Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου18 Δεκεμβρίου

Των Αγίων Σεβαστιανού και των συν αυτώ, Ζωής κ.ά.

 Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιος ΣεβαστιανόςΤω αυτώ μηνί ΙΗ’, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Σεβαστιανού και των συν αυτώ.

Σεβαστιανός των πλάνης σεβασμάτων,
Καταφρονήσας τύπτεται το σαρκίον.

Ογδοάτη δεκάτη Σεβαστιανός ροπαλίσθη.

*

Η Αγία Μάρτυς Ζωή καπνώ δυσώδει τελειούται.

Ζωή προς ύψος εκ κεφαλής ηρμένη,
Καπνώ δυσώδει λαμβάνει ζωής τέλος.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Τραγκυλίνος, λιθοβοληθείς, τελειούται.

Ναι βάλλετε σφοδρώς με συχνοίς τοις λίθοις,
Εκ καρδίας έκραζεν ο Τραγκυλίνος.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Κλαύδιος εν τω βυθώ τελειούται.

Και τους περί Κλαύδιον ώδε τακτέον,
Ους καν βυθός συνέσχεν ουρανός φέρει.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Τιβούρτιος ξίφει τελειούται.

Τιβουρτίου τέμνουσι την θείαν κάραν,
Συ μου Θεός κράζοντος ω Θεού Λόγε.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Κάστουλος, εν βόθρω βληθείς, τελειούται.

Κάστουλον είλκον εις απωλείας βόθρον,
Ως δ’ ουχ’ υπείξε, γης ενεβλήθη βόθρω.

*

Οι Άγιοι Μάρκος και Μαρκελλίνος, λόγχαις βληθέντες, τελειούνται.

Εχθρών παγέντες οία λόγχαι καρδίαις,
Νύττεσθε λόγχαις Μάρκε και Μαρκελλίνε.

Από τούτους τους ανωτέρω Αγίους, ο μεν Μάρτυς Σεβαστιανός, ήτον ένας της βασιλικής Συγκλήτου, κατά τους χρόνους Διοκλητιανού και Μαξιμιανού, εν έτει σϞβ’ [292], καταγόμενος από τα Μεδιόλανα της Ιταλίας, ήτοι το νυν λεγόμενον Μιλάνον, και πολλούς Έλληνας παρακινών εις την του Χριστού πίστιν. Ο δε Μαρκελλίνος και Μάρκος, ήτον περιφανέστατοι από όλους, τόσον κατά το γένος, όσον και κατά τον πλούτον. Υιοί, πατρός μεν, Τραγκυλίνου, μητρός δε, Μαρκίας, αδελφοί δε, τόσον κατά το σώμα, όσον και κατά την ψυχήν. Επειδή δε αυτοί οι δύω έμειναν χρόνους πολλούς μέσα εις την φυλακήν, και εδοκίμασαν διάφορα βάσανα, ύστερον δε έμελλον να αποκεφαλισθούν, δια τούτο περικυκλώσαντες αυτούς οι γονείς και συγγενείς των, ολίγον έλειψε να πείσουν αυτούς με τους θρήνους και παρακαλέσεις των, να αρνηθούν την ευσέβειαν, ανίσως και ο αοίδιμος Σεβαστιανός δεν ήθελεν εμποδίση αυτούς.

Αυτός γαρ ο γενναίος αγωνιστής παρρησία πρότερον ωμολόγησε τον Χριστόν, (επειδή έως τότε κρυφίως επίστευε τον Χριστόν όχι δια φόβον, αλλά δια να ημπορή με τον τρόπον αυτόν να παρακινή κρυφίως πολλούς εις την ευσέβειαν). Αυτός λέγω πρώτος ωμολόγησε τον Χριστόν, και με παράδοξα θαύματα εβεβαίωσε την ευσέβειαν. Όθεν όχι μόνον τους ανωτέρω αυταδέλφους εστερέωσεν εις την πίστιν του Χριστού, αλλά και τον πατέρα τους Τραγκυλίνον, και άλλους πολλούς δια μέσου του Τραγκυλίνου, ετράβιξεν εις την θεογνωσίαν. Διότι ο Τραγκυλίνος αφ’ ου επίστευσεν, εκείνος πάλιν εκατήχησε τον έπαρχον Χρωμάτιον. Ο δε Χρωμάτιος επροσκάλεσε τον μακάριον Σεβαστιανόν, και τον πρεσβύτερον Πολύκαρπον, και παρεκάλεσεν αυτούς, ίνα ελευθερώσουν αυτόν από την ασθένειαν οπού έπασχεν. Από την οποίαν και ελευθερώθη, με το να επίστευσεν ολοψύχως εις τον Χριστόν. Και εσύντριψε μεν, τα εν τω οίκω του ευρισκόμενα είδωλα, εβαπτίσθη δε, εις το όνομα της Αγίας Τριάδος.

Τότε και ο Επίσκοπος Γάϊος, τον μεν Μαρκελλίνον και Μάρκον τους αδελφούς, εχειροτόνησε Διακόνους. Τον δε πατέρα των Τραγκυλίνον εχειροτόνησε Πρεσβύτερον. Τον δε Άγιον Σεβαστιανόν, κατέστησε της Εκκλησίας έκδικον. Όταν δε εκινήθη υπό του Διοκλητιανού ο κατά των Χριστιανών διωγμός, τότε όλοι μεν οι άλλοι, ήτοι ο Νικόστρατος ο άνδρας της μακαρίας Ζωής, ο έχων το αξίωμα του πριμικκηρίου, και ο κομενταρήσιος Κλαύδιος, και ο Κάστουλος ο διαιτάριος (κοντά εις τον οποίον έμενον οι Άγιοι, αφ’ ου έφυγεν από την πόλιν ο έπαρχος Χρωμάτιος), και ο Τιβούρτιος ο υιός του ρηθέντος Χρωματίου, και ο Κάστωρ και η Ζωή· όλοι αυτοί, λέγω, επιάσθησαν ο καθ’ ένας ξεχωριστά. Και διάφορα βάσανα λαβόντες, ετελείωσαν την ζωήν τους. Ο δε Άγιος Σεβαστιανός μετακαλεσθείς από τον Διοκλητιανόν και ερωτηθείς, ωμολόγησε παρρησία την πίστιν του Χριστού. Όθεν εκαταδικάσθη να δεθή εις ένα πάλον. Και εκεί δεμένος ων, να κτυπηθή, ωσάν σημάδι, με πυκνάς σαΐτας. Όθεν έγινε το σώμα του αοιδίμου ωσάν αχινός, πεπυκνωμένον από τας σαΐτας. Έπειτα κατατζακίζουσι τα μέλη του με χονδρά ραβδία. Και κατακοπείς εις διάφορα κομμάτια, ούτω παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτών όρα εις τον Παράδεισον (1).)

(1) Σημείωσαι, ότι την ασματικήν Ακολουθίαν του Αγίου τούτου Σεβαστιανού, ανεπλήρωσεν η εμή αδυναμία, προσθέσασα και Κανόνα δεύτερον. Το δε ελληνικόν τούτων Μαρτύριον συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Πολλών κατά διαφόρους καιρούς». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη Μονή των Ιβήρων και εν άλλαις.)

*

Τη αυτή ημέρα του Αγίου Μάρτυρος Ευβιότου.

Ήθλησεν Ευβίοτος άχρις αιμάτων,
Βίου δε τέρμα χωρίς εύρεν αιμάτων.

Ούτος ο Άγιος Μάρτυς Ευβίοτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού, εν έτει σϞη’ [298], καταγόμενος από ένα χωρίον ονομαζόμενον Πτωκετόν, το οποίον ευρίσκεται εις την τοποθεσίαν την καλουμένην του Οψικίου. Εκεί γαρ ούτος εγεννήθη, εκεί ανετράφη, και εκεί έλαβε το τέλος της ζωής του. Επειδή δε ο Άγιος εμεταχειρίζετο ζωήν θεάρεστον, και κάθε είδος αρετής ειργάζετο, τούτου χάριν πολλά κακά από τους Έλληνας εδοκίμασε, περιφερόμενος από ένα μέρος εις άλλο, και δενόμενος και δερνόμενος. Μάλιστα δε και εξαιρέτως ταύτα έπασχε, δια τι ετέλει πολλά θαύματα. Και δια των θαυμάτων πολλούς απίστους επίστρεφεν εις την του Χριστού πίστιν. Μίαν φοράν δε, αφ’ ου εσυντρίφθη υπό των Ελλήνων με ξύλα και με πέτρας, εβάλθη μέσα εις την φωτίαν. Επειδή δε έμεινεν αβλαβής υπό της χάριτος του Χριστού, πολλοί βλέποντες το παράδοξον τούτο και θαυμάσαντες, επίστευσαν εις τον Χριστόν. Οι οποίοι και εβαπτίσθησαν εις την εκεί Εκκλησίαν, την οποίαν και εγκαινίασαν Παύλος και Σίλας οι Απόστολοι.

Ταύτα δε μαθών ο ηγεμών της Κυζίκου Λεόντιος, έστειλε και έφερε τον Άγιον δεμένον έμπροσθέν του. Και ευθύς προστάζει και δέρνουσιν αυτόν με πέτρας εις το στόμα και εις τα σιαγόνια και εις τα μάγουλα. Έπειτα κρεμώσιν αυτόν εις ξύλον και καταξεσχίζουν το σώμα του με τας μάστιγας. Μετά ταύτα δίδουσιν αυτόν εις τα θηρία δια να τον φάγουν. Επειδή δε έμεινεν από αυτά αβλαβής, δια τούτο ρίπτουσιν αυτόν εις την φυλακήν. Όθεν πολλοί Έλληνες βλέποντες το τοιούτον θαυμάσιον, επρόστρεξαν εις την πίστιν του Χριστού και εβαπτίσθησαν. Ο δε ηγεμών επρόσταξε τους μονομάχους να σφάξουν τον Άγιον. Εκείνοι δε, με το να έπεσεν εις αυτούς σκότωσις, κατέσφαζον ένας τον άλλον. Ο δε Μάρτυς μείνας αβλαβής από αυτούς, ερρίφθη πάλιν εις την φυλακήν. Αφ’ ου επέρασαν εικοσιδύω ημέραι, ηκούσθη ένα θεόπεμπτον και χαροποιόν μήνυμα, ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος αναβαίνει από τα δυτικά μέρη της Ευρώπης εις τα ανατολικά, δια να πολεμήση τον τύραννον Μαξιμιανόν. Όθεν ο Μαξιμιανός φοβηθείς, επρόσταξε να ελευθερωθούν από τας φυλακάς και τα δεσμά οι Χριστιανοί. Τότε λοιπόν και ο πολύαθλος ούτος Ευβίοτος ελευθερωθείς από τα δεσμά, εγύρισεν εις το κελλίον του. Και ζήσας ακόμη πέντε χρόνους, και πολλά θαύματα εκτελέσας, εν ειρήνη την ψυχήν του τω Κυρίω παρέθετο (2).

(2) Περί του Αγίου τούτου Ευβιότου όρα εις την τριακοστήν του παρόντος μηνός εν τω Συναξαρίω του Αγίου Φιλεταίρου.

*

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Φλώρου, Επισκόπου Αμινσού.

Είκων ο Φλώρος τη πάλαι κατακρίσει,
Εις γην απήλθε. Γη γαρ ην. Και τι ξένον;

Ούτος ήτον κατά τους χρόνους των βασιλέων Ιουστίνου και Τιβερίου και Μαυρικίου, ήτοι εν έτει φπδ’ [584]. Υιός πατρός μεν, Φλώρου και εκείνου ονομαζομένου, μητρός δε, Ευφημίας. Έγινε δε ούτος έμπειρος από κάθε παιδείαν, τόσον την εξωτερικήν των Ελλήνων, όσον και την εσωτερικήν των ιερών και θείων Γραφών. Και πρώτον μεν γίνεται γραμματικός βασιλικός. Έπειτα αναβιβάζεται εις το αξίωμα του πατρικίου. Λαβών δε γυναίκα, έγινε και παιδίων πατήρ. Επειδή δε τα τέκνα και η γυνή του απέθανον από λοιμικήν ασθένειαν, τούτου χάριν αυτός ενδύεται το μοναχικόν σχήμα, και ησυχάζει εις ένα υποστατικόν, οπού είχεν εν τω τόπω τω καλουμένω Ανάπλω. Έπειτα δια την αρετήν του χειροτονείται Επίσκοπος Αμινσού, ήτις είναι πόλις της Καππαδοκίας, Σαμσόν και Εμήδ υπό των Τούρκων καλουμένη. Πηγαίνωντας λοιπόν εις την επαρχίαν του, καλώς οικονόμησε το εμπιστευθέν αυτώ ποίμνιον, και θαυματουργίας ποιήσας, προς Κύριον εξεδήμησεν.

*

Οι Άγιοι Μάρτυρες Φωκάς και Έρμυλος ξίφει τελειούνται.

Έγωγε τμηθώ πρώτον Έρμυλος λέγει.
Ου φησί Φωκάς. Αλλ’ ο Φωκάς Έρμυλε.

*

Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Ζακχαίου Διακόνου, και Αλφειού Αναγνώστου, αθλησάντων εν Καισαρεία.

Ζακχαίος Αλφειός πόθω Θεού Λόγου,
Είλοντο τον θάνατον ευσεβοφρόνως.

*

Μνήμη της Αγίας και Θαυματουργού Σοφίας.

Θεού σοφίαν ηγάπησε Σοφία,
Όθεν χάριν δέδεκτο και των θαυμάτων.

*

Τη αυτή ημέρα τελείται τα Εγκαίνια του σεβασμίου Ναού της Υπερενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου εν τοις Χαλκοπρατείοις.

Σκηνήν αγιάζουσι νυν εγκαινίοις,
Της των βροτών την φύσιν εγκαινισάσης.

*

Ο Όσιος Πατήρ ημών Μιχαήλ ο Σύγγελος και Ομολογητής εν ειρήνη τελειούται.

Ουκ ει τελευτάς Μιχαήλ τούτο ξένον,
Αλλ’ ει θανών ζης, ώσπερ ουν ζης αξίως.

Ούτος ήτον από την αγίαν πόλιν Ιερουσαλήμ, υιός ευσεβών γονέων. Αφ’ ου δε επαιδεύθη και έμαθεν εις το άκρον, τόσον την έξω σοφίαν των Ελλήνων, όσον και την έσω και εδικήν μας, έγινε Μοναχός. Αλλά και η μήτηρ αυτού ομού μετά των θυγατέρων της, εκουρεύθη Μοναχή εις ένα γυναικείον Μοναστήριον, αφ’ ου απέθανεν ο πατήρ του. Επειδή δε καλώς και θεοφιλώς ο θείος ούτος Μιχαήλ επολιτεύετο, βάλλωντας τον εαυτόν του υποκάτω εις κάθε σκληραγωγίαν, δια τούτο και χειροτονείται Πρεσβύτερος. Έπειτα ευρών ένα ήσυχον σπήλαιον, εμβαίνει εις αυτό, όταν ο Άγιος Θεόδωρος και Θεοφάνης οι Ομολογηταί και γραπτοί, έγιναν Ιερείς και λειτουργοί του Κυρίου, και επήγαν προς τον Όσιον τούτον (3). Ο δε Μιχαήλ, Σύγγελος παρά του Ιεροσολύμων καθίσταται. Όθεν και μίαν φοράν απεστάλθησαν εις την Ρώμην από τον Πατριάρχην των Ιεροσολύμων, δια μίαν αναγκαίαν υπόθεσιν. Και προς τούτοις απεστάλθησαν εις την Κωνσταντινούπολιν, δια να δείξουν κατά πάροδόν τινας αναφοράς, τόσον εις τον τότε βασιλέα Λέοντα τον Αρμένιον και εικονομάχον, τον βασιλεύσαντα εν έτει ωιγ’ [813], όσον και εις τον τότε Θεόδοτον τον Πατριάρχην της Κωνσταντινουπόλεως.

Ούτοι λοιπόν οι τρεις Όσιοι, ο Μιχαήλ και ο Θεόδωρος και Θεοφάνης, υπακούοντες εις τον αποστείλαντα Ιεροσολύμων, επέδωκαν τας αναφοράς, προτείναντες και αυτοί από λόγου των εις τους αντιλέγοντας, πολλά δογματικά ρήματα. Δια τούτο, ο μεν Θεόδωρος και Θεοφάνης, εξορίζονται από τον τύραννον Αρμένιον (4). Ο δε μακάριος Μιχαήλ μαζί με τον αδελφόν του Ιώβ, εκλείσθησαν εις το πραιτώριον, ήτοι εις την φυλακήν την καλουμένην των πραιτωρίων. Έπειτα δεχθείς αλυσίδας βαρείας εις τον λαιμόν από τον βασιλέα Μιχαήλ τον Τραυλόν εν έτει ωκ’ [820], εξορίζεται μαζί με τον μαθητήν του εις ένα Μοναστήριον της Πλουσιάδος. Όθεν από την πολλήν κακοπάθειαν, έλαβον επίχυσιν οι οφθαλμοί του, και το σώμα του εκαμπούρωσε. Μόλον τούτο αυτός ο αοίδιμος εστέκετο ωσάν αδάμας γενναίος και ακίνητος.

Όταν δε έλαβον την βασιλείαν η Θεοδώρα και Μιχαήλ ο υιός της, εν έτει ωμβ’ [842], και κάθε ένας ετίμα και επροσκύνει παρρησία τας αγίας εικόνας, τότε και οι ευρισκόμενοι εις τας εξορίας ανεκαλέσθησαν, και αξιόνοντο μεγάλης τιμής. Τω τότε λοιπόν καιρώ και ο θείος ούτος και ομολογητής Μιχαήλ επαρακινείτο από την βασίλισσαν Θεοδώραν να λάβη το αξίωμα της πατριαρχείας της Κωνσταντινουπόλεως. Επειδή όμως ούτος δεν επείσθη, δια τούτο Πατριάρχης μεν επροχειρίσθη, ο θείος Μεθόδιος. Ο δε Μιχαήλ πάλιν προβάλλεται Σύγγελος, και πέρνει το εκεί μεγαλώτατον Μοναστήριον εις εδικήν του εξουσίαν και ανάπαυσιν. Όθεν ευσεβώς και θεαρέστως τον επίλοιπον καιρόν της ζωής του διαπεράσας, και φθάσας έως εις ογδοήκοντα πέντε χρόνους, εν ειρήνη μετέστη προς Κύριον, ίνα λάβη παρ’ αυτού της ομολογίας τον στέφανον.

(3) Ο δε Δοσίθεος Ιεροσολύμων λέγει, ότι οι Γραπτοί ούτοι ήτον, υιοί μεν του Ιωνά Σαββαΐτου, μαθηταί δε του Μιχαήλ τούτου του Συγγέλου (σελ. 694 της Δωδεκαβίβλου). Σημείωσαι, ότι ο Μιχαήλ ούτος έχει εγκώμιον γλαφυρόν εις τον Άγιον Διονύσιον τον Αρεοπαγίτην, και εις τον ομώνυμόν του Μιχαήλ τον Αρχάγγελον.

(4) Ο μεν Άγιος Θεόδωρος εορτάζεται ιδιαιτέρως, κατά την εικοστήν εβδόμην του παρόντος Δεκεμβρίου. Ο δε Άγιος Θεοφάνης, κατά την ενδεκάτην του Οκτωβρίου.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Άγιος ΣεβαστιανόςΤῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΗ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Σεβαστιανοῦ καὶ τῶν σὺν αὐτῷ.

Σεβαστιανὸς τῶν πλάνης σεβασμάτων,
Καταφρονήσας τύπτεται τὸ σαρκίον.

Ὀγδοάτῃ δεκάτῃ Σεβαστιανὸς ῥοπαλίσθη.

*

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ζωὴ καπνῷ δυσώδει τελειοῦται.

Ζωὴ πρὸς ὕψος ἐκ κεφαλῆς ἠρμένη,
Καπνῷ δυσώδει λαμβάνει ζωῆς τέλος.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Τραγκυλῖνος, λιθοβοληθείς, τελειοῦται.

Ναὶ βάλλετε σφοδρῶς με συχνοῖς τοῖς λίθοις,
Ἐκ καρδίας ἔκραζεν ὁ Τραγκυλῖνος.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Κλαύδιος ἐν τῷ βυθῷ τελειοῦται.

Καὶ τοὺς περὶ Κλαύδιον ὧδε τακτέον,
Οὓς κᾂν βυθὸς συνέσχεν οὐρανὸς φέρει.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Τιβούρτιος ξίφει τελειοῦται.

Τιβουρτίου τέμνουσι τὴν θείαν κάραν,
Σύ μου Θεὸς κράζοντος ὦ Θεοῦ Λόγε.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Κάστουλος, ἐν βόθρῳ βληθείς, τελειοῦται.

Κάστουλον εἷλκον εἰς ἀπωλείας βόθρον,
Ὡς δ’ οὐχ’ ὑπεῖξε, γῆς ἐνεβλήθη βόθρῳ.

*

Οἱ Ἅγιοι Μάρκος καὶ Μαρκελλῖνος, λόγχαις βληθέντες, τελειοῦνται.

Ἐχθρῶν παγέντες οἷα λόγχαι καρδίαις,
Νύττεσθε λόγχαις Μάρκε καὶ Μαρκελλῖνε.

Ἀπὸ τούτους τοὺς ἀνωτέρω Ἁγίους, ὁ μὲν Μάρτυς Σεβαστιανός, ἦτον ἕνας τῆς βασιλικῆς Συγκλήτου, κατὰ τοὺς χρόνους Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ, ἐν ἔτει σϞβ΄ [292], καταγόμενος ἀπὸ τὰ Μεδιόλανα τῆς Ἰταλίας, ἤτοι τὸ νῦν λεγόμενον Μιλάνον, καὶ πολλοὺς Ἕλληνας παρακινῶν εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν. Ὁ δὲ Μαρκελλῖνος καὶ Μάρκος, ἦτον περιφανέστατοι ἀπὸ ὅλους, τόσον κατὰ τὸ γένος, ὅσον καὶ κατὰ τὸν πλοῦτον. Υἱοί, πατρὸς μέν, Τραγκυλίνου, μητρὸς δέ, Μαρκίας, ἀδελφοὶ δέ, τόσον κατὰ τὸ σῶμα, ὅσον καὶ κατὰ τὴν ψυχήν. Ἐπειδὴ δὲ αὐτοὶ οἱ δύω ἔμειναν χρόνους πολλοὺς μέσα εἰς τὴν φυλακήν, καὶ ἐδοκίμασαν διάφορα βάσανα, ὕστερον δὲ ἔμελλον νὰ ἀποκεφαλισθοῦν, διὰ τοῦτο περικυκλώσαντες αὐτοὺς οἱ γονεῖς καὶ συγγενεῖς των, ὀλίγον ἔλειψε νὰ πείσουν αὐτοὺς μὲ τοὺς θρήνους καὶ παρακαλέσεις των, νὰ ἀρνηθοῦν τὴν εὐσέβειαν, ἀνίσως καὶ ὁ ἀοίδιμος Σεβαστιανὸς δὲν ἤθελεν ἐμποδίσῃ αὐτούς.

Αὐτὸς γὰρ ὁ γενναῖος ἀγωνιστὴς παρρησίᾳ πρότερον ὡμολόγησε τὸν Χριστόν, (ἐπειδὴ ἕως τότε κρυφίως ἐπίστευε τὸν Χριστὸν ὄχι διὰ φόβον, ἀλλὰ διὰ νὰ ἠμπορῇ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν νὰ παρακινῇ κρυφίως πολλοὺς εἰς τὴν εὐσέβειαν). Αὐτὸς λέγω πρῶτος ὡμολόγησε τὸν Χριστόν, καὶ μὲ παράδοξα θαύματα ἐβεβαίωσε τὴν εὐσέβειαν. Ὅθεν ὄχι μόνον τοὺς ἀνωτέρω αὐταδέλφους ἐστερέωσεν εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ τὸν πατέρα τους Τραγκυλῖνον, καὶ ἄλλους πολλοὺς διὰ μέσου τοῦ Τραγκυλίνου, ἐτράβιξεν εἰς τὴν θεογνωσίαν. Διότι ὁ Τραγκυλῖνος ἀφ’ οὗ ἐπίστευσεν, ἐκεῖνος πάλιν ἐκατήχησε τὸν ἔπαρχον Χρωμάτιον. Ὁ δὲ Χρωμάτιος ἐπροσκάλεσε τὸν μακάριον Σεβαστιανόν, καὶ τὸν πρεσβύτερον Πολύκαρπον, καὶ παρεκάλεσεν αὐτούς, ἵνα ἐλευθερώσουν αὐτὸν ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν ὁποῦ ἔπασχεν. Ἀπὸ τὴν ὁποίαν καὶ ἐλευθερώθη, μὲ τὸ νὰ ἐπίστευσεν ὁλοψύχως εἰς τὸν Χριστόν. Καὶ ἐσύντριψε μέν, τὰ ἐν τῷ οἴκῳ του εὑρισκόμενα εἴδωλα, ἐβαπτίσθη δέ, εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Τότε καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Γάϊος, τὸν μὲν Μαρκελλῖνον καὶ Μάρκον τοὺς ἀδελφούς, ἐχειροτόνησε Διακόνους. Τὸν δὲ πατέρα των Τραγκυλῖνον ἐχειροτόνησε Πρεσβύτερον. Τὸν δὲ Ἅγιον Σεβαστιανόν, κατέστησε τῆς Ἐκκλησίας ἔκδικον. Ὅταν δὲ ἐκινήθη ὑπὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ ὁ κατὰ τῶν Χριστιανῶν διωγμός, τότε ὅλοι μὲν οἱ ἄλλοι, ἤτοι ὁ Νικόστρατος ὁ ἄνδρας τῆς μακαρίας Ζωῆς, ὁ ἔχων τὸ ἀξίωμα τοῦ πριμικκηρίου, καὶ ὁ κομενταρήσιος Κλαύδιος, καὶ ὁ Κάστουλος ὁ διαιτάριος (κοντὰ εἰς τὸν ὁποῖον ἔμενον οἱ Ἅγιοι, ἀφ’ οὗ ἔφυγεν ἀπὸ τὴν πόλιν ὁ ἔπαρχος Χρωμάτιος), καὶ ὁ Τιβούρτιος ὁ υἱὸς τοῦ ῥηθέντος Χρωματίου, καὶ ὁ Κάστωρ καὶ ἡ Ζωή· ὅλοι αὐτοί, λέγω, ἐπιάσθησαν ὁ καθ’ ἕνας ξεχωριστά. Καὶ διάφορα βάσανα λαβόντες, ἐτελείωσαν τὴν ζωήν τους. Ὁ δὲ Ἅγιος Σεβαστιανὸς μετακαλεσθεὶς ἀπὸ τὸν Διοκλητιανὸν καὶ ἐρωτηθείς, ὡμολόγησε παρρησίᾳ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ. Ὅθεν ἐκαταδικάσθη νὰ δεθῇ εἰς ἕνα πάλον. Καὶ ἐκεῖ δεμένος ὤν, νὰ κτυπηθῇ, ὡσὰν σημάδι, μὲ πυκνὰς σαΐτας. Ὅθεν ἔγινε τὸ σῶμα τοῦ ἀοιδίμου ὡσὰν ἀχινός, πεπυκνωμένον ἀπὸ τὰς σαΐτας. Ἔπειτα κατατζακίζουσι τὰ μέλη του μὲ χονδρὰ ῥαβδία. Καὶ κατακοπεὶς εἰς διάφορα κομμάτια, οὕτω παρέδωκε τὴν ἁγίαν του ψυχὴν εἰς χεῖρας Θεοῦ. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτῶν ὅρα εἰς τὸν Παράδεισον (1).)

(1) Σημείωσαι, ὅτι τὴν ᾀσματικὴν Ἀκολουθίαν τοῦ Ἁγίου τούτου Σεβαστιανοῦ, ἀνεπλήρωσεν ἡ ἐμὴ ἀδυναμία, προσθέσασα καὶ Κανόνα δεύτερον. Τὸ δὲ ἑλληνικὸν τούτων Μαρτύριον συνέγραψεν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Πολλῶν κατὰ διαφόρους καιρούς». (Σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῇ Μονῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.)

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Εὐβιότου.

Ἤθλησεν Εὐβίοτος ἄχρις αἱμάτων,
Βίου δὲ τέρμα χωρὶς εὗρεν αἱμάτων.

Οὗτος ὁ Ἅγιος Μάρτυς Εὐβίοτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ, ἐν ἔτει σϞη΄ [298], καταγόμενος ἀπὸ ἕνα χωρίον ὀνομαζόμενον Πτωκετόν, τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται εἰς τὴν τοποθεσίαν τὴν καλουμένην τοῦ Ὀψικίου. Ἐκεῖ γὰρ οὗτος ἐγεννήθη, ἐκεῖ ἀνετράφη, καὶ ἐκεῖ ἔλαβε τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἅγιος ἐμεταχειρίζετο ζωὴν θεάρεστον, καὶ κάθε εἶδος ἀρετῆς εἰργάζετο, τούτου χάριν πολλὰ κακὰ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας ἐδοκίμασε, περιφερόμενος ἀπὸ ἕνα μέρος εἰς ἄλλο, καὶ δενόμενος καὶ δερνόμενος. Μάλιστα δὲ καὶ ἐξαιρέτως ταῦτα ἔπασχε, διὰ τὶ ἐτέλει πολλὰ θαύματα. Καὶ διὰ τῶν θαυμάτων πολλοὺς ἀπίστους ἐπίστρεφεν εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν. Μίαν φορὰν δέ, ἀφ’ οὗ ἐσυντρίφθη ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων μὲ ξύλα καὶ μὲ πέτρας, ἐβάλθη μέσα εἰς τὴν φωτίαν. Ἐπειδὴ δὲ ἔμεινεν ἀβλαβὴς ὑπὸ τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ, πολλοὶ βλέποντες τὸ παράδοξον τοῦτο καὶ θαυμάσαντες, ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστόν. Οἱ ὁποῖοι καὶ ἐβαπτίσθησαν εἰς τὴν ἐκεῖ Ἐκκλησίαν, τὴν ὁποίαν καὶ ἐγκαινίασαν Παῦλος καὶ Σίλας οἱ Ἀπόστολοι.

Ταῦτα δὲ μαθὼν ὁ ἡγεμὼν τῆς Κυζίκου Λεόντιος, ἔστειλε καὶ ἔφερε τὸν Ἅγιον δεμένον ἔμπροσθέν του. Καὶ εὐθὺς προστάζει καὶ δέρνουσιν αὐτὸν μὲ πέτρας εἰς τὸ στόμα καὶ εἰς τὰ σιαγόνια καὶ εἰς τὰ μάγουλα. Ἔπειτα κρεμῶσιν αὐτὸν εἰς ξύλον καὶ καταξεσχίζουν τὸ σῶμά του μὲ τὰς μάστιγας. Μετὰ ταῦτα δίδουσιν αὐτὸν εἰς τὰ θηρία διὰ νὰ τὸν φάγουν. Ἐπειδὴ δὲ ἔμεινεν ἀπὸ αὐτὰ ἀβλαβής, διὰ τοῦτο ῥίπτουσιν αὐτὸν εἰς τὴν φυλακήν. Ὅθεν πολλοὶ Ἕλληνες βλέποντες τὸ τοιοῦτον θαυμάσιον, ἐπρόστρεξαν εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐβαπτίσθησαν. Ὁ δὲ ἡγεμὼν ἐπρόσταξε τοὺς μονομάχους νὰ σφάξουν τὸν Ἅγιον. Ἐκεῖνοι δέ, μὲ τὸ νὰ ἔπεσεν εἰς αὐτοὺς σκότωσις, κατέσφαζον ἕνας τὸν ἄλλον. Ὁ δὲ Μάρτυς μείνας ἀβλαβὴς ἀπὸ αὐτούς, ἐρρίφθη πάλιν εἰς τὴν φυλακήν. Ἀφ’ οὗ ἐπέρασαν εἰκοσιδύω ἡμέραι, ἠκούσθη ἕνα θεόπεμπτον καὶ χαροποιὸν μήνυμα, ὅτι ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἀναβαίνει ἀπὸ τὰ δυτικὰ μέρη τῆς Εὐρώπης εἰς τὰ ἀνατολικά, διὰ νὰ πολεμήσῃ τὸν τύραννον Μαξιμιανόν. Ὅθεν ὁ Μαξιμιανὸς φοβηθείς, ἐπρόσταξε νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὰς φυλακὰς καὶ τὰ δεσμὰ οἱ Χριστιανοί. Τότε λοιπὸν καὶ ὁ πολύαθλος οὗτος Εὐβίοτος ἐλευθερωθεὶς ἀπὸ τὰ δεσμά, ἐγύρισεν εἰς τὸ κελλίον του. Καὶ ζήσας ἀκόμη πέντε χρόνους, καὶ πολλὰ θαύματα ἐκτελέσας, ἐν εἰρήνῃ τὴν ψυχήν του τῷ Κυρίῳ παρέθετο (2).

(2) Περὶ τοῦ Ἁγίου τούτου Εὐβιότου ὅρα εἰς τὴν τριακοστὴν τοῦ παρόντος μηνὸς ἐν τῷ Συναξαρίῳ τοῦ Ἁγίου Φιλεταίρου.

*

Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Φλώρου, Ἐπισκόπου Ἀμινσοῦ.

Εἴκων ὁ Φλῶρος τῇ πάλαι κατακρίσει,
Εἰς γῆν ἀπῆλθε. Γῆ γὰρ ἦν. Καὶ τί ξένον;

Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τῶν βασιλέων Ἰουστίνου καὶ Τιβερίου καὶ Μαυρικίου, ἤτοι ἐν ἔτει φπδ΄ [584]. Υἱὸς πατρὸς μέν, Φλώρου καὶ ἐκείνου ὀνομαζομένου, μητρὸς δέ, Εὐφημίας. Ἔγινε δὲ οὗτος ἔμπειρος ἀπὸ κάθε παιδείαν, τόσον τὴν ἐξωτερικὴν τῶν Ἑλλήνων, ὅσον καὶ τὴν ἐσωτερικὴν τῶν ἱερῶν καὶ θείων Γραφῶν. Καὶ πρῶτον μὲν γίνεται γραμματικὸς βασιλικός. Ἔπειτα ἀναβιβάζεται εἰς τὸ ἀξίωμα τοῦ πατρικίου. Λαβὼν δὲ γυναῖκα, ἔγινε καὶ παιδίων πατήρ. Ἐπειδὴ δὲ τὰ τέκνα καὶ ἡ γυνή του ἀπέθανον ἀπὸ λοιμικὴν ἀσθένειαν, τούτου χάριν αὐτὸς ἐνδύεται τὸ μοναχικὸν σχῆμα, καὶ ἡσυχάζει εἰς ἕνα ὑποστατικόν, ὁποῦ εἶχεν ἐν τῷ τόπῳ τῷ καλουμένῳ Ἀνάπλῳ. Ἔπειτα διὰ τὴν ἀρετήν του χειροτονεῖται Ἐπίσκοπος Ἀμινσοῦ, ἥτις εἶναι πόλις τῆς Καππαδοκίας, Σαμσὸν καὶ Ἐμὴδ ὑπὸ τῶν Τούρκων καλουμένη. Πηγαίνωντας λοιπὸν εἰς τὴν ἐπαρχίαν του, καλῶς οἰκονόμησε τὸ ἐμπιστευθὲν αὐτῷ ποίμνιον, καὶ θαυματουργίας ποιήσας, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν.

*

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Φωκᾶς καὶ Ἕρμυλος ξίφει τελειοῦνται.

Ἔγωγε τμηθῶ πρῶτον Ἕρμυλος λέγει.
Οὔ φησι Φωκᾶς. Ἀλλ’ ὁ Φωκᾶς Ἕρμυλε.

*

Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ζακχαίου Διακόνου, καὶ Ἀλφειοῦ Ἀναγνώστου, ἀθλησάντων ἐν Καισαρείᾳ.

Ζακχαῖος Ἀλφειὸς πόθῳ Θεοῦ Λόγου,
Εἵλοντο τὸν θάνατον εὐσεβοφρόνως.

*

Μνήμη τῆς Ἁγίας καὶ Θαυματουργοῦ Σοφίας.

Θεοῦ σοφίαν ἠγάπησε Σοφία,
Ὅθεν χάριν δέδεκτο καὶ τῶν θαυμάτων.

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ τελεῖται τὰ Ἐγκαίνια τοῦ σεβασμίου Ναοῦ τῆς Ὑπερενδόξου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου ἐν τοῖς Χαλκοπρατείοις.

Σκηνὴν ἁγιάζουσι νῦν ἐγκαινίοις,
Τῆς τῶν βροτῶν τὴν φύσιν ἐγκαινισάσης.

*

Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Μιχαὴλ ὁ Σύγγελος καὶ Ὁμολογητὴς ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Οὐκ εἰ τελευτᾷς Μιχαὴλ τοῦτο ξένον,
Ἀλλ’ εἰ θανὼν ζῇς, ὥσπερ οὖν ζῇς ἀξίως.

Οὗτος ἦτον ἀπὸ τὴν ἁγίαν πόλιν Ἱερουσαλήμ, υἱὸς εὐσεβῶν γονέων. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπαιδεύθη καὶ ἔμαθεν εἰς τὸ ἄκρον, τόσον τὴν ἔξω σοφίαν τῶν Ἑλλήνων, ὅσον καὶ τὴν ἔσω καὶ ἐδικήν μας, ἔγινε Μοναχός. Ἀλλὰ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ ὁμοῦ μετὰ τῶν θυγατέρων της, ἐκουρεύθη Μοναχὴ εἰς ἕνα γυναικεῖον Μοναστήριον, ἀφ’ οὗ ἀπέθανεν ὁ πατήρ του. Ἐπειδὴ δὲ καλῶς καὶ θεοφιλῶς ὁ θεῖος οὗτος Μιχαὴλ ἐπολιτεύετο, βάλλωντας τὸν ἑαυτόν του ὑποκάτω εἰς κάθε σκληραγωγίαν, διὰ τοῦτο καὶ χειροτονεῖται Πρεσβύτερος. Ἔπειτα εὑρὼν ἕνα ἥσυχον σπήλαιον, ἐμβαίνει εἰς αὐτό, ὅταν ὁ Ἅγιος Θεόδωρος καὶ Θεοφάνης οἱ Ὁμολογηταὶ καὶ γραπτοί, ἔγιναν Ἱερεῖς καὶ λειτουργοὶ τοῦ Κυρίου, καὶ ἐπῆγαν πρὸς τὸν Ὅσιον τοῦτον (3). Ὁ δὲ Μιχαήλ, Σύγγελος παρὰ τοῦ Ἱεροσολύμων καθίσταται. Ὅθεν καὶ μίαν φορὰν ἀπεστάλθησαν εἰς τὴν Ῥώμην ἀπὸ τὸν Πατριάρχην τῶν Ἱεροσολύμων, διὰ μίαν ἀναγκαίαν ὑπόθεσιν. Καὶ πρὸς τούτοις ἀπεστάλθησαν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, διὰ νὰ δείξουν κατὰ πάροδόν τινας ἀναφοράς, τόσον εἰς τὸν τότε βασιλέα Λέοντα τὸν Ἁρμένιον καὶ εἰκονομάχον, τὸν βασιλεύσαντα ἐν ἔτει ωιγ΄ [813], ὅσον καὶ εἰς τὸν τότε Θεόδοτον τὸν Πατριάρχην τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Οὗτοι λοιπὸν οἱ τρεῖς Ὅσιοι, ὁ Μιχαὴλ καὶ ὁ Θεόδωρος καὶ Θεοφάνης, ὑπακούοντες εἰς τὸν ἀποστείλαντα Ἱεροσολύμων, ἐπέδωκαν τὰς ἀναφοράς, προτείναντες καὶ αὐτοὶ ἀπὸ λόγου των εἰς τοὺς ἀντιλέγοντας, πολλὰ δογματικὰ ῥήματα. Διὰ τοῦτο, ὁ μὲν Θεόδωρος καὶ Θεοφάνης, ἐξορίζονται ἀπὸ τὸν τύραννον Ἁρμένιον (4). Ὁ δὲ μακάριος Μιχαὴλ μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφόν του Ἰώβ, ἐκλείσθησαν εἰς τὸ πραιτώριον, ἤτοι εἰς τὴν φυλακὴν τὴν καλουμένην τῶν πραιτωρίων. Ἔπειτα δεχθεὶς ἁλυσίδας βαρείας εἰς τὸν λαιμὸν ἀπὸ τὸν βασιλέα Μιχαὴλ τὸν Τραυλὸν ἐν ἔτει ωκ΄ [820], ἐξορίζεται μαζὶ μὲ τὸν μαθητήν του εἰς ἕνα Μοναστήριον τῆς Πλουσιάδος. Ὅθεν ἀπὸ τὴν πολλὴν κακοπάθειαν, ἔλαβον ἐπίχυσιν οἱ ὀφθαλμοί του, καὶ τὸ σῶμά του ἐκαμπούρωσε. Μὅλον τοῦτο αὐτὸς ὁ ἀοίδιμος ἐστέκετο ὡσὰν ἀδάμας γενναῖος καὶ ἀκίνητος.

Ὅταν δὲ ἔλαβον τὴν βασιλείαν ἡ Θεοδώρα καὶ Μιχαὴλ ὁ υἱός της, ἐν ἔτει ωμβ΄ [842], καὶ κάθε ἕνας ἐτίμα καὶ ἐπροσκύνει παρρησίᾳ τὰς ἁγίας εἰκόνας, τότε καὶ οἱ εὑρισκόμενοι εἰς τὰς ἐξορίας ἀνεκαλέσθησαν, καὶ ἀξιόνοντο μεγάλης τιμῆς. Τῷ τότε λοιπὸν καιρῷ καὶ ὁ θεῖος οὗτος καὶ ὁμολογητὴς Μιχαὴλ ἐπαρακινεῖτο ἀπὸ τὴν βασίλισσαν Θεοδώραν νὰ λάβῃ τὸ ἀξίωμα τῆς πατριαρχείας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἐπειδὴ ὅμως οὗτος δὲν ἐπείσθη, διὰ τοῦτο Πατριάρχης μὲν ἐπροχειρίσθη, ὁ θεῖος Μεθόδιος. Ὁ δὲ Μιχαὴλ πάλιν προβάλλεται Σύγγελος, καὶ πέρνει τὸ ἐκεῖ μεγαλώτατον Μοναστήριον εἰς ἐδικήν του ἐξουσίαν καὶ ἀνάπαυσιν. Ὅθεν εὐσεβῶς καὶ θεαρέστως τὸν ἐπίλοιπον καιρὸν τῆς ζωῆς του διαπεράσας, καὶ φθάσας ἕως εἰς ὀγδοήκοντα πέντε χρόνους, ἐν εἰρήνῃ μετέστη πρὸς Κύριον, ἵνα λάβῃ παρ’ αὐτοῦ τῆς ὁμολογίας τὸν στέφανον.

(3) Ὁ δὲ Δοσίθεος Ἱεροσολύμων λέγει, ὅτι οἱ Γραπτοὶ οὗτοι ἦτον, υἱοὶ μὲν τοῦ Ἰωνᾶ Σαββαΐτου, μαθηταὶ δὲ τοῦ Μιχαὴλ τούτου τοῦ Συγγέλου (σελ. 694 τῆς Δωδεκαβίβλου). Σημείωσαι, ὅτι ὁ Μιχαὴλ οὗτος ἔχει ἐγκώμιον γλαφυρὸν εἰς τὸν Ἅγιον Διονύσιον τὸν Ἀρεοπαγίτην, καὶ εἰς τὸν ὁμώνυμόν του Μιχαὴλ τὸν Ἀρχάγγελον.

(4) Ὁ μὲν Ἅγιος Θεόδωρος ἑορτάζεται ἰδιαιτέρως, κατὰ τὴν εἰκοστὴν ἑβδόμην τοῦ παρόντος Δεκεμβρίου. Ὁ δὲ Ἅγιος Θεοφάνης, κατὰ τὴν ἑνδεκάτην τοῦ Ὀκτωβρίου.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

 

Των Αγίων Σεβαστιανού και των συν αυτώ, Ζωής κ.ά.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.