Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου21 Απριλίου

Των Αγίων Ιαννουαρίου Επισκόπου και των συν αυτώ, Αλεξάνδρας βασιλίσσης, Αναστασίου του Σιναΐτου κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιος ΙανουάριοςΤω αυτώ μηνί ΚΑ’, μνήμη των Αγίων Ιερομαρτύρων Ιαννουαρίου Επισκόπου, Προκούλου, Σώσσου, και Φαίστου των Διακόνων, Δισιδερίου Αναγνώστου, Ακουτίου (1) και Ευτυχίου.

Εις τον Ιαννουάριον.

Τον Ιαννουάριον άνδρα γεννάδαν,
Απρίλλιος μην είδεν εκτετμημένον.

Εις τον Πρόκουλον, Σώσσον και Φαίστον.

Συν τω Προκούλω, Σώσσον αλλά και Φαίστον,
Προ κουλεού κύψαντας έκτεινε ξίφος.

Εις τον Δισιδέριον.

Δισιδέριος την δέριν δους τω ξίφει,
Τομήν υπέστη και παρέστη Κυρίω.

Εις τον Ακούτιον και Ευτύχιον.

Φωνής ακουτίσθητι Ακουτίου,
Λέγοντος Ευτύχιε συντμήθητί μοι.

Ιαννουαρίοιο κάρην τάμον εικάδι πρώτη.

Ούτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού και Τιμοθέου άρχοντος της εν Ιταλία Καμπανίας εν έτει σϞη’ [298], οι οποίοι εις πικράς και διαφόρους τιμωρίας καταδικασθέντες, ετελείωσαν τον δρόμον του μαρτυρίου. Ο δε Αρχιερεύς Ιαννουάριος εβάλθη μέσα εις κάμινον, και επειδή εφυλάχθη από αυτήν αβλαβής χάριτι Χριστού, δια τούτο έκοψαν τα νεύρα του, και έτζι ετελείωσε τον δρόμον της αθλήσεως. Αφ’ ου δε επέρασαν χρόνοι, μία γυναίκα ονόματι Μαξιμίνα, χήρα ούσα και μονογενή υιόν έχουσα, υστερήθη αυτόν, επειδή και ο θάνατος της τον άρπασεν. Όθεν έκλαιε και εθρήνει απαρηγόρητα την τούτου υστέρησιν, ελθούσα δε ολίγον εις τον εαυτόν της, βλέπει άνωθεν εις την πόρταν του Ναού ένα πανίον, εις το οποίον ήτον ζωγραφημένη η εικών του Αγίου Ιαννουαρίου. Όθεν ενθυμηθείσα εκείνο, οπού παλαιά έκαμεν ο Προφήτης Ελισσαίος, όταν ανέστησε τον υιόν της Σωμανίτιδος, τούτο το όμοιον εποίησε και αυτή θεόθεν κινηθείσα. Διότι σχηματίσασα τον υιόν της επιτήδεια, εσχημάτισε παρομοίως και την εικόνα του Αγίου Ιαννουαρίου, και εις μεν τους οφθαλμούς του υιού της, έβαλε τους οφθαλμούς της εικόνος, εις δε το στόμα εκείνου, έβαλε το στόμα της εικόνος, ομοίως και εις τα άλλα μέλη του υιού, εσυνάρμοσεν επιτήδεια τα μέλη της εικόνος. Έπειτα με θρήνους και δάκρυα παρεκάλει τον Άγιον λέγουσα. Δούλε του Θεού, ελέησόν με, και παρηγόρησον την θλίψιν μου, και ανάστησον τον υιόν μου, ότι αυτόν μόνον έχω μονάκριβον. Ο δε Άγιος συμπονέσας την συμφοράν της, επαράστησε ζωντανόν τον υιόν της. Τούτο το παράδοξον βλέποντες όλοι εκείνοι, οπού εσυνάχθησαν δια να ενταφιάσουν τον νέον, έμειναν εκστατικοί, δοξάζοντες και ευλογούντες τον Κύριον.

(1) Εν δε τοις τετυπωμένοις Μηναίοις γράφεται Φαύστου, Ακουτίωνος.

*

Τη αυτή ημέρα μνήμη της Αγίας Αλεξανδρίας ή Αλεξάνδρας της βασιλίσσης, και των θεραπόντων αυτής, Απολλώ, Ισαακίου, και Κοδράτου.

Εις την Αλεξάνδραν.

Ήδει μενούσης πρόξενον λαμπηδόνος,
Την εν ζόφω κάθειρξιν Αλεξανδρία.

Εις τον Απολλώ και Ισαάκιον.

Λιμαγχόνην οίσαντες αθληταί δύω,
Ψυχοκτόνον φεύγουσι δαιμοναγχόνην.

Εις τον Κοδράτον.

Ζωμούς χύτρας σης ιδρώτας Κοδράτε,
Άλατι τμηθείς αιμάτων παραρτύεις (2).

Αλεξανδρία ή Αλεξάνδρα η του Χριστού Μάρτυς, ήτον γυναίκα του βασιλέως Διοκλητιανού. Βλέπουσα δε τον Άγιον Γεώργιον, πως ετιμωρείτο, και πως εκτυπήθη μεν εις την κοιλίαν με το κοντάρι, δεν εβλάβη δε, και πως, εδέθη μεν εις τον τροχόν εκείνον, οπού είχε τριγύρου εμπηγμένα σίδηρα κοπτερά, και εμοιράσθη το σώμα του εις πολλά κομμάτια, ύστερον δε πάλιν έγινεν υγιής, και ενεφανίσθη εις τον βασιλέα, οπού εθυσίαζεν εις τα είδωλα, και πως δια το παράδοξον αυτό θαύμα, έκαμε πολλούς να πιστεύσουν εις τον Χριστόν, από τους οποίους, άλλοι μεν, απεκεφαλίσθησαν, άλλοι δε, εκλείσθησαν μέσα εις φυλακάς. Ταύτα λέγω τα παράδοξα και υπερφυσικά θαύματα βλέπουσα η μακαρία Αλεξάνδρα, αφήκε την δόξαν της βασιλείας, και πιστεύσασα εις τον Χριστόν, ωμολόγησε τον εαυτόν της Χριστιανήν έμπροσθεν του ανδρός της Διοκλητιανού, όθεν παρεδόθη εις την φυλακήν. Όταν δε έγινεν απόφασις παρά του ανδρός της, ίνα αποκεφαλισθή ο μέγας Γεώργιος ομού και αυτή, έμαθε τούτο η βασίλισσα εις την φυλακήν, και προσευξαμένη, παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Βλέποντες δε οι τρεις υπηρέται της βασιλίσσης, Απολλώς, Ισαάκιος, και Κοδράτος, ότι κατεφρόνησεν η Αγία πρόσκαιρον βασιλείαν και θνητόν βασιλέα, και επίστευσε τω Χριστώ, αποθανούσα δια την αγάπην του, τούτο λέγω βλέποντες, επίστευσαν και αυτοί εις τον Χριστόν. Όθεν παρρησιασθέντες, ήλεγξαν τον βασιλέα, και παράνομον αυτόν ωνόμασαν και θηριώδη. Επειδή, ουδέ την ιδίαν γυναίκα του εσπλαγχνίσθη, με την οποίαν εγέννησε τέκνα. Όθεν οργισθείς ο βασιλεύς, επρόσταξε και έβαλαν αυτούς εις την φυλακήν. Και τούτου γενομένου, εσυλλογίζετο ο άνομος όλην την νύκτα, ποίον είδος θανάτου να δώση εις τους Μάρτυρας. Τω δε πρωί εκβαλών αυτούς από την φυλακήν, τον μεν Κοδράτον επρόσταξε να αποκεφαλίσουν, τον δε Απολλώ και Ισαάκιον, να βάλουν εις φυλακήν. Οι οποίοι μη φαγόντες, μηδέ πιόντες εις διάστημα ημερών ικανών, από την στενοχωρίαν της πείνας, παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού, και έλαβον παρ’ αυτού τους στεφάνους της αθλήσεως.

(2) Τούτο το ίδιον δίστιχον ευρίσκεται και κατά την εβδόμην του Μαΐου εις τον Άγιον συνώνυμον τούτου Κοδράτον και τους συν αυτώ. Θέλει δε να ειπή, ότι τους ζωμούς της εδικής σου χύτρας, ήτοι τους ιδρώτας της σαρκός σου, τους άρτυσες με το άλας των αιμάτων σου, και έτζι επροσφέρθης εις τον Θεόν.

*

Μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Μαξιμιανού (3) Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.

Μαξιμιανός ουχ’ ο παμφάγος λύκος,
Αλλ’ ο τροφεύς τέθνηκε της Εκκλησίας.

Ούτος ήτον κατά τους χρόνους Θεοδοσίου του μικρού εν έτει υιε’ [415], εκατάγετο δε από την παλαιάν Ρώμην, υιός γονέων πλουσίων και ευγενών. Δια χρείαν δέ τινα ανεχώρησεν από την Ρώμην, και επήγεν εις την Κωνσταντινούπολιν. Εκεί λοιπόν διαλάμψας με την ενάρετον κατάστασιν και ακρίβειαν της ζωής του, και γνωρισθείς ότι ήτον ευφυής και πολυμαθής, δια τούτο εχειροτονήθη Πρεσβύτερος από τον αοίδιμον Σισίνιον τον τότε πατριαρχεύοντα. Έφθασε δε και έως του Νεστορίου του αιρετικού, του μετά τον Σισίνιον πατριαρχεύσαντος. Αφ’ ου δε ο Νεστόριος εξωρίσθη, ανέβη εις τον θρόνον Κωνσταντινουπόλεως ο αγιώτατος ούτος Μαξιμιανός με την ψήφον του βασιλέως και παντός του λαού. Εις τούτου δε του Πατριάρχου τον καιρόν, είχεν ειρήνην η Εκκλησία. Καλώς λοιπόν ποιμάνας το ποίμνιόν του εις δύω χρόνους και μήνας πέντε, και την Εκκλησίαν φυλάξας ανενόχλητον από κάθε σκάνδαλον και ταραχήν, εκοιμήθη εν Κυρίω. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εν τοις Αγίοις Αποστόλοις.

(3) Αλλά και ο Μελέτιος, τομ. β’, σελ. 22, της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, συμφώνως με τον χειρόγραφον Συναξαριστήν, Μαξιμιανόν αυτόν ονομάζει, και ουχί Μάξιμον, ως ονομάζει αυτόν ο τετυπωμένος Συναξαριστής και τα Μηναία. Έγινε δε ούτος Πατριάρχης, αφ’ ου εξωρίσθη ο Νεστόριος, εν έτει υλα’ [431]. Τούτου τον προβιβασμόν αναφέρει και η Οικουμενική Τρίτη Σύνοδος εις το τρίτον μέρος των Πρακτικών της. Μετά τούτον δε έγινε Πατριάρχης, Πρόκλος ο μαθητής του θείου Χρυσοστόμου.

*

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Αναστασίου του Σιναΐτου.

Αναστάσιος εν Σινά Μωσής νέος,
Και πριν τελευτής τον Θεόν βλέπειν έχει.

Ούτος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Αναστάσιος, παραιτήσας κόσμον, και τα εν κόσμω, και τον σταυρόν αυτού αναλαβών, κατά την εντολήν του Κυρίου, εκουρεύθη και έγινε Μοναχός, και προθύμως ηκολούθησε τω Χριστώ. Επειδή δε έγινεν εραστής των μεγαλιτέρων αγώνων της αρετής, δια τούτο επήγεν εις τα Ιεροσόλυμα, και αφ’ ου επροσκύνησε τους Αγίους και σεβασμίους τόπους, επήγεν εις το Σίναιον όρος. Εκεί δε ευρίσκωντας Μοναχούς, οι οποίοι εμεταχειρίζοντο την ασκητικήν πολιτείαν, έμεινε μαζί με εκείνους, υποτασσόμενος εις αυτούς, και υπηρετών. Όθεν επειδή έγινε πολλά ταπεινόφρων, δια τούτο έλαβε παρά Θεού χαρίσματα γνώσεως και σοφίας πολλής, δια της οποίας συνέγραψε Βίους Αγίων Πατέρων, και εσύνθεσε λόγους ψυχωφελείς. Φθάσας δε εις βαθύτατον γήρας, προς Κύριον εξεδήμησεν (4).

(4) Σημείωσαι, ότι παρά τω α’ τόμω Αδάμ του Ζοιρνικαβίου, σελ. 111, φέρεται εν ταις υποσημειώσεσι του κυρ Ευγενίου, ότι δύω εγένοντο Αναστάσιοι, Σιναΐται και οι δύω, και Πατριάρχαι χρηματίσαντες Αντιοχείας και οι δύω, και αθλητικόν τέλος υποστάντες και οι δύω. Και ο μεν εις, διέλαμψε κατά το έτος 561 και υπέρ ευσεβείας αθλήσας εν έτει 599 προς Κύριον εξεδήμησεν. Ο δε έτερος, διαδεξάμενος αμέσως τον συνώνυμόν του εν έτει 599 και διϊθύνας τον θρόνον έτη δέκα, υπό Ιουδαίων έλαβε τον δια πυρός θάνατον. Την δε περί πίστεως δογμάτων συγγραφήν, οι μεν, τω πρώτω Αναστασίω αποδίδουσιν, ως εκείνου πόνημα. Ο δε Καβέος λέγει, ότι αύτη είναι γόνος του θείου Μαξίμου (σελ. 550 περί των Εκκλησιαστικών Συγγραφέων). Η δε Βίβλος η καλουμένη Οδηγός, η εκδοθείσα εν Βενετία, του νεωτέρου Αναστασίου εστί πόνημα του Ιερομάρτυρος, και ουχί του παλαιοτέρου. Όρα δε και τον Ευάγριον, βιβλ. ς’, κεφ. κδ’, λέγοντα, ότι ο παλαιός Αναστάσιος, ήτον κατά μεν τα θεία, λόγιος πολλά, ακριβής δε κατά τους τρόπους και την δίαιταν. Ώστε και εις τα πολλά ψιλά και μικρά εστοχάζετο να μη σφάλη. Πολλώ δε μάλλον εις τα καίρια και αναγκαία, και εις εκείνα οπού αναφέρονται εις τον Θεόν. Τόσον δε ήτον καταστημένος εις τα ήθη, ώστε μήτε εις το ευκολοτίμητον και ευκολοαντάμωτον να κλίνη εύκολα, μήτε πάλιν με το αυστηρόν και δυσκολοπλησίαστον, να ήτον εις τα πρέποντα αμελής. Λέγει δε ο Μελέτιος (τομ. β’, σελ. 110) ότι ο πρώτος Αναστάσιος εξωρίσθη από τον βασιλέα Ιουστίνον τον διάδοχον του Ιουστινιανού. Ύστερον δε από εικοσιτρείς χρόνους ανακληθείς από τον Μαυρίκιον τον βασιλέα, εβάλθη εις τον θρόνον του. Έγραψε δε αυτός και Συντακτήριον λόγον προς Αντιοχείς, και περί της Εκκλησιαστικής Συνάξεως, και περί του μη μνησικακείν, και εις τους κοιμηθέντας αδελφούς, και το βιβλίον το Οδηγός επιγραφόμενον, και άλλα (όπερ εναντίον είναι εις τα ανωτέρω). Περί δε του νεωτέρου Αναστασίου ταύτα γράφεται παρά τω Μελετίω, τομ. β’, σελ. 148, ότι οι Εβραίοι κόπτοντες τα αιδοία του πρότερον, τα έβαλον εις το στόμα του δια περισσοτέραν καταισχύνην. Ύστερον δε κατέκαυσαν το σώμα του εις την αγοράν. Τούτο δε μαθών ο βασιλεύς Φωκάς, απέστειλε Βώνοσον τον κόμητα της Ανατολής και Κοπανάν στρατηλάτην. Οι οποίοι πηγαίνοντες εις την Αντιόχειαν, άλλους μεν Εβραίους, εφόνευσαν, άλλων δε, εύγαλαν τους αρμούς του σώματος, και άλλους, εδίωξαν από την Αντιόχειαν. Ώστε και ο Αναστάσιος ούτος, τον οποίον αναφέρει εδώ ο Συναξαριστής, και Επίσκοπος ήτον Αντιοχείας, και Ιερομάρτυς, καθώς και ο εν τη εικοστή του παρόντος αναφερόμενος.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

 Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

 * * *

 

 

Άγιος ΙανουάριοςΤῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΑ΄, μνήμη τῶν Ἁγίων Ἱερομαρτύρων Ἰαννουαρίου Ἐπισκόπου, Προκούλου, Σώσσου, καὶ Φαίστου τῶν Διακόνων, Δισιδερίου Ἀναγνώστου, Ἀκουτίου (1) καὶ Εὐτυχίου.

Εἰς τὸν Ἰαννουάριον.

Τὸν Ἰαννουάριον ἄνδρα γεννάδαν,
Ἀπρίλλιος μὴν εἶδεν ἐκτετμημένον.

Εἰς τὸν Πρόκουλον, Σῶσσον καὶ Φαῖστον.

Σὺν τῷ Προκούλῳ, Σῶσσον ἀλλὰ καὶ Φαῖστον,
Πρὸ κουλεοῦ κύψαντας ἔκτεινε ξίφος.

Εἰς τὸν Δισιδέριον.

Δισιδέριος τὴν δέριν δοὺς τῷ ξίφει,
Τομὴν ὑπέστη καὶ παρέστη Κυρίῳ.

Εἰς τὸν Ἀκούτιον καὶ Εὐτύχιον.

Φωνῆς ἀκουτίσθητι Ἀκουτίου,
Λέγοντος Εὐτύχιε συντμήθητί μοι.

Ἰαννουαρίοιο κάρην τάμον εἰκάδι πρώτῃ.

Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Διοκλητιανοῦ καὶ Τιμοθέου ἄρχοντος τῆς ἐν Ἰταλίᾳ Καμπανίας ἐν ἔτει σϞη΄ [298], οἱ ὁποῖοι εἰς πικρὰς καὶ διαφόρους τιμωρίας καταδικασθέντες, ἐτελείωσαν τὸν δρόμον τοῦ μαρτυρίου. Ὁ δὲ Ἀρχιερεὺς Ἰαννουάριος ἐβάλθη μέσα εἰς κάμινον, καὶ ἐπειδὴ ἐφυλάχθη ἀπὸ αὐτὴν ἀβλαβὴς χάριτι Χριστοῦ, διὰ τοῦτο ἔκοψαν τὰ νεῦρά του, καὶ ἔτζι ἐτελείωσε τὸν δρόμον τῆς ἀθλήσεως. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασαν χρόνοι, μία γυναῖκα ὀνόματι Μαξιμίνα, χήρα οὖσα καὶ μονογενῆ υἱὸν ἔχουσα, ὑστερήθη αὐτόν, ἐπειδὴ καὶ ὁ θάνατος τῆς τὸν ἅρπασεν. Ὅθεν ἔκλαιε καὶ ἐθρήνει ἀπαρηγόρητα τὴν τούτου ὑστέρησιν, ἐλθοῦσα δὲ ὀλίγον εἰς τὸν ἑαυτόν της, βλέπει ἄνωθεν εἰς τὴν πόρταν τοῦ Ναοῦ ἕνα πανίον, εἰς τὸ ὁποῖον ἦτον ζωγραφημένη ἡ εἰκὼν τοῦ Ἁγίου Ἰαννουαρίου. Ὅθεν ἐνθυμηθεῖσα ἐκεῖνο, ὁποῦ παλαιὰ ἔκαμεν ὁ Προφήτης Ἐλισσαῖος, ὅταν ἀνέστησε τὸν υἱὸν τῆς Σωμανίτιδος, τοῦτο τὸ ὅμοιον ἐποίησε καὶ αὐτὴ θεόθεν κινηθεῖσα. Διότι σχηματίσασα τὸν υἱόν της ἐπιτήδεια, ἐσχημάτισε παρομοίως καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Ἰαννουαρίου, καὶ εἰς μὲν τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ υἱοῦ της, ἔβαλε τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς εἰκόνος, εἰς δὲ τὸ στόμα ἐκείνου, ἔβαλε τὸ στόμα τῆς εἰκόνος, ὁμοίως καὶ εἰς τὰ ἄλλα μέλη τοῦ υἱοῦ, ἐσυνάρμοσεν ἐπιτήδεια τὰ μέλη τῆς εἰκόνος. Ἔπειτα μὲ θρήνους καὶ δάκρυα παρεκάλει τὸν Ἅγιον λέγουσα. Δοῦλε τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με, καὶ παρηγόρησον τὴν θλίψιν μου, καὶ ἀνάστησον τὸν υἱόν μου, ὅτι αὐτὸν μόνον ἔχω μονάκριβον. Ὁ δὲ Ἅγιος συμπονέσας τὴν συμφοράν της, ἐπαράστησε ζωντανὸν τὸν υἱόν της. Τοῦτο τὸ παράδοξον βλέποντες ὅλοι ἐκεῖνοι, ὁποῦ ἐσυνάχθησαν διὰ νὰ ἐνταφιάσουν τὸν νέον, ἔμειναν ἐκστατικοί, δοξάζοντες καὶ εὐλογοῦντες τὸν Κύριον.

(1) Ἐν δὲ τοῖς τετυπωμένοις Μηναίοις γράφεται Φαύστου, Ἀκουτίωνος.

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς Ἁγίας Ἀλεξανδρίας ἢ Ἀλεξάνδρας τῆς βασιλίσσης, καὶ τῶν θεραπόντων αὐτῆς, Ἀπολλώ, Ἰσαακίου, καὶ Κοδράτου.

Εἰς τὴν Ἀλεξάνδραν.

ᾜδει μενούσης πρόξενον λαμπηδόνος,
Τὴν ἐν ζόφῳ κάθειρξιν Ἀλεξανδρία.

Εἰς τὸν Ἀπολλὼ καὶ Ἰσαάκιον.

Λιμαγχόνην οἴσαντες ἀθληταὶ δύω,
Ψυχοκτόνον φεύγουσι δαιμοναγχόνην.

Εἰς τὸν Κοδράτον.

Ζωμοὺς χύτρας σῆς ἱδρῶτας Κοδράτε,
Ἅλατι τμηθεὶς αἱμάτων παραρτύεις (2).

Ἀλεξανδρία ἢ Ἀλεξάνδρα ἡ τοῦ Χριστοῦ Μάρτυς, ἦτον γυναῖκα τοῦ βασιλέως Διοκλητιανοῦ. Βλέπουσα δὲ τὸν Ἅγιον Γεώργιον, πῶς ἐτιμωρεῖτο, καὶ πῶς ἐκτυπήθη μὲν εἰς τὴν κοιλίαν μὲ τὸ κοντάρι, δὲν ἐβλάβη δέ, καὶ πῶς, ἐδέθη μὲν εἰς τὸν τροχὸν ἐκεῖνον, ὁποῦ εἶχε τριγύρου ἐμπηγμένα σίδηρα κοπτερά, καὶ ἐμοιράσθη τὸ σῶμά του εἰς πολλὰ κομμάτια, ὕστερον δὲ πάλιν ἔγινεν ὑγιής, καὶ ἐνεφανίσθη εἰς τὸν βασιλέα, ὁποῦ ἐθυσίαζεν εἰς τὰ εἴδωλα, καὶ πῶς διὰ τὸ παράδοξον αὐτὸ θαῦμα, ἔκαμε πολλοὺς νὰ πιστεύσουν εἰς τὸν Χριστόν, ἀπὸ τοὺς ὁποίους, ἄλλοι μέν, ἀπεκεφαλίσθησαν, ἄλλοι δέ, ἐκλείσθησαν μέσα εἰς φυλακάς. Ταῦτα λέγω τὰ παράδοξα καὶ ὑπερφυσικὰ θαύματα βλέπουσα ἡ μακαρία Ἀλεξάνδρα, ἀφῆκε τὴν δόξαν τῆς βασιλείας, καὶ πιστεύσασα εἰς τὸν Χριστόν, ὡμολόγησε τὸν ἑαυτόν της Χριστιανὴν ἔμπροσθεν τοῦ ἀνδρός της Διοκλητιανοῦ, ὅθεν παρεδόθη εἰς τὴν φυλακήν. Ὅταν δὲ ἔγινεν ἀπόφασις παρὰ τοῦ ἀνδρός της, ἵνα ἀποκεφαλισθῇ ὁ μέγας Γεώργιος ὁμοῦ καὶ αὐτή, ἔμαθε τοῦτο ἡ βασίλισσα εἰς τὴν φυλακήν, καὶ προσευξαμένη, παρέδωκε τὴν ψυχήν της εἰς χεῖρας Θεοῦ. Βλέποντες δὲ οἱ τρεῖς ὑπηρέται τῆς βασιλίσσης, Ἀπολλώς, Ἰσαάκιος, καὶ Κοδράτος, ὅτι κατεφρόνησεν ἡ Ἁγία πρόσκαιρον βασιλείαν καὶ θνητὸν βασιλέα, καὶ ἐπίστευσε τῷ Χριστῷ, ἀποθανοῦσα διὰ τὴν ἀγάπην του, τοῦτο λέγω βλέποντες, ἐπίστευσαν καὶ αὐτοὶ εἰς τὸν Χριστόν. Ὅθεν παρρησιασθέντες, ἤλεγξαν τὸν βασιλέα, καὶ παράνομον αὐτὸν ὠνόμασαν καὶ θηριώδη. Ἐπειδή, οὐδὲ τὴν ἰδίαν γυναῖκά του ἐσπλαγχνίσθη, μὲ τὴν ὁποίαν ἐγέννησε τέκνα. Ὅθεν ὀργισθεὶς ὁ βασιλεύς, ἐπρόσταξε καὶ ἔβαλαν αὐτοὺς εἰς τὴν φυλακήν. Καὶ τούτου γενομένου, ἐσυλλογίζετο ὁ ἄνομος ὅλην τὴν νύκτα, ποῖον εἶδος θανάτου νὰ δώσῃ εἰς τοὺς Μάρτυρας. Τῷ δὲ πρωῒ ἐκβαλὼν αὐτοὺς ἀπὸ τὴν φυλακήν, τὸν μὲν Κοδράτον ἐπρόσταξε νὰ ἀποκεφαλίσουν, τὸν δὲ Ἀπολλὼ καὶ Ἰσαάκιον, νὰ βάλουν εἰς φυλακήν. Οἱ ὁποῖοι μὴ φαγόντες, μηδὲ πιόντες εἰς διάστημα ἡμερῶν ἱκανῶν, ἀπὸ τὴν στενοχωρίαν τῆς πείνας, παρέδωκαν τὰς ψυχάς των εἰς χεῖρας Θεοῦ, καὶ ἔλαβον παρ’ αὐτοῦ τοὺς στεφάνους τῆς ἀθλήσεως.

(2) Τοῦτο τὸ ἴδιον δίστιχον εὑρίσκεται καὶ κατὰ τὴν ἑβδόμην τοῦ Μαΐου εἰς τὸν Ἅγιον συνώνυμον τούτου Κοδράτον καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ. Θέλει δὲ νὰ εἰπῇ, ὅτι τοὺς ζωμοὺς τῆς ἐδικῆς σου χύτρας, ἤτοι τοὺς ἱδρῶτας τῆς σαρκός σου, τοὺς ἄρτυσες μὲ τὸ ἅλας τῶν αἱμάτων σου, καὶ ἔτζι ἐπροσφέρθης εἰς τὸν Θεόν.

*

Μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Μαξιμιανοῦ (3) Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.

Μαξιμιανὸς οὐχ’ ὁ παμφάγος λύκος,
Ἀλλ’ ὁ τροφεὺς τέθνηκε τῆς Ἐκκλησίας.

Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Θεοδοσίου τοῦ μικροῦ ἐν ἔτει υιε΄ [415], ἐκατάγετο δὲ ἀπὸ τὴν παλαιὰν Ῥώμην, υἱὸς γονέων πλουσίων καὶ εὐγενῶν. Διὰ χρείαν δέ τινα ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὴν Ῥώμην, καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ἐκεῖ λοιπὸν διαλάμψας μὲ τὴν ἐνάρετον κατάστασιν καὶ ἀκρίβειαν τῆς ζωῆς του, καὶ γνωρισθεὶς ὅτι ἦτον εὐφυὴς καὶ πολυμαθής, διὰ τοῦτο ἐχειροτονήθη Πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν ἀοίδιμον Σισίνιον τὸν τότε πατριαρχεύοντα. Ἔφθασε δὲ καὶ ἕως τοῦ Νεστορίου τοῦ αἱρετικοῦ, τοῦ μετὰ τὸν Σισίνιον πατριαρχεύσαντος. Ἀφ’ οὗ δὲ ὁ Νεστόριος ἐξωρίσθη, ἀνέβη εἰς τὸν θρόνον Κωνσταντινουπόλεως ὁ ἁγιώτατος οὗτος Μαξιμιανὸς μὲ τὴν ψῆφον τοῦ βασιλέως καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ. Εἰς τούτου δὲ τοῦ Πατριάρχου τὸν καιρόν, εἶχεν εἰρήνην ἡ Ἐκκλησία. Καλῶς λοιπὸν ποιμάνας τὸ ποίμνιόν του εἰς δύω χρόνους καὶ μῆνας πέντε, καὶ τὴν Ἐκκλησίαν φυλάξας ἀνενόχλητον ἀπὸ κάθε σκάνδαλον καὶ ταραχήν, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις ἐν τοῖς Ἁγίοις Ἀποστόλοις.

(3) Ἀλλὰ καὶ ὁ Μελέτιος, τόμ. β΄, σελ. 22, τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, συμφώνως μὲ τὸν χειρόγραφον Συναξαριστήν, Μαξιμιανὸν αὐτὸν ὀνομάζει, καὶ οὐχὶ Μάξιμον, ὡς ὀνομάζει αὐτὸν ὁ τετυπωμένος Συναξαριστὴς καὶ τὰ Μηναῖα. Ἔγινε δὲ οὗτος Πατριάρχης, ἀφ’ οὗ ἐξωρίσθη ὁ Νεστόριος, ἐν ἔτει υλα΄ [431]. Τούτου τὸν προβιβασμὸν ἀναφέρει καὶ ἡ Οἰκουμενικὴ Τρίτη Σύνοδος εἰς τὸ τρίτον μέρος τῶν Πρακτικῶν της. Μετὰ τοῦτον δὲ ἔγινε Πατριάρχης, Πρόκλος ὁ μαθητὴς τοῦ θείου Χρυσοστόμου.

*

Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτου.

Ἀναστάσιος ἐν Σινᾷ Μωσῆς νέος,
Καὶ πρὶν τελευτῆς τὸν Θεὸν βλέπειν ἔχει.

Οὗτος ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Ἀναστάσιος, παραιτήσας κόσμον, καὶ τὰ ἐν κόσμῳ, καὶ τὸν σταυρὸν αὐτοῦ ἀναλαβών, κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου, ἐκουρεύθη καὶ ἔγινε Μοναχός, καὶ προθύμως ἠκολούθησε τῷ Χριστῷ. Ἐπειδὴ δὲ ἔγινεν ἐραστὴς τῶν μεγαλιτέρων ἀγώνων τῆς ἀρετῆς, διὰ τοῦτο ἐπῆγεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, καὶ ἀφ’ οὗ ἐπροσκύνησε τοὺς Ἁγίους καὶ σεβασμίους τόπους, ἐπῆγεν εἰς τὸ Σίναιον ὄρος. Ἐκεῖ δὲ εὑρίσκωντας Μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ἐμεταχειρίζοντο τὴν ἀσκητικὴν πολιτείαν, ἔμεινε μαζὶ μὲ ἐκείνους, ὑποτασσόμενος εἰς αὐτούς, καὶ ὑπηρετῶν. Ὅθεν ἐπειδὴ ἔγινε πολλὰ ταπεινόφρων, διὰ τοῦτο ἔλαβε παρὰ Θεοῦ χαρίσματα γνώσεως καὶ σοφίας πολλῆς, διὰ τῆς ὁποίας συνέγραψε Βίους Ἁγίων Πατέρων, καὶ ἐσύνθεσε λόγους ψυχωφελεῖς. Φθάσας δὲ εἰς βαθύτατον γῆρας, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν (4).

(4) Σημείωσαι, ὅτι παρὰ τῷ α΄ τόμῳ Ἀδὰμ τοῦ Ζοιρνικαβίου, σελ. 111, φέρεται ἐν ταῖς ὑποσημειώσεσι τοῦ κὺρ Εὐγενίου, ὅτι δύω ἐγένοντο Ἀναστάσιοι, Σιναΐται καὶ οἱ δύω, καὶ Πατριάρχαι χρηματίσαντες Ἀντιοχείας καὶ οἱ δύω, καὶ ἀθλητικὸν τέλος ὑποστάντες καὶ οἱ δύω. Καὶ ὁ μὲν εἷς, διέλαμψε κατὰ τὸ ἔτος 561 καὶ ὑπὲρ εὐσεβείας ἀθλήσας ἐν ἔτει 599 πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν. Ὁ δὲ ἕτερος, διαδεξάμενος ἀμέσως τὸν συνώνυμόν του ἐν ἔτει 599 καὶ διϊθύνας τὸν θρόνον ἔτη δέκα, ὑπὸ Ἰουδαίων ἔλαβε τὸν διὰ πυρὸς θάνατον. Τὴν δὲ περὶ πίστεως δογμάτων συγγραφήν, οἱ μέν, τῷ πρώτῳ Ἀναστασίῳ ἀποδίδουσιν, ὡς ἐκείνου πόνημα. Ὁ δὲ Καβέος λέγει, ὅτι αὕτη εἶναι γόνος τοῦ θείου Μαξίμου (σελ. 550 περὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Συγγραφέων). Ἡ δὲ Βίβλος ἡ καλουμένη Ὁδηγός, ἡ ἐκδοθεῖσα ἐν Βενετίᾳ, τοῦ νεωτέρου Ἀναστασίου ἐστὶ πόνημα τοῦ Ἱερομάρτυρος, καὶ οὐχὶ τοῦ παλαιοτέρου. Ὅρα δὲ καὶ τὸν Εὐάγριον, βιβλ. ς΄, κεφ. κδ΄, λέγοντα, ὅτι ὁ παλαιὸς Ἀναστάσιος, ἦτον κατὰ μὲν τὰ θεῖα, λόγιος πολλά, ἀκριβὴς δὲ κατὰ τοὺς τρόπους καὶ τὴν δίαιταν. Ὥστε καὶ εἰς τὰ πολλὰ ψιλὰ καὶ μικρὰ ἐστοχάζετο νὰ μὴ σφάλῃ. Πολλῷ δὲ μᾶλλον εἰς τὰ καίρια καὶ ἀναγκαῖα, καὶ εἰς ἐκεῖνα ὁποῦ ἀναφέρονται εἰς τὸν Θεόν. Τόσον δὲ ἦτον καταστημένος εἰς τὰ ἤθη, ὥστε μήτε εἰς τὸ εὐκολοτίμητον καὶ εὐκολοαντάμωτον νὰ κλίνῃ εὔκολα, μήτε πάλιν μὲ τὸ αὐστηρὸν καὶ δυσκολοπλησίαστον, νὰ ἦτον εἰς τὰ πρέποντα ἀμελής. Λέγει δὲ ὁ Μελέτιος (τόμ. β΄, σελ. 110) ὅτι ὁ πρῶτος Ἀναστάσιος ἐξωρίσθη ἀπὸ τὸν βασιλέα Ἰουστῖνον τὸν διάδοχον τοῦ Ἰουστινιανοῦ. Ὕστερον δὲ ἀπὸ εἰκοσιτρεῖς χρόνους ἀνακληθεὶς ἀπὸ τὸν Μαυρίκιον τὸν βασιλέα, ἐβάλθη εἰς τὸν θρόνον του. Ἔγραψε δὲ αὐτὸς καὶ Συντακτήριον λόγον πρὸς Ἀντιοχεῖς, καὶ περὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Συνάξεως, καὶ περὶ τοῦ μὴ μνησικακεῖν, καὶ εἰς τοὺς κοιμηθέντας ἀδελφούς, καὶ τὸ βιβλίον τὸ Ὁδηγὸς ἐπιγραφόμενον, καὶ ἄλλα (ὅπερ ἐναντίον εἶναι εἰς τὰ ἀνωτέρω). Περὶ δὲ τοῦ νεωτέρου Ἀναστασίου ταῦτα γράφεται παρὰ τῷ Μελετίῳ, τόμ. β΄, σελ. 148, ὅτι οἱ Ἑβραῖοι κόπτοντες τὰ αἰδοῖά του πρότερον, τὰ ἔβαλον εἰς τὸ στόμα του διὰ περισσοτέραν καταισχύνην. Ὕστερον δὲ κατέκαυσαν τὸ σῶμά του εἰς τὴν ἀγοράν. Τοῦτο δὲ μαθὼν ὁ βασιλεὺς Φωκᾶς, ἀπέστειλε Βώνοσον τὸν κόμητα τῆς Ἀνατολῆς καὶ Κοπανᾶν στρατηλάτην. Οἱ ὁποῖοι πηγαίνοντες εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, ἄλλους μὲν Ἑβραίους, ἐφόνευσαν, ἄλλων δέ, εὔγαλαν τοὺς ἁρμοὺς τοῦ σώματος, καὶ ἄλλους, ἐδίωξαν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχειαν. Ὥστε καὶ ὁ Ἀναστάσιος οὗτος, τὸν ὁποῖον ἀναφέρει ἐδῶ ὁ Συναξαριστής, καὶ Ἐπίσκοπος ἦτον Ἀντιοχείας, καὶ Ἱερομάρτυς, καθὼς καὶ ὁ ἐν τῇ εἰκοστῇ τοῦ παρόντος ἀναφερόμενος.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Των Αγίων Ιαννουαρίου Επισκόπου και των συν αυτώ, Αλεξάνδρας βασιλίσσης, Αναστασίου του Σιναΐτου κ.ά.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.