Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου18 Ιανουαρίου

Των Αγίων Αθανασίου και Κυρίλλου Αρχιεπισκόπων Αλεξανδρείας, Θεοδούλης και των συν αυτή, Ξένης, Μαρκιανού

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιοι Αθανάσιος και ΚύριλλοςΤω αυτώ μηνί ΙΗ’, μνήμη των εν Αγίοις Πατέρων ημών Αθανασίου και Κυρίλλου, Αρχιεπισκόπων Αλεξανδρείας.

Εις τον Αθανάσιον.

Αθανάσιον και θανόντα ζην λέγω.
Οι γαρ δίκαιοι ζώσι και τεθνηκότες.

Εις την φυγήν Κυρίλλου.

Φυγής Κυρίλλου σήμερον μνήμην άγει,
Αλλ’ ου τελευτής της αειμνήστου κτίσις (1).

Τάρχυσαν (ήτοι ενταφίασαν μετά ταραχής και κλαυθμού)
ογδοάτη νέκυν Αθανασίου δεκάτη.

Από τους δύω τούτους Πατέρας ημών, ο μεν Άγιος Αθανάσιος, ήτον κατά τους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου εν έτει τιη’ [318], και ευρέθη παρών εις την εν Νικαία γενομένην Πρώτην και Οικουμενικήν Σύνοδον εν έτει τκε’ [325], Διάκονος ων και τον τόπον επέχων του τότε Αλεξανδρείας Αλεξάνδρου. Όπου και κατεντροπίασε τον δυσσεβή Άρειον με λόγους σοφίας και με αποδείξεις των θείων Γραφών. Αφ’ ου δε εκοιμήθη ο μακάριος Αλέξανδρος, έγινε της Αλεξανδρείας Αρχιεπίσκοπος. Και επειδή ο Κωνστάντιος ο υιός του Μεγάλου Κωνσταντίνου ήτον Αρειανός, δια τούτο εις διαφόρους τόπους εξώρισε τον Μέγαν τούτον Αθανάσιον. Καρτερήσας δε ο μακάριος τους διωγμούς τεσσαράκοντα χρόνους, προς Κύριον εξεδήμησεν (2). Ο δε Άγιος Κύριλλος ήτον επί της βασιλείας Θεοδοσίου του μικρού εν έτει υιε’ [415], ανεψιός ων Θεοφίλου Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, και του θρόνου αυτού γενόμενος διάδοχος. Ούτος εστάθη έξαρχος και προστάτης της εν Εφέσω αγίας και Οικουμενικής Τρίτης Συνόδου, της εν έτει υλα’ [431] συγκροτηθείσης, και τον δυσσεβή καθείλε Νεστόριον, ο οποίος βλάσφημα πολλά κατά της Αγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, ο κακόδοξος εδογμάτισε. Με πολλά δε κατορθώματα και αρετάς ο Άγιος ούτος Κύριλλος διαλάμψας, προς Κύριον εξεδήμησε.

Ήτον δε κατά τον χαρακτήρα του σώματος, ο μεν Άγιος Αθανάσιος, μέτριος κατά το μέγεθος και την ηλικίαν, ολίγον πλατύς, σκυπτός, χαρίεις εις το πρόσωπον, εύμορφον χρώμα έχων, φαλακρός εις την κεφαλήν, την μύτην έχων γρυπήν, ήτοι κυρτήν ωσάν του γερακίου. Δεν είχε το πρόσωπον μακρουλόν, είχε πλατέα τα σιαγόνια, το γένειον μέτριον, και το στόμα μικρόν. Δεν ήτον πολλά άσπρος, αλλά ελαμπρύνετο με ένα χρώμα υπόξανθον. Ο δε Άγιος Κύριλλος, ολίγον τι είχε πλέον εύμορφον το χρώμα του προσώπου, είχε τα οφρύδια δασέα και μεγάλα και στρογγυλά με ευαρμοστίαν. Ήτον μακρομύτης, είχε τα μάγουλα μακρά, και τα χείλη παχέα, ήτον φαλακρός, είχε το μέτωπον μικρόν, και το γένειον δασύ και μακρόν, είχε τα μαλλία συνεστραμμένα και σκαντζουρά, ήτον ολίγον ξανθός, είχε τας τρίχας μεμιγμένας, ήτοι άσπρας με μαύρας. Τελείται δε η Σύναξις αυτών εν τη αγιωτάτη Μεγάλη Εκκλησία. (Όρα, τον Βίον μεν του Αγίου Αθανασίου, εις τον Νέον Θησαυρόν, και εγκώμιον αυτού εις την Σαγήνην. Τον Βίον δε του Αγίου Κυρίλλου εις το Νέον Εκλόγιον (3).

(1) Σημειούμεν εδώ, ότι η κυρία μνήμη της τελευτής του Αγίου Κυρίλλου, δεν είναι σήμερον, αλλά κατά την ενάτην του Ιουνίου μηνός. Σήμερον δε είναι μόνον η μνήμη της φυγής του Αγίου, ως δηλοί το δίστιχον τούτο, δηλαδή της από Αλεξανδρείας εις Έφεσον ίσως αναβάσεως αυτού. Αξία γαρ εορτής εκρίθη η τοιαύτη του Αγίου φυγή, διατί εστάθη αιτία πολλών αγαθών εις την Εκκλησίαν του Χριστού. Καθότι δι’ αυτής, η μεν αγία και Οικουμενική Τρίτη Σύνοδος συνεκροτήθη, η του Νεστορίου βλάσφημος αίρεσις εξωστρακίσθη, και η Ορθοδοξία της πίστεως εις την οικουμένην εκηρύχθη. Το δε σιγής οπού ευρίσκεται εν τοις τετυπωμένοις Μηναίοις αντί του φυγής, τυπογραφικόν σφάλμα εστίν.

(2) Σημείωσαι, ότι Γρηγόριος ο Θεολόγος εγκώμιον γλαφυρόν πλέκει εις τον Μέγαν τούτον Αθανάσιον, ου η αρχή· «Αθανάσιον επαινών, αρετήν επαινέσομαι». (Σώζεται εν τοις εκδεδομένοις.) Εν δε τη Μεγίστη Λαύρα δύω Βίοι σώζονται του Μεγάλου τούτου Αθανασίου. Ων ο εις μεν, άρχεται ούτως· «Άλλοι μεν άλλα». Ο δε έτερος, ούτω· «Πολλοί μεν των Αγίων».

(3) Περιττώς δε γράφεται εν τω τετυπωμένω Συναξαριστή το Συναξάριον του Οσίου Μαρκιανού. Τούτο γαρ προεγράφη εις την δευτέραν του Νοεμβρίου, καθ’ ην και εορτάζεται.

*

Τη αυτή ημέρα μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Θεοδούλης.

Σύνδουλον ουκ έφριττε πυρ Θεοδούλη,
Θεώ τιθείσα δουλικώς τας ελπίδας.

Κατά τους χρόνους Διοκλητιανού και Μαξιμιανού εν έτει σϞη’ [298], εστάλθη εις την Ανάζαρβον πόλιν της Κιλικίας ένας ηγεμών, ονόματι Πελάγιος, δια να τιμωρήση τους εκεί ευρισκομένους Χριστιανούς. Τότε λοιπόν και η Αγία αύτη Θεοδούλη εκ της αυτής πόλεως Αναζάρβου καταγομένη, ήτις ύστερον ωνομάσθη Διοκαισάρεια, και Καισαραυγούστα, τώρα δε ονομάζεται υπό των Τούρκων Ακ Ισάρ, ή Ακ Σεράϊ, εκείθεν, λέγω, η Αγία αύτη καταγομένη, επιάσθη ως Χριστιανή, και παρεστάθη εις το κριτήριον του Πελαγίου. Όθεν ομολογήσασα τον Χριστόν Θεόν αληθινόν ενώπιον πάντων, εκρεμάσθη από τα μαλλία της κεφαλής επάνω εις ένα κυπαρίσσι. Έπειτα επλήγωσαν τα βυζία της με σούβλας πυρωμένας. Επειδή δε η Αγία είπε προς τον ηγεμόνα, πού είναι οι θεοί σου; δείξον αυτούς εις εμένα δια να τους τιμήσω καθόσον δύναμαι· δια τούτο ευθύς κατεβάζουσιν αυτήν, και την στέλλουσιν εις τον ναόν του ειδώλου Αδριανού, τον οποίον είχον εκεί περίφημον και περιβόητον.

Εμβαίνουσα λοιπόν η Αγία μέσα εις τον ναόν, επροσευχήθη εις τον αληθή Θεόν, και με μόνον το εμφύσημά της, έπεσεν ευθύς το άγαλμα του Αδριανού και εμοιράσθη εις τρία κομμάτια. Έπειτα ευγαίνουσα έξω, λέγει προς τον ηγεμόνα. Έμβα μέσα και βοήθησον εις τον θεόν σου Αδριανόν, διατί αυτός έπεσε κατά γης και ετζακίσθη. Ο δε ηγεμών τρέχωντας, εμβήκεν εις τον ναόν, και βλέπωντας κατά γης τον Αδριανόν μοιρασμένον εις τρία κομμάτια, εθρήνησεν ομού με θυμόν. Επειδή δε τούτο έφθασε και εις τα αυτία του βασιλέως, ευθύς εστάλθη ο πρώτος άρχων, οπού ήτον εν τω βασιλικώ παλατίω τω εις την πόλιν Ανάζαρβον ευρισκομένω, δια να εξετάση, ότι εάν ήναι αληθινόν τούτο το πράγμα, να ρίψουν τον Πελάγιον εις τα θηρία δια να τον φάγουν. Τούτο δε μανθάνωντας ο Πελάγιος, επρόσπεσεν εις την Αγίαν Θεοδούλην, παρακαλών αυτήν μετά δακρύων, να προσευχηθή εις τον Θεόν δια να γένη πάλιν τέλειον το τζακισθέν άγαλμα του θεού των, και να κατασταθή πάλιν εις τον τόπον, όπου εστέκετο πρώτον, υποσχόμενος, ότι αν τούτο γένη, να πιστεύση και αυτός εις τον Χριστόν, και να γένη Χριστιανός.

Τότε η Αγία επροσευχήθη, και ευθύς το τζακισθέν είδωλον έγινεν ολόκληρον, και απεκατεστάθη πάλιν εις τον πρότερον τόπον του, το οποίον ευρών σώον ο απεσταλμένος άρχων υπό του βασιλέως, εγύρισε και έδωκε την είδησιν ταύτην εις τον βασιλέα. Ο δε βασιλεύς προστάζει τον Πελάγιον δια γραμμάτων, ότι να τιμωρήση πρότερον την Αγίαν με διαφόρους τιμωρίας, και έπειτα να την παραδώση εις πικρόν θάνατον. Ο Πελάγιος λοιπόν επρόσταξε να καταξεσχίσουν τας σάρκας της Αγίας με σούβλας πυρωμένας. Και επειδή έβλεπε την Μάρτυρα, πως δεν φροντίζει δια τα βάσανα τελείως, ωργίζετο ο ταλαίπωρος και τρισάθλιος, και τι να κάμη δεν ήξευρε. Τότε Ελλάδιος ο κομενταρήσιος παραστέκωντας εκεί, λέγει προς τον Πελάγιον. Δος εις εμένα την εξουσίαν, και αν εγώ δεν καταπείσω αυτήν να θυσιάση εις το είδωλον του Αδριανού, αποκεφάλισόν με. Ευθύς λοιπόν έλαβε την εξουσίαν να κάμη εκείνα, οπού εστοχάζετο.

Όθεν ποιήσας πέντε καρφία, τα μεν δύω, έμπηξεν εις τα αυτία της Αγίας, το ένα δε, έμπηξεν εις το μέτωπόν της, και τα άλλα δύω, έμπηξεν εις τα βυζία της. Αφ’ ου δε τα εκάρφωσεν όλα, εσήκωσεν η Αγία τους οφθαλμούς της διανοίας της εις τον ουρανόν, και επροσευχήθη εις τον Θεόν, δια να δοθή υπομονή εις αυτήν να υποφέρη την ανυπόφορον εκείνην βάσανον. Όθεν μετά ολίγον, εδόθη εις την Αγίαν η υπομονή οπού εζήτησε. Βλέπων δε ο κομενταρήσιος την τόσην μεγάλην υπομονήν και γενναιοκαρδίαν της Αγίας, και πως την πικράν εκείνην βάσανον ενόμιζεν ως ουδέν, προς τούτοις δε στοχασθείς, και ότι, αν δεν πεισθή η Αγία να αρνηθή τον Χριστόν, έχει να κινδυνεύση η ζωή του, καθώς υπεσχέθη: τούτων λέγω χάριν, επροσκάλεσε την Αγίαν εις το οσπήτιόν του και παρεκάλει αυτήν να θυσιάση με αυτόν εις τα είδωλα. Η δε Αγία βλέπουσα τον φόβον οπού είχεν, έκαμε προσευχήν δι’ αυτόν εις τον Θεόν. Είτα διδάξασα αυτόν με τα θεία αυτής λόγια, τον εκατάπεισε να γένη Χριστιανός.

Όταν λοιπόν εξημέρωσεν, επαραστάθη εις τον Πελάγιον ο κομενταρήσιος ομού με την Αγίαν, και λέγει προς αυτόν. Δεν εδυνήθηκα να πείσω την δούλην του όντως αληθινού Θεού εις το να μεταβληθή από την ίσιαν και καλήν στράταν, οπού περιπατεί. Αυτή δε μάλλον εμετάβαλεν εμένα, και με ηλευθέρωσεν από το σκότος της αγνωσίας, εις το οποίον έως τώρα ευρισκόμην. Φωτίσασα γαρ τους νοερούς οφθαλμούς της ψυχής μου με τα θεία της λόγια, επρόσφερέ με εις τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν, τον αληθινόν Θεόν. Ταύτα ακούσας ο Πελάγιος, άναψεν από τον θυμόν. Όθεν επρόσταξε να κοπή η κεφαλή του, και το σώμα του να ριφθή εις την θάλασσαν. Και έτζι ο μακάριος Ελλάδιος ετελείωσε το μαρτύριον, κατά την εικοστήν τετάρτην του Ιαννουαρίου μηνός. Την δε Αγίαν επρόσταξε να βάλουν μέσα εις κάμινον αναμμένην, από την οποίαν διαφυλαχθείσα αβλαβής, επροσηύχετο εν αυτή, και εδόξαζε τον Θεόν.

Όθεν απορών ο ηγεμών, εφώναζε μεγάλως: δεν ηξεύρω τι να κάμω με αυτήν την βιαιοθάνατον! Ένας δε από τους παρεστώτας, Βοηθός ονομαζόμενος, παράδος αυτήν εις εμένα, είπεν, ω ηγεμών. Διατί εγώ δεν είμαι άφρων και άγνωστος, καθώς ήτον ο κομενταρήσιος, ίνα πεισθώ εις αυτήν. Ο δε άρχων παρέδωκε την Αγίαν εις αυτόν. Πέρνωντας λοιπόν ο Βοηθός την Μάρτυρα εις το οσπήτι του, εδέχθη και αυτός τους λόγους και τας διδασκαλίας της, και ηλλοιώθη την θείαν αλλοίωσιν, ως και ο κομενταρήσιος. Και λοιπόν την ακόλουθον ημέραν, επαραστάθη και αυτός εις τον Πελάγιον ομού με την Αγίαν, και λέγει προς αυτόν. Τα κατ’ εμέ πράγματα, ω ηγεμών, έρχομαι δια να σοι φανερώσω. Ήξευρε ότι και εγώ ομολογώ τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, και ότι αι ελπίδαις των υποσχέσεών μου εφάνηκαν μάταιαις και κεναίς. Κάλλιον γαρ είναι να φανώ ψεύστης και να γίνω συγκληρονόμος του Χριστού, πάρεξ να αληθεύσω και να κερδήσω την γέενναν του πυρός. Αλλά και εσύ ω ηγεμών, έπρεπε να ευχαριστήσης τον αληθινόν Θεόν, οπού σε ελύτρωσε από τον θάνατον, και να πιστεύσης εις αυτόν, καθώς υπεσχέθης. Εσύ δε, όχι μόνον τούτο δεν έκαμες, αλλά και εφάνης αχάριστος, και την ευεργέτιδά σου Θεοδούλην, παρέδωκας εις ανυπόφορα βάσανα. Ταύτα καθώς είπεν ο Βοηθός, επρόσταξεν ο Πελάγιος και απέκοψαν την τιμίαν του κεφαλήν. Την δε Αγίαν επρόσταξε να απλωθή επάνω εις πυρωμένην σκάραν, επάνωθεν δε της σκάρας να ραντίζεται πίσσα, λάδι και κηρί. Ίνα με αυτά ανάπτη η σκάρα περισσότερον. Και ο μεν Βοηθός, τελειώσας το μαρτύριόν του, απήλθε προς Κύριον, η δε Θεοδούλη προσευξαμένη, ανέβη επάνω εις την σκάραν. Και καθώς η σκάρα εδέχθη αυτήν, εσκορπίσθη, και εσφενδόνησεν όχι ολίγα κάρβουνα εις τους εκεί παρεστώτας, και κατέκαυσε τους περισσοτέρους από αυτούς. Όθεν έβαλαν την Αγίαν εις την φυλακήν. Την δε ερχομένην ημέραν, ανάφθη μεγάλη κάμινος, και εβάλθη εις αυτήν η Αγία, ομού με τον Ευάγριον και Μακάριον και άλλους πολλούς Αγίους. Και εκεί έλαβον όλοι ομού το μακάριον τέλος του μαρτυρίου, και τους αμαράντους στεφάνους παρά Κυρίου.

*

Οι δια της Αγίας Θεοδούλης πιστεύσαντες τω Χριστώ, ο τε Ελλάδιος ο Κομενταρήσιος, και ο Βοηθός, ξίφει τελειούνται.

Θείον Βοηθόν συν Κομενταρησίω,
Δόξης κατηξίωσε Χριστού, το ξίφος.

*

Ο Άγιος Ευάγριος και Μακάριος, οι δια της Αγίας Θεοδούλης πιστεύσαντες, πυρί τελειούνται.

Βληθέντες εις πυρ οσφράδια Κυρίω,
Ώφθητε Μακάριε Ευάγριέ τε.

*

Η Αγία Μάρτυς Ξένη πυρί τελειούται.

Ο Χριστός ήλθε πυρ βαλείν εις γην πάλαι.
Ξένη τρέχουσα καρτερεί τούτο ξένως.

*

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Μαρκιανού του από Κύπρου.

Και Μαρκιανός άθλον ήθλησε ξένον,
Ουχί προς αίμα προς δε αρχάς του σκότους.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

 Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Άγιοι Αθανάσιος και ΚύριλλοςΤ ατ μην ΙΗ΄, μνήμη τν ν γίοις Πατέρων μν θανασίου κα Κυρίλλου, ρχιεπισκόπων λεξανδρείας.

Ες τν θανάσιον.

θανάσιον κα θανόντα ζν λέγω.
Ο γρ δίκαιοι ζσι κα τεθνηκότες.

Ες τν φυγν Κυρίλλου.

Φυγς Κυρίλλου σήμερον μνήμην γει,
λλ’ ο τελευτς τς ειμνήστου κτίσις (1).

Τάρχυσαν (τοι νταφίασαν μετ ταραχς κα κλαυθμο)
γδοάτ νέκυν θανασίου δεκάτ.

π τος δύω τούτους Πατέρας μν, μν γιος θανάσιος, τον κατ τος χρόνους το Μεγάλου Κωνσταντίνου ν τει τιη΄ [318], κα ερέθη παρν ες τν ν Νικαί γενομένην Πρώτην κα Οκουμενικν Σύνοδον ν τει τκε΄ [325], Διάκονος ν κα τν τόπον πέχων το τότε λεξανδρείας λεξάνδρου. που κα κατεντροπίασε τν δυσσεβ ρειον μ λόγους σοφίας κα μ ποδείξεις τν θείων Γραφν. φ’ ο δ κοιμήθη μακάριος λέξανδρος, γινε τς λεξανδρείας ρχιεπίσκοπος. Κα πειδ Κωνστάντιος υἱὸς το Μεγάλου Κωνσταντίνου τον ρειανός, δι τοτο ες διαφόρους τόπους ξώρισε τν Μέγαν τοτον θανάσιον. Καρτερήσας δ μακάριος τος διωγμος τεσσαράκοντα χρόνους, πρς Κύριον ξεδήμησεν (2). δ γιος Κύριλλος τον π τς βασιλείας Θεοδοσίου το μικρο ν τει υιε΄ [415], νεψις ν Θεοφίλου ρχιεπισκόπου λεξανδρείας, κα το θρόνου ατο γενόμενος διάδοχος. Οτος στάθη ξαρχος κα προστάτης τς ν φέσ γίας κα Οκουμενικς Τρίτης Συνόδου, τς ν τει υλα΄ [431] συγκροτηθείσης, κα τν δυσσεβ καθελε Νεστόριον, ποος βλάσφημα πολλ κατ τς γίας Δεσποίνης μν Θεοτόκου, κακόδοξος δογμάτισε. Μ πολλ δ κατορθώματα κα ρετς γιος οτος Κύριλλος διαλάμψας, πρς Κύριον ξεδήμησε.

τον δ κατ τν χαρακτρα το σώματος, μν γιος θανάσιος, μέτριος κατ τ μέγεθος κα τν λικίαν, λίγον πλατύς, σκυπτός, χαρίεις ες τ πρόσωπον, εμορφον χρμα χων, φαλακρς ες τν κεφαλήν, τν μύτην χων γρυπήν, τοι κυρτν σν το γερακίου. Δν εχε τ πρόσωπον μακρουλόν, εχε πλατέα τ σιαγόνια, τ γένειον μέτριον, κα τ στόμα μικρόν. Δν τον πολλ σπρος, λλ λαμπρύνετο μ να χρμα πόξανθον. δ γιος Κύριλλος, λίγον τι εχε πλέον εμορφον τ χρμα το προσώπου, εχε τ φρύδια δασέα κα μεγάλα κα στρογγυλ μ εαρμοστίαν. τον μακρομύτης, εχε τ μάγουλα μακρά, κα τ χείλη παχέα, τον φαλακρός, εχε τ μέτωπον μικρόν, κα τ γένειον δασ κα μακρόν, εχε τ μαλλία συνεστραμμένα κα σκαντζουρά, τον λίγον ξανθός, εχε τς τρίχας μεμιγμένας, τοι σπρας μ μαύρας. Τελεται δ Σύναξις ατν ν τ γιωτάτ Μεγάλ κκλησί. (ρα, τν Βίον μν το γίου θανασίου, ες τν Νέον Θησαυρόν, κα γκώμιον ατο ες τν Σαγήνην. Τν Βίον δ το γίου Κυρίλλου ες τ Νέον κλόγιον (3).)

(1) Σημειομεν δ, τι κυρία μνήμη τς τελευτς το γίου Κυρίλλου, δν εναι σήμερον, λλ κατ τν νάτην το ουνίου μηνός. Σήμερον δ εναι μόνον μνήμη τς φυγς το γίου, ς δηλο τ δίστιχον τοτο, δηλαδ τς π λεξανδρείας ες φεσον σως ναβάσεως ατο. ξία γρ ορτς κρίθη τοιαύτη το γίου φυγή, διατ στάθη ατία πολλν γαθν ες τν κκλησίαν το Χριστο. Καθότι δι’ ατς, μν γία κα Οκουμενικ Τρίτη Σύνοδος συνεκροτήθη, το Νεστορίου βλάσφημος αρεσις ξωστρακίσθη, κα ρθοδοξία τς πίστεως ες τν οκουμένην κηρύχθη. Τ δ σιγς πο ερίσκεται ν τος τετυπωμένοις Μηναίοις ντ το φυγς, τυπογραφικν σφάλμα στίν.

(2) Σημείωσαι, τι Γρηγόριος Θεολόγος γκώμιον γλαφυρν πλέκει ες τν Μέγαν τοτον θανάσιον, ο ρχή· «θανάσιον παινν, ρετν παινέσομαι». (Σζεται ν τος κδεδομένοις.) ν δ τ Μεγίστ Λαύρ δύω Βίοι σζονται το Μεγάλου τούτου θανασίου. ν ες μέν, ρχεται οτως· «λλοι μν λλα». δ τερος, οτω· «Πολλο μν τν γίων».

(3) Περιττς δ γράφεται ν τ τετυπωμέν Συναξαριστ τ Συναξάριον το σίου Μαρκιανο. Τοτο γρ προεγράφη ες τν δευτέραν το Νοεμβρίου, καθ’ ν κα ορτάζεται.

*

Τ ατ μέρ μνήμη τς γίας Μάρτυρος Θεοδούλης.

Σύνδουλον οκ φριττε πρ Θεοδούλη,
Θε τιθεσα δουλικς τς λπίδας.

Κατ τος χρόνους Διοκλητιανο κα Μαξιμιανο ν τει σϞη΄ [298], στάλθη ες τν νάζαρβον πόλιν τς Κιλικίας νας γεμών, νόματι Πελάγιος, δι ν τιμωρήσ τος κε ερισκομένους Χριστιανούς. Τότε λοιπν κα γία ατη Θεοδούλη κ τς ατς πόλεως ναζάρβου καταγομένη, τις στερον νομάσθη Διοκαισάρεια, κα Καισαραυγοστα, τώρα δ νομάζεται π τν Τούρκων κ σάρ, , κ Σεράϊ, κεθεν, λέγω, γία ατη καταγομένη, πιάσθη ς Χριστιανή, κα παρεστάθη ες τ κριτήριον το Πελαγίου. θεν μολογήσασα τν Χριστν Θεν ληθινν νώπιον πάντων, κρεμάσθη π τ μαλλία τς κεφαλς πάνω ες να κυπαρίσσι. πειτα πλήγωσαν τ βυζία της μ σούβλας πυρωμένας. πειδ δ γία επε πρς τν γεμόνα, πο εναι ο θεοί σου; δεξον ατος ες μένα δι ν τος τιμήσω καθόσον δύναμαι· δι τοτο εθς κατεβάζουσιν ατήν, κα τν στέλλουσιν ες τν ναν το εδώλου δριανο, τν ποον εχον κε περίφημον κα περιβόητον.

μβαίνουσα λοιπν γία μέσα ες τν ναόν, προσευχήθη ες τν ληθ Θεόν, κα μ μόνον τ μφύσημά της, πεσεν εθς τ γαλμα το δριανο κα μοιράσθη ες τρία κομμάτια. πειτα εγαίνουσα ξω, λέγει πρς τν γεμόνα. μβα μέσα κα βοήθησον ες τν θεόν σου δριανόν, διατ ατς πεσε κατ γς κα τζακίσθη. δ γεμν τρέχωντας, μβκεν ες τν ναόν, κα βλέπωντας κατ γς τν δριανν μοιρασμένον ες τρία κομμάτια, θρήνησεν μο μ θυμόν. πειδ δ τοτο φθασε κα ες τ ατία το βασιλέως, εθς στάλθη πρτος ρχων, πο τον ν τ βασιλικ παλατί τ ες τν πόλιν νάζαρβον ερισκομέν, δι ν ξετάσ, τι ἐὰν ναι ληθινν τοτο τ πργμα, ν ίψουν τν Πελάγιον ες τ θηρία δι ν τν φάγουν. Τοτο δ μανθάνωντας Πελάγιος, πρόσπεσεν ες τν γίαν Θεοδούλην, παρακαλν ατν μετ δακρύων, ν προσευχηθ ες τν Θεν δι ν γέν πάλιν τέλειον τ τζακισθν γαλμα το θεο των, κα ν κατασταθ πάλιν ες τν τόπον, που στέκετο πρτον, ποσχόμενος, τι ν τοτο γέν, ν πιστεύσ κα ατς ες τν Χριστόν, κα ν γέν Χριστιανός.

Τότε γία προσευχήθη, κα εθς τ τζακισθν εδωλον γινεν λόκληρον, κα πεκατεστάθη πάλιν ες τν πρότερον τόπον του, τ ποον ερν σον πεσταλμένος ρχων π το βασιλέως, γύρισε κα δωκε τν εδησιν ταύτην ες τν βασιλέα. δ βασιλες προστάζει τν Πελάγιον δι γραμμάτων, τι ν τιμωρήσ πρότερον τν γίαν μ διαφόρους τιμωρίας, κα πειτα ν τν παραδώσ ες πικρν θάνατον. Πελάγιος λοιπν πρόσταξε ν καταξεσχίσουν τς σάρκας τς γίας μ σούβλας πυρωμένας. Κα πειδ βλεπε τν Μάρτυρα, πς δν φροντίζει δι τ βάσανα τελείως, ργίζετο ταλαίπωρος κα τρισάθλιος, κα τί ν κάμ δν ξευρε. Τότε λλάδιος κομενταρήσιος παραστέκωντας κε, λέγει πρς τν Πελάγιον. Δς ες μένα τν ξουσίαν, κα ν γ δν καταπείσω ατν ν θυσιάσ ες τ εδωλον το δριανο, ποκεφάλισόν με. Εθς λοιπν λαβε τν ξουσίαν ν κάμ κενα, πο στοχάζετο.

θεν ποιήσας πέντε καρφία, τ μν δύω, μπηξεν ες τ ατία τς γίας, τ να δέ, μπηξεν ες τ μέτωπόν της, κα τ λλα δύω, μπηξεν ες τ βυζία της. φ’ ο δ τ κάρφωσεν λα, σήκωσεν γία τος φθαλμος τς διανοίας της ες τν ορανόν, κα προσευχήθη ες τν Θεόν, δι ν δοθ πομον ες ατν ν ποφέρ τν νυπόφορον κείνην βάσανον. θεν μετ λίγον, δόθη ες τν γίαν πομον πο ζήτησε. Βλέπων δ κομενταρήσιος τν τόσην μεγάλην πομονν κα γενναιοκαρδίαν τς γίας, κα πς τν πικρν κείνην βάσανον νόμιζεν ς οδέν, πρς τούτοις δ στοχασθείς, κα τι, ν δν πεισθ γία ν ρνηθ τν Χριστόν, χει ν κινδυνεύσ ζωή του, καθς πεσχέθη: τούτων λέγω χάριν, προσκάλεσε τν γίαν ες τ σπήτιόν του κα παρεκάλει ατν ν θυσιάσ μ ατν ες τ εδωλα. δ γία βλέπουσα τν φόβον πο εχεν, καμε προσευχν δι’ ατν ες τν Θεόν. Ετα διδάξασα ατν μ τ θεα ατς λόγια, τν κατάπεισε ν γέν Χριστιανός.

ταν λοιπν ξημέρωσεν, παραστάθη ες τν Πελάγιον κομενταρήσιος μο μ τν γίαν, κα λέγει πρς ατόν. Δν δυνήθηκα ν πείσω τν δούλην το ντως ληθινο Θεο ες τ ν μεταβληθ π τν σιαν κα καλν στράταν, πο περιπατε. Ατ δ μλλον μετάβαλεν μένα, κα μ λευθέρωσεν π τ σκότος τς γνωσίας, ες τ ποον ως τώρα ερισκόμην. Φωτίσασα γρ τος νοερος φθαλμος τς ψυχς μου μ τ θεά της λόγια, πρόσφερέ με ες τν Κύριόν μου ησον Χριστόν, τν ληθινν Θεόν. Τατα κούσας Πελάγιος, ναψεν π τν θυμόν. θεν πρόσταξε ν κοπ κεφαλή του, κα τ σμά του ν ιφθ ες τν θάλασσαν. Κα τζι μακάριος λλάδιος τελείωσε τ μαρτύριον, κατ τν εκοστν τετάρτην το αννουαρίου μηνός. Τν δ γίαν πρόσταξε ν βάλουν μέσα ες κάμινον ναμμένην, π τν ποίαν διαφυλαχθεσα βλαβής, προσηύχετο ν ατ, κα δόξαζε τν Θεόν.

θεν πορν γεμών, φώναζε μεγάλως: δν ξεύρω τί ν κάμω μ ατν τν βιαιοθάνατον! νας δ π τος παρεσττας, Βοηθς νομαζόμενος, παράδος ατν ες μένα, επεν, γεμών. Διατ γ δν εμαι φρων κα γνωστος, καθς τον κομενταρήσιος, να πεισθ ες ατήν. δ ρχων παρέδωκε τν γίαν ες ατόν. Πέρνωντας λοιπν Βοηθς τν Μάρτυρα ες τ σπτί του, δέχθη κα ατς τος λόγους κα τς διδασκαλίας της, κα λλοιώθη τν θείαν λλοίωσιν, ς κα κομενταρήσιος. Κα λοιπν τν κόλουθον μέραν, παραστάθη κα ατς ες τν Πελάγιον μο μ τν γίαν, κα λέγει πρς ατόν. Τ κατ’ μ πράγματα, γεμών, ρχομαι δι ν σο φανερώσω. ξευρε τι κα γ μολογ τν Χριστν Θεν ληθινόν, κα τι α λπίδαις τν ποσχέσεών μου φάνηκαν μάταιαις κα κενας. Κάλλιον γρ εναι ν φαν ψεύστης κα ν γίνω συγκληρονόμος το Χριστο, πάρεξ ν ληθεύσω κα ν κερδήσω τν γέενναν το πυρός. λλ κα σ γεμών, πρεπε ν εχαριστήσς τν ληθινν Θεόν, πο σ λύτρωσε π τν θάνατον, κα ν πιστεύσς ες ατόν, καθς πεσχέθης. σ δέ, χι μόνον τοτο δν καμες, λλ κα φάνης χάριστος, κα τν εεργέτιδά σου Θεοδούλην, παρέδωκας ες νυπόφορα βάσανα. Τατα καθς επεν Βοηθός, πρόσταξεν Πελάγιος κα πέκοψαν τν τιμίαν του κεφαλήν. Τν δ γίαν πρόσταξε ν πλωθ πάνω ες πυρωμένην σκάραν, πάνωθεν δ τς σκάρας ν αντίζεται πίσσα, λάδι κα κηρί. να μ ατ νάπτ σκάρα περισσότερον. Κα μν Βοηθός, τελειώσας τ μαρτύριόν του, πλθε πρς Κύριον, δ Θεοδούλη προσευξαμένη, νέβη πάνω ες τν σκάραν. Κα καθς σκάρα δέχθη ατήν, σκορπίσθη, κα σφενδόνησεν χι λίγα κάρβουνα ες τος κε παρεσττας, κα κατέκαυσε τος περισσοτέρους π ατούς. θεν βαλαν τν γίαν ες τν φυλακήν. Τν δ ρχομένην μέραν, νάφθη μεγάλη κάμινος, κα βάλθη ες ατν γία, μο μ τν Εάγριον κα Μακάριον κα λλους πολλος γίους. Κα κε λαβον λοι μο τ μακάριον τέλος το μαρτυρίου, κα τος μαράντους στεφάνους παρ Κυρίου.

*

Ο δι τς γίας Θεοδούλης πιστεύσαντες τ Χριστ, τε λλάδιος Κομενταρήσιος, κα Βοηθός, ξίφει τελειονται.

Θεον Βοηθν σν Κομενταρησί,
Δόξης κατηξίωσε Χριστο, τ ξίφος.

*

γιος Εάγριος κα Μακάριος, ο δι τς γίας Θεοδούλης πιστεύσαντες, πυρ τελειονται.

Βληθέντες ες πρ σφράδια Κυρί,
φθητε Μακάριε Εάγριέ τε.

*

γία Μάρτυς Ξένη πυρ τελειοται.

Χριστς λθε πρ βαλεν ες γν πάλαι.
Ξένη τρέχουσα καρτερε τοτο ξένως.

*

Μνήμη το σίου Πατρς μν Μαρκιανο το π Κύπρου.

Κα Μαρκιανς θλον θλησε ξένον,
Οχ πρς αμα πρς δ ρχς το σκότους.

Τας τν σν γίων πρεσβείαις Χριστ Θες λέησον μς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Των Αγίων Αθανασίου και Κυρίλλου Αρχιεπισκόπων Αλεξανδρείας, Θεοδούλης και των συν αυτή, Ξένης, Μαρκιανού

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.