Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου21 Ιανουαρίου

Των Αγίων Μαξίμου του Ομολογητού, Νεοφύτου, Ζωσίμου Επισκόπου Συρακούσης κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιος Μάξιμος ο ΟμολογητήςΤω αυτώ μηνί ΚΑ’, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Μαξίμου του Ομολογητού.

Άχειρ άγλωττος χείρα και γλώτταν φύεις,
Και χερσί Θεού Μάξιμε ψυχήν δίδως.

Εικάδι πρώτη πότμος Μαξίμου όσσ’ εκάλυψεν.

Ούτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους Κώνσταντος, του πατρός μεν Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου, εγγόνου δε όντος Ηρακλείου, εν έτει χογ’ [673]. Επειδή δε ετιμήθη από τους βασιλείς με μεγάλας τιμάς, και εφάνη ικανός εις τας πολιτικάς διοικήσεις, τόσον δια την σοφίαν και λόγον του, όσον και δια τον τρόπον και αγαθήν του προαίρεσιν, μάλιστα δε δια την σύνεσιν, οπού είχεν εκ της πολυκαιρίας εις το να συμβουλεύη καλώς τα πρακτέα. Δια ταύτα λέγω, πάντα, ανεβιβάσθη εις το αξίωμα του πρωτοασηκρήτου, και έγινε συγκοινωνός εις τας βουλάς των βασιλέων. Επειδή δε η πονηρά και αιρετική δόξα των μίαν θέλησιν επί Χριστού φρονούντων ανοήτως και δυσσεβώς, τω τότε καιρώ επεκράτει, οι οποίοι, δια της αιρέσεως ταύτης αναιρούσαν τας δύω φύσεις του Χριστού, δια τούτο επροτίθεντο εις τα παζάρια και εις τας Εκκλησίας διατάγματα και ορισμοί βασιλικοί, οίτινες εδεφένδευον και εστερέοναν την αίρεσιν ταύτην. Τότε λοιπόν ο φερωνύμως μέγιστος ούτος Μάξιμος (Μάξιμος γαρ λατινικά θέλει να ειπή μέγιστος) δεν υπέφερε να συγκοινωνή με την δυσσέβειαν των δυσσεβών. Όθεν αφήσας τας βασιλικάς τιμάς, και τας κοσμικάς εξουσίας, επροτίμησε καλλίτερα να ήναι παρερριμμένος εις τον οίκον του Θεού, παρά να κατοική εις τα σκηνώματα των αμαρτωλών, ως λέγει ο Δαβίδ. Και πηγαίνωντας εις το Μοναστήριον το ευρισκόμενον εις την Χρυσόπολιν, ήτοι εις το νυν λεγόμενον Σκούταρι, εκούρευσε τα μαλλία της κεφαλής, και έγινε Μοναχός. Ύστερον δε έγινε και Ηγούμενος του ιδίου Μοναστηρίου.

Έπειτα πυρποληθείς από τον θεϊκόν ζήλον, πηγαίνει εις την παλαιάν Ρώμην, και πείθει τον μακαριώτατον Πάπαν Μαρτίνον, να αθροίση τοπικήν Σύνοδον, και να αναθεματίση τους αρχηγούς των Μονοθελητών. Ου μόνον δε τούτο το γενναίον έργον εποίησεν ο τρισόλβιος, αλλά και λόγους και επιστολάς συνέγραψεν, ελέγχων τους ούτω φρονούντας αιρετικούς, και βεβαιόνωντας με συλλογιστικάς αποδείξεις, και με γραφικάς μαρτυρίας, την ακρίβειαν της Ορθοδόξου ημών πίστεως, τα οποία έστειλεν εις διάφορα μέρη και Εκκλησίας της οικουμένης.

Όταν δε εγύρισεν από την Ρώμην εις Κωνσταντινούπολιν, ως υπεύθυνος κατακρίνεται ομού με τους δύω μαθητάς του Αναστασίους καλουμένους, από την βασιλικήν σύγκλητον των αρχόντων, η οποία εσυμφώνει εις την αίρεσιν του βασιλέως. Όθεν επειδή ο Άγιος έβλεπεν, ότι όλοι επείθοντο εις το φρόνημα του βασιλέως, δια τούτο, όχι μόνον αυτός αντιστάθη εις αυτούς, αλλά και τους άλλους εκίνησε δια να τους αντισταθούν, πείθωντας αυτούς να φρονούν τα εναντίον των Μονοθελητών, δια μέσου των σοφών του επιστολών. Δια ταύτα λοιπόν πέμπεται εξόριστος εις μίαν φυλακήν κατά το μέρος της Θράκης. Επειδή δε επέμενεν εις την Ορθοδοξίαν της πίστεως, τούτου χάριν έκοψαν την χείρα και την γλώσσαν του. Και από εκεί τον έπεμψαν εξόριστον εις την των Λαζών χώραν, και εκεί μένωντας τρεις χρόνους, και μόνος του υπηρετών εις τας εδικάς του χρείας, έγινε πλήρης ημερών. Ολίγον δε ασθενήσας, ανεπαύθη εν Κυρίω, και ενταφιάσθη εις το εκεί Μοναστήριον του Αγίου Αρσενίου, ενεργώντας καθ’ εκάστην ημέραν πολλά θαυμάσια.

Λέγουσι δε, ότι και αφ’ ου έκοψαν την ιεράν γλώσσαν του, απεκατεστάθη πάλιν αυτή παρά Θεού υγιής, ως το πρότερον. Όθεν και ελάλει τρανώς και καθαρώς με αυτήν, έως ήτον εις την παρούσαν ζωήν. Από τους δύω δε μαθητάς του τους ονομαζομένους Αναστασίους, του μεν μεγαλιτέρου κατά την ηλικίαν Αναστασίου, έκοψαν την γλώσσαν και την χείρα, παρομοίως ως και του διδασκάλου του, και εξώρισαν αυτόν εις μακρινόν τόπον. Ο δε νεώτερος Αναστάσιος επέμφθη και αυτός εξόριστος εις ένα κάστρον της Θράκης, και εκεί τελειώσας την ζωήν, ανεπαύθη εν Κυρίω. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτού όρα εις τον Νέον Παράδεισον (1).)

(1) Η μετάθεσις δε των λειψάνων του Αγίου τούτου Μαξίμου εορτάζεται κατά την δεκάτην τρίτην Αυγούστου. Όρα και εις την εικοστήν του Σεπτεμβρίου, όπου ο Άγιος ούτος Μάξιμος εορτάζεται μετά του Αγίου Μαρτίνου, και μετά των μαθητών του δύω Αναστασίων, και Θεοδώρου, και Ευπρεπίου. Σημείωσαι, ότι ελληνικός λόγος προς τον Άγιον Μάξιμον σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων και εν άλλαις, ου η αρχή· «Και πάντων μεν των κατά Θεόν πολιτευσαμένων». Ομοίως και ο ελληνικός Βίος αυτού, ου η αρχή· «Ηρακλείου των σκήπτρων της Ρωμαϊκής».

*

Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Νεοφύτου.

Τον Νεόφυτον εκριζοί γήθεν δόρυ,
Νέου φυτού κάλλιστον οία περ θάλος.

Ούτος ήτον από την Νίκαιαν της Βιθυνίας, υιός γονέων Χριστιανών Θεοδώρου και Φλωρεντίας, κατά τους χρόνους του βασιλέως Δεκίου και Διοκλητιανού εν έτει σϞ’ [290]. Ευθύς δε εις την αρχήν της ζωής του, ήτον γεμάτος από χάριν Θεού. Διότι όταν ήτον ακόμη εννέα χρόνων, και ευρίσκετο εις την μάθησιν των γραμμάτων ομού με τα άλλα παιδία, τότε, λέγω, επροσηύχετο, και τα παιδία παραδόξως διέτρεφε, και μία περιστερά ελθούσα εις την κλίνην του, εφύλαττεν αυτήν. Επειδή δε η περιστερά ωμίλησε με ανθρωπίνην φωνήν, τούτου χάριν η μήτηρ του Αγίου φοβηθείσα, απέθανεν. Ο δε Άγιος ταύτην πάλιν δια προσευχής του ανέστησεν. Ύστερον δε αναχωρήσας, επήγεν εις το βουνόν του Ολύμπου, και εμβήκε μέσα εις ένα σπήλαιον, εις το οποίον η οδηγούσα τούτον περιστερά, του έδειξε να έμβη. Διώξας δε το θηρίον οπού ευρίσκετο μέσα εις το σπήλαιον, εκεί έκαμε την κατοικίαν του, τρεφόμενος από θείον Άγγελον. Όταν δε έφθασεν εις τον ενδέκατον χρόνον της ηλικίας του, οδηγηθείς υπό θείας αποκαλύψεως, εκατέβη από το βουνόν, και πηγαίνωντας εις τους γονείς του και χαιρετίσας αυτούς, εμοίρασεν εις τους πτωχούς τα εκείνων υπάρχοντα, και πάλιν εγύρισεν εις το βουνόν του Ολύμπου. Κατά δε τον δέκατον πέμπτον χρόνον της ηλικίας του, παρεστάθη εις τον βασιλέα Δέκιον, οδηγηθείς εις τούτο υπό θείου Αγγέλου. Όθεν δια την πολλήν παρρησίαν του Αγίου, πρώτον έδειραν αυτόν, έπειτα τον έβαλαν εις αναμμένον φούρνον. Μείνας δε εκ τούτων αβλαβής τη του Χριστού χάριτι, εδόθη εις τα θηρία δια να τον φάγουν. Επειδή δε έμεινε και από αυτά αβλαβής, δια τούτο εθανατώθη από ένα βάρβαρον, οπού ώρμησε με το σπαθί κατ’ επάνω του. Και ούτως έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτού όρα εις τον Νέον Παράδεισον (2).)

(2) Τούτου του Αγίου Νεοφύτου ευρίσκεται ασματική Ακολουθία τελεία εν χειρογράφοις σωζομένη. Ευρίσκεται δε και τετυπωμένη μετά αναπληρώσεως των ελλειπόντων τη εν τοις Μηναίοις. Τον ελληνικόν Βίον αυτού συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Αι περιφανείς των πόλεων». (Σώζεται εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις.) Εν δε τη Μεγίστη Λαύρα σώζεται το Μαρτύριον αυτού, ου η αρχή· «Ου πολλά μόνον, αλλά».

*

Ο Όσιος Πατήρ ημών Ζώσιμος Επίσκοπος Συρακούσης, εν ειρήνη τελειούται.

Μετάστασιν Ζώσιμος εύρεν εκ βίου,
Ω και προ ταύτης πας μετάστασις βίος.

Ούτος ο Άγιος εκατάγετο από την νήσον Σικελίαν, υιός γονέων ευλαβών και πιστών, οίτινες επερνούσαν την ζωήν τους με αυτάρκειαν των του βίου αγαθών, και είχον ένα υποστατικόν κοντά εις το Μοναστήριον της Αγίας Λουκίας της παρθένου (3). Αφ’ ου δε εγεννήθη ο Άγιος ούτος και εκόπη από το γάλα της μητρός του, εδόθη από τους γονείς του δώρον εις την Αγίαν Λουκίαν και το υποστατικόν εκείνο, ομού και ο υιός των ούτος Ζώσιμος. Από τότε λοιπόν ανετράφη ο Άγιος εις το Μοναστήριον, καθότι ήτον αφιερωμένος εις τον Θεόν προ συλλήψεως. Όθεν και ο του Μοναστηρίου εκείνου Ηγούμενος, επαίδευεν αυτόν εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου, διδάσκωντάς τον επιμελώς τους κανόνας και παραδόσεις της Εκκλησίας. Ο οποίος με το να ήτον ευφυής εις τον νουν, και επιμελητής, εν ολίγω καιρώ εκατώρθωσεν όλας τας αρετάς. Απόκτησε γαρ κάθε σπουδήν και επιμέλειαν εις κάθε έργον. Είχε ταπείνωσιν και πραότητα. Επλούτισεν υπακοήν και καθαρότητα. Και επειδή εκατώρθωσε ταύτα, δια τούτο εδόθη εις αυτόν και η επιμέλεια του λειψάνου της ρηθείσης Αγίας Λουκίας, ήτοι έγινε προσμονάριος και υπηρέτης του αγίου λειψάνου.

Μίαν φοράν επεθύμησεν ο Όσιος, νέος ων, να υπάγη να ιδή τους γονείς του. Και δη ενικήθη από την επιθυμίαν και επήγε και τους είδε, οι δε γονείς του ευθύς έπεμψαν αυτόν οπίσω λέγοντες, εκεί, τέκνον, χρεωστείς να μένης, όπου αφιερώθης. Αφ’ ου όμως εγύρισεν εις το Μοναστήριον, εφάνη εις αυτόν την νύκτα εκείνην η Αγία Λουκία, η οποία ευγαίνουσα από την θήκην, εφοβέριζεν αυτόν και έμελλε να τον δείρη δυνατά. Τότε μία άλλη γυνή ενδοξοτάτη και ενδεδυμένη πορφύραν βασιλικήν, υπερασπίσθη αυτόν (ήτις ίσως ήτον η Κυρία Θεοτόκος). Ταύτην δε εντραπείσα η Αγία, τον έδειρεν ολίγον. Επαρήγγειλε δε εις αυτόν, ότι άλλην φοράν να μην εύγη έξω από το Μοναστήριον. Το οποίον υποσχέθη να φυλάξη, και δη και το εφύλαξεν. Εδιηγείτο δε ούτος ο μακάριος Ζώσιμος δια μίαν γυναίκα, η οποία εκατάγετο από γένος λαμπρόν, ήτον δε κατά την γνώμην αισχρά και ακάθαρτος. Αύτη γαρ επειδή εδάρθη από τον άνδρα της δυνατά, επήγεν εις το Μοναστήριον της Αγίας Λουκίας, ένα μεν, δια να διασκεδάση την θλίψιν οπού εδοκίμασεν από τον οργιζόμενον άνδρα της, και άλλο δε, δια να ιατρευθή από τον δαρμόν οπού έλαβεν. Όταν δε ενύκτωσεν, εφώναξεν η Αγία μίαν φωνήν, η οποία διαπεράσασα εις τα αυτία του Ζωσίμου οπού εκοιμάτο, έλεγεν. Απόρριψον την βρωμεράν ταύτην έξω του Μοναστηρίου, δείξασα ταύτην και με το χέρι. Ο δε Ζώσιμος με φόβον πολύν εσηκώθη, και είπεν εις τας δουλεύτρας εκείνης. Σηκώσατε ογλίγωρα από εδώ την κυράν σας, και ευγάλετε αυτήν έξω μαζί με την κλίνην της. Αι δε δουλεύτραι πλησιάσασαι εις την κλίνην, εύρον την κυράν των νεκράν.

Όταν δε ο του Μοναστηρίου εκείνου Ηγούμενος απέθανε, τότε όλοι οι αδελφοί αφήσαντες μόνον τον Ζώσιμον φύλακα εις το Μοναστήριον, επήγαν εις τον Επίσκοπον της πόλεως Ιωάννην, με σκοπόν, ίνα προχειρισθή παρ’ αυτού άλλος άξιος Ηγούμενος. Ο δε Επίσκοπος ερώτησεν, είναι και άλλος αδελφός εις το Μοναστήριον; Εκείνοι είπον. Δεν είναι άλλος, ειμή ένας μόνος οπού έμεινε δια να φυλάττη το Μοναστήριον. Ο Επίσκοπος απεκρίθη, εγώ γνωρίζω ότι εκείνος είναι άξιος δια να γένη Ηγούμενος. Όθεν τούτον προσκαλέσας, εσφράγισεν ευθύς αυτόν και τον παρέδωκεν εις αυτούς, λέγων. Ιδού αδελφοί, ο εκ Θεού σφραγισθείς επιστάτης σας και Ηγούμενος. Μετά δε ολίγον καιρόν εχειροτόνησεν αυτόν και Ιερέα. Και λοιπόν εποίμανε το ποίμνιόν του χρόνους τεσσαράκοντα, με κάθε πραότητα και ανεξικακίαν, με κάθε αγάπην καθαράν, και με κάθε συμπάθειαν υπερβολικήν.

Όταν δε απέθανεν ο Επίσκοπος της εν Σικελία Συρακούσης, με ψήφον Θεού και με τας παρακλήσεις όλων των εκεί Χριστιανών, έγινεν ο Άγιος της Σικελίας Επίσκοπος, από τον Πάπαν της Ρώμης Θεόδωρον, και ταύτην εκυβέρνησεν οσίως και θεαρέστως εις χρόνους δεκατρείς. Θαύματα λοιπόν πολλά ποιήσας, και ασκητικώς πολιτευσάμενος, απήλθε προς Κύριον. Πολλοί δε ασθενείς ιατρεύθησαν από διαφόρους ασθενείας και προ της ταφής και μετά την ταφήν του. Δαιμονισμένοι γαρ ελευθερώθησαν, τυφλοί ανέβλεψαν. Και ένας δε Χριστιανός έχων την γυναίκα του αιμορροούσαν, πέρνωντας ένα κομμάτι από την ποδίαν των φορεμάτων του Αγίου, και δους αυτό εις την γυναίκα, έγινε πρόξενος της ιατρείας του πάθους της. Εστάθη γαρ παρευθύς η ρύσις του εκείνης αίματος.

(3) Ταύτης το Συναξάριον όρα κατά την έκτην του Ιουλίου.

*

Οι Άγιοι Μάρτυρες Ευγένιος, Ουαλλεριανός, Κάνδιδος (4) και Ακύλας, οι εκ Τραπεζούντος, ξίφει τελειούνται.

Τον Ευγένιον και συνάθλους τρεις άμα,
Δι’ ευγένειαν ψυχικήν κτείνει ξίφος.

Ούτοι οι Άγιοι εμαρτύρησαν κατά τους χρόνους Διοκλητιανού και Μαξιμιανού και Λυσίου δουκός, εν έτει σϞβ’ [292]. Κρυπτόμενοι γαρ αυτοί εις τα βουνά της Τραπεζούντος, επιάσθηκαν οι τρεις εξ αυτών ως Χριστιανοί από τον Λυσίαν, και ομολογήσαντες τον Χριστόν, εξορίζονται εις ένα στενόχωρον κάστρον της χώρας των Λαζών, ονομαζόμενον Πιτυούς. Από εκεί δε φέρνονται εις την Τραπεζούντα, και παρασταθέντες εις τον δούκα Λυσίαν, καταξεσχίζονται εις τας σάρκας με βούνευρα. Έπειτα κρεμασθέντες, ξεσχίζονται με σιδηρά ονύχια, και κατακαίονται με λαμπάδας αναμμένας. Επειδή δε οι τιμωρούντες τους Αγίους δήμιοι έπεσον πρήμιτα εις την γην, δια τούτο εταράχθη ο Λυσίας, και επρόσταξε να φυλακωθούν οι Άγιοι. Ύστερον δε από ολίγας ημέρας ευρέθη και ο Άγιος Ευγένιος, και επιάσθη, και ομολογήσας τον Χριστόν, εδάρθη άσπλαγχνα. Είτα επήγε μαζί με τον Λυσίαν εις τον ναόν των ειδώλων, και προσευχηθείς, έκαμε να πέσουν όλα τα είδωλα, και να συντριφθούν ωσάν κονιορτός. Όθεν εξαπλωθείς με σχοινία, εδάρθη με ραβδία χονδρά. Έπειτα εκρεμάσθη και εξεσχίσθη δυνατά εις τας πλευράς με σιδηρά ονύχια, και εφλογίσθη με λαμπάδας αναμμένας. Ύστερον δε έτριψαν τας πληγάς του με άλας και ξύδι δριμύτατον. Μετά ταύτα έβαλον ομού και τους τέσσαρας Αγίους μέσα εις αναμμένην κάμινον, και επειδή έμειναν αβλαβείς, δια τούτο απεκεφαλίσθησαν, και έλαβον οι μακάριοι τους στεφάνους του μαρτυρίου.

(4) Εν άλλοις δε χειρογράφοις Συναξαρισταίς γράφεται ούτος, Κανίδιος.

*

Τη αυτή ημέρα τελείται η Σύναξις της Αγίας Ειρήνης εν τη αγιωτάτη Εκκλησία, τη ούση προς την θάλασσαν (5).

(5) Ίσως πρέπει να γράφεται, της ούσης προς την θάλασσαν. Της Αγίας Ειρήνης δηλαδή, καθότι ο Άγιος Μαρκιανός ο οικονόμος της μεγάλης Εκκλησίας, έκτισεν ένα Ναόν της Αγίας Ειρήνης προς την θάλασσαν, και όρα εν τω Συναξαρίω εκείνου κατά την δεκάτην του παρόντος. Και καθότι και εις άλλα μέρη του Συναξαριστού, αναφέρεται η προς την θάλασσαν αύτη Αγία Ειρήνη.

*

Αγία ΑγνήΜνήμη της Αγίας Μάρτυρος Αγνής.

Υπέρ νέον σοι μόσχον ως Δαβίδ λέγει,
Ήρεσκεν Αγνή πυρπολουμένη Λόγε.

Η Αγία Μάρτυς Αγνή ήτον από την μεγαλόπολιν Ρώμην, καταγομένη από γένος λαμπρόν. Επειδή δε είχε την ζωήν αγνήν και καθαράν, σύμφωνον δηλαδή με το όνομά της, δια τούτο εδίδασκε τας γυναίκας, οπού ήρχοντο προς αυτήν, τον λόγον της αληθείας. Ομοίως τας εδίδασκε και περί σωφροσύνης και καθαρότητος. Εσυμβούλευε δε αυτάς και να γνωρίζουν τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, και εις αυτόν μόνον να λατρεύουν. Ταύτα ακούσας ο της Ρώμης άρχων, επρόσταξε και άρπασαν την Αγίαν ευθύς. Παρασταθείσα δε αύτη έμπροσθέν του, επροστάχθη να θυσιάση εις τα είδωλα. Ει δε και δεν θέλει, είπεν, ότι θέλει την βάλη εις πορνοστάσιον. Η δε Αγία, ούτε εις τους θεούς σου θυσιάζω, απεκρίθη, ούτε δια το πορνοστάσιον οπού με φοβερίζεις φροντίζω. Ελπίζω γαρ εις τον Θεόν μου, ότι θέλω λυτρωθώ από αυτό καθαρά με την βοήθειαν εκείνου.

Ταύτα ακούσας ο παράνομος άρχων, έκραξε τον έχοντα τας πόρνας γυναίκας, και παρέδωκεν εις αυτόν την Αγίαν, προστάξας, ότι πρώτον να πομπεύση την Μάρτυρα εις την πόλιν, φορούσαν ένα μόνον φόρεμα. Αφ’ ου δε εκείνος τούτο εποίησεν, έφερεν αυτήν εις το εργαστήριον του Σατανά, ήτοι εις το πορνοστάσιον, και λοιπόν καθ’ ένας επλησίαζεν ελευθέρως κοντά δια να την ατιμάση. Όλοι όμως ευθύς οπού επλησίαζον, απενάρκουν και αιμωδίαζον, και η επιθυμία αυτών εψυχραίνετο τόσον, οπού εγίνοντο ωσάν νεκροί. Τότε ένας υπερήφανος, μεγάλως κομπάζων και καυχώμενος, ωνείδιζε τους άλλους. Και με πολλήν θρασύτητα εμβήκεν ωσάν ένας ίππος θηλυμανής, και επλησίασεν εις την παρθένον, και, ω του θαύματος! παρευθύς ενεκρώθη και έπεσε κατά γης.

Αφ’ ου δε επέρασεν ώρα πολλή, ένας από τους εκεί ευρεθέντας, με μεγάλην φωνήν ανεβόησε λέγων. Μεγάλη είναι η πίστις των Χριστιανών. Εμβαίνοντες δε και οι άλλοι, και βλέποντες το παράδοξον εκείνο θέαμα του νεκρού, όλοι ομού με μίαν φωνήν ανεβόησαν. Μεγάλη είναι η του Χριστού δύναμις. Ταύτα μαθών ο άρχων, επαράστησε την Αγίαν έμπροσθέν του. Και, λέγε μοι, φησί προς αυτήν, λέγε μοι, ω πονηρόν γύναιον, με ποίον τρόπον εθανάτωσες τον νεανίσκον; Η Αγία απεκρίθη. Όταν εσύ επρόσταξες να με ατιμάσουν, τότε, φερομένης εμού εις το πορνοστάσιον, ηκολούθησε μαζί μου ένας λευκοφόρος νέος. Και εμβαίνωντας μαζί με εμένα εις το εργαστήριον του Διαβόλου, επαραστέκετο κοντά μου, και αυτός ενέκρονε την επιθυμίαν των νέων, οπού επλησίαζον εις εμένα. Αυτός ήτον οπού εθανάτωσε και τούτον τον νεκρόν οπού βλέπεις, διατί ύστερον αυτός επλησίασεν εις εμένα, με πολλήν υπερηφάνειαν και θρασύτητα. Και προ του να με πιάση, ή να ειπή κανένα λόγον αισχρόν, τον έκαμε τοιούτον ο λευκοφόρος εκείνος, καθώς τώρα τον βλέπεις.

Πάλιν ο άρχων της λέγει. Και ποίος είναι οπού σοι εβοήθησεν; Η Αγία απεκρίθη. Ο Κύριος και Θεός μου έστειλε τον Άγγελόν του, και με εφύλαξεν ανωτέραν από κάθε ατιμίαν. Ο άρχων λέγει. Και λοιπόν ανίσως θέλης να μας πληροφορήσης, ότι λέγεις αληθινά, παρακάλεσον τον Θεόν σου, και ανάστησον τον νεκρόν αυτόν. Τότε η Αγία σηκώσασα τας χείρας εις τον ουρανόν, επροσευχήθη. Και, ω του θαύματος! ανέστησε τον νεκρόν. Τότε βλέποντες το παράδοξον θαύμα, εξεπλάγησαν άπαντες. Και αυτός δε ο άρχων και πολλοί άλλοι εφώναξαν. Μεγάλη είναι η δύναμις των Χριστιανών, και μέγας βέβαια είναι ο της ευγενεστάτης ταύτης γυναικός Θεός. Μερικοί δε από τους ασεβείς και ακαθάρτους, εφώναξαν εις τον άρχοντα. Σήκωσον ταύτην από το μέσον, διατί όσα θαυμάσια φαίνεται ότι κάμνει, όλα τα ενεργεί δια μαγικής τέχνης. Τότε ο άρχων επρόσταξε να καύσουν με το πυρ την Αγίαν.

Αφ’ ου λοιπόν ανάφθη η πυρκαϊά, εσφράγισε πρώτον η Αγία τον εαυτόν της με τον τύπον του τιμίου Σταυρού, και έπειτα εμβήκεν εις το μέσον της πυρκαϊάς με μεγάλον θάρρος. Όθεν έχουσα την προσευχήν εις το στόμα της, ανέδραμεν η μακαρία εις τα Ουράνια, προς ον επόθησε νυμφίον Χριστόν, αφήσασα το παρθενικόν σώμα της μέσα εις την φωτίαν. Αφ’ ου δε εκείνη έσβυσε, τότε μερικοί Χριστιανοί επήραν κρυφίως το τίμιον αυτής λείψανον, και το ενταφίασαν εντίμως, δοξάζοντες τον Θεόν.

*

Οι εν Τύρω Άγιοι τέσσαρες Μάρτυρες, ξίφει τελειούνται.

Στερρών αθλητών τεσσάρων φωνή μία,
Ημίν το θνήσκειν εκ ξίφους ευθυμία.

*

Ο Όσιος Νεόφυτος, ο προσμονάριος της του Βατοπαιδίου Μονής, ο και της φωνής της Θεοτόκου ακούσας, προελθούσης εκ του στόματος της αγίας αυτής εικόνος, εν ειρήνη τελειούται (6).

Ο Νεόφυτος Παρθένου πέλων φίλος,
Φωνήν ακούει της δε· Ω θαύμα ξένον!

(6) Όρα εις την Ακολουθίαν των Αγιορειτών Πατέρων.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

 Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Άγιος Μάξιμος ο ΟμολογητήςΤῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΑ΄, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ.

Ἄχειρ ἄγλωττος χεῖρα καὶ γλῶτταν φύεις,
Καὶ χερσὶ Θεοῦ Μάξιμε ψυχὴν δίδως.

Εἰκάδι πρώτῃ πότμος Μαξίμου ὄσσ’ ἐκάλυψεν.

Οὗτος ὁ Ἅγιος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Κώνσταντος, τοῦ πατρὸς μὲν Κωνσταντίνου τοῦ Πωγωνάτου, ἐγγόνου δὲ ὄντος Ἡρακλείου, ἐν ἔτει χογ΄ [673]. Ἐπειδὴ δὲ ἐτιμήθη ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς μὲ μεγάλας τιμάς, καὶ ἐφάνη ἱκανὸς εἰς τὰς πολιτικὰς διοικήσεις, τόσον διὰ τὴν σοφίαν καὶ λόγον του, ὅσον καὶ διὰ τὸν τρόπον καὶ ἀγαθήν του προαίρεσιν, μάλιστα δὲ διὰ τὴν σύνεσιν, ὁποῦ εἶχεν ἐκ τῆς πολυκαιρίας εἰς τὸ νὰ συμβουλεύῃ καλῶς τὰ πρακτέα. Διὰ ταῦτα λέγω, πᾶντα, ἀνεβιβάσθη εἰς τὸ ἀξίωμα τοῦ πρωτοασηκρήτου, καὶ ἔγινε συγκοινωνὸς εἰς τὰς βουλὰς τῶν βασιλέων. Ἐπειδὴ δὲ ἡ πονηρὰ καὶ αἱρετικὴ δόξα τῶν μίαν θέλησιν ἐπὶ Χριστοῦ φρονούντων ἀνοήτως καὶ δυσσεβῶς, τῷ τότε καιρῷ ἐπεκράτει, οἱ ὁποῖοι, διὰ τῆς αἱρέσεως ταύτης ἀναιροῦσαν τὰς δύω φύσεις τοῦ Χριστοῦ, διὰ τοῦτο ἐπροτίθεντο εἰς τὰ παζάρια καὶ εἰς τὰς Ἐκκλησίας διατάγματα καὶ ὁρισμοὶ βασιλικοί, οἵτινες ἐδεφένδευον καὶ ἐστερέοναν τὴν αἵρεσιν ταύτην. Τότε λοιπὸν ὁ φερωνύμως μέγιστος οὗτος Μάξιμος (Μάξιμος γὰρ λατινικὰ θέλει νὰ εἰπῇ μέγιστος) δὲν ὑπέφερε νὰ συγκοινωνῇ μὲ τὴν δυσσέβειαν τῶν δυσσεβῶν. Ὅθεν ἀφήσας τὰς βασιλικὰς τιμάς, καὶ τὰς κοσμικὰς ἐξουσίας, ἐπροτίμησε καλλίτερα νὰ ᾖναι παρερριμμένος εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ, παρὰ νὰ κατοικῇ εἰς τὰ σκηνώματα τῶν ἁμαρτωλῶν, ὡς λέγει ὁ Δαβίδ. Καὶ πηγαίνωντας εἰς τὸ Μοναστήριον τὸ εὑρισκόμενον εἰς τὴν Χρυσόπολιν, ἤτοι εἰς τὸ νῦν λεγόμενον Σκούταρι, ἐκούρευσε τὰ μαλλία τῆς κεφαλῆς, καὶ ἔγινε Μοναχός. Ὕστερον δὲ ἔγινε καὶ Ἡγούμενος τοῦ ἰδίου Μοναστηρίου.
Ἔπειτα πυρποληθεὶς ἀπὸ τὸν θεϊκὸν ζῆλον, πηγαίνει εἰς τὴν παλαιὰν Ῥώμην, καὶ πείθει τὸν μακαριώτατον Πάπαν Μαρτῖνον, νὰ ἀθροίσῃ τοπικὴν Σύνοδον, καὶ νὰ ἀναθεματίσῃ τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν Μονοθελητῶν. Οὐ μόνον δὲ τοῦτο τὸ γενναῖον ἔργον ἐποίησεν ὁ τρισόλβιος, ἀλλὰ καὶ λόγους καὶ ἐπιστολὰς συνέγραψεν, ἐλέγχων τοὺς οὕτω φρονοῦντας αἱρετικούς, καὶ βεβαιόνωντας μὲ συλλογιστικὰς ἀποδείξεις, καὶ μὲ γραφικὰς μαρτυρίας, τὴν ἀκρίβειαν τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν πίστεως, τὰ ὁποῖα ἔστειλεν εἰς διάφορα μέρη καὶ Ἐκκλησίας τῆς οἰκουμένης.
Ὅταν δὲ ἐγύρισεν ἀπὸ τὴν Ῥώμην εἰς Κωνσταντινούπολιν, ὡς ὑπεύθυνος κατακρίνεται ὁμοῦ μὲ τοὺς δύω μαθητάς του Ἀναστασίους καλουμένους, ἀπὸ τὴν βασιλικὴν σύγκλητον τῶν ἀρχόντων, ἡ ὁποία ἐσυμφώνει εἰς τὴν αἵρεσιν τοῦ βασιλέως. Ὅθεν ἐπειδὴ ὁ Ἅγιος ἔβλεπεν, ὅτι ὅλοι ἐπείθοντο εἰς τὸ φρόνημα τοῦ βασιλέως, διὰ τοῦτο, ὄχι μόνον αὐτὸς ἀντιστάθη εἰς αὐτούς, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλους ἐκίνησε διὰ νὰ τοὺς ἀντισταθοῦν, πείθωντας αὐτοὺς νὰ φρονοῦν τὰ ἐναντίον τῶν Μονοθελητῶν, διὰ μέσου τῶν σοφῶν του ἐπιστολῶν. Διὰ ταῦτα λοιπὸν πέμπεται ἐξόριστος εἰς μίαν φυλακὴν κατὰ τὸ μέρος τῆς Θρᾴκης. Ἐπειδὴ δὲ ἐπέμενεν εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν τῆς πίστεως, τούτου χάριν ἔκοψαν τὴν χεῖρα καὶ τὴν γλῶσσάν του. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τὸν ἔπεμψαν ἐξόριστον εἰς τὴν τῶν Λαζῶν χώραν, καὶ ἐκεῖ μένωντας τρεῖς χρόνους, καὶ μόνος του ὑπηρετῶν εἰς τὰς ἐδικάς του χρείας, ἔγινε πλήρης ἡμερῶν. Ὀλίγον δὲ ἀσθενήσας, ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ, καὶ ἐνταφιάσθη εἰς τὸ ἐκεῖ Μοναστήριον τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου, ἐνεργῶντας καθ’ ἑκάστην ἡμέραν πολλὰ θαυμάσια.
Λέγουσι δέ, ὅτι καὶ ἀφ’ οὗ ἔκοψαν τὴν ἱερὰν γλῶσσάν του, ἀπεκατεστάθη πάλιν αὐτὴ παρὰ Θεοῦ ὑγιής, ὡς τὸ πρότερον. Ὅθεν καὶ ἐλάλει τρανῶς καὶ καθαρῶς μὲ αὐτήν, ἕως ἦτον εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν. Ἀπὸ τοὺς δύω δὲ μαθητάς του τοὺς ὀνομαζομένους Ἀναστασίους, τοῦ μὲν μεγαλιτέρου κατὰ τὴν ἡλικίαν Ἀναστασίου, ἔκοψαν τὴν γλῶσσαν καὶ τὴν χεῖρα, παρομοίως ὡς καὶ τοῦ διδασκάλου του, καὶ ἐξώρισαν αὐτὸν εἰς μακρινὸν τόπον. Ὁ δὲ νεώτερος Ἀναστάσιος ἐπέμφθη καὶ αὐτὸς ἐξόριστος εἰς ἕνα κάστρον τῆς Θρᾴκης, καὶ ἐκεῖ τελειώσας τὴν ζωήν, ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸν Νέον Παράδεισον (1).)

(1) Ἡ μετάθεσις δὲ τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου τούτου Μαξίμου ἑορτάζεται κατὰ τὴν δεκάτην τρίτην Αὐγούστου. Ὅρα καὶ εἰς τὴν εἰκοστὴν τοῦ Σεπτεμβρίου, ὅπου ὁ Ἅγιος οὗτος Μάξιμος ἑορτάζεται μετὰ τοῦ Ἁγίου Μαρτίνου, καὶ μετὰ τῶν μαθητῶν του δύω Ἀναστασίων, καὶ Θεοδώρου, καὶ Εὐπρεπίου. Σημείωσαι, ὅτι ἑλληνικὸς λόγος πρὸς τὸν Ἅγιον Μάξιμον σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις, οὗ ἡ ἀρχή· «Καὶ πάντων μὲν τῶν κατὰ Θεὸν πολιτευσαμένων». Ὁμοίως καὶ ὁ ἑλληνικὸς Βίος αὐτοῦ, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἡρακλείου τῶν σκήπτρων τῆς Ῥωμαϊκῆς».

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Νεοφύτου.

Τὸν Νεόφυτον ἐκριζοῖ γῆθεν δόρυ,
Νέου φυτοῦ κάλλιστον οἷά περ θάλος.

Οὗτος ἦτον ἀπὸ τὴν Νίκαιαν τῆς Βιθυνίας, υἱὸς γονέων Χριστιανῶν Θεοδώρου καὶ Φλωρεντίας, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Δεκίου καὶ Διοκλητιανοῦ ἐν ἔτει σϞ΄ [290]. Εὐθὺς δὲ εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς ζωῆς του, ἦτον γεμάτος ἀπὸ χάριν Θεοῦ. Διότι ὅταν ἦτον ἀκόμη ἐννέα χρόνων, καὶ εὑρίσκετο εἰς τὴν μάθησιν τῶν γραμμάτων ὁμοῦ μὲ τὰ ἄλλα παιδία, τότε, λέγω, ἐπροσηύχετο, καὶ τὰ παιδία παραδόξως διέτρεφε, καὶ μία περιστερὰ ἐλθοῦσα εἰς τὴν κλίνην του, ἐφύλαττεν αὐτήν. Ἐπειδὴ δὲ ἡ περιστερὰ ὡμίλησε μὲ ἀνθρωπίνην φωνήν, τούτου χάριν ἡ μήτηρ τοῦ Ἁγίου φοβηθεῖσα, ἀπέθανεν. Ὁ δὲ Ἅγιος ταύτην πάλιν διὰ προσευχῆς του ἀνέστησεν. Ὕστερον δὲ ἀναχωρήσας, ἐπῆγεν εἰς τὸ βουνὸν τοῦ Ὀλύμπου, καὶ ἐμβῆκε μέσα εἰς ἕνα σπήλαιον, εἰς τὸ ὁποῖον ἡ ὁδηγοῦσα τοῦτον περιστερά, τοῦ ἔδειξε νὰ ἔμβῃ. Διώξας δὲ τὸ θηρίον ὁποῦ εὑρίσκετο μέσα εἰς τὸ σπήλαιον, ἐκεῖ ἔκαμε τὴν κατοικίαν του, τρεφόμενος ἀπὸ θεῖον Ἄγγελον. Ὅταν δὲ ἔφθασεν εἰς τὸν ἑνδέκατον χρόνον τῆς ἡλικίας του, ὁδηγηθεὶς ὑπὸ θείας ἀποκαλύψεως, ἐκατέβη ἀπὸ τὸ βουνόν, καὶ πηγαίνωντας εἰς τοὺς γονεῖς του καὶ χαιρετίσας αὐτούς, ἐμοίρασεν εἰς τοὺς πτωχοὺς τὰ ἐκείνων ὑπάρχοντα, καὶ πάλιν ἐγύρισεν εἰς τὸ βουνὸν τοῦ Ὀλύμπου. Κατὰ δὲ τὸν δέκατον πέμπτον χρόνον τῆς ἡλικίας του, παρεστάθη εἰς τὸν βασιλέα Δέκιον, ὁδηγηθεὶς εἰς τοῦτο ὑπὸ θείου Ἀγγέλου. Ὅθεν διὰ τὴν πολλὴν παρρησίαν τοῦ Ἁγίου, πρῶτον ἔδειραν αὐτόν, ἔπειτα τὸν ἔβαλαν εἰς ἀναμμένον φοῦρνον. Μείνας δὲ ἐκ τούτων ἀβλαβὴς τῇ τοῦ Χριστοῦ χάριτι, ἐδόθη εἰς τὰ θηρία διὰ νὰ τὸν φάγουν. Ἐπειδὴ δὲ ἔμεινε καὶ ἀπὸ αὐτὰ ἀβλαβής, διὰ τοῦτο ἐθανατώθη ἀπὸ ἕνα βάρβαρον, ὁποῦ ὥρμησε μὲ τὸ σπαθὶ κατ’ ἐπάνω του. Καὶ οὕτως ἔλαβεν ὁ μακάριος τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸν Νέον Παράδεισον (2).)

(2) Τούτου τοῦ Ἁγίου Νεοφύτου εὑρίσκεται ᾀσματικὴ Ἀκολουθία τελεία ἐν χειρογράφοις σῳζομένη. Εὑρίσκεται δὲ καὶ τετυπωμένη μετὰ ἀναπληρώσεως τῶν ἐλλειπόντων τῇ ἐν τοῖς Μηναίοις. Τὸν ἑλληνικὸν Βίον αὐτοῦ συνέγραψεν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Αἱ περιφανεῖς τῶν πόλεων». (Σῴζεται ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.) Ἐν δὲ τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ σῴζεται τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ, οὗ ἡ ἀρχή· «Οὐ πολλὰ μόνον, ἀλλά».

*

Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Ζώσιμος Ἐπίσκοπος Συρακούσης, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Μετάστασιν Ζώσιμος εὗρεν ἐκ βίου,
ᾯ καὶ πρὸ ταύτης πᾶς μετάστασις βίος.

Οὗτος ὁ Ἅγιος ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν νῆσον Σικελίαν, υἱὸς γονέων εὐλαβῶν καὶ πιστῶν, οἵτινες ἐπερνοῦσαν τὴν ζωήν τους μὲ αὐτάρκειαν τῶν τοῦ βίου ἀγαθῶν, καὶ εἶχον ἕνα ὑποστατικὸν κοντὰ εἰς τὸ Μοναστήριον τῆς Ἁγίας Λουκίας τῆς παρθένου (3). Ἀφ’ οὗ δὲ ἐγεννήθη ὁ Ἅγιος οὗτος καὶ ἐκόπη ἀπὸ τὸ γάλα τῆς μητρός του, ἐδόθη ἀπὸ τοὺς γονεῖς του δῶρον εἰς τὴν Ἁγίαν Λουκίαν καὶ τὸ ὑποστατικὸν ἐκεῖνο, ὁμοῦ καὶ ὁ υἱός των οὗτος Ζώσιμος. Ἀπὸ τότε λοιπὸν ἀνετράφη ὁ Ἅγιος εἰς τὸ Μοναστήριον, καθότι ἦτον ἀφιερωμένος εἰς τὸν Θεὸν πρὸ συλλήψεως. Ὅθεν καὶ ὁ τοῦ Μοναστηρίου ἐκείνου Ἡγούμενος, ἐπαίδευεν αὐτὸν ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου, διδάσκωντάς τον ἐπιμελῶς τοὺς κανόνας καὶ παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ὁποῖος μὲ τὸ νὰ ἦτον εὐφυὴς εἰς τὸν νοῦν, καὶ ἐπιμελητής, ἐν ὀλίγῳ καιρῷ ἐκατώρθωσεν ὅλας τὰς ἀρετάς. Ἀπόκτησε γὰρ κάθε σπουδὴν καὶ ἐπιμέλειαν εἰς κάθε ἔργον. Εἶχε ταπείνωσιν καὶ πρᾳότητα. Ἐπλούτισεν ὑπακοὴν καὶ καθαρότητα. Καὶ ἐπειδὴ ἐκατώρθωσε ταῦτα, διὰ τοῦτο ἐδόθη εἰς αὐτὸν καὶ ἡ ἐπιμέλεια τοῦ λειψάνου τῆς ῥηθείσης Ἁγίας Λουκίας, ἤτοι ἔγινε προσμονάριος καὶ ὑπηρέτης τοῦ ἁγίου λειψάνου.
Μίαν φορὰν ἐπεθύμησεν ὁ Ὅσιος, νέος ὤν, νὰ ὑπάγῃ νὰ ἰδῇ τοὺς γονεῖς του. Καὶ δὴ ἐνικήθη ἀπὸ τὴν ἐπιθυμίαν καὶ ἐπῆγε καὶ τοὺς εἶδε, οἱ δὲ γονεῖς του εὐθὺς ἔπεμψαν αὐτὸν ὀπίσω λέγοντες, ἐκεῖ, τέκνον, χρεωστεῖς νὰ μένῃς, ὅπου ἀφιερώθης. Ἀφ’ οὗ ὅμως ἐγύρισεν εἰς τὸ Μοναστήριον, ἐφάνη εἰς αὐτὸν τὴν νύκτα ἐκείνην ἡ Ἁγία Λουκία, ἡ ὁποία εὐγαίνουσα ἀπὸ τὴν θήκην, ἐφοβέριζεν αὐτὸν καὶ ἔμελλε νὰ τὸν δείρῃ δυνατά. Τότε μία ἄλλη γυνὴ ἐνδοξοτάτη καὶ ἐνδεδυμένη πορφύραν βασιλικήν, ὑπερασπίσθη αὐτόν (ἥτις ἴσως ἦτον ἡ Κυρία Θεοτόκος). Ταύτην δὲ ἐντραπεῖσα ἡ Ἁγία, τὸν ἔδειρεν ὀλίγον. Ἐπαρήγγειλε δὲ εἰς αὐτόν, ὅτι ἄλλην φορὰν νὰ μὴν εὔγῃ ἔξω ἀπὸ τὸ Μοναστήριον. Τὸ ὁποῖον ὑποσχέθη νὰ φυλάξῃ, καὶ δὴ καὶ τὸ ἐφύλαξεν. Ἐδιηγεῖτο δὲ οὗτος ὁ μακάριος Ζώσιμος διὰ μίαν γυναῖκα, ἡ ὁποία ἐκατάγετο ἀπὸ γένος λαμπρόν, ἦτον δὲ κατὰ τὴν γνώμην αἰσχρὰ καὶ ἀκάθαρτος. Αὕτη γὰρ ἐπειδὴ ἐδάρθη ἀπὸ τὸν ἄνδρα της δυνατά, ἐπῆγεν εἰς τὸ Μοναστήριον τῆς Ἁγίας Λουκίας, ἕνα μέν, διὰ νὰ διασκεδάσῃ τὴν θλίψιν ὁποῦ ἐδοκίμασεν ἀπὸ τὸν ὀργιζόμενον ἄνδρα της, καὶ ἄλλο δέ, διὰ νὰ ἰατρευθῇ ἀπὸ τὸν δαρμὸν ὁποῦ ἔλαβεν. Ὅταν δὲ ἐνύκτωσεν, ἐφώναξεν ἡ Ἁγία μίαν φωνήν, ἡ ὁποία διαπεράσασα εἰς τὰ αὐτία τοῦ Ζωσίμου ὁποῦ ἐκοιμᾶτο, ἔλεγεν. Ἀπόρριψον τὴν βρωμερὰν ταύτην ἔξω τοῦ Μοναστηρίου, δείξασα ταύτην καὶ μὲ τὸ χέρι. Ὁ δὲ Ζώσιμος μὲ φόβον πολὺν ἐσηκώθη, καὶ εἶπεν εἰς τὰς δουλεύτρας ἐκείνης. Σηκώσατε ὀγλίγωρα ἀπὸ ἐδῶ τὴν κυράν σας, καὶ εὐγάλετε αὐτὴν ἔξω μαζὶ μὲ τὴν κλίνην της. Αἱ δὲ δουλεῦτραι πλησιάσασαι εἰς τὴν κλίνην, εὗρον τὴν κυράν των νεκράν.
Ὅταν δὲ ὁ τοῦ Μοναστηρίου ἐκείνου Ἡγούμενος ἀπέθανε, τότε ὅλοι οἱ ἀδελφοὶ ἀφήσαντες μόνον τὸν Ζώσιμον φύλακα εἰς τὸ Μοναστήριον, ἐπῆγαν εἰς τὸν Ἐπίσκοπον τῆς πόλεως Ἰωάννην, μὲ σκοπόν, ἵνα προχειρισθῇ παρ’ αὐτοῦ ἄλλος ἄξιος Ἡγούμενος. Ὁ δὲ Ἐπίσκοπος ἐρώτησεν, εἶναι καὶ ἄλλος ἀδελφὸς εἰς τὸ Μοναστήριον; Ἐκεῖνοι εἶπον. Δὲν εἶναι ἄλλος, εἰμὴ ἕνας μόνος ὁποῦ ἔμεινε διὰ νὰ φυλάττῃ τὸ Μοναστήριον. Ὁ Ἐπίσκοπος ἀπεκρίθη, ἐγὼ γνωρίζω ὅτι ἐκεῖνος εἶναι ἄξιος διὰ νὰ γένῃ Ἡγούμενος. Ὅθεν τοῦτον προσκαλέσας, ἐσφράγισεν εὐθὺς αὐτὸν καὶ τὸν παρέδωκεν εἰς αὐτούς, λέγων. Ἰδοὺ ἀδελφοί, ὁ ἐκ Θεοῦ σφραγισθεὶς ἐπιστάτης σας καὶ Ἡγούμενος. Μετὰ δὲ ὀλίγον καιρὸν ἐχειροτόνησεν αὐτὸν καὶ Ἱερέα. Καὶ λοιπὸν ἐποίμανε τὸ ποίμνιόν του χρόνους τεσσαράκοντα, μὲ κάθε πρᾳότητα καὶ ἀνεξικακίαν, μὲ κάθε ἀγάπην καθαράν, καὶ μὲ κάθε συμπάθειαν ὑπερβολικήν.
Ὅταν δὲ ἀπέθανεν ὁ Ἐπίσκοπος τῆς ἐν Σικελίᾳ Συρακούσης, μὲ ψῆφον Θεοῦ καὶ μὲ τὰς παρακλήσεις ὅλων τῶν ἐκεῖ Χριστιανῶν, ἔγινεν ὁ Ἅγιος τῆς Σικελίας Ἐπίσκοπος, ἀπὸ τὸν Πάπαν τῆς Ῥώμης Θεόδωρον, καὶ ταύτην ἐκυβέρνησεν ὁσίως καὶ θεαρέστως εἰς χρόνους δεκατρεῖς. Θαύματα λοιπὸν πολλὰ ποιήσας, καὶ ἀσκητικῶς πολιτευσάμενος, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον. Πολλοὶ δὲ ἀσθενεῖς ἰατρεύθησαν ἀπὸ διαφόρους ἀσθενείας καὶ πρὸ τῆς ταφῆς καὶ μετὰ τὴν ταφήν του. Δαιμονισμένοι γὰρ ἐλευθερώθησαν, τυφλοὶ ἀνέβλεψαν. Καὶ ἕνας δὲ Χριστιανὸς ἔχων τὴν γυναῖκά του αἱμορροοῦσαν, πέρνωντας ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὴν ποδίαν τῶν φορεμάτων τοῦ Ἁγίου, καὶ δοὺς αὐτὸ εἰς τὴν γυναῖκα, ἔγινε πρόξενος τῆς ἰατρείας τοῦ πάθους της. Ἐστάθη γὰρ παρευθὺς ἡ ῥύσις τοῦ ἐκείνης αἵματος.

(3) Ταύτης τὸ Συναξάριον ὅρα κατὰ τὴν ἕκτην τοῦ Ἰουλίου.

*

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Εὐγένιος, Οὐαλλεριανός, Κάνδιδος (4) καὶ Ἀκύλας, οἱ ἐκ Τραπεζοῦντος, ξίφει τελειοῦνται.

Τὸν Εὐγένιον καὶ συνάθλους τρεῖς ἅμα,
Δι’ εὐγένειαν ψυχικὴν κτείνει ξίφος.

Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἐμαρτύρησαν κατὰ τοὺς χρόνους Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ καὶ Λυσίου δουκός, ἐν ἔτει σϞβ΄ [292]. Κρυπτόμενοι γὰρ αὐτοὶ εἰς τὰ βουνὰ τῆς Τραπεζοῦντος, ἐπιάσθηκαν οἱ τρεῖς ἐξ αὐτῶν ὡς Χριστιανοὶ ἀπὸ τὸν Λυσίαν, καὶ ὁμολογήσαντες τὸν Χριστόν, ἐξορίζονται εἰς ἕνα στενόχωρον κάστρον τῆς χώρας τῶν Λαζῶν, ὀνομαζόμενον Πιτυούς. Ἀπὸ ἐκεῖ δὲ φέρνονται εἰς τὴν Τραπεζοῦντα, καὶ παρασταθέντες εἰς τὸν δοῦκα Λυσίαν, καταξεσχίζονται εἰς τὰς σάρκας μὲ βούνευρα. Ἔπειτα κρεμασθέντες, ξεσχίζονται μὲ σιδηρᾶ ὀνύχια, καὶ κατακαίονται μὲ λαμπάδας ἀναμμένας. Ἐπειδὴ δὲ οἱ τιμωροῦντες τοὺς Ἁγίους δήμιοι ἔπεσον πρήμιτα εἰς τὴν γῆν, διὰ τοῦτο ἐταράχθη ὁ Λυσίας, καὶ ἐπρόσταξε νὰ φυλακωθοῦν οἱ Ἅγιοι. Ὕστερον δὲ ἀπὸ ὀλίγας ἡμέρας εὑρέθη καὶ ὁ Ἅγιος Εὐγένιος, καὶ ἐπιάσθη, καὶ ὁμολογήσας τὸν Χριστόν, ἐδάρθη ἄσπλαγχνα. Εἶτα ἐπῆγε μαζὶ μὲ τὸν Λυσίαν εἰς τὸν ναὸν τῶν εἰδώλων, καὶ προσευχηθείς, ἔκαμε νὰ πέσουν ὅλα τὰ εἴδωλα, καὶ νὰ συντριφθοῦν ὡσὰν κονιορτός. Ὅθεν ἐξαπλωθεὶς μὲ σχοινία, ἐδάρθη μὲ ῥαβδία χονδρά. Ἔπειτα ἐκρεμάσθη καὶ ἐξεσχίσθη δυνατὰ εἰς τὰς πλευρὰς μὲ σιδηρᾶ ὀνύχια, καὶ ἐφλογίσθη μὲ λαμπάδας ἀναμμένας. Ὕστερον δὲ ἔτριψαν τὰς πληγάς του μὲ ἅλας καὶ ξύδι δριμύτατον. Μετὰ ταῦτα ἔβαλον ὁμοῦ καὶ τοὺς τέσσαρας Ἁγίους μέσα εἰς ἀναμμένην κάμινον, καὶ ἐπειδὴ ἔμειναν ἀβλαβεῖς, διὰ τοῦτο ἀπεκεφαλίσθησαν, καὶ ἔλαβον οἱ μακάριοι τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου.

(4) Ἐν ἄλλοις δὲ χειρογράφοις Συναξαρισταῖς γράφεται οὗτος, Κανίδιος.

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ τελεῖται ἡ Σύναξις τῆς Ἁγίας Εἰρήνης ἐν τῇ ἁγιωτάτῃ Ἐκκλησίᾳ, τῇ οὔσῃ πρὸς τὴν θάλασσαν (5).

(5) Ἴσως πρέπει νὰ γράφεται, τῆς οὔσης πρὸς τὴν θάλασσαν. Τῆς Ἁγίας Εἰρήνης δηλαδή, καθότι ὁ Ἅγιος Μαρκιανὸς ὁ οἰκονόμος τῆς μεγάλης Ἐκκλησίας, ἔκτισεν ἕνα Ναὸν τῆς Ἁγίας Εἰρήνης πρὸς τὴν θάλασσαν, καὶ ὅρα ἐν τῷ Συναξαρίῳ ἐκείνου κατὰ τὴν δεκάτην τοῦ παρόντος. Καὶ καθότι καὶ εἰς ἄλλα μέρη τοῦ Συναξαριστοῦ, ἀναφέρεται ἡ πρὸς τὴν θάλασσαν αὕτη Ἁγία Εἰρήνη.

*

Αγία ΑγνήΜνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Ἁγνῆς.

Ὑπὲρ νέον σοι μόσχον ὡς Δαβὶδ λέγει,
Ἤρεσκεν Ἁγνὴ πυρπολουμένη Λόγε.

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἁγνὴ ἦτον ἀπὸ τὴν μεγαλόπολιν Ῥώμην, καταγομένη ἀπὸ γένος λαμπρόν. Ἐπειδὴ δὲ εἶχε τὴν ζωὴν ἁγνὴν καὶ καθαράν, σύμφωνον δηλαδὴ μὲ τὸ ὄνομά της, διὰ τοῦτο ἐδίδασκε τὰς γυναῖκας, ὁποῦ ἤρχοντο πρὸς αὐτήν, τὸν λόγον τῆς ἀληθείας. Ὁμοίως τὰς ἐδίδασκε καὶ περὶ σωφροσύνης καὶ καθαρότητος. Ἐσυμβούλευε δὲ αὐτὰς καὶ νὰ γνωρίζουν τὸν Χριστὸν Θεὸν ἀληθινόν, καὶ εἰς αὐτὸν μόνον νὰ λατρεύουν. Ταῦτα ἀκούσας ὁ τῆς Ῥώμης ἄρχων, ἐπρόσταξε καὶ ἅρπασαν τὴν Ἁγίαν εὐθύς. Παρασταθεῖσα δὲ αὕτη ἔμπροσθέν του, ἐπροστάχθη νὰ θυσιάσῃ εἰς τὰ εἴδωλα. Εἰ δὲ καὶ δὲν θέλει, εἶπεν, ὅτι θέλει τὴν βάλῃ εἰς πορνοστάσιον. Ἡ δὲ Ἁγία, οὔτε εἰς τοὺς θεούς σου θυσιάζω, ἀπεκρίθη, οὔτε διὰ τὸ πορνοστάσιον ὁποῦ μὲ φοβερίζεις φροντίζω. Ἐλπίζω γὰρ εἰς τὸν Θεόν μου, ὅτι θέλω λυτρωθῶ ἀπὸ αὐτὸ καθαρὰ μὲ τὴν βοήθειαν ἐκείνου.
Ταῦτα ἀκούσας ὁ παράνομος ἄρχων, ἔκραξε τὸν ἔχοντα τὰς πόρνας γυναῖκας, καὶ παρέδωκεν εἰς αὐτὸν τὴν Ἁγίαν, προστάξας, ὅτι πρῶτον νὰ πομπεύσῃ τὴν Μάρτυρα εἰς τὴν πόλιν, φοροῦσαν ἕνα μόνον φόρεμα. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐκεῖνος τοῦτο ἐποίησεν, ἔφερεν αὐτὴν εἰς τὸ ἐργαστήριον τοῦ Σατανᾶ, ἤτοι εἰς τὸ πορνοστάσιον, καὶ λοιπὸν καθ’ ἕνας ἐπλησίαζεν ἐλευθέρως κοντὰ διὰ νὰ τὴν ἀτιμάσῃ. Ὅλοι ὅμως εὐθὺς ὁποῦ ἐπλησίαζον, ἀπενάρκουν καὶ αἱμωδίαζον, καὶ ἡ ἐπιθυμία αὐτῶν ἐψυχραίνετο τόσον, ὁποῦ ἐγίνοντο ὡσὰν νεκροί. Τότε ἕνας ὑπερήφανος, μεγάλως κομπάζων καὶ καυχώμενος, ὠνείδιζε τοὺς ἄλλους. Καὶ μὲ πολλὴν θρασύτητα ἐμβῆκεν ὡσὰν ἕνας ἵππος θηλυμανής, καὶ ἐπλησίασεν εἰς τὴν παρθένον, καί, ὢ τοῦ θαύματος! παρευθὺς ἐνεκρώθη καὶ ἔπεσε κατὰ γῆς.
Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασεν ὥρα πολλή, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ εὑρεθέντας, μὲ μεγάλην φωνὴν ἀνεβόησε λέγων. Μεγάλη εἶναι ἡ πίστις τῶν Χριστιανῶν. Ἐμβαίνοντες δὲ καὶ οἱ ἄλλοι, καὶ βλέποντες τὸ παράδοξον ἐκεῖνο θέαμα τοῦ νεκροῦ, ὅλοι ὁμοῦ μὲ μίαν φωνὴν ἀνεβόησαν. Μεγάλη εἶναι ἡ τοῦ Χριστοῦ δύναμις. Ταῦτα μαθὼν ὁ ἄρχων, ἐπαράστησε τὴν Ἁγίαν ἔμπροσθέν του. Καί, λέγε μοι, φησὶ πρὸς αὐτήν, λέγε μοι, ὦ πονηρὸν γύναιον, μὲ ποῖον τρόπον ἐθανάτωσες τὸν νεανίσκον; Ἡ Ἁγία ἀπεκρίθη. Ὅταν ἐσὺ ἐπρόσταξες νὰ μὲ ἀτιμάσουν, τότε, φερομένης ἐμοῦ εἰς τὸ πορνοστάσιον, ἠκολούθησε μαζί μου ἕνας λευκοφόρος νέος. Καὶ ἐμβαίνωντας μαζὶ μὲ ἐμένα εἰς τὸ ἐργαστήριον τοῦ Διαβόλου, ἐπαραστέκετο κοντά μου, καὶ αὐτὸς ἐνέκρονε τὴν ἐπιθυμίαν τῶν νέων, ὁποῦ ἐπλησίαζον εἰς ἐμένα. Αὐτὸς ἦτον ὁποῦ ἐθανάτωσε καὶ τοῦτον τὸν νεκρὸν ὁποῦ βλέπεις, διατὶ ὕστερον αὐτὸς ἐπλησίασεν εἰς ἐμένα, μὲ πολλὴν ὑπερηφάνειαν καὶ θρασύτητα. Καὶ πρὸ τοῦ νὰ μὲ πιάσῃ, ἢ νὰ εἰπῇ κανένα λόγον αἰσχρόν, τὸν ἔκαμε τοιοῦτον ὁ λευκοφόρος ἐκεῖνος, καθὼς τώρα τὸν βλέπεις.
Πάλιν ὁ ἄρχων τῆς λέγει. Καὶ ποῖος εἶναι ὁποῦ σοι ἐβοήθησεν; Ἡ Ἁγία ἀπεκρίθη. Ὁ Κύριος καὶ Θεός μου ἔστειλε τὸν Ἄγγελόν του, καὶ μὲ ἐφύλαξεν ἀνωτέραν ἀπὸ κάθε ἀτιμίαν. Ὁ ἄρχων λέγει. Καὶ λοιπὸν ἀνίσως θέλῃς νὰ μᾶς πληροφορήσῃς, ὅτι λέγεις ἀληθινά, παρακάλεσον τὸν Θεόν σου, καὶ ἀνάστησον τὸν νεκρὸν αὐτόν. Τότε ἡ Ἁγία σηκώσασα τὰς χεῖρας εἰς τὸν οὐρανόν, ἐπροσευχήθη. Καί, ὢ τοῦ θαύματος! ἀνέστησε τὸν νεκρόν. Τότε βλέποντες τὸ παράδοξον θαῦμα, ἐξεπλάγησαν ἅπαντες. Καὶ αὐτὸς δὲ ὁ ἄρχων καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἐφώναξαν. Μεγάλη εἶναι ἡ δύναμις τῶν Χριστιανῶν, καὶ μέγας βέβαια εἶναι ὁ τῆς εὐγενεστάτης ταύτης γυναικὸς Θεός. Μερικοὶ δὲ ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἀκαθάρτους, ἐφώναξαν εἰς τὸν ἄρχοντα. Σήκωσον ταύτην ἀπὸ τὸ μέσον, διατὶ ὅσα θαυμάσια φαίνεται ὅτι κάμνει, ὅλα τὰ ἐνεργεῖ διὰ μαγικῆς τέχνης. Τότε ὁ ἄρχων ἐπρόσταξε νὰ καύσουν μὲ τὸ πῦρ τὴν Ἁγίαν.
Ἀφ’ οὗ λοιπὸν ἀνάφθη ἡ πυρκαϊά, ἐσφράγισε πρῶτον ἡ Ἁγία τὸν ἑαυτόν της μὲ τὸν τύπον τοῦ τιμίου Σταυροῦ, καὶ ἔπειτα ἐμβῆκεν εἰς τὸ μέσον τῆς πυρκαϊᾶς μὲ μεγάλον θάρρος. Ὅθεν ἔχουσα τὴν προσευχὴν εἰς τὸ στόμα της, ἀνέδραμεν ἡ μακαρία εἰς τὰ Οὐράνια, πρὸς ὃν ἐπόθησε νυμφίον Χριστόν, ἀφήσασα τὸ παρθενικὸν σῶμά της μέσα εἰς τὴν φωτίαν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐκείνη ἔσβυσε, τότε μερικοὶ Χριστιανοὶ ἐπῆραν κρυφίως τὸ τίμιον αὐτῆς λείψανον, καὶ τὸ ἐνταφίασαν ἐντίμως, δοξάζοντες τὸν Θεόν.

*

Οἱ ἐν Τύρῳ Ἅγιοι τέσσαρες Μάρτυρες, ξίφει τελειοῦνται.

Στερρῶν ἀθλητῶν τεσσάρων φωνὴ μία,
Ἡμῖν τὸ θνήσκειν ἐκ ξίφους εὐθυμία.

*

Ὁ Ὅσιος Νεόφυτος, ὁ προσμονάριος τῆς τοῦ Βατοπαιδίου Μονῆς, ὁ καὶ τῆς φωνῆς τῆς Θεοτόκου ἀκούσας, προελθούσης ἐκ τοῦ στόματος τῆς ἁγίας αὐτῆς εἰκόνος, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (6).

Ὁ Νεόφυτος Παρθένου πέλων φίλος,
Φωνὴν ἀκούει τῆς δε· Ὢ θαῦμα ξένον!

(6) Ὅρα εἰς τὴν Ἀκολουθίαν τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

Των Αγίων Μαξίμου του Ομολογητού, Νεοφύτου, Ζωσίμου Επισκόπου Συρακούσης κ.ά.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.