την ενδεκάτην του Νοεμβρίου. Εις γαρ είναι ο Βικέντιος εκείνος και ούτος οπού αναφέρεται εδώ παρά τοις Μηναίοις.

*

Ο Άγιος Ιερομάρτυς Μανουήλ, ξίφει τελειούται.

Ξίφει Μανουήλ εις μέρη τέμνη δύω,
Τιμών ατμήτους ουσίας Χριστού δύω.

*

Οι Άγιοι Μάρτυρες Γεώργιος και Πέτρος, ξίφει τελειούνται.

Γεώργιον και Πέτρον, οις κοινόν σέβας,
Τέμνουσι κοινή Δεσπότου κοινού χάριν.

*

Ο Άγιος Ιερομάρτυς Λέων, ξίφει την γαστέρα διαρραγείς, τελειούται.

Άρρηκτον είχε την προθυμίαν Λέων,
Ρήσσοντος αυτού του ξίφους την γαστέρα.

*

Οι Άγιοι Μάρτυρες Γαβριήλ και Σιώνιος, ξίφει τελειούνται.

Δέος, ξίφους ταθέντος εγγύς αυχένων,
Μακράν Γαβριήλ και μακράν Σιωνίου.

*

Οι Άγιοι Μάρτυρες Ιωάννης και Λέων, ξίφει τελειούνται.

Όντως στρατηγοί μη πτοούμενοι ξίφους,
Ιωάννης τε και Λέων οι γεννάδαι.

*

Ο Άγιος Ιερομάρτυς Πάροδος, λίθοις βληθείς, τελειούται.

Βληθείς Πάροδος χειροπληθών εκ λίθων,
Οδόν παρήλθεν ηδέως την του βίου.

*

Οι συν τοις ανωτέρω Μάρτυσιν αναιρεθέντες τριακόσιοι εβδομήκοντα επτά, τελειούνται.

Τρεις πενταρίθμους εικάδας κτείναν ξίφος,
Συνήψεν αυταίς ενδεκαπλήν επτάδα (8).

Ούτοι όλοι οι ανωτέρω Άγιοι, εκατάγοντο μεν από διαφόρους επαρχίας και τόπους, εκατοίκουν δε εις την Αδριανούπολιν. Οι δε αχάριστοι και αγνώμονες Βούλγαροι, ήλθον τότε δια να πολεμήσουν τους Ρωμαίους. Όθεν σκλαβώσαντες τους εν Θράκη και Μακεδονία Χριστιανούς, ηθέλησαν να πολεμήσουν και την βασιλεύουσαν των πόλεων Κωνσταντινούπολιν. Όθεν ήλθον έως εις την Αδριανούπολιν, και προσμείναντες τρεις ημέρας εσκλάβωσαν αυτήν. Ταύτα δε εγίνοντο, όταν εβασίλευεν Λέων Αρμένιος ο εικονομάχος, και όταν ο Κρούμος εξουσίαζε το έθνος των Βουλγάρων, δηλαδή εν έτει ωιε’ [815]. Εμβαίνωντας λοιπόν ο Κρούμος μέσα εις την Αδριανούπολιν, και κυριεύωντας αυτήν, εύγαλεν έξω τεσσαράκοντα χιλιάδας Χριστιανούς, ομού και τον αγιώτατον Επίσκοπον της Αδριανουπόλεως. Τον οποίον επί γης ρίψας, επάτησεν επάνω εις τον λαιμόν. Αφ’ ου δε ο Κρούμος απέθανεν, έγινε διάδοχος της εξουσίας των Βουλγάρων ο Δούκουμος. Αφ’ ου δε και ο Δούκουμος ετελεύτησεν, έγινεν άρχων των Βουλγάρων ο Δίτζεγγος, άνθρωπος ωμός και θηριώδης και απάνθρωπος, ο οποίος και τον Αρχιερέα της Αδριανουπόλεως, Μανουήλ ονόματι, έσχισεν εις το μέσον, και κόψας τα χέρια του ομού με τους ώμους του, τα έρριψεν εις τα θηρία δια να τα φάγουν. Όθεν δια την θηριωδίαν του, πληγωθείς θεόθεν με αορασίαν και τύφλωσιν των οφθαλμών, εθανατώθη από τους εδικούς του.

Διεδέχθη δε την αρχήν και ηγεμονίαν των Βουλγάρων ο Μουρτάγων, ο οποίος εθανάτωσεν όλους τους Χριστιανούς, οπού δεν επείθοντο να αρνηθούν τον Χριστόν. Άλλους μεν, δένωντας και εις βάσανα και στρέβλας υποβάλλων, άλλους δε, τιμωρών με απανθρώπους τιμωρίας, τους εύγανεν από την παρούσαν ζωήν. Αυτός και τον εν αγίοις Αρχιερέα Δελβέλτου Γεώργιον, και Πέτρον τον Επίσκοπον, κατεξέσχισε πρώτον απανθρώπως με ραβδία, και έπειτα απέκοψε τας αγίας αυτών κεφαλάς. Ομοίως και άλλους τριακοσίους εβδομηνταεπτά με ξίφος εθανάτωσεν. Αυτός και τον Λέοντα και Ιωάννην τους στρατηγούς των Χριστιανών, απεκεφάλισε. Λέοντος δε του αγίου Επισκόπου Νικαίας, τη θέσει φαινομένου ευνούχου, έσχισε την κοιλίαν με το ξίφος. Και τον Γαβριήλ και Σιώνιον, απεκεφάλισε. Πάροδον δε τον ιερώτατον Πρεσβύτερον, κατεδίκασε να λιθοβοληθή. Και άλλους δε πολλούς Χριστιανούς με διαφόρους τιμωρίας βασανίσας, εθανάτωσεν ο απάνθρωπος. Όχι μόνον δε ο δυσσεβής ούτος Μουρτάγων ταύτα εποίησεν, αλλά και οι άλλοι άρχοντες των Βουλγάρων, οι κατά διαδοχήν την αρχήν εκείνων δεξάμενοι· και αυτοί, λέγω, όλοι οι αλιτήριοι, πολλούς Χριστιανούς εθανάτωσαν με διάφορα βάσανα.

(8) Τρεις πεντάριθμοι εικάδες, συμποσούνται τριακόσιοι. Πέντε γαρ οι είκοσι γίνονται εκατόν. Τρις δε τα εκατόν, γίνονται τριακόσια. Ενδεκαπλή δε επτάς είναι εβδομηκονταεπτά.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Άγιος Απόστολος ΤιμόθεοςΤ ατ μην ΚΒ΄, μνήμη το γίου ποστόλου Τιμοθέου.

ρωτι θείων Τιμόθεος στεμμάτων,
Τυφθες βάκλοις (1) βαψε γν ξ αμάτων.

Εκάδι δευτερί πνεμ’ ρθη Τιμοθέοιο.

Οτος τον π τν πόλιν Λύστραν τν ν Λυκαονί, σαυρί ερισκομένην, κα ποκειμένην ες τν κονίου. Υός, πατρς μέν, λληνος, μητρς δέ, Ενίκης. Μαθητευθες δ π τν πόστολον Παλον, γινε μαζ μ ατν συνεργς κα κήρυξ το θείου Εαγγελίου. Ετα κα μ τν Θεολόγον ωάννην τν γαπημένον μαθητν το Κυρίου νταμόνεται, κα λαμβάνει π ατν πλουσίαν τν χάριν το Πνεύματος. στερον δ γινεν π το ποστόλου Παύλου πίσκοπος φέσου. ταν δ Θεολόγος ωάννης ξωρίσθη ες τν Πάτμον π τν Δομετιανόν, τότε μακάριος οτος Τιμόθεος πεσκόπευεν ες τν φεσον. Μίαν φορν δέ, βλέπωντας τος λληνας, πο ες μίαν πάτριον ορτήν, Καταγώγιον νομαζομένην, καμνον ταξίας, εδωλα βαστάζοντες ες τς χερας, προσωπίδας βάλλοντες ες τ πρόσωπα, τραγδοντες, ρμοντες λστρικς πάνω ες νδρας κα γυνακας, κα φονεύοντες νας τν λλον. Τατα, λέγω, βλέπων θεος Τιμόθεος, θερμάνθη π τ πρ το θεϊκο ζήλου, κα δν πέφερε τ τοιατα τοπα. λλ’ δίδασκεν ατος κα παρακίνει ν παύσουν π τς ταξίας ταύτας. Ο δ πάνθρωποι κενοι κα θηριώδεις, κινηθέντες π μανίαν κα θυμν μεγάλον, φόνευσαν τν το Κυρίου πόστολον μ τ ξύλα πο εχον ες τς χεράς των. Κα τζι μακάριος τελειωθείς, νταφιάσθη π τος Χριστιανούς. Τ δ γιον ατο λείψανον νεκομίσθη στερον κα φέρθη ες τν Κωνσταντινούπολιν, κα πεθησαυρίσθη μαζ μ τ λείψανα Λουκ κα νδρέου ες τν Ναν τν γίων ποστόλων, που κα Σύναξις κα ορτ ατο τελεται (2).

(1) Βάκλα εναι τ ξύλα, μ τ ποα κτυποσι τ τύμπανα.

(2) Σημείωσαι, τι τ λλείποντα τροπάρια τ κολουθί το γίου Τιμοθέου, νεπλήρωσεν μ δυναμία. περ τυπώσαμεν ν τ τέλει το αννουαρίου μηνς κα ε τις φιλοτιμόθεος, ψαλλέτω τατα. [Σ.τ..: Παρατίθενται ες τ τέλος το τρίτου τόμου τς παρούσης κδόσεως.] πλεξε δ γκώμιον ες τν ποστολικν ατο κεφαλν Νικήτας ήτωρ, ο ρχή· «Τί δέ, Τιμόθεος;» (Σζεται ν τ Μεγίστ Λαύρ, κα ν τ το Διονυσίου κα ν τ πρώτ πανηγυρικ τς ερς Μονς το Βατοπαιδίου, κα ν τ τν βήρων.) Τν δ λληνικν Βίον ατο συνέγραψεν Μεταφραστής, ο ρχή· «Τιμόθεον τν μέγαν». (Σζεται ν τ Μεγίστ Λαύρ, ν τ ερ Μον τν βήρων, κα ν λλαις.)

*

Άγιος Αναστάσιος ο ΠέρσηςΤ ατ μέρ μνήμη το γίου σιομάρτυρος ναστασίου το Πέρσου.

ναστάσιος ν τραχήλ τν βρόχον,
ς λαμπρν ρμον ραΐζεται φέρων.

νδοξος οτος Μάρτυς το Χριστο ναστάσιος, τον π τν Περσίαν, κατ τος χρόνους το βασιλέως μν τς Περσίας Χοσρόου, το βασιλέως δ τν ωμαίων ρακλείου, ν τει χιθ΄ [619], π πατρίδα αζχ καλουμένην, χώραν δ Νουν. νομάζετο δ πρότερον Μαγουνδάτ, υἱὸς μάγου τινς (3) νομαζομένου Βάβ, π τν ποον μαθε τν μαγικν τέχνην, στις πρ λίγου εχε συναριθμηθ ες τ στρατιωτικν τάγμα τν καλουμένων Τηρώνων. Τ τότε δ καιρ ρμησαν ο Πέρσαι ναντίον τς γίας πόλεως ερουσαλήμ, κα πραν πολλος σκλάβους. σκλάβωσαν δ μαζ κα τ τίμιον ξύλον το Σταυρο, πάνω ες τ ποον Κύριος μν τ δι’ μς πάθος πέμεινε, κα τ πγαν ες τν Περσίαν. Δι δ τ θαύματα πο τέλει κε, φημίζετο, τι Θες τν Χριστιανν λθεν δ (4).

δ Μαγουνδτ κινούμενος π τν το Θεο χάριν, ζήτει θερμότερον π τος λλους ν μάθ περ το Χριστο. θεν μαθν π να Χριστιανν λην τν κατ τν Σταυρν οκονομίαν, πίστευσεν ες τν Χριστόν. πειτα λθν μο μ τ περσικν στράτευμα ες τν Χαλκηδόνα, κα μαθν τν καταστροφν κα νίκην, πο καμεν ράκλειος κατ τν Περσν, πγεν ες τν εράπολιν. κε δ ερίσκει να χρυσοχόον, κα δουλεύει μαζ μ κενον τν χρυσοχοϊκν τέχνην. π κε δ ναχωρήσας, πηγαίνει ες τ εροσόλυμα, κα κε λαμβάνει τ γιον Βάπτισμα π τν Πατριάρχην εροσολύμων Μόδεστον (5), κα ναστάσιος νομάζεται. Ετα πηγαίνωντας ες τ Μοναστήριον το γίου ναστασίου (6), γίνεται Μοναχός.

κε λοιπν νασκούμενος τρισόλβιος, μαθε κάθε στράταν, πο φέρει τν νθρωπον ες τν ρετήν. Κα ποστηθίσας τ Ψαλτήριον, ναψεν ες τν καρδίαν του περισσότερον τν πόθον το Κυρίου, κα πεθύμει κα ηχετο ν τελειώσ τν ζωήν του δι μαρτυρίου κα αματος. Βλέπωντας γρ ες τος τοίχους τς κκλησίας στορισμένα τ μαρτύρια τν Μαρτύρων, κα ες τ βιβλία κα συγγράμματα τν γίων ναφερομένους τος Μάρτυρας, σν ν τον ζωντανοί, κα ν μαρτύρουν ατν τν ραν, τούτου χάριν, καίετο δυνατ κατ τν καρδίαν ες τ ν τος μιμηθ κα ατός. Δι τοτο κα βλέπει ες τ νειρόν του, τι λαβεν να χρυσν ποτήριον γεμάτον κρασ δι ν τ πί. Τοτο δ νομίσας, τι εναι σημεον τς γκαρδίου πιθυμίας πο εχε δι τ μαρτύριον, μετάλαβε τ θεα Μυστήρια, κα πειτα νεχώρησεν π τ Μοναστήριον.

θεν πγεν ες τν Καισάρειαν τς Παλαιστίνης, κα κε βλέπωντας μάγους τινς Πέρσας, περιγέλασε τ π’ ατν πραττόμενα, κα Χριστιανν νομάσας τν αυτόν του, πιάσθη π ατος κα φέρθη πρς Μαρζαβανν τν ρχοντα ατν, ποος πρόσταξε τν γιον ν φέρν πέτρας. πειτα βαλαν λυσίδας ες τν λαιμόν του, κα δεσαν μ να σίδηρον τν πόδα το γίου, μο κα τν πόδα νς καταδίκου. Τότε λοιπν ρχόμενοι κε πολλο Πέρσαι συγγενες κα μογενες το γίου, δν φιναν κμμίαν βριν κα τιμίαν, πο ν μ τν προσφέρουν ες ατόν, πηδντες κατ’ πάνω του, δέρνοντες μς, τραβντες ατν π τ γένεια, κα σχίζοντες τ οχά του. νόμιζον γρ ο φρονες βριν δικήν τους, τν ες Χριστν πίστιν, πο εχεν συγγενς ατν γιος. φέρθη δ κα ες τν βασιλέα τν Περσν Χοσρόην, κα πειδ μολόγησε τν Χριστν μπροσθέν του, κα δν δέχθη τν θρσκείαν τν Περσν, δι τοτο δειραν ατν σπλαγχνα μ αβδία. πειτα στενοχωροσι κα σφίγγουσιν τς ντζας του μ δύω μεγάλα ξύλα, ως πο τ σφίγξιμον φθασεν ες ατ τ κόκκαλα. στέκοντο γρ πάνω ες τ κρα τν ξύλων δύω νδρεοι νθρωποι, δι ν σφίγγουσι τν γιον περισσότερον. πειτα κρέμασαν ατν π τ να χέρι, π δ τ λλο κρέμασαν μίαν βαρεαν πέτραν, δι ν βαρύν κάτω κα ν πον τ σμά του περισσότερον. Τέλος πάντων, φ’ ο παθε πολλ βάσανα, γενναος τς ληθείας γωνιστής, πνίχθη μ σχοινίον, μο μ λλους πολλος σκλάβους Χριστιανούς. Ες καιρν δ πο κόμη Μάρτυς νέπνεεν, πέκοψαν τν γίαν του κεφαλήν, τν ποίαν πρόσφεραν ες τν βασιλέα, ες πόδειξιν το θανάτου του. Τελεται δ ατο Σύναξις ες τν μαρτυρικν ατο Ναόν, ποος τον μέσα ες τν γιον Φιλήμονα, ν τόπ καλουμέν Στρατηγί. (Τν κατ πλάτος Βίον τούτου ρα ες τ κλόγιον (7).)

(3) Θεοδώρητος λέγει τι ο Πέρσαι νόμαζον μάγους, τος τ στοιχεα θεοποιοντας (βιβλ. ε΄, κεφ. λη΄ τς κκλησιαστικς στορίας).

(4) ρα τν περ το Σταυρο ποσημείωσιν, κατ τν λα΄ το ουλίου.

(5) Περ το Μοδέστου τούτου ρα κατ τν δεκάτην γδόην το Δεκεμβρίου ν τ ποσημειώσει το Συναξαρίου το γίου Μοδέστου το πρώτου

(6) Οκ ρθς δ γράφεται ν τος Μηναίοις κα ν τ τετυπωμέν Συναξαριστ, τι πγεν ες τν Μονν το γίου Σάββα.

(7) δ νακομιδ τν λειψάνων το σίου Μάρτυρος τούτου, ορτάζεται κατ τν εκοστν τετάρτην το παρόντος μηνός. Σημείωσαι, τι Βίος το γίου ναστασίου τούτου συνεγράφη λληνιστ π τν Συμεν τν Μεταφραστήν, ο ρχή· «Τς γίας πόλεως εροσολύμων». (Σζεται ν τ Μεγίστ Λαύρ, ν τ τν βήρων, κα ν λλαις.) Περιττς δ γράφεται δ παρ τος Μηναίοις κα τ τετυπωμέν Συναξαριστ, μνήμη κα τ Συναξάριον το γίου ερομάρτυρος Βικεντίου το Διακόνου. Τατα γρ γράφονται κατ τν νδεκάτην το Νοεμβρίου. Ες γρ εναι Βικέντιος κενος κα οτος πο ναφέρεται δ παρ τος Μηναίοις.

*

γιος ερομάρτυς Μανουήλ, ξίφει τελειοται.

Ξίφει Μανουλ ες μέρη τέμν δύω,
Τιμν τμήτους οσίας Χριστο δύω.

*

Ο γιοι Μάρτυρες Γεώργιος κα Πέτρος, ξίφει τελειονται.

Γεώργιον κα Πέτρον, ος κοινν σέβας,
Τέμνουσι κοιν Δεσπότου κοινο χάριν.

*

γιος ερομάρτυς Λέων, ξίφει τν γαστέρα διαρραγείς, τελειοται.

ρρηκτον εχε τν προθυμίαν Λέων,
ήσσοντος ατο το ξίφους τν γαστέρα.

*

Ο γιοι Μάρτυρες Γαβριλ κα Σιώνιος, ξίφει τελειονται.

Δέος, ξίφους ταθέντος γγς αχένων,
Μακρν Γαβριλ κα μακρν Σιωνίου.

*

Ο γιοι Μάρτυρες ωάννης κα Λέων, ξίφει τελειονται.

ντως στρατηγο μ πτοούμενοι ξίφους,
ωάννης τε κα Λέων ο γεννάδαι.

*

γιος ερομάρτυς Πάροδος, λίθοις βληθείς, τελειοται.

Βληθες Πάροδος χειροπληθν κ λίθων,
δν παρλθεν δέως τν το βίου.

*

Ο σν τος νωτέρω Μάρτυσιν ναιρεθέντες τριακόσιοι βδομήκοντα πτά, τελειονται.

Τρες πενταρίθμους εκάδας κτεναν ξίφος,
Συνψεν ατας νδεκαπλν πτάδα (8).

Οτοι λοι ο νωτέρω γιοι, κατάγοντο μν π διαφόρους παρχίας κα τόπους, κατοίκουν δ ες τν δριανούπολιν. Ο δ χάριστοι κα γνώμονες Βούλγαροι, λθον τότε δι ν πολεμήσουν τος ωμαίους. θεν σκλαβώσαντες τος ν Θρκ κα Μακεδονί Χριστιανούς, θέλησαν ν πολεμήσουν κα τν βασιλεύουσαν τν πόλεων Κωνσταντινούπολιν. θεν λθον ως ες τν δριανούπολιν, κα προσμείναντες τρες μέρας σκλάβωσαν ατήν. Τατα δ γίνοντο, ταν βασίλευεν Λέων ρμένιος εκονομάχος, κα ταν Κρομος ξουσίαζε τ θνος τν Βουλγάρων, δηλαδ ν τει ωιε΄ [815]. μβαίνωντας λοιπν Κρομος μέσα ες τν δριανούπολιν, κα κυριεύωντας ατήν, εγαλεν ξω τεσσαράκοντα χιλιάδας Χριστιανούς, μο κα τν γιώτατον πίσκοπον τς δριανουπόλεως. Τν ποον π γς ίψας, πάτησεν πάνω ες τν λαιμόν. φ’ ο δ Κρομος πέθανεν, γινε διάδοχος τς ξουσίας τν Βουλγάρων Δούκουμος. φ’ ο δ κα Δούκουμος τελεύτησεν, γινεν ρχων τν Βουλγάρων Δίτζεγγος, νθρωπος μς κα θηριώδης κα πάνθρωπος, ποος κα τν ρχιερέα τς δριανουπόλεως, Μανουλ νόματι, σχισεν ες τ μέσον, κα κόψας τ χέριά του μο μ τος μους του, τ ρριψεν ες τ θηρία δι ν τ φάγουν. θεν δι τν θηριωδίαν του, πληγωθες θεόθεν μ ορασίαν κα τύφλωσιν τν φθαλμν, θανατώθη π τος δικούς του.

Διεδέχθη δ τν ρχν κα γεμονίαν τν Βουλγάρων Μουρτάγων, ποος θανάτωσεν λους τος Χριστιανούς, πο δν πείθοντο ν ρνηθον τν Χριστόν. λλους μέν, δένωντας κα ες βάσανα κα στρέβλας ποβάλλων, λλους δέ, τιμωρν μ πανθρώπους τιμωρίας, τος εγανεν π τν παροσαν ζωήν. Ατς κα τν ν γίοις ρχιερέα Δελβέλτου Γεώργιον, κα Πέτρον τν πίσκοπον, κατεξέσχισε πρτον πανθρώπως μ αβδία, κα πειτα πέκοψε τς γίας ατν κεφαλάς. μοίως κα λλους τριακοσίους βδομηνταεπτ μ ξίφος θανάτωσεν. Ατς κα τν Λέοντα κα ωάννην τος στρατηγος τν Χριστιανν, πεκεφάλισε. Λέοντος δ το γίου πισκόπου Νικαίας, τ θέσει φαινομένου ενούχου, σχισε τν κοιλίαν μ τ ξίφος. Κα τν Γαβριλ κα Σιώνιον, πεκεφάλισε. Πάροδον δ τν ερώτατον Πρεσβύτερον, κατεδίκασε ν λιθοβοληθ. Κα λλους δ πολλος Χριστιανος μ διαφόρους τιμωρίας βασανίσας, θανάτωσεν πάνθρωπος. χι μόνον δ δυσσεβς οτος Μουρτάγων τατα ποίησεν, λλ κα ο λλοι ρχοντες τν Βουλγάρων, ο κατ διαδοχν τν ρχν κείνων δεξάμενοι· κα ατοί, λέγω, λοι ο λιτήριοι, πολλος Χριστιανος θανάτωσαν μ διάφορα βάσανα.

(8) Τρες πεντάριθμοι εκάδες, συμποσονται τριακόσιοι. Πέντε γρ ο εκοσι γίνονται κατόν. Τρς δ τ κατόν, γίνονται τριακόσια. νδεκαπλ δ πτς εναι βδομηκονταεπτά.

Τας τν σν γίων πρεσβείαις Χριστ Θες λέησον μς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Των Αγίων Τιμοθέου Αποστόλου, Αναστασίου του Πέρσου, Μανουήλ, Γεωργίου, Πέτρου, Λέοντος κ.ά.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.