Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου20 Φεβρουαρίου

Των Αγίων Λέοντος Επισκόπου Κατάνης, Σαδώκ Επισκόπου και των συν αυτώ, Βησσαρίωνος, Αγάθωνος Πάπα Ρώμης κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Όσιος Λέων επίσκοπος ΚατάνηςΤω αυτώ μηνί Κ’, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών και Θαυματουργού Λέοντος Επισκόπου Κατάνης.

Ο μεν νεκρός, Λέοντος, ει δ’ οίου πύθη,
Πάντως ερούμεν, του προέδρου Κατάνης.

Εικάδι αμφί Λέοντα χυτήν επί γαίαν έχευσαν (ήτοι ενταφίασαν).

Ούτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους Λέοντος του Σοφού εν έτει ωπς’ [886], εκατάγετο δε από την Ράβεναν πόλιν της Ιταλίας, υιός γονέων ευσεβών ομού και ευγενών. Δια δε την της ζωής του καθαρότητα, επέρασεν όλους τους βαθμούς της ιερωσύνης, γενόμενος Αναγνώστης, Υποδιάκονος, Διάκονος, και Πρεσβύτερος. Τελευταίον δε, με θεϊκήν ψήφον έγινε και Επίσκοπος της μητροπόλεως Κατάνης, η οποία ευρίσκεται κατά την περίφημον νήσον της Σικελίας, όπου ευρίσκεται και το βουνόν της Αίτνης, το οποίον ξερνά φλόγας πυρός έως και την σήμερον. Ούτος λοιπόν ο μακάριος, ως λέων πεποιθώς κατά το όνομά του, και ζήλον έχων δια το καλόν και την αρετήν, έλαμψεν ωσάν ένας φωστήρ εις εκείνα τα μέρη. Δια τούτο των ψυχών επιμελείτο, των χηρών ήτον προστάτης, τους πτωχούς επαρηγόρει, το σκότος της πλάνης εδίωκε, και με την προσευχήν του εκρήμνισεν εις την γην ένα ειδωλικόν άγαλμα.

Ούτος έκτισε και Ναόν μεγαλώτατον εις το όνομα της καλλινίκου Μάρτυρος Λουκίας της εκ Σικελίας, με εδικά του φιλοτεχνήματα (1), και κατέκαυσε τον μάγον και τερατοποιόν Ηλιόδωρον. Επειδή γαρ αυτός δεν έπαυεν από το να ενοχλή όλους τους εκεί ευρισκομένους Χριστιανούς, τέρατα ποιών ψευδή και κατά φαντασίαν, ύστερον δε επεχείρισε να φερθή και εναντίον της του Χριστού Εκκλησίας. Τούτου χάριν ο μακάριος ούτος Λέων, επίασε τον τερατοποιόν εκείνον με κάθε σπουδήν και μηχανήν, και δέσας αυτόν με το ιερόν επιτραχήλιόν του, επρόσταξε και έγινε μεγάλη πυρκαϊά εις το μέσον της πόλεως. Και αφ’ ου ο Άγιος εδημοσίευσε και εθεάτρισε κάθε μαγείαν, οπού έκαμνεν εκείνος ο παράφρων, ηθέλησε να παραστήση καθαρώς εις όλους την εδικήν του μεν ευσέβειαν και αλήθειαν, εκείνου δε του αλιτηρίου, την δαιμονιώδη κακοτεχνίαν. Ταύτα, λέγω, θέλωντας να παραστήση ο Άγιος, εμβήκε μαζί με τον Ηλιόδωρον μέσα εις την πυρκαϊάν, και δεν ευγήκεν έξω από αυτήν, έως ου κατεκαύθη τελείως ο άθλιος εκείνος και δείλαιος.

Τούτο το θαύμα έκαμε να εκπλαγούν άπαντες, διότι όχι μόνον ο Άγιος έμεινεν άφλεκτος από την φωτίαν, αλλ’ ουδέ εις τα ιερά του άμφια ήγγισεν όλως η φωτία. Όθεν επειδή η φήμη του τοιούτου θαύματος έφθασεν εις τα πέρατα του κόσμου, δια τούτο και οι αυτοκράτορες Λέων ο Σοφός, και Κωνσταντίνος ο υιός του, ακούσαντες, έστειλαν και έφερον τον Άγιον εις Κωνσταντινούπολιν. Οι οποίοι πιάνοντες τους ιερούς πόδας του, παρεκάλουν αυτόν να δέεται του Θεού δια λόγου των. Ούτος ο Άγιος όχι μόνον ζωντανός ήτον μέγιστος εις τα θαύματα, αλλά και αφ’ ου απέθανε και ενταφιάσθη, ενήργει περισσότερα θαυμάσια. (Τον κατά πλάτος Βίον τούτου όρα εις τον Νέον Παράδεισον.)

(1) Αύτη η Αγία Λουκία εορτάζεται κατά την δεκάτην τρίτην του Δεκεμβρίου, ότε και το Συναξάριον αυτής γράφεται.

*

Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Σαδώκ Επισκόπου, και των συν αυτώ τελειωθέντων Αγίων, τον αριθμόν όντων εκατόν εικοσιοκτώ.

Φέρει συν οκτώ και Σαδώκ Επισκόπω,
Η δωδεκαπλή Μαρτύρων δεκάς ξίφος.

Ούτοι οι Άγιοι εμαρτύρησαν εις την Περσίαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Σαβωρίου εν έτει τλ’ [330]. Ομολογήσαντες γαρ την εις Χριστόν πίστιν, απεκεφαλίσθησαν. Ιστορείται δε, ότι ο Άγιος Σαδώκ προ του να πιασθή και προ του να μαρτυρήση, είδεν εις το όνειρόν του τον προ αυτού Ιερομάρτυρα Άγιον Συμεών (2), ο οποίος εστέκετο επάνω εις σκάλαν υψηλήν, και επαρακίνει αυτόν εις το να αναβή. Εφανέρονε δε με τούτο, ως φαίνεται, την δια του μαρτυρίου τούτου ανάβασιν.

(2) Ούτος φαίνεται ότι είναι ο Σελευκείας και Κτησιφώντος Επίσκοπος, τον οποίον διέβαλον οι Ιουδαίοι προς τον Σαβώριον. Όρα τον Μελέτιον, τομ. α’, σελ. 343. Εορτάζεται δε κατά την δεκάτην εβδόμην του Απριλλίου.

*

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Βησσαρίωνος.

Πολλών ιδρώτων και πόνων Βησσαρίων,
Πολλάς θανών ευρήκεν αντιμισθίας.

Ούτος ο Όσιος Πατήρ ημών Βησσαρίων εγεννήθη εις την Αίγυπτον, ήτοι εις το Μισήρι. Αφ’ ου δε εκόπη από το γάλα, και έμαθε τα ιερά γράμματα, φως άγιον έλαμψεν εις την καρδίαν του. Όθεν επειδή εκ νεαράς ηλικίας ηγάπησε πολλά τον Θεόν, δια τούτο παντελώς δεν εμόλυνε με κανένα αμάρτημα το δοθέν εις αυτόν νηπιόθεν Άγιον Βάπτισμα. Αναβαίνωντας δε επάνω εις ένα τόπον έρημον, εκεί ωσάν ένα πετεινόν και ωσάν ένας άσαρκος ηγωνίζετο. Ου γαρ είχε φροντίδα οίκου, ου τόπους επεθύμησεν, ου κόρον τροφής, ου κτήσεις υποστατικών, ου βίβλων περιφοράς. Και τεσσαράκοντα χρόνους ποιήσας, δεν εκοιμήθη επάνω εις το πλευρόν, αλλά, ή καθήμενος, ή στεκόμενος, εκοιμάτο. Όθεν όλως διόλου καταφρονήσας το σώμα, ως φθειρόμενον, υπέταξεν αυτό εις το κρείττον, ήτοι εις την ψυχήν, και ευρήκε τον Θεόν βοηθόν, τον οποίον επόθησε. Διότι τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας εστάθη εις προσευχήν εν μέσω μιας ράμνου, ωσάν στύλος ακίνητος, σηκωμένας έχων τας χείρας του και τα όμματα εις τον Ουρανόν, και την ψυχήν ενωμένην έχων μετά του Θεού και αχώριστον.

Δια τούτο και ηξιώθη ο τρισμακάριος να λάβη χάριν παρά Θεού, και να εκτελή ου τα τυχόντα θαυμάσια. Διότι αυτός παρομοίως με τον Προφήτην Μωϋσήν, χαράξας το σημείον του τιμίου Σταυρού εις τον αέρα, μετέβαλε το αλμυρόν νερόν της θαλάσσης εις γλυκύτητα, και με αυτό επαρηγόρησε τον μαθητήν του και τον εζωοποίησεν. Όστις λειποθυμισμένος ων υπό της δίψης, έπιεν από το γλυκύ νερόν εκείνο και εχόρτασεν. Ομοίως και άλλοι εξ αυτού πιόντες, τον Θεόν ευχαρίστησαν. Αυτός παρομοίως με τον Ιησούν του Ναυή, ευρεθείς εις ένα τόπον, και συνομιλών με πολλούς αδελφούς τα προς ωφέλειαν, έκαμε να σταθή δια προσευχής του ο ήλιος, έως οπού ετελείωσε την διδασκαλίαν του. Επειδή βασιλεύοντος του ηλίου, δεν επρόφθαινε να υπάγη εκεί, όπου ήθελεν. Αυτός παρομοίως με τον Ηλίαν, εν καιρώ αβροχίας νερόν από τον ουρανόν εκατέβασεν. Όχι όμως μίαν φοράν ωσάν ο Ηλίας, αλλά δις και πολλάκις, με το να εζήτησαν άλλοι αδελφοί τούτο από αυτόν. Και καθώς ο Ελισσαίος διεπέρασε τον Ιορδάνην με την μηλωτήν του Ηλιού, έτζι και ούτος διεπέρασε τον ποταμόν Νείλον πεζός με του Σταυρού την δύναμιν. Ώστε οπού μόνον τα ποδάριά του έως εις τους αστραγάλους εβράχησαν. Ούτος και άλλα σημεία διάφορα εποίησε με την δύναμιν του Χριστού. Τον Θεόν λοιπόν μέχρι τέλους θεραπεύσας, ετελείωσε την ζωήν του εις γήρας βαθύ, και προς ον επόθει Χριστόν εξεδήμησεν (3).

(3) Περί του Οσίου τούτου Βησσαρίωνος αναφέρει και ο Ευεργετινός, σελ. 400, όπερ είπομεν ανωτέρω. Ήγουν ότι τεσσαράκοντα ημερονύκτια εστάθη μέσα εις ακανθώδεις ράμνους χωρίς να κοιμάται, δια να νικήση τον ύπνον. Ο αυτός λέγει, ότι ο Όσιος ούτος διεπέρασεν όλην την ζωήν του ατάραχα και αμέριμνα ωσάν ένα πουλίον, χωρίς να αποκτήση κανένα πράγμα γήϊνον, ούτε βιβλίον, ούτε φόρεμα, έξω από ένα και μόνον, και αυτό εσχισμένον. Αλλ’ ουδέ έμβαινεν υποκάτω εις σκέπην, αλλά περιπατών εις τόπους ερήμους και ακατοικήτους, έμενε πάντοτε χωρίς στέγην, μαχόμενος με την ψύχραν του χειμώνος και με την καύσιν του θέρους, και ανώτερος γενόμενος των αναγκών του σώματος. Ανίσως δε καμμίαν φοράν ετύχαινε να υπάγη εις κατοικούμενον τόπον και εις Μοναστήριον, εκάθητο έξω της πόρτας και έκλαιεν, ωσάν να ήθελε καραβοτζακισθή. Ερωτώμενος δε, διατί κλαίει; απεκρίνετο, ότι κλαίει δια τον πλούτον οπού έχασε, και δια την δόξαν και ευγένειαν από την οποίαν εξέπεσεν. Οι δε Μοναχοί, επειδή δεν εκατάπειθον αυτόν να έμβη εις το Μοναστήριον και να φάγη, δια τούτο έδιδον ψωμίον εις αυτόν λέγοντες. Λάβε τούτο, και εκείνα οπού έχασες δυνατός είναι ο Θεός να σοι τα χαρίση πάλιν. Εκείνος δε πέρνωντας το ψωμίον, ανεστέναζε λέγωντας, δεν ηξεύρω αν εύρω πάλιν τα αγαθά, οπού έχασα. Όμως δεν θέλω παύσω από το να τα ζητώ, όσον δύναμαι. Εννοούσε δε τα Ουράνια αγαθά οπού υστερήθημεν δια την παράβασιν. Ο δε Βίος αυτού πλατύτερος συνετάχθη ήδη υπό Ονουφρίου Μοναχού Ιβηρίτου.

*

Μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Αγάθωνος Πάπα Ρώμης.

Ρώμης Αγάθων οίακας διευθύνας,
Πρύμναν έκρουσε (ήτοι εγύρισε) προς νοητούς λιμένας.

Ούτος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών και θαυματουργός Αγάθων, εκατάγετο από την Ιταλίαν, υιός ων γονέων ευσεβών τε και ευλαβών, εν έτει χν’ [650]. Οι δε γονείς του έκαμαν κόπον και εδίδαξαν αυτόν όλην την αγίαν και θεόπνευστον Γραφήν. Από την οποίαν τόσον ωφελήθη και κατενύχθη ο αοίδιμος, ώστε οπού, αφ’ ου οι γονείς του απέθανον, εσύναξεν όλον τον πλούτον τους, και τον διεμοίρασε τοις πτωχοίς εις μίαν ημέραν. Μετά ταύτα δε επήγεν εις ένα Μοναστήριον και έγινε Μοναχός. Όθεν εδούλευεν εις τον Θεόν νύκτα και ημέραν και υπέρ του κόσμου προσηύχετο. Εις τόσην δε αρετήν έφθασεν, ώστε οπού και χάριν των ιαμάτων παρά Κυρίου έλαβεν. Επειδή δε η αρετή δεν δύναται να κρυφθή, δια τούτο έγινε και Πάπας της Ρώμης. Καλώς λοιπόν διαλάμψας εις το του Επισκόπου αξίωμα, προς Κύριον εξεδήμησεν (4).

(4) Σημείωσαι, ότι εν τω καιρώ της επισκοπής του Πάπα Αγάθωνος, συνεκροτήθη η αγία και Οικουμενική Έκτη Σύνοδος κατά Μονοθελητών, εν έτει 680. Αντί δε του Αγάθωνος ήτον έξαρχοι εν τη Συνόδω εκείνη Θεόδωρος και Σέργιος οι Πρεσβύτεροι, συν Ιωάννη Διακόνω.

*

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Κινδέου Επισκόπου Πισσιδείας.

Εκ γης ελήφθης και προς αυτήν εστράφης,
Γης δημιουργού τη κελεύσει Κινδέα.

*

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Πλωτίνου.

Του Κυρίου φήσαντος, ήχθω Πλωτίνος,
Άγοντες ήκον Άγγελοι τον Πλωτίνον.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Όσιος Λέων επίσκοπος ΚατάνηςΤῷ αὐτῷ μηνὶ Κ΄, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν καὶ Θαυματουργοῦ Λέοντος Ἐπισκόπου Κατάνης.

Ὁ μὲν νεκρός, Λέοντος, εἰ δ’ οἵου πύθῃ,
Πάντως ἐροῦμεν, τοῦ προέδρου Κατάνης.

Εἰκάδι ἀμφὶ Λέοντα χυτὴν ἐπὶ γαῖαν ἔχευσαν (ἤτοι ἐνταφίασαν).

Οὗτος ὁ Ἅγιος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Λέοντος τοῦ Σοφοῦ ἐν ἔτει ωπς΄ [886], ἐκατάγετο δὲ ἀπὸ τὴν Ῥάβεναν πόλιν τῆς Ἰταλίας, υἱὸς γονέων εὐσεβῶν ὁμοῦ καὶ εὐγενῶν. Διὰ δὲ τὴν τῆς ζωῆς του καθαρότητα, ἐπέρασεν ὅλους τοὺς βαθμοὺς τῆς ἱερωσύνης, γενόμενος Ἀναγνώστης, Ὑποδιάκονος, Διάκονος, καὶ Πρεσβύτερος. Τελευταῖον δέ, μὲ θεϊκὴν ψῆφον ἔγινε καὶ Ἐπίσκοπος τῆς μητροπόλεως Κατάνης, ἡ ὁποία εὑρίσκεται κατὰ τὴν περίφημον νῆσον τῆς Σικελίας, ὅπου εὑρίσκεται καὶ τὸ βουνὸν τῆς Αἴτνης, τὸ ὁποῖον ξερνᾷ φλόγας πυρὸς ἕως καὶ τὴν σήμερον. Οὗτος λοιπὸν ὁ μακάριος, ὡς λέων πεποιθὼς κατὰ τὸ ὄνομά του, καὶ ζῆλον ἔχων διὰ τὸ καλὸν καὶ τὴν ἀρετήν, ἔλαμψεν ὡσὰν ἕνας φωστὴρ εἰς ἐκεῖνα τὰ μέρη. Διὰ τοῦτο τῶν ψυχῶν ἐπιμελεῖτο, τῶν χηρῶν ἦτον προστάτης, τοὺς πτωχοὺς ἐπαρηγόρει, τὸ σκότος τῆς πλάνης ἐδίωκε, καὶ μὲ τὴν προσευχήν του ἐκρήμνισεν εἰς τὴν γῆν ἕνα εἰδωλικὸν ἄγαλμα.

Οὗτος ἔκτισε καὶ Ναὸν μεγαλώτατον εἰς τὸ ὄνομα τῆς καλλινίκου Μάρτυρος Λουκίας τῆς ἐκ Σικελίας, μὲ ἐδικά του φιλοτεχνήματα (1), καὶ κατέκαυσε τὸν μάγον καὶ τερατοποιὸν Ἡλιόδωρον. Ἐπειδὴ γὰρ αὐτὸς δὲν ἔπαυεν ἀπὸ τὸ νὰ ἐνοχλῇ ὅλους τοὺς ἐκεῖ εὑρισκομένους Χριστιανούς, τέρατα ποιῶν ψευδῆ καὶ κατὰ φαντασίαν, ὕστερον δὲ ἐπεχείρισε νὰ φερθῇ καὶ ἐναντίον τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Τούτου χάριν ὁ μακάριος οὗτος Λέων, ἐπίασε τὸν τερατοποιὸν ἐκεῖνον μὲ κάθε σπουδὴν καὶ μηχανήν, καὶ δέσας αὐτὸν μὲ τὸ ἱερὸν ἐπιτραχήλιόν του, ἐπρόσταξε καὶ ἔγινε μεγάλη πυρκαϊὰ εἰς τὸ μέσον τῆς πόλεως. Καὶ ἀφ’ οὗ ὁ Ἅγιος ἐδημοσίευσε καὶ ἐθεάτρισε κάθε μαγείαν, ὁποῦ ἔκαμνεν ἐκεῖνος ὁ παράφρων, ἠθέλησε νὰ παραστήσῃ καθαρῶς εἰς ὅλους τὴν ἐδικήν του μὲν εὐσέβειαν καὶ ἀλήθειαν, ἐκείνου δὲ τοῦ ἀλιτηρίου, τὴν δαιμονιώδη κακοτεχνίαν. Ταῦτα, λέγω, θέλωντας νὰ παραστήσῃ ὁ Ἅγιος, ἐμβῆκε μαζὶ μὲ τὸν Ἡλιόδωρον μέσα εἰς τὴν πυρκαϊάν, καὶ δὲν εὐγῆκεν ἔξω ἀπὸ αὐτήν, ἕως οὗ κατεκαύθη τελείως ὁ ἄθλιος ἐκεῖνος καὶ δείλαιος.

Τοῦτο τὸ θαῦμα ἔκαμε νὰ ἐκπλαγοῦν ἅπαντες, διότι ὄχι μόνον ὁ Ἅγιος ἔμεινεν ἄφλεκτος ἀπὸ τὴν φωτίαν, ἀλλ’ οὐδὲ εἰς τὰ ἱερά του ἄμφια ἤγγισεν ὅλως ἡ φωτία. Ὅθεν ἐπειδὴ ἡ φήμη τοῦ τοιούτου θαύματος ἔφθασεν εἰς τὰ πέρατα τοῦ κόσμου, διὰ τοῦτο καὶ οἱ αὐτοκράτορες Λέων ὁ Σοφός, καὶ Κωνσταντῖνος ὁ υἱός του, ἀκούσαντες, ἔστειλαν καὶ ἔφερον τὸν Ἅγιον εἰς Κωνσταντινούπολιν. Οἱ ὁποῖοι πιάνοντες τοὺς ἱεροὺς πόδας του, παρεκάλουν αὐτὸν νὰ δέεται τοῦ Θεοῦ διὰ λόγου των. Οὗτος ὁ Ἅγιος ὄχι μόνον ζωντανὸς ἦτον μέγιστος εἰς τὰ θαύματα, ἀλλὰ καὶ ἀφ’ οὗ ἀπέθανε καὶ ἐνταφιάσθη, ἐνήργει περισσότερα θαυμάσια. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον τούτου ὅρα εἰς τὸν Νέον Παράδεισον.)

(1) Αὕτη ἡ Ἁγία Λουκία ἑορτάζεται κατὰ τὴν δεκάτην τρίτην τοῦ Δεκεμβρίου, ὅτε καὶ τὸ Συναξάριον αὐτῆς γράφεται.

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Σαδὼκ Ἐπισκόπου, καὶ τῶν σὺν αὐτῷ τελειωθέντων Ἁγίων, τὸν ἀριθμὸν ὄντων ἑκατὸν εἰκοσιοκτώ.

Φέρει σὺν ὀκτὼ καὶ Σαδὼκ Ἐπισκόπῳ,
Ἡ δωδεκαπλῆ Μαρτύρων δεκὰς ξίφος.

Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἐμαρτύρησαν εἰς τὴν Περσίαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Σαβωρίου ἐν ἔτει τλ΄ [330]. Ὁμολογήσαντες γὰρ τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν, ἀπεκεφαλίσθησαν. Ἱστορεῖται δέ, ὅτι ὁ Ἅγιος Σαδὼκ πρὸ τοῦ νὰ πιασθῇ καὶ πρὸ τοῦ νὰ μαρτυρήσῃ, εἶδεν εἰς τὸ ὄνειρόν του τὸν πρὸ αὐτοῦ Ἱερομάρτυρα Ἅγιον Συμεών (2), ὁ ὁποῖος ἐστέκετο ἐπάνω εἰς σκάλαν ὑψηλήν, καὶ ἐπαρακίνει αὐτὸν εἰς τὸ νὰ ἀναβῇ. Ἐφανέρονε δὲ μὲ τοῦτο, ὡς φαίνεται, τὴν διὰ τοῦ μαρτυρίου τούτου ἀνάβασιν.

(2) Οὗτος φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ Σελευκείας καὶ Κτησιφῶντος Ἐπίσκοπος, τὸν ὁποῖον διέβαλον οἱ Ἰουδαῖοι πρὸς τὸν Σαβώριον. Ὅρα τὸν Μελέτιον, τόμ. α΄, σελ. 343. Ἑορτάζεται δὲ κατὰ τὴν δεκάτην ἑβδόμην τοῦ Ἀπριλλίου.

*

Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Βησσαρίωνος.

Πολλῶν ἱδρώτων καὶ πόνων Βησσαρίων,
Πολλὰς θανὼν εὑρῆκεν ἀντιμισθίας.

Οὗτος ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Βησσαρίων ἐγεννήθη εἰς τὴν Αἴγυπτον, ἤτοι εἰς τὸ Μισῆρι. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐκόπη ἀπὸ τὸ γάλα, καὶ ἔμαθε τὰ ἱερὰ γράμματα, φῶς ἅγιον ἔλαμψεν εἰς τὴν καρδίαν του. Ὅθεν ἐπειδὴ ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας ἠγάπησε πολλὰ τὸν Θεόν, διὰ τοῦτο παντελῶς δὲν ἐμόλυνε μὲ κᾀνένα ἁμάρτημα τὸ δοθὲν εἰς αὐτὸν νηπιόθεν Ἅγιον Βάπτισμα. Ἀναβαίνωντας δὲ ἐπάνω εἰς ἕνα τόπον ἔρημον, ἐκεῖ ὡσὰν ἕνα πετεινὸν καὶ ὡσὰν ἕνας ἄσαρκος ἠγωνίζετο. Οὐ γὰρ εἶχε φροντίδα οἴκου, οὐ τόπους ἐπεθύμησεν, οὐ κόρον τροφῆς, οὐ κτήσεις ὑποστατικῶν, οὐ βίβλων περιφοράς. Καὶ τεσσαράκοντα χρόνους ποιήσας, δὲν ἐκοιμήθη ἐπάνω εἰς τὸ πλευρόν, ἀλλά, ἢ καθήμενος, ἢ στεκόμενος, ἐκοιμᾶτο. Ὅθεν ὅλως διόλου καταφρονήσας τὸ σῶμα, ὡς φθειρόμενον, ὑπέταξεν αὐτὸ εἰς τὸ κρεῖττον, ἤτοι εἰς τὴν ψυχήν, καὶ εὑρῆκε τὸν Θεὸν βοηθόν, τὸν ὁποῖον ἐπόθησε. Διότι τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας ἐστάθη εἰς προσευχὴν ἐν μέσῳ μιᾶς ῥάμνου, ὡσὰν στύλος ἀκίνητος, σηκωμένας ἔχων τὰς χεῖράς του καὶ τὰ ὄμματα εἰς τὸν Οὐρανόν, καὶ τὴν ψυχὴν ἑνωμένην ἔχων μετὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀχώριστον.

Διὰ τοῦτο καὶ ἠξιώθη ὁ τρισμακάριος νὰ λάβῃ χάριν παρὰ Θεοῦ, καὶ νὰ ἐκτελῇ οὐ τὰ τυχόντα θαυμάσια. Διότι αὐτὸς παρομοίως μὲ τὸν Προφήτην Μωϋσῆν, χαράξας τὸ σημεῖον τοῦ τιμίου Σταυροῦ εἰς τὸν ἀέρα, μετέβαλε τὸ ἁλμυρὸν νερὸν τῆς θαλάσσης εἰς γλυκύτητα, καὶ μὲ αὐτὸ ἐπαρηγόρησε τὸν μαθητήν του καὶ τὸν ἐζωοποίησεν. Ὅστις λειποθυμισμένος ὢν ὑπὸ τῆς δίψης, ἔπιεν ἀπὸ τὸ γλυκὺ νερὸν ἐκεῖνο καὶ ἐχόρτασεν. Ὁμοίως καὶ ἄλλοι ἐξ αὐτοῦ πιόντες, τὸν Θεὸν εὐχαρίστησαν. Αὐτὸς παρομοίως μὲ τὸν Ἰησοῦν τοῦ Ναυῆ, εὑρεθεὶς εἰς ἕνα τόπον, καὶ συνομιλῶν μὲ πολλοὺς ἀδελφοὺς τὰ πρὸς ὠφέλειαν, ἔκαμε νὰ σταθῇ διὰ προσευχῆς του ὁ ἥλιος, ἕως ὁποῦ ἐτελείωσε τὴν διδασκαλίαν του. Ἐπειδὴ βασιλεύοντος τοῦ ἡλίου, δὲν ἐπρόφθαινε νὰ ὑπάγῃ ἐκεῖ, ὅπου ἤθελεν. Αὐτὸς παρομοίως μὲ τὸν Ἠλίαν, ἐν καιρῷ ἀβροχίας νερὸν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἐκατέβασεν. Ὄχι ὅμως μίαν φορὰν ὡσὰν ὁ Ἠλίας, ἀλλὰ δὶς καὶ πολλάκις, μὲ τὸ νὰ ἐζήτησαν ἄλλοι ἀδελφοὶ τοῦτο ἀπὸ αὐτόν. Καὶ καθὼς ὁ Ἐλισσαῖος διεπέρασε τὸν Ἰορδάνην μὲ τὴν μηλωτὴν τοῦ Ἠλιού, ἔτζι καὶ οὗτος διεπέρασε τὸν ποταμὸν Νεῖλον πεζὸς μὲ τοῦ Σταυροῦ τὴν δύναμιν. Ὥστε ὁποῦ μόνον τὰ ποδάριά του ἕως εἰς τοὺς ἀστραγάλους ἐβράχησαν. Οὗτος καὶ ἄλλα σημεῖα διάφορα ἐποίησε μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Χριστοῦ. Τὸν Θεὸν λοιπὸν μέχρι τέλους θεραπεύσας, ἐτελείωσε τὴν ζωήν του εἰς γῆρας βαθύ, καὶ πρὸς ὃν ἐπόθει Χριστὸν ἐξεδήμησεν (3).

(3) Περὶ τοῦ Ὁσίου τούτου Βησσαρίωνος ἀναφέρει καὶ ὁ Εὐεργετινός, σελ. 400, ὅπερ εἴπομεν ἀνωτέρω. Ἤγουν ὅτι τεσσαράκοντα ἡμερονύκτια ἐστάθη μέσα εἰς ἀκανθώδεις ῥάμνους χωρὶς νὰ κοιμᾶται, διὰ νὰ νικήσῃ τὸν ὕπνον. Ὁ αὐτὸς λέγει, ὅτι ὁ Ὅσιος οὗτος διεπέρασεν ὅλην τὴν ζωήν του ἀτάραχα καὶ ἀμέριμνα ὡσὰν ἕνα πουλίον, χωρὶς νὰ ἀποκτήσῃ κᾀνένα πρᾶγμα γήϊνον, οὔτε βιβλίον, οὔτε φόρεμα, ἔξω ἀπὸ ἕνα καὶ μόνον, καὶ αὐτὸ ἐσχισμένον. Ἀλλ’ οὐδὲ ἔμβαινεν ὑποκάτω εἰς σκέπην, ἀλλὰ περιπατῶν εἰς τόπους ἐρήμους καὶ ἀκατοικήτους, ἔμενε πάντοτε χωρὶς στέγην, μαχόμενος μὲ τὴν ψύχραν τοῦ χειμῶνος καὶ μὲ τὴν καῦσιν τοῦ θέρους, καὶ ἀνώτερος γενόμενος τῶν ἀναγκῶν τοῦ σώματος. Ἀνίσως δὲ κᾀμμίαν φορὰν ἐτύχαινε νὰ ὑπάγῃ εἰς κατοικούμενον τόπον καὶ εἰς Μοναστήριον, ἐκάθητο ἔξω τῆς πόρτας καὶ ἔκλαιεν, ὡσὰν νὰ ἤθελε καραβοτζακισθῇ. Ἐρωτώμενος δέ, διατί κλαίει; ἀπεκρίνετο, ὅτι κλαίει διὰ τὸν πλοῦτον ὁποῦ ἔχασε, καὶ διὰ τὴν δόξαν καὶ εὐγένειαν ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐξέπεσεν. Οἱ δὲ Μοναχοί, ἐπειδὴ δὲν ἐκατάπειθον αὐτὸν νὰ ἔμβῃ εἰς τὸ Μοναστήριον καὶ νὰ φάγῃ, διὰ τοῦτο ἔδιδον ψωμίον εἰς αὐτὸν λέγοντες. Λάβε τοῦτο, καὶ ἐκεῖνα ὁποῦ ἔχασες δυνατὸς εἶναι ὁ Θεὸς νά σοι τὰ χαρίσῃ πάλιν. Ἐκεῖνος δὲ πέρνωντας τὸ ψωμίον, ἀνεστέναζε λέγωντας, δὲν ἠξεύρω ἂν εὕρω πάλιν τὰ ἀγαθά, ὁποῦ ἔχασα. Ὅμως δὲν θέλω παύσω ἀπὸ τὸ νὰ τὰ ζητῶ, ὅσον δύναμαι. Ἐννοοῦσε δὲ τὰ Οὐράνια ἀγαθὰ ὁποῦ ὑστερήθημεν διὰ τὴν παράβασιν. Ὁ δὲ Βίος αὐτοῦ πλατύτερος συνετάχθη ἤδη ὑπὸ Ὀνουφρίου Μοναχοῦ Ἰβηρίτου.

*

Μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἀγάθωνος Πάπα Ῥώμης.

Ῥώμης Ἀγάθων οἴακας διευθύνας,
Πρύμναν ἔκρουσε (ἤτοι ἐγύρισε) πρὸς νοητοὺς λιμένας.

Οὗτος ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν καὶ θαυματουργὸς Ἀγάθων, ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν Ἰταλίαν, υἱὸς ὢν γονέων εὐσεβῶν τε καὶ εὐλαβῶν, ἐν ἔτει χν΄ [650]. Οἱ δὲ γονεῖς του ἔκαμαν κόπον καὶ ἐδίδαξαν αὐτὸν ὅλην τὴν ἁγίαν καὶ θεόπνευστον Γραφήν. Ἀπὸ τὴν ὁποίαν τόσον ὠφελήθη καὶ κατενύχθη ὁ ἀοίδιμος, ὥστε ὁποῦ, ἀφ’ οὗ οἱ γονεῖς του ἀπέθανον, ἐσύναξεν ὅλον τὸν πλοῦτόν τους, καὶ τὸν διεμοίρασε τοῖς πτωχοῖς εἰς μίαν ἡμέραν. Μετὰ ταῦτα δὲ ἐπῆγεν εἰς ἕνα Μοναστήριον καὶ ἔγινε Μοναχός. Ὅθεν ἐδούλευεν εἰς τὸν Θεὸν νύκτα καὶ ἡμέραν καὶ ὑπὲρ τοῦ κόσμου προσηύχετο. Εἰς τόσην δὲ ἀρετὴν ἔφθασεν, ὥστε ὁποῦ καὶ χάριν τῶν ἰαμάτων παρὰ Κυρίου ἔλαβεν. Ἐπειδὴ δὲ ἡ ἀρετὴ δὲν δύναται νὰ κρυφθῇ, διὰ τοῦτο ἔγινε καὶ Πάπας τῆς Ῥώμης. Καλῶς λοιπὸν διαλάμψας εἰς τὸ τοῦ Ἐπισκόπου ἀξίωμα, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν (4).

(4) Σημείωσαι, ὅτι ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἐπισκοπῆς τοῦ Πάπα Ἀγάθωνος, συνεκροτήθη ἡ ἁγία καὶ Οἰκουμενικὴ Ἕκτη Σύνοδος κατὰ Μονοθελητῶν, ἐν ἔτει 680. Ἀντὶ δὲ τοῦ Ἀγάθωνος ἦτον ἔξαρχοι ἐν τῇ Συνόδῳ ἐκείνῃ Θεόδωρος καὶ Σέργιος οἱ Πρεσβύτεροι, σὺν Ἰωάννῃ Διακόνῳ.

*

Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Κινδέου Ἐπισκόπου Πισσιδείας.

Ἐκ γῆς ἐλήφθης καὶ πρὸς αὐτὴν ἐστράφης,
Γῆς δημιουργοῦ τῇ κελεύσει Κινδέα.

*

Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Πλωτίνου.

Τοῦ Κυρίου φήσαντος, ἤχθω Πλωτῖνος,
Ἄγοντες ἧκον Ἄγγελοι τὸν Πλωτῖνον.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Των Αγίων Λέοντος Επισκόπου Κατάνης, Σαδώκ Επισκόπου και των συν αυτώ, Βησσαρίωνος, Αγάθωνος Πάπα Ρώμης κ.ά.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.