Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου12 Σεπτεμβρίου

Των Αγίων Αυτονόμου, Κουρνούτου Επισκόπου Ικονίου, Θεοδώρου Επισκόπου Αλεξανδρείας, Ιουλιανού κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

12-9 (1)Τω αυτώ μηνί ΙΒ’, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Αυτονόμου.

Θύμα τραπέζη προυτέθη τη ση Λόγε,
Θύτης σος Αυτόνομος εκθανών λίθοις.

Αυτόνομος δε λίθοις δυωκαιδεκάτη κατελεύσθη.

Ο θείος ούτος και γενναίος της ευσεβείας αγωνιστής Αυτόνομος, ήτον Επίσκοπος κατά την Ιταλίαν. Δια δε τον διωγμόν, οπού εκίνησε κατά των Χριστιανών ο βασιλεύς Διοκλητιανός εν έτει σϞη’ [298], ανεχώρησεν από την Ιταλίαν, και επήγεν εις ένα χωρίον της Βιθυνίας, καλούμενον μεν Σωρεοί, ευρισκόμενον δε εις το δεξιόν μέρος του κόλπου της Νικομηδείας· όπου και εξενοδοχείτο από ένα Χριστιανόν Κορνήλιον ονόματι. Επειδή δε διέτριψεν εις εκείνον τον τόπον καιρόν αρκετόν, δια τούτο έκτισεν εκεί ένα οίκον ευκτήριον. Και χειροτονεί Διάκονον τον ξενοδόχον του Κορνήλιον. Όθεν παραδούς εις αυτόν την φροντίδα και επιμέλειαν των εκείσε ευρισκομένων Χριστιανών, αυτός ανεχώρησεν εις την Λυκαονίαν και Ισαυρίαν. Εις τας οποίας επαρχίας κηρύξας την του Χριστού πίστιν, επανεγύρισε πάλιν εις τον Κορνήλιον, και χειροτονεί αυτόν Ιερέα. Επειδή δε έμαθεν, ότι ο Διοκλητιανός ήλθεν εις την Νικομήδειαν, και είχε θυμόν μεγάλον κατά των Χριστιανών, και μάλιστα εναντίον του, δια ταύτην την αιτίαν ανεχώρησεν εις τας πόλεις, οπού ευρίσκονται τριγύρω της Μαύρης Θαλάσσης. Κηρύξας δε και εκεί τον λόγον της ευσεβείας, εγύρισε πάλιν εις τους Σωρεούς, και χειροτονεί τον Κορνήλιον αρχιερέα.

Έπειτα διαπερνά την Μικράν Ασίαν, εκριζόνωντας μεν τελείως την πλάνην της ειδωλολατρείας και απιστίας, φυτεύωντας δε τον λόγον της ευσεβείας και πίστεως. Είτα γυρίζει πάλιν εις τους Σωρεούς. Και διαβάς εις ένα χωρίον, ευρισκόμενον μεν κοντά εις τους Σωρεούς, ονομαζόμενον δε Λίμναι, εν ολίγω καιρώ οδηγεί εις το φως της θεογνωσίας τους εκείσε ευρισκομένους, και βαπτίζει αυτούς. Αφ’ ου λοιπόν αυτά όλα ετελείωσεν ο του Χριστού μάρτυς και ιεράρχης, βλέποντες οι ευσεβείς Χριστιανοί τους ασεβείς και Έλληνας, να θυσιάζουν συχνάκις εις τους δαίμονας εν τω ανωτέρω τόπω κατά τινα εορτήν, και να πράττουν άσεμνά τινα έργα, εθυμώθησαν με δικαίαν οργήν. Όθεν και παραθαρρύναντες ένας τον άλλον, επήγαν και εσύντριψαν όλα των τα είδωλα. Τούτο δε μαθόντες οι Έλληνες, επαραφύλαξαν ένα καιρόν, όταν ιερούργει την θείαν μυσταγωγίαν ο θεράπων του Κυρίου Αυτόνομος. Και τότε ώρμησαν εναντίον του εν Σωρεοίς ευκτηρίου Ναού. Και αφ’ ου εκτύπησαν όσους εύρον εκεί, με πέτρας, με ξύλα, και με άλλα άρματα, οπού είχον εις τας χείρας των, τελευταίον εθανάτωσαν και τον Άγιον Αυτόνομον εις αυτήν την Αγίαν Τράπεζαν, εις την οποίαν ίστατο λειτουργών τω Κυρίω.

Μία δε διάκονος Μαρία ονόματι, μαζί με άλλους θεοφιλείς, πέρνουσα το άγιον εκείνου λείψανον, λαμπρώς αυτό ενταφίασεν. Εις τον τάφον δε εκείνον, εκτίσθη ύστερον και Ναός. Μέχρι δε της σήμερον σώζεται το ιερόν εκείνο λείψανον σώον και ολόκληρον, ανώτερον από κάθε φθοράν, διαφυλάττον τον χαρακτήρα της μορφής ακέραιον και αδιαλώβητον, έχον και αυτό ακόμη το δέρμα ομού με τας τρίχας. Όθεν και όλοι οι βλέποντες αυτό, εκπλήττονται και παρακινούνται εις το να δοξάζουν τον Κύριον (1).

(1) Σημείωσαι, ότι το Μαρτύριον του Αγίου Αυτονόμου συνέγραψεν ελληνιστί ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Της ίσης ατοπίας είναι νομίζω». (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων και εν άλλαις.)

*

Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Κουρνούτου, Επισκόπου Ικονίου.

Κλέους καταγνούς του παρόντος Κουρνούτος,
Ξίφει το μέλλον εμπορεύεται κλέος.

Ούτος ήτον γέννημα και θρέμμα της πόλεως Ικονίου, της οποίας ύστερον έγινε και Αρχιερεύς. Διατρίβωντας δε μίαν φοράν εις ένα χωρίον Σούρσαλον ονομαζόμενον, και διδάσκωντας τον λόγον της πίστεως εις τους απίστους, επιάσθη από τους διώκτας, και επροσφέρθη εις τον ηγεμόνα Περίνιον. Και αφ’ ου υπέμεινεν ανδρείως όλην του την αγριότητα, απετμήθη την κεφαλήν, και έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον.

*

Μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Θεοδώρου, Επισκόπου Αλεξανδρείας.

Τμηθείς κεφαλήν Θεόδωρος εκ ξίφους,
Θεού μετέσχε δωρεών φερωνύμως.

Τούτον τον Άγιον επίασαν οι Αλεξανδρείς, επειδή και εκήρυττε παρρησία τον Χριστόν. Και ανάψαντες από τον θυμόν, εστεφάνωσαν αυτόν με τας ακάνθας. Ερράπιζον το πρόσωπόν του· ετριγύριζαν αυτόν δεμένον εις όλην την πόλιν· έρριπτον αυτόν εις την θάλασσαν. Αφ’ ου δε από όλα αυτά έμεινεν αβλαβής υπό της θείας χάριτος, τελευταίον με την προσταγήν του άρχοντος, απετμήθη την κεφαλήν, και απήλθε νικηφόρος εις τα Ουράνια.

*

Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Ιουλιανού του εν Γαλατία.

Ασκητικοίς ιδρώσι συμμίξας άθλους
Ιουλιανός διττά τα στέφη λάβη.

Ούτος ήτον κατά τους χρόνους Διοκλητιανού εν έτει τ’ [300], εις την πόλιν των Γαλατών γεννηθείς και ανατραφείς. Όταν δε ο Αντωνίνος (2) έγινεν ηγεμών της επαρχίας των Γαλατών, ήκουσεν, ότι ο Άγιος ούτος Ιουλιανός είναι κεκρυμμένος με άλλους τεσσαράκοντα, μέσα εις ένα σπήλαιον, και ακολουθεί εις την θρησκείαν των Χριστιανών. Όθεν ευθύς στέλλει ανθρώπους δια να αρπάσουν αυτόν και να τον φέρουν εις το κριτήριον. Οι δε απεσταλμένοι τούτον μόνον ευρόντες, εβίαζον αυτόν δια να δείξη, πού και οι άλλοι ευρίσκονται. Ο δε Άγιος δεν εκαταπείσθη, αλλά εφώναξε με μεγάλην φωνήν προς τους συνασκητάς του ταύτα. Ιδού εγώ πιασθείς, πηγαίνω να μαρτυρήσω δια τον Χριστόν, χωρίς να προδώσω εσάς εις τους στρατιώτας οπού με εβίαζον. Λοιπόν σπουδάσατε και εσείς να έλθετε να με φθάσετε.

Όταν λοιπόν επαραστάθη εις το βήμα, λέγει ο Αντωνίνος προς τον Μάρτυρα. Στοχάσου το συμφέρον σου, και ελθέ δια να θυσιάσης εις τους θεούς. Τότε ο του Χριστού αθλητής απεκρίθη. Άριστος σύμβουλος έγινες εις εμένα ω ηγεμών, και χωρίς να θέλης. Διότι εγώ, με το να προσέχω εις το εδικόν μου συμφέρον, άλλο τι δεν ευρίσκω να ήναι τούτο, πάρεξ το να αποθάνω δια την ευσέβειαν, με την οποίαν ανετράφηκα από βρέφους. Ταύτα ακούσας ο ηγεμών, δεν ηθέλησε να τον ερωτήση άλλο τι περισσότερον. Αλλά προστάζει να αναφθή μία σιδηρά κλίνη, έως οπού να πυρακτωθή όλη, και επάνω εις αυτήν να απλωθή ανάσκελα ο του Χριστού αθλητής. Ο δε Μάρτυς ποιήσας το σημείον του τιμίου Σταυρού εις το σώμα του, ανέβη επάνω εις την κλίνην. Και ω του θαύματος! Άγγελος Κυρίου δροσίσας την πεπυρακτωμένην κλίνην, αβλαβή τον Μάρτυρα διεφύλαξεν.

Ο δε Αντωνίνος ιδών το τοιούτον θαυμάσιον, εξεπλάγη υπερβολικώς, και άρχισε να ερωτά τον Άγιον με τοιαύτας ερωτήσεις. Ποίος είσαι εσύ, όστις και το πυρ έτζι ευκόλως ενίκησας; Ο Άγιος απεκρίθη. Λειτουργός είμαι του Κυρίου Ιουλιανός ονομαζόμενος. Ο Αντωνίνος. Ποίοι δε είναι οι γονείς σου; Ο Άγιος είπεν. Ο μεν πατήρ μου, απήλθε προς Κύριον, η δε μήτηρ μου, είναι γερόντισσα. Και ευθύς προστάζει ο τύραννος να φέρουν την μητέρα του Αγίου εις το βήμα. Την οποίαν ιδών με άγριον ομμάτι ο Αντωνίνος, κατάπεισον, είπεν, ω γύναι, τούτον τον κάκιστόν σου υιόν, να θυμιάση εις τους θεούς με θυμιατόν. Είτε μη, έχουν να σε πάρουν ασελγείς στρατιώται, και να υβρίσουν ασέμνως το σώμα σου. Η δε ανδρεία εκείνη γυνή, και ποίαν καταδίκην, είπεν, έχει να λάβη η ψυχή μου, ανίσως χωρίς να θέλω ατιμασθή το σώμα μου; βέβαια ουδεμίαν. Πλην και κατά άλλον τρόπον, εγώ θαρρώ εις τον Θεόν μου, ότι δεν θέλει με παραβλέψει, ουδέ θέλει παραχωρήσει να πάθω τούτο ποτέ. Από τα λόγια ταύτα αιμωδιάσας ο Αντωνίνος, εκείνην μεν απέλυσε, τον δε υιόν αυτής και αθλητήν Ιουλιανόν, προστάζει να θανατωθή με το ξίφος.

Αναβάς λοιπόν εις το σύνηθες όρος μαζί με τους δημίους ο της ευσεβείας αγωνιστής, και ζητήσας από αυτούς ώραν ολίγην δια να προσευχηθή, ευχαριστώ σοι Κύριε, είπεν, ότι μέχρι θανάτου με εφύλαξας ακαταίσχυντον, εν τη ομολογία της πίστεως. Λοιπόν παρακαλώ σε, χάρισαι εις εκείνους τους Χριστιανούς, οπού πέρνουν χώμα από τον τάφον μου, συγχώρησιν αμαρτιών, και παθών αποτροπήν. Και ας μην έλθουν εις τα τούτων χωράφια πετεινά αφανιστικά, ή ακρίδες, ή άλλων ζωϋφίων βλάβη. Τελευταίον δε είπε· «Δέξαι εν ειρήνη το πνεύμα μου Κύριε». Όθεν ευθύς ελθούσα φωνή από τον ουρανόν έλεγε· «Τας πύλας σοι άνοιξεν ο αγωνοθέτης Θεός. Και λοιπόν ως νομίμως αγωνισάμενος, είσελθε». Ταύτην την φωνήν ακούσαντες οι άλλοι τεσσαράκοντα Χριστιανοί οι κεκρυμμένοι όντες, έφθασαν εις την υπώρειαν του βουνού, και ευρήκαν τελειωμένον τον του Χριστού μάρτυρα. Όθεν και αυτοί ομολογήσαντες τον Χριστόν έμπροσθεν εις τους δημίους, επιάσθησαν από αυτούς και εδέθησαν. Και κατά προσταγήν του Αντωνίνου, εφυλάχθησαν δια να εξετασθούν δεύτερον.

(2) Εν δε τοις Μηναίοις και τω τετυπωμένω Συναξαριστή, γράφεται Αντώνιος.

*

Οι Άγιοι Μάρτυρες Μακεδόνιος, Θεόδουλος και Τατιανός, ξίφει τελειούνται.

Μακεδόνιος Τατιανός Χριστέ μου,
Και Θεόδουλος εκτέμνονται σου χάριν.

*

Ο Όσιος Δανιήλ ο εν τω Θασίω, εν ειρήνη τελειούται.

Ορμάς παθών επέσχε Δανιήλ νέος,
Ως πριν Δανιήλ των λεόντων τας μύλας.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Ωκεανός πυρί τελειούται.

Τον Ωκεανόν ήλιον λαμπρόν νόει
Εις ωκεανόν, την πυράν λελουμένον.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

12-9 (1)Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΒ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Αὐτονόμου.

Θῦμα τραπέζῃ προὐτέθη τῇ σῇ Λόγε,
Θύτης σὸς Αὐτόνομος ἐκθανὼν λίθοις.

Αὐτόνομος δὲ λίθοις δυωκαιδεκάτῃ κατελεύσθη.

Ὁ θεῖος οὗτος καὶ γενναῖος τῆς εὐσεβείας ἀγωνιστὴς Αὐτόνομος, ἦτον Ἐπίσκοπος κατὰ τὴν Ἰταλίαν. Διὰ δὲ τὸν διωγμόν, ὁποῦ ἐκίνησε κατὰ τῶν Χριστιανῶν ὁ βασιλεὺς Διοκλητιανὸς ἐν ἔτει σϞη΄ [298], ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὴν Ἰταλίαν, καὶ ἐπῆγεν εἰς ἕνα χωρίον τῆς Βιθυνίας, καλούμενον μὲν Σωρεοί, εὑρισκόμενον δὲ εἰς τὸ δεξιὸν μέρος τοῦ κόλπου τῆς Νικομηδείας· ὅπου καὶ ἐξενοδοχεῖτο ἀπὸ ἕνα Χριστιανὸν Κορνήλιον ὀνόματι. Ἐπειδὴ δὲ διέτριψεν εἰς ἐκεῖνον τὸν τόπον καιρὸν ἀρκετόν, διὰ τοῦτο ἔκτισεν ἐκεῖ ἕνα οἶκον εὐκτήριον. Καὶ χειροτονεῖ Διάκονον τὸν ξενοδόχον του Κορνήλιον. Ὅθεν παραδοὺς εἰς αὐτὸν τὴν φροντίδα καὶ ἐπιμέλειαν τῶν ἐκεῖσε εὑρισκομένων Χριστιανῶν, αὐτὸς ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Λυκαονίαν καὶ Ἰσαυρίαν. Εἰς τὰς ὁποίας ἐπαρχίας κηρύξας τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν, ἐπανεγύρισε πάλιν εἰς τὸν Κορνήλιον, καὶ χειροτονεῖ αὐτὸν Ἱερέα. Ἐπειδὴ δὲ ἔμαθεν, ὅτι ὁ Διοκλητιανὸς ἦλθεν εἰς τὴν Νικομήδειαν, καὶ εἶχε θυμὸν μεγάλον κατὰ τῶν Χριστιανῶν, καὶ μάλιστα ἐναντίον του, διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν ἀνεχώρησεν εἰς τὰς πόλεις, ὁποῦ εὑρίσκονται τριγύρω τῆς Μαύρης Θαλάσσης. Κηρύξας δὲ καὶ ἐκεῖ τὸν λόγον τῆς εὐσεβείας, ἐγύρισε πάλιν εἰς τοὺς Σωρεούς, καὶ χειροτονεῖ τὸν Κορνήλιον ἀρχιερέα.

Ἔπειτα διαπερνᾷ τὴν Μικρὰν Ἀσίαν, ἐκριζόνωντας μὲν τελείως τὴν πλάνην τῆς εἰδωλολατρείας καὶ ἀπιστίας, φυτεύωντας δὲ τὸν λόγον τῆς εὐσεβείας καὶ πίστεως. Εἶτα γυρίζει πάλιν εἰς τοὺς Σωρεούς. Καὶ διαβὰς εἰς ἕνα χωρίον, εὑρισκόμενον μὲν κοντὰ εἰς τοὺς Σωρεούς, ὀνομαζόμενον δὲ Λίμναι, ἐν ὀλίγῳ καιρῷ ὁδηγεῖ εἰς τὸ φῶς τῆς θεογνωσίας τοὺς ἐκεῖσε εὑρισκομένους, καὶ βαπτίζει αὐτούς. Ἀφ’ οὗ λοιπὸν αὐτὰ ὅλα ἐτελείωσεν ὁ τοῦ Χριστοῦ μάρτυς καὶ ἱεράρχης, βλέποντες οἱ εὐσεβεῖς Χριστιανοὶ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ Ἕλληνας, νὰ θυσιάζουν συχνάκις εἰς τοὺς δαίμονας ἐν τῷ ἀνωτέρω τόπῳ κατά τινα ἑορτήν, καὶ νὰ πράττουν ἄσεμνά τινα ἔργα, ἐθυμώθησαν μὲ δικαίαν ὀργήν. Ὅθεν καὶ παραθαρρύναντες ἕνας τὸν ἄλλον, ἐπῆγαν καὶ ἐσύντριψαν ὅλα των τὰ εἴδωλα. Τοῦτο δὲ μαθόντες οἱ Ἕλληνες, ἐπαραφύλαξαν ἕνα καιρόν, ὅταν ἱερούργει τὴν θείαν μυσταγωγίαν ὁ θεράπων τοῦ Κυρίου Αὐτόνομος. Καὶ τότε ὥρμησαν ἐναντίον τοῦ ἐν Σωρεοῖς εὐκτηρίου Ναοῦ. Καὶ ἀφ’ οὗ ἐκτύπησαν ὅσους εὗρον ἐκεῖ, μὲ πέτρας, μὲ ξύλα, καὶ μὲ ἄλλα ἅρματα, ὁποῦ εἶχον εἰς τὰς χεῖράς των, τελευταῖον ἐθανάτωσαν καὶ τὸν Ἅγιον Αὐτόνομον εἰς αὐτὴν τὴν Ἁγίαν Τράπεζαν, εἰς τὴν ὁποίαν ἵστατο λειτουργῶν τῷ Κυρίῳ.

Μία δὲ διάκονος Μαρία ὀνόματι, μαζὶ μὲ ἄλλους θεοφιλεῖς, πέρνουσα τὸ ἅγιον ἐκείνου λείψανον, λαμπρῶς αὐτὸ ἐνταφίασεν. Εἰς τὸν τάφον δὲ ἐκεῖνον, ἐκτίσθη ὕστερον καὶ Ναός. Μέχρι δὲ τῆς σήμερον σῴζεται τὸ ἱερὸν ἐκεῖνο λείψανον σῷον καὶ ὁλόκληρον, ἀνώτερον ἀπὸ κάθε φθοράν, διαφυλάττον τὸν χαρακτῆρα τῆς μορφῆς ἀκέραιον καὶ ἀδιαλώβητον, ἔχον καὶ αὐτὸ ἀκόμη τὸ δέρμα ὁμοῦ μὲ τὰς τρίχας. Ὅθεν καὶ ὅλοι οἱ βλέποντες αὐτό, ἐκπλήττονται καὶ παρακινοῦνται εἰς τὸ νὰ δοξάζουν τὸν Κύριον (1).

(1) Σημείωσαι, ὅτι τὸ Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Αὐτονόμου συνέγραψεν ἑλληνιστὶ ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Τῆς ἴσης ἀτοπίας εἶναι νομίζω». (Σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.)

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Κουρνούτου, Ἐπισκόπου Ἰκονίου.

Κλέους καταγνοὺς τοῦ παρόντος Κουρνοῦτος,
Ξίφει τὸ μέλλον ἐμπορεύεται κλέος.

Οὗτος ἦτον γέννημα καὶ θρέμμα τῆς πόλεως Ἰκονίου, τῆς ὁποίας ὕστερον ἔγινε καὶ Ἀρχιερεύς. Διατρίβωντας δὲ μίαν φορὰν εἰς ἕνα χωρίον Σούρσαλον ὀνομαζόμενον, καὶ διδάσκωντας τὸν λόγον τῆς πίστεως εἰς τοὺς ἀπίστους, ἐπιάσθη ἀπὸ τοὺς διώκτας, καὶ ἐπροσφέρθη εἰς τὸν ἡγεμόνα Περίνιον. Καὶ ἀφ’ οὗ ὑπέμεινεν ἀνδρείως ὅλην του τὴν ἀγριότητα, ἀπετμήθη τὴν κεφαλήν, καὶ ἔλαβε τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον.

*

Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Θεοδώρου, Ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας.

Τμηθεὶς κεφαλὴν Θεόδωρος ἐκ ξίφους,
Θεοῦ μετέσχε δωρεῶν φερωνύμως.

Τοῦτον τὸν Ἅγιον ἐπίασαν οἱ Ἀλεξανδρεῖς, ἐπειδὴ καὶ ἐκήρυττε παρρησίᾳ τὸν Χριστόν. Καὶ ἀνάψαντες ἀπὸ τὸν θυμόν, ἐστεφάνωσαν αὐτὸν μὲ τὰς ἀκάνθας. Ἐρράπιζον τὸ πρόσωπόν του· ἐτριγύριζαν αὐτὸν δεμένον εἰς ὅλην τὴν πόλιν· ἔρριπτον αὐτὸν εἰς τὴν θάλασσαν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ἔμεινεν ἀβλαβὴς ὑπὸ τῆς θείας χάριτος, τελευταῖον μὲ τὴν προσταγὴν τοῦ ἄρχοντος, ἀπετμήθη τὴν κεφαλήν, καὶ ἀπῆλθε νικηφόρος εἰς τὰ Οὐράνια.

*

Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἰουλιανοῦ τοῦ ἐν Γαλατίᾳ.

Ἀσκητικοῖς ἱδρῶσι συμμίξας ἄθλους
Ἰουλιανὸς διττὰ τὰ στέφη λάβῃ.

Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Διοκλητιανοῦ ἐν ἔτει τ΄ [300], εἰς τὴν πόλιν τῶν Γαλατῶν γεννηθεὶς καὶ ἀνατραφείς. Ὅταν δὲ ὁ Ἀντωνῖνος (2) ἔγινεν ἡγεμὼν τῆς ἐπαρχίας τῶν Γαλατῶν, ἤκουσεν, ὅτι ὁ Ἅγιος οὗτος Ἰουλιανὸς εἶναι κεκρυμμένος μὲ ἄλλους τεσσαράκοντα, μέσα εἰς ἕνα σπήλαιον, καὶ ἀκολουθεῖ εἰς τὴν θρῃσκείαν τῶν Χριστιανῶν. Ὅθεν εὐθὺς στέλλει ἀνθρώπους διὰ νὰ ἁρπάσουν αὐτὸν καὶ νὰ τὸν φέρουν εἰς τὸ κριτήριον. Οἱ δὲ ἀπεσταλμένοι τοῦτον μόνον εὑρόντες, ἐβίαζον αὐτὸν διὰ νὰ δείξῃ, ποῦ καὶ οἱ ἄλλοι εὑρίσκονται. Ὁ δὲ Ἅγιος δὲν ἐκαταπείσθη, ἀλλὰ ἐφώναξε μὲ μεγάλην φωνὴν πρὸς τοὺς συνασκητάς του ταῦτα. Ἰδοὺ ἐγὼ πιασθείς, πηγαίνω νὰ μαρτυρήσω διὰ τὸν Χριστόν, χωρὶς νὰ προδώσω ἐσᾶς εἰς τοὺς στρατιώτας ὁποῦ μὲ ἐβίαζον. Λοιπὸν σπουδάσατε καὶ ἐσεῖς νὰ ἔλθετε νὰ μὲ φθάσετε.

Ὅταν λοιπὸν ἐπαραστάθη εἰς τὸ βῆμα, λέγει ὁ Ἀντωνῖνος πρὸς τὸν Μάρτυρα. Στοχάσου τὸ συμφέρον σου, καὶ ἐλθὲ διὰ νὰ θυσιάσῃς εἰς τοὺς θεούς. Τότε ὁ τοῦ Χριστοῦ ἀθλητὴς ἀπεκρίθη. Ἄριστος σύμβουλος ἔγινες εἰς ἐμένα ὦ ἡγεμών, καὶ χωρὶς νὰ θέλῃς. Διότι ἐγώ, μὲ τὸ νὰ προσέχω εἰς τὸ ἐδικόν μου συμφέρον, ἄλλο τι δὲν εὑρίσκω νὰ ᾖναι τοῦτο, πάρεξ τὸ νὰ ἀποθάνω διὰ τὴν εὐσέβειαν, μὲ τὴν ὁποίαν ἀνετράφηκα ἀπὸ βρέφους. Ταῦτα ἀκούσας ὁ ἡγεμών, δὲν ἠθέλησε νὰ τὸν ἐρωτήσῃ ἄλλο τι περισσότερον. Ἀλλὰ προστάζει νὰ ἀναφθῇ μία σιδηρᾶ κλίνη, ἕως ὁποῦ νὰ πυρακτωθῇ ὅλη, καὶ ἐπάνω εἰς αὐτὴν νὰ ἁπλωθῇ ἀνάσκελα ὁ τοῦ Χριστοῦ ἀθλητής. Ὁ δὲ Μάρτυς ποιήσας τὸ σημεῖον τοῦ τιμίου Σταυροῦ εἰς τὸ σῶμά του, ἀνέβη ἐπάνω εἰς τὴν κλίνην. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! Ἄγγελος Κυρίου δροσίσας τὴν πεπυρακτωμένην κλίνην, ἀβλαβῆ τὸν Μάρτυρα διεφύλαξεν.

Ὁ δὲ Ἀντωνῖνος ἰδὼν τὸ τοιοῦτον θαυμάσιον, ἐξεπλάγη ὑπερβολικῶς, καὶ ἄρχισε νὰ ἐρωτᾷ τὸν Ἅγιον μὲ τοιαύτας ἐρωτήσεις. Ποῖος εἶσαι ἐσύ, ὅστις καὶ τὸ πῦρ ἔτζι εὐκόλως ἐνίκησας; Ὁ Ἅγιος ἀπεκρίθη. Λειτουργὸς εἶμαι τοῦ Κυρίου Ἰουλιανὸς ὀνομαζόμενος. Ὁ Ἀντωνῖνος. Ποῖοι δὲ εἶναι οἱ γονεῖς σου; Ὁ Ἅγιος εἶπεν. Ὁ μὲν πατήρ μου, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον, ἡ δὲ μήτηρ μου, εἶναι γερόντισσα. Καὶ εὐθὺς προστάζει ὁ τύραννος νὰ φέρουν τὴν μητέρα τοῦ Ἁγίου εἰς τὸ βῆμα. Τὴν ὁποίαν ἰδὼν μὲ ἄγριον ὀμμάτι ὁ Ἀντωνῖνος, κατάπεισον, εἶπεν, ὦ γύναι, τοῦτον τὸν κάκιστόν σου υἱόν, νὰ θυμιάσῃ εἰς τοὺς θεοὺς μὲ θυμιατόν. Εἴτε μή, ἔχουν νὰ σὲ πάρουν ἀσελγεῖς στρατιῶται, καὶ νὰ ὑβρίσουν ἀσέμνως τὸ σῶμά σου. Ἡ δὲ ἀνδρεία ἐκείνη γυνή, καὶ ποίαν καταδίκην, εἶπεν, ἔχει νὰ λάβῃ ἡ ψυχή μου, ἀνίσως χωρὶς νὰ θέλω ἀτιμασθῇ τὸ σῶμά μου; βέβαια οὐδεμίαν. Πλὴν καὶ κατὰ ἄλλον τρόπον, ἐγὼ θαρρῶ εἰς τὸν Θεόν μου, ὅτι δὲν θέλει μὲ παραβλέψει, οὐδὲ θέλει παραχωρήσει νὰ πάθω τοῦτο ποτέ. Ἀπὸ τὰ λόγια ταῦτα αἱμωδιάσας ὁ Ἀντωνῖνος, ἐκείνην μὲν ἀπέλυσε, τὸν δὲ υἱὸν αὐτῆς καὶ ἀθλητὴν Ἰουλιανόν, προστάζει νὰ θανατωθῇ μὲ τὸ ξίφος.

Ἀναβὰς λοιπὸν εἰς τὸ σύνηθες ὄρος μαζὶ μὲ τοὺς δημίους ὁ τῆς εὐσεβείας ἀγωνιστής, καὶ ζητήσας ἀπὸ αὐτοὺς ὥραν ὀλίγην διὰ νὰ προσευχηθῇ, εὐχαριστῶ σοι Κύριε, εἶπεν, ὅτι μέχρι θανάτου μὲ ἐφύλαξας ἀκαταίσχυντον, ἐν τῇ ὁμολογίᾳ τῆς πίστεως. Λοιπὸν παρακαλῶ σε, χάρισαι εἰς ἐκείνους τοὺς Χριστιανούς, ὁποῦ πέρνουν χῶμα ἀπὸ τὸν τάφον μου, συγχώρησιν ἁμαρτιῶν, καὶ παθῶν ἀποτροπήν. Καὶ ἂς μὴν ἔλθουν εἰς τὰ τούτων χωράφια πετεινὰ ἀφανιστικά, ἢ ἀκρίδες, ἢ ἄλλων ζωϋφίων βλάβη. Τελευταῖον δὲ εἶπε· «Δέξαι ἐν εἰρήνῃ τὸ πνεῦμά μου Κύριε». Ὅθεν εὐθὺς ἐλθοῦσα φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἔλεγε· «Τὰς πύλας σοι ἄνοιξεν ὁ ἀγωνοθέτης Θεός. Καὶ λοιπὸν ὡς νομίμως ἀγωνισάμενος, εἴσελθε». Ταύτην τὴν φωνὴν ἀκούσαντες οἱ ἄλλοι τεσσαράκοντα Χριστιανοὶ οἱ κεκρυμμένοι ὄντες, ἔφθασαν εἰς τὴν ὑπώρειαν τοῦ βουνοῦ, καὶ εὑρῆκαν τελειωμένον τὸν τοῦ Χριστοῦ μάρτυρα. Ὅθεν καὶ αὐτοὶ ὁμολογήσαντες τὸν Χριστὸν ἔμπροσθεν εἰς τοὺς δημίους, ἐπιάσθησαν ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ἐδέθησαν. Καὶ κατὰ προσταγὴν τοῦ Ἀντωνίνου, ἐφυλάχθησαν διὰ νὰ ἐξετασθοῦν δεύτερον.

(2) Ἐν δὲ τοῖς Μηναίοις καὶ τῷ τετυπωμένῳ Συναξαριστῇ, γράφεται Ἀντώνιος.

*

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Μακεδόνιος, Θεόδουλος καὶ Τατιανός, ξίφει τελειοῦνται.

Μακεδόνιος Τατιανὸς Χριστέ μου,
Καὶ Θεόδουλος ἐκτέμνονται σοῦ χάριν.

*

Ὁ Ὅσιος Δανιὴλ ὁ ἐν τῷ Θασίῳ, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Ὁρμὰς παθῶν ἐπέσχε Δανιὴλ νέος,
Ὡς πρὶν Δανιὴλ τῶν λεόντων τὰς μύλας.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ὠκεανὸς πυρὶ τελειοῦται.

Τὸν Ὠκεανὸν ἥλιον λαμπρὸν νόει
Εἰς ὠκεανόν, τὴν πυρὰν λελουμένον.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

Των Αγίων Αυτονόμου, Κουρνούτου Επισκόπου Ικονίου, Θεοδώρου Επισκόπου Αλεξανδρείας, Ιουλιανού κ.ά.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.