Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου11 Νοεμβρίου

Των Αγίων Μηνά του Μεγαλομάρτυρος, Βίκτορος του Μάρτυρος, Βικεντίου του Διακόνου και Ιερομάρτυρος κ.α.

 Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιος ΜηνάςΤω αυτώ μηνί ΙΑ’, μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Μηνά του εν τω Κοτυαείω.

Αίγυπτος όντως ει τέκοι, τίκτει μέγα.
Τμηθείς, αληθές τούτο Μηνάς δεικνύει.

Μηνάς ενδεκάτη ξίφος έτλη γηθόσυνος κηρ.

Ούτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού εν έτει σϞς’ [296], ευρισκόμενος με τα βασιλικά στρατεύματα εις τα Νούμερα τα ονομαζόμενα Ρουταλικά, υποκάτω εις τον ηγεμόνα Αργυρίσκον εν τω Κοτυαείω Φρυγίας Σαλουταρίας, το οποίον τώρα τουρκιστί ονομάζεται Κιούταϊ. Ούτος λοιπόν ευσεβέστατος ων, δεν υπέφερε να βλέπη την πλάνην των ειδώλων να παρρησιάζεται εις τον κόσμον. Όθεν ανέβη επάνω εις το βουνόν δια να καθαρίση τον εαυτόν του με νηστείας και προσευχάς. Αφ’ ου δε εστόμωσε και εδυνάμωσε την καρδίαν του με τον ένθεον ζήλον του Χριστού, και άναψε την ψυχήν του από την θείαν αγάπην, τότε εκατέβη από το βουνόν. Και σταθείς ανάμεσα εις τους ειδωλολάτρας, ανεκήρυξε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν. Όθεν έδειραν αυτόν και με τρίχινα πανία κατεξέσχισαν τας σάρκας του. Είτα έκαυσαν αυτόν με φωτίαν και επάνω εις τριβόλους ασπλάγχνως τον έσυραν, εις τρόπον ότι, κατεφθάρη όλον το σώμα του. Τελευταίον δε απέκοψαν με το σπαθί την αγίαν του κεφαλήν, και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον. Έλαβε δε χάριν παρά Κυρίου ο Άγιος, να κάμνη εξαίσια θαύματα, και να βοηθή τους εν ανάγκαις ευρισκομένους. Από τα οποία θαύματα, είναι τα κάτωθεν ρηθησόμενα.

Μίαν φοράν πηγαίνωντας ένας Χριστιανός να προσευχηθή εις τον Ναόν του Αγίου τούτου Μηνά, εκόνευσεν εις ένα ξενοδοχείον. Ο δε οικοκύρης του ξενοδοχείου γνωρίσας, ότι ο ξενοδοχηθείς είχεν άσπρα εις τον κόλπον του, εσηκώθη κατά το μεσονύκτιον και εφόνευσεν αυτόν. Είτα κατακόψας όλα τα μέλη του σώματός του, έβαλεν αυτά εις ένα ζιμπίλι και τα εκρέμασε, προσμένωντας να εξημερώση. Εις καιρόν λοιπόν οπού ο φονεύς ήτον εις αγώνα και μέριμναν, πώς, και πού, και πότε να υπάγη να κρύψη τα μέλη του φονευθέντος, δια να μη τον καταλάβη τινάς, ιδού φαίνεται εις αυτόν καβαλάρης εις τάξιν στρατιώτου ο Άγιος Μηνάς. Και τον εξέταζε τι έγινεν ο εκεί κονεύσας ξένος. Ο δε φονεύς εβεβαίονεν, ότι δεν ηξεύρει τίποτε. Τότε ο Άγιος καταβάς από το άλογόν του, εμβήκε μέσα εις το κρυφώτερον οσπήτιον. Και ευρών το ζιμπίλι και καταβάσας αυτό, βλέπει τον φονέα με φοβερόν και άγριον βλέμμα. Και ποίος είναι, του λέγει, ετούτος; Ο δε φονεύς από τον φόβον του γενόμενος άφωνος και ωσάν εκστατικός, έρριψε τον εαυτόν του πτώμα ελεεινόν εις τους πόδας του Αγίου. Ο δε Άγιος συναρμόσας όλα τα μέλη του φονευθέντος και προσευχηθείς, ανέστησε τον νεκρόν και είπεν εις αυτόν. Δος δόξαν εις τον Θεόν. Ο δε νεκρός αναστηθείς ωσάν από ύπνον και στοχασθείς εκείνα οπού έπαθεν από τον ξενοδόχον και πώς ανεζωώθη πάλιν, εδόξασε τον Θεόν. Και ευχαρίστει και επροσκύνει τον φαινόμενον στρατιώτην, οπού τον ανέστησεν. Αφ’ ου δε ο φονεύς εσηκώθη επάνω, επήρεν ο Άγιος από αυτόν τα άσπρα, και τα έδωκεν εις τον αναστηθέντα άνθρωπον, λέγωντας αυτώ. Πήγαινε αδελφέ, εις την στράταν σου. Εις δε τον φονέα γυρίσας, έδειρεν αυτόν, καθώς του έπρεπεν. Είτα νουθετήσας αυτόν και προς τούτοις συγχωρήσας το σφάλμα του, και υπέρ αυτού προσευχηθείς, εκαβαλίκευσε το άλογόν του και έγινεν άφαντος.

Άλλος δε πάλιν Χριστιανός πλούσιος, υπεσχέθη να κάμη εις τον Άγιον ένα δίσκον ασημένιον. Πηγαίνωντας δε εις τον χρυσοχόον, είπεν εις αυτόν να κατασκευάση δύω δίσκους και να γράψη, επάνω μεν εις τον ένα, το όνομα του Αγίου. Επάνω δε εις τον άλλον, το όνομα το εδικόν του. Αφ’ ου δε εκατασκεύασε και τους δύω, επειδή ο δίσκος του Αγίου εφαίνετο λαμπρότερος και χαριέστερος, τούτου χάριν ο Χριστιανός εκείνος εκράτησε δια λόγου του τον δίσκον του Αγίου, χωρίς να ψηφίση την επιγραφήν οπού είχε και το όνομα του Αγίου. Έτυχε δε να κάμη ταξείδιον εις την θάλασσαν. Εις καιρόν λοιπόν οπού εδείπνα, έφερεν ο δούλος εις την τράπεζαν τον δίσκον του Αγίου γεμάτον από φαγητά. Ο δε αναίσθητος εκείνος και ανευλαβής Χριστιανός, έτρωγεν από τα φαγητά του δίσκου χωρίς καμμίαν συστολήν και ευλάβειαν. Αφ’ ου δε εσηκώθη η τράπεζα, επήρεν ο δούλος τον δίσκον, δια να πλύνη αυτόν εις την θάλασσαν. Ο δε δίσκος παρασυρείς, δεν ηξεύρω πώς, από τας χείρας του δούλου, έπεσεν εις τον βυθόν της θαλάσσης. Ο δε δούλος σύντρομος γενόμενος και πολλά φοβηθείς, προς τούτοις δε, και όλος αιμωδιάσας και χαυνωθείς, έπεσε και αυτός εις την θάλασσαν.

Τούτο δε βλέπωντας ο αυθέντης του, ελεεινολογούμενος έλεγεν. Αλλοίμονον εις εμένα τον άθλιον! διατί επιθυμήσας τον δίσκον του Αγίου, ιδού κοντά εις τον δίσκον, έχασα και τον δούλον μου. Αλλά εις εσένα, Κύριε, κάμνω την υπόσχεσιν ταύτην, ότι ανίσως εύρω μόνον το λείψανον του δούλου μου, θέλω δώσω εις τον Μάρτυρά σου Άγιον Μηνάν μαζί με τον άλλον τούτον δίσκον, και την τιμήν οπού είχεν ο καταβυθισθείς του Αγίου δίσκος. Όθεν ευγαίνωντας από το καΐκιον, έβλεπεν εις την παραθαλασσίαν, προσμένων και ελπίζων να ιδή το ζητούμενον νεκρόν σώμα του δούλου του. Εκεί λοιπόν οπού επρόσεχεν επιμελώς, ω του θαύματος! βλέπει τον δούλον του ζωντανόν, οπού εύγαινεν από την θάλασσαν, κρατώντας εις τας χείρας τον του Αγίου δίσκον. Βλέπωντας δε αυτόν, εξεπλάγη. Όθεν έκραξε με μεγάλην φωνήν, το θαύμα του Αγίου κηρύττωντας. Οι δε όντες εν τω πλοίω, ευγήκαν όλοι έξω. Βλέποντες τον δούλον κρατούντα εις τας χείρας τον δίσκον, εθαύμαζον πολλά και εδόξαζον τον Θεόν. Ερώτησαν δε αυτόν, με τι τρόπον ελυτρώθη από την θάλασσαν. Ο δε δούλος εδιηγήθη, λέγων, ότι ευθύς οπού έπεσα εις την θάλασσαν, ήλθεν ένας άνθρωπος ωραίος, ομού και άλλοι δύω, και με επίασαν. Και περιπατήσαντες μαζί με εμένα χθες και σήμερον, ήλθομεν έως εδώ. Όθεν διεφημίσθη το θαύμα τούτο πανταχού. Και ένεκεν τούτου μεγαλύνεται έως της σήμερον ο Χριστός, ο ούτω δοξάζων τους Αγίους του.

Και μία δε γυναίκα πηγαίνουσα εις τον Ναόν του Αγίου, εβιάσθη κατά την στράταν από ένα εις αισχράν μίξιν. Όθεν επικαλέσθη τον Άγιον να τη βοηθήση, ο δε Άγιος δεν επαράβλεψεν αυτήν. Αλλά και ταύτην εφύλαξε καθαράν και αμόλυντον, και τον βιαστήν επόμπευσε και εθεάτρισε με τοιούτον τρόπον. Ο γαρ βιαστής εκείνος, δέσας το άλογόν του εις το πόδι του, εβίαζε την γυναίκα, το δε άλογον αγριώθη εναντίον του αυθέντου του. Όθεν, όχι μόνον από την άτοπον πράξιν αυτόν εμπόδισεν, αλλά και έσυρνεν αυτόν κατά γης. Και δεν εστάθη σύρνοντας, έως ου έφθασεν εις τον Ναόν του Αγίου. Εκεί δε με πολλάς και μεγάλας φωνάς εχρεμέτισεν, ήτοι εχλιμιντίρισεν. Όθεν έκαμε πολλούς ανθρώπους να εύγουν έξω να ιδούν. Έτυχε γαρ τότε να ήναι εορτή. Όθεν έτρεχεν εις την Εκκλησίαν του Αγίου πλήθος πολύ Χριστιανών. Ο δε δυστυχής εκείνος, βλέπωντας από το ένα μέρος την συνάθροισιν του λαού, και από το άλλο μέρος το άλογον, οπού αγριόνετο κατ’ επάνω του περισσότερον, βλέπωντας δε και τον εαυτόν του, πως δεν εβοηθείτο από κανένα, εφοβήθη, μήπως πάθη από το άλογον κανένα κακόν μεγαλίτερον. Όθεν εξωμολογήθη χωρίς εντροπήν έμπροσθεν εις όλους την αμαρτίαν του. Και ευθύς εστάθη το άλογον με ημερότητα. Και λοιπόν λύσας το ποδάρι του από το άλογον, εμβήκεν εις τον Ναόν του Αγίου, και προσπίπτωντας εις την αγίαν εικόνα του, επαρακάλει αυτόν, να μη τον αφήση να λάβη άλλοτε τοιούτον, ή άλλον πειρασμόν.

Μίαν φοράν επρόσμεναν εις τον Ναόν του Αγίου ένας κουτζός και μία γυναίκα βωβή, μαζί με άλλους πολλούς ασθενείς, δια να λάβουν ιατρείαν από τον Άγιον. Κατά δε το μεσονύκτιον, εις καιρόν οπού όλοι οι ασθενείς εκοιμώντο, φαίνεται ο Άγιος εις τον κουτζόν και τω λέγει. Τώρα οπού είναι ησυχία, πήγαινε και πίασαι το επανωφόριον της βωβής γυναικός, και θέλεις ιατρευθής. Απελθόντος δε του κουτζού και πιάσαντος το επανωφόρι της βωβής, ευθύς εκείνη ταραχθείσα εφώναξε, κατηγορούσα τάχα τον κουτζόν. Και με τον νόστιμον τρόπον τούτον ελύθη η γλώσσα της. Ο δε κουτζός πάλιν εντραπείς από τα λόγια της βωβής, ευθύς εσηκώθη εις τους πόδας και άρχισε δια να φεύγη. Γνωρίσαντες δε και οι δύω το εις αυτούς γενόμενον χαριέστατον θαύμα παρά του Αγίου, εδόξασαν τον Θεόν.

Ένας Εβραίος έχωντας φίλον ένα Χριστιανόν, πολλαίς φοραίς εμπιστεύετο και άφινεν εις αυτόν άσπρα ικανά, όταν έμελλε να υπάγη εις τόπον μακρινόν. Εις τούτον λοιπόν αφήκε μίαν φοράν παρακαταθήκην ένα πουγκείον με πεντακόσια νομίσματα. Ο δε Χριστιανός έβαλε βουλήν να αρνηθή την παρακαταθήκην αυτήν του Εβραίου, το οποίον και εποίησε δια του έργου. Όταν λοιπόν ήλθεν ο Εβραίος, εζήτησε τα άσπρα του, καθώς είχε συνήθειαν, ο δε Χριστιανός δεν έδιδε ταύτα εις αυτόν λέγων. Εσύ δεν άφησες τίποτε εις εμένα κατά την φοράν ταύτην, και τι ζητείς από λόγου μου; Ο δε Εβραίος ανελπίστως ακούσας τούτο, άλλος εξ άλλου έγινεν. Ελθών δε εις τον εαυτόν του, λέγει προς τον Χριστιανόν. Άλλο δεν θέλει γένη, πάρεξ όρκος έχει να διαλύση την αμφιβολίαν ταύτην. Επειδή και δεν ήτον τινάς μάρτυς παρών, όταν επαρέδωκά σοι τα άσπρα μου, με το να είχον εις εσένα πληροφορίαν, ότι είσαι πιστός και αληθής άνθρωπος. Όθεν εζήτει ο Εβραίος να αποδειχθή δια μέσου του Αγίου Μηνά εκείνος οπού δεν αληθεύει.

Επήγαν λοιπόν και οι δύω συμφώνως εις τον Ναόν του Αγίου Μηνά. Και παρευθύς ο Χριστιανός χωρίς αργοπορίαν έκαμεν όρκον, και εβεβαίωσε την άρνησιν της παρακαταθήκης. Αφ’ ου δε ο όρκος ετελείωσεν, ευγήκαν και οι δύω από τον Ναόν, και εκαβαλίκευσαν τα άλογά των. Το δε άλογον του Χριστιανού, ατακτούσε και αγρίευεν εναντίον του αυθέντου του. Και δαγκάνωντας το χαλινάρι, εφοβέριζεν, ότι θέλει προξενήσει εις τον καβαλάρην του πικρόν θάνατον. Και κατά μεν το παρόν, έρριψεν αυτόν εις την γην, πλην δεν τον έβλαψεν εις το σώμα. Εχάθη δε μόνον το μανδύλι του, ομού με το κλειδίον και την χρυσήν βούλλάν του. Έπειτα πάλιν καβαλικεύσας, επήγαινε μαζί με τον Εβραίον. Ο οποίος μη υποφέρωντας την ζημίαν, ελυπείτο πολλά εις τον δρόμον, και ανεστέναζεν από βάθους καρδίας του. Τότε ο Χριστιανός λέγει προς τον Εβραίον. Επειδή ο τόπος ούτος, ω φίλε, είναι επιτήδειος, ας καταβώμεν από τα άλογα, και ας φάγωμεν ψωμί.

Όταν δε άρχισαν δια να τρώγουν, ιδού μετά ολίγον βλέπει ο Χριστιανός τον εδικόν του δούλον ελθόντα, και κρατούντα, με το ένα μεν χέρι, το πουγκείον του Εβραίου. Με το άλλο δε, το κλειδί ομού και το μανδύλιόν του. Ιδών δε αυτά εξεπλάγη. Και, τι είναι τούτο; προς τον δούλον του είπε. Ο δε δούλος, ένας φοβερός, απεκρίθη, ήλθεν εις την κυρίαν μου, και δίδωντας εις αυτήν το κλειδίον με το μανδύλι σου, είπε προς αυτήν. Με ογλιγωράδα πολλήν στείλαι το πουγκείον του Εβραίου, δια να μη κινδυνεύση ο άνδρας σου. Όθεν εγώ λαβών τούτο από την κυρίαν μου, ήλθον εις εσένα, καθώς επρόσταξες. Τότε ο Εβραίος πασίχαρος γενόμενος, εγύρισε μαζί με τον Χριστιανόν εις τον Άγιον. Και αυτός μεν, επαρακάλει δια να βαπτισθή, ο δε Χριστιανός, εζήτει να λάβη συγχώρησιν δια τον ψευδή όρκον, οπού έκαμε και επαρώργισε τον Θεόν. Όθεν και οι δύω έλαβον εκείνο οπού εζήτησαν. Και ο μεν Εβραίος έλαβε το Άγιον Βάπτισμα, ο δε Χριστιανός έλαβε την του όρκου συγχώρησιν. Και έτζι εγύρισαν εις τα ίδια χαίροντες. (Τον κατά πλάτος Βίον του Αγίου όρα εις τον Νέον Θησαυρόν. Τον δε ελληνικόν τούτου Βίον συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Βασιλεύοντος Διοκλητιανού». Σώζεται εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις.)

*

Άγιος ΒίκτωρΤη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Βίκτορος.

Ου δειλιών ην, ουδέ Βίκτωρ προς ξίφος,
Πάσαν μακράν που καρδίας θεις δειλίαν.

Ούτος ο Άγιος εμαρτύρησεν εις τους χρόνους του βασιλέως Αντωνίνου, εν έτει ρξ’ [160], και δουκός Σεβαστιανού εν τη Ιταλία. Επειδή δε ηναγκάσθη να αρνηθή τον Χριστόν, και δεν επείσθη, πρώτον μεν, ετζάκισαν τους δακτύλους του. Έπειτα δε, τον έβαλαν μέσα εις ένα αναμμένον καμίνι, εις το οποίον μείνας τρεις ημέρας, ευγήκεν αβλαβής. Έπειτα αναγκάσθη να πίη θανατηφόρα φαρμάκια. Επειδή δε αυτά έμειναν ανενέργητα και δεν τον έβλαψαν, δια τούτο ο ταύτα συγκεράσας φαρμακοποιός, προσήλθεν εις τον Χριστόν και επίστευσε. Μετά ταύτα ανασπώσιν αυτού τα νεύρα. Και κατακαίουσιν αυτόν με βρασμένον έλαιον. Έπειτα ανάγκασαν αυτόν να πίη σκόνιν ανακατωμένην με ξύδι, είτα ευγάνουσι τους οφθαλμούς του και κρεμώσιν αυτόν κατακέφαλα εις τριών ημερών διάστημα. Ύστερον ευγάνουσι το δέρμα του. Και έτζι με τα τοιαύτα βάσανα, παραδίδει την ψυχήν του εις χείρας Θεού ο γενναιότατος τούτου αγωνιστής.

*

Άγιος ΒικέντιοςΜνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Βικεντίου Διακόνου.

Βληθείς ο Βικέντιος εν φρουρά φέρει,
Λυθείς δε φρουράς σαρκικής άνω τρέχει.

Ούτος ο Άγιος Ιερομάρτυς Βικέντιος, ήτον επί της βασιλείας Μαξιμιανού και ηγεμονίας Δατιανού, εν έτει σια’ [211]. Διάκονος δε ων εις την Αυγουστόπολιν της Ισπανίας, εδίδασκε τον λαόν του Θεού ομού με τον Επίσκοπον Ουαλλέριον (1). Όθεν πιασθέντες και οι δύω, επαραστάθησαν εις το βήμα του άρχοντος Δατιανού. Ο οποίος ευθύς έβαλεν εις αυτούς σιδηράς αλυσίδας. Και έτζι αλυσιδωμένους τους έστειλεν εις την πόλιν Βαλαντίαν, και εκεί επρόσταξε να φυλακωθούν, μέσα εις φυλακήν σκοτεινήν και βρωμερωτάτην. Αφ’ ου δε επέρασαν μερικαί ημέραι, εύγαλεν από την φυλακήν τον Βικέντιον και επρόσταξε να καταξεσχίσουν αυτόν. Έπειτα τον εκάρφωσαν εις ένα σταυρόν, και έδειραν όλα τα μέλη του. Μετά ταύτα εξεκάρφωσαν αυτόν από τον σταυρόν, και εστρέβλωσαν τα μέλη του. Είτα τον έδειραν, και κατέκαυσαν τας πλευράς του. Και αφ’ ου εύγαλαν όλα τα άρθρα και τας αρμονίας του σώματός του, έβαλον επάνω εις το στήθος του ράβδους σιδηράς αναμμένας και εκέντησαν αυτόν με σούβλας πυρωμένας. Επειδή δε έμεινεν αβλαβής, τον έρριψεν εις την φυλακήν. Εκεί λοιπόν ευρισκόμενος ο Άγιος ηξιώθη να λάβη βοήθειαν και επίσκεψιν από τον Θεόν. Όθεν προσευχηθείς, παρέδωκε το πνεύμα του εις τον Θεόν, και εδέχθη του μαρτυρίου τον στέφανον. Το δε λείψανον αυτού ετάφη εκεί από τινας Χριστιανούς ευλαβείς.

(1) Εν δε τω τετυπωμένω Συναξαριστή γράφεται Ιλάριον. Εν δε τω δευτέρω Συναξαρίω τούτου, όπερ ευρίσκεται κατά την εικοστήν δευτέραν Ιαννουαρίου, γράφεται Ουαλλέριος και εκεί, ως και εν τω χειρογράφω Συναξαριστή.

*

Η Αγία Μάρτυς Στεφανίς, δυσί φοίνιξι προσδεθείσα, και εις δύω μερισθείσα, τελειούται.

Δένδροις Στεφανίς προσδεθείσα φοινίκων,
Των Μαρτύρων ήνθησεν ως φοίνιξ μέσον.

Αύτη ήτον γυνή ενός στρατιώτου, και επίστευεν εις τον Χριστόν άνωθεν από τους προγόνους της. Αποθανόντος δε του ανδρός της, έμεινε χήρα. Αύτη λοιπόν βλέπουσα τον Άγιον Βίκτωρα πως έπασχεν υπέρ άνθρωπον, εμακάρισεν αυτόν δια την ανδρίαν του και δια τους στεφάνους, οπού έμελλε να απολαύση παρά Θεού. Όθεν δια την αιτίαν ταύτην, εφέρθη και αυτή εις τον ηγεμόνα. Και επειδή ωμολόγησε παρρησία τον Χριστόν Θεόν προαιώνιον, δια τούτο έδεσαν τα χέρια της από δύω δένδρα των φοινίκων, τα οποία με βίαν πολλήν ελιγύσθησαν. Ύστερον δε ταύτα αφεθέντα, και γυρίσαντα με ορμήν εις την πρώτην τους στάσιν, έσχισαν την Αγίαν εις δύω κομμάτια. Και ούτως η μακαρία παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού.

*

Άγιος Θεόδωρος ο ΣτουδίτηςΜνήμη του Οσίου Πατρός ημών Θεοδώρου Ηγουμένου των Στουδίου του Ομολογητού.

Πολλάς αμοιβάς Θεόδωρε τρισμάκαρ,
Βίου μεταστάς ως βιους ευ προσδόκα.

Ούτος εγεννήθη κατά τους χρόνους Κωνσταντίνου του Κοπρωνύμου εν έτει ψμα’ [741], από γονείς ευσεβείς Φωτεινόν και Θεοκτίστην ονομαζομένους. Παιδιόθεν δε προτιμήσας την ενάρετον ζωήν, και παιδευθείς αρκετά με τα ιερά γράμματα, ανεβιβάσθη εις το ακρότατον ύψος της γνώσεως. Δια τούτο γενόμενος Μοναχός, εκατώρθωσε κάθε είδος αρετής, και ετιμήθη με το χάρισμα της ιερωσύνης από τον Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχην Ταράσιον. Αφ’ ου δε ο Όσιος Πλάτων, ο της Μονής του Στουδίου Ηγούμενος και θείος του Αγίου, παραίτησε την ηγουμενίαν, αναδέχθη αυτήν ο μακάριος ούτος Θεόδωρος. Καλώς λοιπόν ωδήγει το εμπιστευθέν εις αυτόν ποίμνιον των Μοναχών, και εις βοσκήν σωτηρίας εποίμαινεν. Επειδή δε ήλεγξε με παρρησίαν τον βασιλέα Κωνσταντίνον, τον υιόν της Ειρήνης, εν έτει ψπ’ [780], αυτός και ο Άγιος Ταράσιος, διατί απέβαλε την νόμιμον αυτού γυναίκα, και επήρε άλλην· τούτου ένεκεν, ο μεν Άγιος Ταράσιος εκβάλλεται από τον θρόνον του, ο δε μέγας Θεόδωρος δαρθείς, εξωρίσθη εις την Θεσσαλονίκην. Έπειτα αφ’ ου ο Κωνσταντίνος ετυφλώθη, και εδιώχθη από την βασιλείαν, ανεκαλέσθη ο Άγιος εκ της εξορίας. Αλλά όταν ο Νικηφόρος ο Πατρίκιος και Σταυράκιος επικαλούμενος, έγινε βασιλεύς, εν έτει ωβ’ [802], πάλιν εξωρίσθη ο Άγιος εις την Θεσσαλονίκην (2). Όταν δε Λέων ο Αρμένιος εβασίλευσεν εν έτει ωιγ’ [813], και επεχείρει να καταργήση τας αγίας εικόνας, εξωρίσθη ο μακάριος Θεόδωρος εις την λίμνην της Απολλωνιάδος, και από εκεί εστάλθη εις το θέμα των Ανατολικών. Εκεί δε λαβών εκατόν ραβδίας εις την πλάτην, ανδρείως υπέμεινε. Και πάλιν εδάρθη δυνατά από τον στρατοπεδάρχην. Από εκεί δε εστάλθη εις την Σμύρνην, και εκλείσθη μέσα εις μίαν βρωμερωτάτην φυλακήν, τα δε ποδάριά του εβάλθησαν εις το τιμωρητικόν ξύλον. Αφ’ ου δε ο Λέων εστερήθη ομού την ζωήν και την βασιλείαν, ο δε Μιχαήλ ο Τραυλός έλαβε τα σκήπτρα της βασιλείας εν έτει ωκ’ [820], τότε ανεκαλέσθη ο Όσιος από τα δεσμά και την εξορίαν, και ολίγον καιρόν ελεύθερος μείνας, συνευρίσκετο με τους φίλους. Έπειτα με χρηστάς και πεπληροφορημένας ελπίδας, ανεπαύθη εν Κυρίω. Ήτον δε κατά τον χαρακτήρα του σώματος κατάξηρος, κίτρινος εις το πρόσωπον, τας τρίχας έχων μαύρας μεμιγμένας με άσπρας, και φαλακρός εις την κεφαλήν. (Τον κατά πλάτος Βίον του Αγίου τούτου όρα εις τον Νέον Παράδεισον (3).)

(2) Μερικοί λέγουσιν ότι ο Άγιος ούτος Θεόδωρος, τότε όταν ευρίσκετο εις Θεσσαλονίκην, συνέγραψε τους εν τη Οκτωήχω αναβαθμούς τους κατά πάσαν Κυριακήν ψαλλομένους εν τη Εκκλησία. Ομοίως εποίησε και τα τροπάρια των Αίνων του Αγίου Δημητρίου. Ων το πρώτον προς αυτόν αποτείνεται τον μέγαν Δημήτριον, ήτοι το «Δεύρο μάρτυς Χριστού προς ημάς, σου δεομένους συμπαθούς επισκέψεως, και ρύσαι κεκακωμένους τυραννικαίς απειλαίς, και δεινή μανία της αιρέσεως», των εικονομάχων δηλαδή. Άλλοι δε λέγουσι, και ίσως ορθότερον, ότι τα τροπάρια ταύτα των Αίνων είναι ποίημα Θεοφάνους του Γραπτού, καθώς του αυτού είναι πόνημα και ο Κανών του Αγίου Δημητρίου. Ούτος γαρ εξωρίσθη από τον εικονομάχον Θεόφιλον εις την Θεσσαλονίκην δια τας αγίας εικόνας, καθώς φαίνεται εν τω Συναξαρίω αυτού κατά την ενδεκάτην του Οκτωβρίου. Είπα δε ορθότερον, διατί ο Άγιος Θεόδωρος, δεν εξωρίσθη εις Θεσσαλονίκην δια τας αγίας εικόνας, αλλά δια άλλην υπόθεσιν. Ούτος ο Άγιος μετά του αυταδέλφου αυτού κυρίου Ιωσήφ του Θεσσαλονίκης, εφιλοπόνησε το κατανυκτικόν βιβλίον του Τριωδίου, και το χαροποιόν βιβλίον του Πεντηκοσταρίου ως λέγουσί τινες. Σημειούμεν δε ενταύθα την είδησιν ταύτην εις τους αναγινώσκοντας, ότι κοντά εις τας εννενηνταέξ Κατηχήσεις του Αγίου τούτου Θεοδώρου τας τετυπωμένας, ευρίσκονται και άλλαι εβδομήκοντα δύω εν τη Σκήτει του Ξενοφώντος και εν άλλοις, αίτινες μετεφράσθησαν εις το απλούν, υπό του μακαρίτου διδασκάλου κυρίου Ματθαίου του εκ Μυριοφύτου καταγομένου. Και είθε να ευρεθή τινας φιλόχριστος δια να τυπώση και αυτάς ομού με τας προτετυπωμένας. Εν δε τω Ιερώ Κοινοβίω του Εσφιγμένου λέγουσί τινες, ότι ευρίσκονται Κατηχήσεις ελληνικαί του αυτού Πατρός τριακόσιαι εξηνταπέντε, καθ’ εκάστην ημέραν αναγινωσκόμεναι. Αξιομνημόνευτον δε είναι το έργον οπού εποίησεν ο Άγιος ούτος Θεόδωρος. Κατά γαρ την ημέραν των Βαΐων, είπεν εις τους Μοναχούς αυτού, να πάρη κάθε ένας εις τας χείρας του μίαν εικόνα, και να λιτανεύουν τριγύρω εις το Μοναστήριον, ψάλλοντες το τροπάριον εκείνο· «Την άχραντον εικόνα σου προσκυνούμεν αγαθέ». Και άλλους ύμνους νικοποιούς των αγίων εικόνων. Ταύτα δε ακούσας με τα ίδιά του αυτία Λέων ο Αρμένιος, έστειλε φοβερισμούς κατά του Αγίου. Πλην αυτός εις ουδέν ταύτα ελογίσατο. Ψυχορραγών δε ο θείος ούτος Θεόδωρος, είχε το δαβιτικόν εκείνο εις το στόμα του «Μακάριοι οι άμωμοι εν οδώ οι πορευόμενοι εν νόμω Κυρίου». Ελειτούργησε δε πρώτον και εκοινώνησεν, είτα εκοιμήθη. Συνέγραψε δε τον Βίον αυτού Μιχαήλ ο μαθητής του, όστις λέγει εις τον επίλογον αυτού ταύτα· «Ετέθη μετά των Αγίων ο Άγιος. Μετά των Μαρτύρων ο Μάρτυς. Ου ο φθόγγος εξήλθεν εις πάσαν την οικουμένην. Απέθανεν ο πολέμιος των αγιομάχων. Των εικονοκλαστών ο ελεγκτής. Των βασιλέων ο διδακτής». Το δε άγιον λείψανον του Οσίου τούτου απεκομίσθη εις Κωνσταντινούπολιν εκ της εξορίας, προσταγή της Αυγούστας Θεοδώρας. (Όρα σελ. 674, 679, 697 της Δωδεκαβίβλου.)

(3) Ο δε ελληνικός αυτού Βίος ευρίσκεται εν τη Μεγίστη Λαύρα και εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων, ου η αρχή· «Πάσι μεν ηδύς». Ομοίως εν τη αυτή Μονή των Ιβήρων ευρίσκεται και λόγος εις την ανακομιδήν των λειψάνων τούτου του Θεοδώρου, ου η αρχή· «Εικότως αν τις ημίν εγκαλέσειεν».

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Άγιος ΜηνάςΤῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΑ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Μηνᾶ τοῦ ἐν τῷ Κοτυαείῳ.

Αἴγυπτος ὄντως εἰ τέκοι, τίκτει μέγα.
Τμηθείς, ἀληθὲς τοῦτο Μηνᾶς δεικνύει.

Μηνᾶς ἑνδεκάτῃ ξίφος ἔτλη γηθόσυνος κῆρ.

Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ ἐν ἔτει σϞς΄ [296], εὑρισκόμενος μὲ τὰ βασιλικὰ στρατεύματα εἰς τὰ Νούμερα τὰ ὀνομαζόμενα Ῥουταλικά, ὑποκάτω εἰς τὸν ἡγεμόνα Ἀργυρίσκον ἐν τῷ Κοτυαείῳ Φρυγίας Σαλουταρίας, τὸ ὁποῖον τώρα τουρκιστὶ ὀνομάζεται Κιούταϊ. Οὗτος λοιπὸν εὐσεβέστατος ὤν, δὲν ὑπέφερε νὰ βλέπῃ τὴν πλάνην τῶν εἰδώλων νὰ παρρησιάζεται εἰς τὸν κόσμον. Ὅθεν ἀνέβη ἐπάνω εἰς τὸ βουνὸν διὰ νὰ καθαρίσῃ τὸν ἑαυτόν του μὲ νηστείας καὶ προσευχάς. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐστόμωσε καὶ ἐδυνάμωσε τὴν καρδίαν του μὲ τὸν ἔνθεον ζῆλον τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἄναψε τὴν ψυχήν του ἀπὸ τὴν θείαν ἀγάπην, τότε ἐκατέβη ἀπὸ τὸ βουνόν. Καὶ σταθεὶς ἀνάμεσα εἰς τοὺς εἰδωλολάτρας, ἀνεκήρυξε τὸν Χριστὸν Θεὸν ἀληθινόν. Ὅθεν ἔδειραν αὐτὸν καὶ μὲ τρίχινα πανία κατεξέσχισαν τὰς σάρκας του. Εἶτα ἔκαυσαν αὐτὸν μὲ φωτίαν καὶ ἐπάνω εἰς τριβόλους ἀσπλάγχνως τὸν ἔσυραν, εἰς τρόπον ὅτι, κατεφθάρη ὅλον τὸ σῶμά του. Τελευταῖον δὲ ἀπέκοψαν μὲ τὸ σπαθὶ τὴν ἁγίαν του κεφαλήν, καὶ οὕτως ἔλαβεν ὁ ἀοίδιμος τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον. Ἔλαβε δὲ χάριν παρὰ Κυρίου ὁ Ἅγιος, νὰ κάμνῃ ἐξαίσια θαύματα, καὶ νὰ βοηθῇ τοὺς ἐν ἀνάγκαις εὑρισκομένους. Ἀπὸ τὰ ὁποῖα θαύματα, εἶναι τὰ κάτωθεν ῥηθησόμενα.

Μίαν φορὰν πηγαίνωντας ἕνας Χριστιανὸς νὰ προσευχηθῇ εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου τούτου Μηνᾶ, ἐκόνευσεν εἰς ἕνα ξενοδοχεῖον. Ὁ δὲ οἰκοκύρης τοῦ ξενοδοχείου γνωρίσας, ὅτι ὁ ξενοδοχηθεὶς εἶχεν ἄσπρα εἰς τὸν κόλπον του, ἐσηκώθη κατὰ τὸ μεσονύκτιον καὶ ἐφόνευσεν αὐτόν. Εἶτα κατακόψας ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματός του, ἔβαλεν αὐτὰ εἰς ἕνα ζιμπίλι καὶ τὰ ἐκρέμασε, προσμένωντας νὰ ἐξημερώσῃ. Εἰς καιρὸν λοιπὸν ὁποῦ ὁ φονεὺς ἦτον εἰς ἀγῶνα καὶ μέριμναν, πῶς, καὶ ποῦ, καὶ πότε νὰ ὑπάγῃ νὰ κρύψῃ τὰ μέλη τοῦ φονευθέντος, διὰ νὰ μὴ τὸν καταλάβῃ τινας, ἰδοὺ φαίνεται εἰς αὐτὸν καβαλάρης εἰς τάξιν στρατιώτου ὁ Ἅγιος Μηνᾶς. Καὶ τὸν ἐξέταζε τί ἔγινεν ὁ ἐκεῖ κονεύσας ξένος. Ὁ δὲ φονεὺς ἐβεβαίονεν, ὅτι δὲν ἠξεύρει τίποτε. Τότε ὁ Ἅγιος καταβὰς ἀπὸ τὸ ἄλογόν του, ἐμβῆκε μέσα εἰς τὸ κρυφώτερον ὁσπήτιον. Καὶ εὑρὼν τὸ ζιμπίλι καὶ καταβάσας αὐτό, βλέπει τὸν φονέα μὲ φοβερὸν καὶ ἄγριον βλέμμα. Καὶ ποῖος εἶναι, τοῦ λέγει, ἐτοῦτος; Ὁ δὲ φονεὺς ἀπὸ τὸν φόβον του γενόμενος ἄφωνος καὶ ὡσὰν ἐκστατικός, ἔρριψε τὸν ἑαυτόν του πτῶμα ἐλεεινὸν εἰς τοὺς πόδας τοῦ Ἁγίου. Ὁ δὲ Ἅγιος συναρμόσας ὅλα τὰ μέλη τοῦ φονευθέντος καὶ προσευχηθείς, ἀνέστησε τὸν νεκρὸν καὶ εἶπεν εἰς αὐτόν. Δὸς δόξαν εἰς τὸν Θεόν. Ὁ δὲ νεκρὸς ἀναστηθεὶς ὡσὰν ἀπὸ ὕπνον καὶ στοχασθεὶς ἐκεῖνα ὁποῦ ἔπαθεν ἀπὸ τὸν ξενοδόχον καὶ πῶς ἀνεζωώθη πάλιν, ἐδόξασε τὸν Θεόν. Καὶ εὐχαρίστει καὶ ἐπροσκύνει τὸν φαινόμενον στρατιώτην, ὁποῦ τὸν ἀνέστησεν. Ἀφ’ οὗ δὲ ὁ φονεὺς ἐσηκώθη ἐπάνω, ἐπῆρεν ὁ Ἅγιος ἀπὸ αὐτὸν τὰ ἄσπρα, καὶ τὰ ἔδωκεν εἰς τὸν ἀναστηθέντα ἄνθρωπον, λέγωντας αὐτῷ. Πήγαινε ἀδελφέ, εἰς τὴν στράταν σου. Εἰς δὲ τὸν φονέα γυρίσας, ἔδειρεν αὐτόν, καθὼς τοῦ ἔπρεπεν. Εἶτα νουθετήσας αὐτὸν καὶ πρὸς τούτοις συγχωρήσας τὸ σφάλμα του, καὶ ὑπὲρ αὐτοῦ προσευχηθείς, ἐκαβαλίκευσε τὸ ἄλογόν του καὶ ἔγινεν ἄφαντος.

Ἄλλος δὲ πάλιν Χριστιανὸς πλούσιος, ὑπεσχέθη νὰ κάμῃ εἰς τὸν Ἅγιον ἕνα δίσκον ἀσημένιον. Πηγαίνωντας δὲ εἰς τὸν χρυσοχόον, εἶπεν εἰς αὐτὸν νὰ κατασκευάσῃ δύω δίσκους καὶ νὰ γράψῃ, ἐπάνω μὲν εἰς τὸν ἕνα, τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου. Ἐπάνω δὲ εἰς τὸν ἄλλον, τὸ ὄνομα τὸ ἐδικόν του. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐκατασκεύασε καὶ τοὺς δύω, ἐπειδὴ ὁ δίσκος τοῦ Ἁγίου ἐφαίνετο λαμπρότερος καὶ χαριέστερος, τούτου χάριν ὁ Χριστιανὸς ἐκεῖνος ἐκράτησε διὰ λόγου του τὸν δίσκον τοῦ Ἁγίου, χωρὶς νὰ ψηφίσῃ τὴν ἐπιγραφὴν ὁποῦ εἶχε καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου. Ἔτυχε δὲ νὰ κάμῃ ταξείδιον εἰς τὴν θάλασσαν. Εἰς καιρὸν λοιπὸν ὁποῦ ἐδείπνα, ἔφερεν ὁ δοῦλος εἰς τὴν τράπεζαν τὸν δίσκον τοῦ Ἁγίου γεμάτον ἀπὸ φαγητά. Ὁ δὲ ἀναίσθητος ἐκεῖνος καὶ ἀνευλαβὴς Χριστιανός, ἔτρωγεν ἀπὸ τὰ φαγητὰ τοῦ δίσκου χωρὶς κᾀμμίαν συστολὴν καὶ εὐλάβειαν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐσηκώθη ἡ τράπεζα, ἐπῆρεν ὁ δοῦλος τὸν δίσκον, διὰ νὰ πλύνῃ αὐτὸν εἰς τὴν θάλασσαν. Ὁ δὲ δίσκος παρασυρείς, δὲν ἠξεύρω πῶς, ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ δούλου, ἔπεσεν εἰς τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης. Ὁ δὲ δοῦλος σύντρομος γενόμενος καὶ πολλὰ φοβηθείς, πρὸς τούτοις δέ, καὶ ὅλος αἱμωδιάσας καὶ χαυνωθείς, ἔπεσε καὶ αὐτὸς εἰς τὴν θάλασσαν.

Τοῦτο δὲ βλέπωντας ὁ αὐθέντης του, ἐλεεινολογούμενος ἔλεγεν. Ἀλλοίμονον εἰς ἐμένα τὸν ἄθλιον! διατὶ ἐπιθυμήσας τὸν δίσκον τοῦ Ἁγίου, ἰδοὺ κοντὰ εἰς τὸν δίσκον, ἔχασα καὶ τὸν δοῦλόν μου. Ἀλλὰ εἰς ἐσένα, Κύριε, κάμνω τὴν ὑπόσχεσιν ταύτην, ὅτι ἀνίσως εὕρω μόνον τὸ λείψανον τοῦ δούλου μου, θέλω δώσω εἰς τὸν Μάρτυρά σου Ἅγιον Μηνᾶν μαζὶ μὲ τὸν ἄλλον τοῦτον δίσκον, καὶ τὴν τιμὴν ὁποῦ εἶχεν ὁ καταβυθισθεὶς τοῦ Ἁγίου δίσκος. Ὅθεν εὐγαίνωντας ἀπὸ τὸ καΐκιον, ἔβλεπεν εἰς τὴν παραθαλασσίαν, προσμένων καὶ ἐλπίζων νὰ ἰδῇ τὸ ζητούμενον νεκρὸν σῶμα τοῦ δούλου του. Ἐκεῖ λοιπὸν ὁποῦ ἐπρόσεχεν ἐπιμελῶς, ὢ τοῦ θαύματος! βλέπει τὸν δοῦλόν του ζωντανόν, ὁποῦ εὔγαινεν ἀπὸ τὴν θάλασσαν, κρατῶντας εἰς τὰς χεῖρας τὸν τοῦ Ἁγίου δίσκον. Βλέπωντας δὲ αὐτόν, ἐξεπλάγη. Ὅθεν ἔκραξε μὲ μεγάλην φωνήν, τὸ θαῦμα τοῦ Ἁγίου κηρύττωντας. Οἱ δὲ ὄντες ἐν τῷ πλοίῳ, εὐγῆκαν ὅλοι ἔξω. Βλέποντες τὸν δοῦλον κρατοῦντα εἰς τὰς χεῖρας τὸν δίσκον, ἐθαύμαζον πολλὰ καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν. Ἐρώτησαν δὲ αὐτόν, μὲ τί τρόπον ἐλυτρώθη ἀπὸ τὴν θάλασσαν. Ὁ δὲ δοῦλος ἐδιηγήθη, λέγων, ὅτι εὐθὺς ὁποῦ ἔπεσα εἰς τὴν θάλασσαν, ἦλθεν ἕνας ἄνθρωπος ὡραῖος, ὁμοῦ καὶ ἄλλοι δύω, καὶ μὲ ἐπίασαν. Καὶ περιπατήσαντες μαζὶ μὲ ἐμένα χθὲς καὶ σήμερον, ἤλθομεν ἕως ἐδῶ. Ὅθεν διεφημίσθη τὸ θαῦμα τοῦτο πανταχοῦ. Καὶ ἕνεκεν τούτου μεγαλύνεται ἕως τῆς σήμερον ὁ Χριστός, ὁ οὕτω δοξάζων τοὺς Ἁγίους του.

Καὶ μία δὲ γυναῖκα πηγαίνουσα εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου, ἐβιάσθη κατὰ τὴν στράταν ἀπὸ ἕνα εἰς αἰσχρὰν μίξιν. Ὅθεν ἐπικαλέσθη τὸν Ἅγιον νὰ τῇ βοηθήσῃ, ὁ δὲ Ἅγιος δὲν ἐπαράβλεψεν αὐτήν. Ἀλλὰ καὶ ταύτην ἐφύλαξε καθαρὰν καὶ ἀμόλυντον, καὶ τὸν βιαστὴν ἐπόμπευσε καὶ ἐθεάτρισε μὲ τοιοῦτον τρόπον. Ὁ γὰρ βιαστὴς ἐκεῖνος, δέσας τὸ ἄλογόν του εἰς τὸ πόδι του, ἐβίαζε τὴν γυναῖκα, τὸ δὲ ἄλογον ἀγριώθη ἐναντίον τοῦ αὐθέντου του. Ὅθεν, ὄχι μόνον ἀπὸ τὴν ἄτοπον πρᾶξιν αὐτὸν ἐμπόδισεν, ἀλλὰ καὶ ἔσυρνεν αὐτὸν κατὰ γῆς. Καὶ δὲν ἐστάθη σύρνοντας, ἕως οὗ ἔφθασεν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου. Ἐκεῖ δὲ μὲ πολλὰς καὶ μεγάλας φωνὰς ἐχρεμέτισεν, ἤτοι ἐχλιμιντίρισεν. Ὅθεν ἔκαμε πολλοὺς ἀνθρώπους νὰ εὔγουν ἔξω νὰ ἰδοῦν. Ἔτυχε γὰρ τότε νὰ ᾖναι ἑορτή. Ὅθεν ἔτρεχεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Ἁγίου πλῆθος πολὺ Χριστιανῶν. Ὁ δὲ δυστυχὴς ἐκεῖνος, βλέπωντας ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τὴν συνάθροισιν τοῦ λαοῦ, καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος τὸ ἄλογον, ὁποῦ ἀγριόνετο κατ’ ἐπάνω του περισσότερον, βλέπωντας δὲ καὶ τὸν ἑαυτόν του, πῶς δὲν ἐβοηθεῖτο ἀπὸ κᾀνένα, ἐφοβήθη, μήπως πάθῃ ἀπὸ τὸ ἄλογον κᾀνένα κακὸν μεγαλίτερον. Ὅθεν ἐξωμολογήθη χωρὶς ἐντροπὴν ἔμπροσθεν εἰς ὅλους τὴν ἁμαρτίαν του. Καὶ εὐθὺς ἐστάθη τὸ ἄλογον μὲ ἡμερότητα. Καὶ λοιπὸν λύσας τὸ ποδάρι του ἀπὸ τὸ ἄλογον, ἐμβῆκεν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου, καὶ προσπίπτωντας εἰς τὴν ἁγίαν εἰκόνα του, ἐπαρακάλει αὐτόν, νὰ μὴ τὸν ἀφήσῃ νὰ λάβῃ ἄλλοτε τοιοῦτον, ἢ ἄλλον πειρασμόν.

Μίαν φορὰν ἐπρόσμεναν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου ἕνας κουτζὸς καὶ μία γυναῖκα βωβή, μαζὶ μὲ ἄλλους πολλοὺς ἀσθενεῖς, διὰ νὰ λάβουν ἰατρείαν ἀπὸ τὸν Ἅγιον. Κατὰ δὲ τὸ μεσονύκτιον, εἰς καιρὸν ὁποῦ ὅλοι οἱ ἀσθενεῖς ἐκοιμῶντο, φαίνεται ὁ Ἅγιος εἰς τὸν κουτζὸν καὶ τῷ λέγει. Τώρα ὁποῦ εἶναι ἡσυχία, πήγαινε καὶ πίασαι τὸ ἐπανωφόριον τῆς βωβῆς γυναικός, καὶ θέλεις ἰατρευθῇς. Ἀπελθόντος δὲ τοῦ κουτζοῦ καὶ πιάσαντος τὸ ἐπανωφόρι τῆς βωβῆς, εὐθὺς ἐκείνη ταραχθεῖσα ἐφώναξε, κατηγοροῦσα τάχα τὸν κουτζόν. Καὶ μὲ τὸν νόστιμον τρόπον τοῦτον ἐλύθη ἡ γλῶσσά της. Ὁ δὲ κουτζὸς πάλιν ἐντραπεὶς ἀπὸ τὰ λόγια τῆς βωβῆς, εὐθὺς ἐσηκώθη εἰς τοὺς πόδας καὶ ἄρχισε διὰ νὰ φεύγῃ. Γνωρίσαντες δὲ καὶ οἱ δύω τὸ εἰς αὐτοὺς γενόμενον χαριέστατον θαῦμα παρὰ τοῦ Ἁγίου, ἐδόξασαν τὸν Θεόν.

Ἕνας Ἑβραῖος ἔχωντας φίλον ἕνα Χριστιανόν, πολλαῖς φοραῖς ἐμπιστεύετο καὶ ἄφινεν εἰς αὐτὸν ἄσπρα ἱκανά, ὅταν ἔμελλε νὰ ὑπάγῃ εἰς τόπον μακρινόν. Εἰς τοῦτον λοιπὸν ἀφῆκε μίαν φορὰν παρακαταθήκην ἕνα πουγκεῖον μὲ πεντακόσια νομίσματα. Ὁ δὲ Χριστιανὸς ἔβαλε βουλὴν νὰ ἀρνηθῇ τὴν παρακαταθήκην αὐτὴν τοῦ Ἑβραίου, τὸ ὁποῖον καὶ ἐποίησε διὰ τοῦ ἔργου. Ὅταν λοιπὸν ἦλθεν ὁ Ἑβραῖος, ἐζήτησε τὰ ἄσπρα του, καθὼς εἶχε συνήθειαν, ὁ δὲ Χριστιανὸς δὲν ἔδιδε ταῦτα εἰς αὐτὸν λέγων. Ἐσὺ δὲν ἄφησες τίποτε εἰς ἐμένα κατὰ τὴν φορὰν ταύτην, καὶ τί ζητεῖς ἀπὸ λόγου μου; Ὁ δὲ Ἑβραῖος ἀνελπίστως ἀκούσας τοῦτο, ἄλλος ἐξ ἄλλου ἔγινεν. Ἐλθὼν δὲ εἰς τὸν ἑαυτόν του, λέγει πρὸς τὸν Χριστιανόν. Ἄλλο δὲν θέλει γένῃ, πάρεξ ὅρκος ἔχει νὰ διαλύσῃ τὴν ἀμφιβολίαν ταύτην. Ἐπειδὴ καὶ δὲν ἦτόν τινας μάρτυς παρών, ὅταν ἐπαρέδωκά σοι τὰ ἄσπρα μου, μὲ τὸ νὰ εἶχον εἰς ἐσένα πληροφορίαν, ὅτι εἶσαι πιστὸς καὶ ἀληθὴς ἄνθρωπος. Ὅθεν ἐζήτει ὁ Ἑβραῖος νὰ ἀποδειχθῇ διὰ μέσου τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ ἐκεῖνος ὁποῦ δὲν ἀληθεύει.

Ἐπῆγαν λοιπὸν καὶ οἱ δύω συμφώνως εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ. Καὶ παρευθὺς ὁ Χριστιανὸς χωρὶς ἀργοπορίαν ἔκαμεν ὅρκον, καὶ ἐβεβαίωσε τὴν ἄρνησιν τῆς παρακαταθήκης. Ἀφ’ οὗ δὲ ὁ ὅρκος ἐτελείωσεν, εὐγῆκαν καὶ οἱ δύω ἀπὸ τὸν Ναόν, καὶ ἐκαβαλίκευσαν τὰ ἄλογά των. Τὸ δὲ ἄλογον τοῦ Χριστιανοῦ, ἀτακτοῦσε καὶ ἀγρίευεν ἐναντίον τοῦ αὐθέντου του. Καὶ δαγκάνωντας τὸ χαλινάρι, ἐφοβέριζεν, ὅτι θέλει προξενήσει εἰς τὸν καβαλάρην του πικρὸν θάνατον. Καὶ κατὰ μὲν τὸ παρόν, ἔρριψεν αὐτὸν εἰς τὴν γῆν, πλὴν δὲν τὸν ἔβλαψεν εἰς τὸ σῶμα. Ἐχάθη δὲ μόνον τὸ μανδύλι του, ὁμοῦ μὲ τὸ κλειδίον καὶ τὴν χρυσῆν βοῦλλάν του. Ἔπειτα πάλιν καβαλικεύσας, ἐπήγαινε μαζὶ μὲ τὸν Ἑβραῖον. Ὁ ὁποῖος μὴ ὑποφέρωντας τὴν ζημίαν, ἐλυπεῖτο πολλὰ εἰς τὸν δρόμον, καὶ ἀνεστέναζεν ἀπὸ βάθους καρδίας του. Τότε ὁ Χριστιανὸς λέγει πρὸς τὸν Ἑβραῖον. Ἐπειδὴ ὁ τόπος οὗτος, ὦ φίλε, εἶναι ἐπιτήδειος, ἂς καταβῶμεν ἀπὸ τὰ ἄλογα, καὶ ἂς φάγωμεν ψωμί.

Ὅταν δὲ ἄρχισαν διὰ νὰ τρώγουν, ἰδοὺ μετὰ ὀλίγον βλέπει ὁ Χριστιανὸς τὸν ἐδικόν του δοῦλον ἐλθόντα, καὶ κρατοῦντα, μὲ τὸ ἕνα μὲν χέρι, τὸ πουγκεῖον τοῦ Ἑβραίου. Μὲ τὸ ἄλλο δέ, τὸ κλειδὶ ὁμοῦ καὶ τὸ μανδύλιόν του. Ἰδὼν δὲ αὐτὰ ἐξεπλάγη. Καί, τί εἶναι τοῦτο; πρὸς τὸν δοῦλόν του εἶπε. Ὁ δὲ δοῦλος, ἕνας φοβερός, ἀπεκρίθη, ἦλθεν εἰς τὴν κυρίαν μου, καὶ δίδωντας εἰς αὐτὴν τὸ κλειδίον μὲ τὸ μανδύλι σου, εἶπε πρὸς αὐτήν. Μὲ ὀγλιγωράδα πολλὴν στεῖλαι τὸ πουγκεῖον τοῦ Ἑβραίου, διὰ νὰ μὴ κινδυνεύσῃ ὁ ἄνδρας σου. Ὅθεν ἐγὼ λαβὼν τοῦτο ἀπὸ τὴν κυρίαν μου, ἦλθον εἰς ἐσένα, καθὼς ἐπρόσταξες. Τότε ὁ Ἑβραῖος πασίχαρος γενόμενος, ἐγύρισε μαζὶ μὲ τὸν Χριστιανὸν εἰς τὸν Ἅγιον. Καὶ αὐτὸς μέν, ἐπαρακάλει διὰ νὰ βαπτισθῇ, ὁ δὲ Χριστιανός, ἐζήτει νὰ λάβῃ συγχώρησιν διὰ τὸν ψευδῆ ὅρκον, ὁποῦ ἔκαμε καὶ ἐπαρώργισε τὸν Θεόν. Ὅθεν καὶ οἱ δύω ἔλαβον ἐκεῖνο ὁποῦ ἐζήτησαν. Καὶ ὁ μὲν Ἑβραῖος ἔλαβε τὸ Ἅγιον Βάπτισμα, ὁ δὲ Χριστιανὸς ἔλαβε τὴν τοῦ ὅρκου συγχώρησιν. Καὶ ἔτζι ἐγύρισαν εἰς τὰ ἴδια χαίροντες. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον τοῦ Ἁγίου ὅρα εἰς τὸν Νέον Θησαυρόν. Τὸν δὲ ἑλληνικὸν τούτου Βίον συνέγραψεν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Βασιλεύοντος Διοκλητιανοῦ». Σῴζεται ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.)

*

Άγιος ΒίκτωρΤῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Βίκτορος.

Οὐ δειλιῶν ἦν, οὐδὲ Βίκτωρ πρὸς ξίφος,
Πᾶσαν μακράν που καρδίας θεὶς δειλίαν.

Οὗτος ὁ Ἅγιος ἐμαρτύρησεν εἰς τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Ἀντωνίνου, ἐν ἔτει ρξ΄ [160], καὶ δουκὸς Σεβαστιανοῦ ἐν τῇ Ἰταλίᾳ. Ἐπειδὴ δὲ ἠναγκάσθη νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστόν, καὶ δὲν ἐπείσθη, πρῶτον μέν, ἐτζάκισαν τοὺς δακτύλους του. Ἔπειτα δέ, τὸν ἔβαλαν μέσα εἰς ἕνα ἀναμμένον καμίνι, εἰς τὸ ὁποῖον μείνας τρεῖς ἡμέρας, εὐγῆκεν ἀβλαβής. Ἔπειτα ἀναγκάσθη νὰ πίῃ θανατηφόρα φαρμάκια. Ἐπειδὴ δὲ αὐτὰ ἔμειναν ἀνενέργητα καὶ δὲν τὸν ἔβλαψαν, διὰ τοῦτο ὁ ταῦτα συγκεράσας φαρμακοποιός, προσῆλθεν εἰς τὸν Χριστὸν καὶ ἐπίστευσε. Μετὰ ταῦτα ἀνασπῶσιν αὐτοῦ τὰ νεῦρα. Καὶ κατακαίουσιν αὐτὸν μὲ βρασμένον ἔλαιον. Ἔπειτα ἀνάγκασαν αὐτὸν νὰ πίῃ σκόνιν ἀνακατωμένην μὲ ξύδι, εἶτα εὐγάνουσι τοὺς ὀφθαλμούς του καὶ κρεμῶσιν αὐτὸν κατακέφαλα εἰς τριῶν ἡμερῶν διάστημα. Ὕστερον εὐγάνουσι τὸ δέρμα του. Καὶ ἔτζι μὲ τὰ τοιαῦτα βάσανα, παραδίδει τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ ὁ γενναιότατος τούτου ἀγωνιστής.

*

Άγιος ΒικέντιοςΜνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Βικεντίου Διακόνου.

Βληθεὶς ὁ Βικέντιος ἐν φρουρᾷ φέρει,
Λυθεὶς δὲ φρουρᾶς σαρκικῆς ἄνω τρέχει.

Οὗτος ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βικέντιος, ἦτον ἐπὶ τῆς βασιλείας Μαξιμιανοῦ καὶ ἡγεμονίας Δατιανοῦ, ἐν ἔτει σια΄ [211]. Διάκονος δὲ ὢν εἰς τὴν Αὐγουστόπολιν τῆς Ἱσπανίας, ἐδίδασκε τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ ὁμοῦ μὲ τὸν Ἐπίσκοπον Οὐαλλέριον (1). Ὅθεν πιασθέντες καὶ οἱ δύω, ἐπαραστάθησαν εἰς τὸ βῆμα τοῦ ἄρχοντος Δατιανοῦ. Ὁ ὁποῖος εὐθὺς ἔβαλεν εἰς αὐτοὺς σιδηρᾶς ἁλυσίδας. Καὶ ἔτζι ἁλυσιδωμένους τοὺς ἔστειλεν εἰς τὴν πόλιν Βαλαντίαν, καὶ ἐκεῖ ἐπρόσταξε νὰ φυλακωθοῦν, μέσα εἰς φυλακὴν σκοτεινὴν καὶ βρωμερωτάτην. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασαν μερικαὶ ἡμέραι, εὔγαλεν ἀπὸ τὴν φυλακὴν τὸν Βικέντιον καὶ ἐπρόσταξε νὰ καταξεσχίσουν αὐτόν. Ἔπειτα τὸν ἐκάρφωσαν εἰς ἕνα σταυρόν, καὶ ἔδειραν ὅλα τὰ μέλη του. Μετὰ ταῦτα ἐξεκάρφωσαν αὐτὸν ἀπὸ τὸν σταυρόν, καὶ ἐστρέβλωσαν τὰ μέλη του. Εἶτα τὸν ἔδειραν, καὶ κατέκαυσαν τὰς πλευράς του. Καὶ ἀφ’ οὗ εὔγαλαν ὅλα τὰ ἄρθρα καὶ τὰς ἁρμονίας τοῦ σώματός του, ἔβαλον ἐπάνω εἰς τὸ στῆθός του ῥάβδους σιδηρᾶς ἀναμμένας καὶ ἐκέντησαν αὐτὸν μὲ σούβλας πυρωμένας. Ἐπειδὴ δὲ ἔμεινεν ἀβλαβής, τὸν ἔρριψεν εἰς τὴν φυλακήν. Ἐκεῖ λοιπὸν εὑρισκόμενος ὁ Ἅγιος ἠξιώθη νὰ λάβῃ βοήθειαν καὶ ἐπίσκεψιν ἀπὸ τὸν Θεόν. Ὅθεν προσευχηθείς, παρέδωκε τὸ πνεῦμά του εἰς τὸν Θεόν, καὶ ἐδέχθη τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον. Τὸ δὲ λείψανον αὐτοῦ ἐτάφη ἐκεῖ ἀπό τινας Χριστιανοὺς εὐλαβεῖς.

(1) Ἐν δὲ τῷ τετυπωμένῳ Συναξαριστῇ γράφεται Ἱλάριον. Ἐν δὲ τῷ δευτέρῳ Συναξαρίῳ τούτου, ὅπερ εὑρίσκεται κατὰ τὴν εἰκοστὴν δευτέραν Ἰαννουαρίου, γράφεται Οὐαλλέριος καὶ ἐκεῖ, ὡς καὶ ἐν τῷ χειρογράφῳ Συναξαριστῇ.

*

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Στεφανίς, δυσὶ φοίνιξι προσδεθεῖσα, καὶ εἰς δύω μερισθεῖσα, τελειοῦται.

Δένδροις Στεφανὶς προσδεθεῖσα φοινίκων,
Τῶν Μαρτύρων ἤνθησεν ὡς φοίνιξ μέσον.

Αὕτη ἦτον γυνὴ ἑνὸς στρατιώτου, καὶ ἐπίστευεν εἰς τὸν Χριστὸν ἄνωθεν ἀπὸ τοὺς προγόνους της. Ἀποθανόντος δὲ τοῦ ἀνδρός της, ἔμεινε χήρα. Αὕτη λοιπὸν βλέπουσα τὸν Ἅγιον Βίκτωρα πῶς ἔπασχεν ὑπὲρ ἄνθρωπον, ἐμακάρισεν αὐτὸν διὰ τὴν ἀνδρίαν του καὶ διὰ τοὺς στεφάνους, ὁποῦ ἔμελλε νὰ ἀπολαύσῃ παρὰ Θεοῦ. Ὅθεν διὰ τὴν αἰτίαν ταύτην, ἐφέρθη καὶ αὐτὴ εἰς τὸν ἡγεμόνα. Καὶ ἐπειδὴ ὡμολόγησε παρρησίᾳ τὸν Χριστὸν Θεὸν προαιώνιον, διὰ τοῦτο ἔδεσαν τὰ χέριά της ἀπὸ δύω δένδρα τῶν φοινίκων, τὰ ὁποῖα μὲ βίαν πολλὴν ἐλιγύσθησαν. Ὕστερον δὲ ταῦτα ἀφεθέντα, καὶ γυρίσαντα μὲ ὁρμὴν εἰς τὴν πρώτην τους στάσιν, ἔσχισαν τὴν Ἁγίαν εἰς δύω κομμάτια. Καὶ οὕτως ἡ μακαρία παρέδωκε τὴν ψυχήν της εἰς χεῖρας Θεοῦ.

*

Άγιος Θεόδωρος ο ΣτουδίτηςΜνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Θεοδώρου Ἡγουμένου τῶν Στουδίου τοῦ Ὁμολογητοῦ.

Πολλὰς ἀμοιβὰς Θεόδωρε τρισμάκαρ,
Βίου μεταστὰς ὡς βιοὺς εὖ προσδόκα.

Οὗτος ἐγεννήθη κατὰ τοὺς χρόνους Κωνσταντίνου τοῦ Κοπρωνύμου ἐν ἔτει ψμα΄ [741], ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς Φωτεινὸν καὶ Θεοκτίστην ὀνομαζομένους. Παιδιόθεν δὲ προτιμήσας τὴν ἐνάρετον ζωήν, καὶ παιδευθεὶς ἀρκετὰ μὲ τὰ ἱερὰ γράμματα, ἀνεβιβάσθη εἰς τὸ ἀκρότατον ὕψος τῆς γνώσεως. Διὰ τοῦτο γενόμενος Μοναχός, ἐκατώρθωσε κάθε εἶδος ἀρετῆς, καὶ ἐτιμήθη μὲ τὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης ἀπὸ τὸν Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχην Ταράσιον. Ἀφ’ οὗ δὲ ὁ Ὅσιος Πλάτων, ὁ τῆς Μονῆς τοῦ Στουδίου Ἡγούμενος καὶ θεῖος τοῦ Ἁγίου, παραίτησε τὴν ἡγουμενίαν, ἀναδέχθη αὐτὴν ὁ μακάριος οὗτος Θεόδωρος. Καλῶς λοιπὸν ὡδήγει τὸ ἐμπιστευθὲν εἰς αὐτὸν ποίμνιον τῶν Μοναχῶν, καὶ εἰς βοσκὴν σωτηρίας ἐποίμαινεν. Ἐπειδὴ δὲ ἤλεγξε μὲ παρρησίαν τὸν βασιλέα Κωνσταντῖνον, τὸν υἱὸν τῆς Εἰρήνης, ἐν ἔτει ψπ΄ [780], αὐτὸς καὶ ὁ Ἅγιος Ταράσιος, διατὶ ἀπέβαλε τὴν νόμιμον αὑτοῦ γυναῖκα, καὶ ἐπῆρε ἄλλην· τούτου ἕνεκεν, ὁ μὲν Ἅγιος Ταράσιος ἐκβάλλεται ἀπὸ τὸν θρόνον του, ὁ δὲ μέγας Θεόδωρος δαρθείς, ἐξωρίσθη εἰς τὴν Θεσσαλονίκην. Ἔπειτα ἀφ’ οὗ ὁ Κωνσταντῖνος ἐτυφλώθη, καὶ ἐδιώχθη ἀπὸ τὴν βασιλείαν, ἀνεκαλέσθη ὁ Ἅγιος ἐκ τῆς ἐξορίας. Ἀλλὰ ὅταν ὁ Νικηφόρος ὁ Πατρίκιος καὶ Σταυράκιος ἐπικαλούμενος, ἔγινε βασιλεύς, ἐν ἔτει ωβ΄ [802], πάλιν ἐξωρίσθη ὁ Ἅγιος εἰς τὴν Θεσσαλονίκην (2). Ὅταν δὲ Λέων ὁ Ἁρμένιος ἐβασίλευσεν ἐν ἔτει ωιγ΄ [813], καὶ ἐπεχείρει νὰ καταργήσῃ τὰς ἁγίας εἰκόνας, ἐξωρίσθη ὁ μακάριος Θεόδωρος εἰς τὴν λίμνην τῆς Ἀπολλωνιάδος, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐστάλθη εἰς τὸ θέμα τῶν Ἀνατολικῶν. Ἐκεῖ δὲ λαβὼν ἑκατὸν ῥαβδίας εἰς τὴν πλάτην, ἀνδρείως ὑπέμεινε. Καὶ πάλιν ἐδάρθη δυνατὰ ἀπὸ τὸν στρατοπεδάρχην. Ἀπὸ ἐκεῖ δὲ ἐστάλθη εἰς τὴν Σμύρνην, καὶ ἐκλείσθη μέσα εἰς μίαν βρωμερωτάτην φυλακήν, τὰ δὲ ποδάριά του ἐβάλθησαν εἰς τὸ τιμωρητικὸν ξύλον. Ἀφ’ οὗ δὲ ὁ Λέων ἐστερήθη ὁμοῦ τὴν ζωὴν καὶ τὴν βασιλείαν, ὁ δὲ Μιχαὴλ ὁ Τραυλὸς ἔλαβε τὰ σκῆπτρα τῆς βασιλείας ἐν ἔτει ωκ΄ [820], τότε ἀνεκαλέσθη ὁ Ὅσιος ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ τὴν ἐξορίαν, καὶ ὀλίγον καιρὸν ἐλεύθερος μείνας, συνευρίσκετο μὲ τοὺς φίλους. Ἔπειτα μὲ χρηστὰς καὶ πεπληροφορημένας ἐλπίδας, ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ. Ἦτον δὲ κατὰ τὸν χαρακτῆρα τοῦ σώματος κατάξηρος, κίτρινος εἰς τὸ πρόσωπον, τὰς τρίχας ἔχων μαύρας μεμιγμένας μὲ ἄσπρας, καὶ φαλακρὸς εἰς τὴν κεφαλήν. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον τοῦ Ἁγίου τούτου ὅρα εἰς τὸν Νέον Παράδεισον (3).)

(2) Μερικοὶ λέγουσιν ὅτι ὁ Ἅγιος οὗτος Θεόδωρος, τότε ὅταν εὑρίσκετο εἰς Θεσσαλονίκην, συνέγραψε τοὺς ἐν τῇ Ὀκτωήχῳ ἀναβαθμοὺς τοὺς κατὰ πᾶσαν Κυριακὴν ψαλλομένους ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Ὁμοίως ἐποίησε καὶ τὰ τροπάρια τῶν Αἴνων τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. Ὧν τὸ πρῶτον πρὸς αὐτὸν ἀποτείνεται τὸν μέγαν Δημήτριον, ἤτοι τὸ «Δεῦρο μάρτυς Χριστοῦ πρὸς ἡμᾶς, σοῦ δεομένους συμπαθοῦς ἐπισκέψεως, καὶ ῥῦσαι κεκακωμένους τυραννικαῖς ἀπειλαῖς, καὶ δεινῇ μανίᾳ τῆς αἱρέσεως», τῶν εἰκονομάχων δηλαδή. Ἄλλοι δὲ λέγουσι, καὶ ἴσως ὀρθότερον, ὅτι τὰ τροπάρια ταῦτα τῶν Αἴνων εἶναι ποίημα Θεοφάνους τοῦ Γραπτοῦ, καθὼς τοῦ αὐτοῦ εἶναι πόνημα καὶ ὁ Κανὼν τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. Οὗτος γὰρ ἐξωρίσθη ἀπὸ τὸν εἰκονομάχον Θεόφιλον εἰς τὴν Θεσσαλονίκην διὰ τὰς ἁγίας εἰκόνας, καθὼς φαίνεται ἐν τῷ Συναξαρίῳ αὐτοῦ κατὰ τὴν ἑνδεκάτην τοῦ Ὀκτωβρίου. Εἶπα δὲ ὀρθότερον, διατὶ ὁ Ἅγιος Θεόδωρος, δὲν ἐξωρίσθη εἰς Θεσσαλονίκην διὰ τὰς ἁγίας εἰκόνας, ἀλλὰ διὰ ἄλλην ὑπόθεσιν. Οὗτος ὁ Ἅγιος μετὰ τοῦ αὐταδέλφου αὐτοῦ κυρίου Ἰωσὴφ τοῦ Θεσσαλονίκης, ἐφιλοπόνησε τὸ κατανυκτικὸν βιβλίον τοῦ Τριῳδίου, καὶ τὸ χαροποιὸν βιβλίον τοῦ Πεντηκοσταρίου ὡς λέγουσί τινες. Σημειοῦμεν δὲ ἐνταῦθα τὴν εἴδησιν ταύτην εἰς τοὺς ἀναγινώσκοντας, ὅτι κοντὰ εἰς τὰς ἐννενηνταὲξ Κατηχήσεις τοῦ Ἁγίου τούτου Θεοδώρου τὰς τετυπωμένας, εὑρίσκονται καὶ ἄλλαι ἑβδομήκοντα δύω ἐν τῇ Σκήτει τοῦ Ξενοφῶντος καὶ ἐν ἄλλοις, αἵτινες μετεφράσθησαν εἰς τὸ ἁπλοῦν, ὑπὸ τοῦ μακαρίτου διδασκάλου κυρίου Ματθαίου τοῦ ἐκ Μυριοφύτου καταγομένου. Καὶ εἴθε νὰ εὑρεθῇ τινας φιλόχριστος διὰ νὰ τυπώσῃ καὶ αὐτὰς ὁμοῦ μὲ τὰς προτετυπωμένας. Ἐν δὲ τῷ Ἱερῷ Κοινοβίῳ τοῦ Ἐσφιγμένου λέγουσί τινες, ὅτι εὑρίσκονται Κατηχήσεις ἑλληνικαὶ τοῦ αὐτοῦ Πατρὸς τριακόσιαι ἑξηνταπέντε, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ἀναγινωσκόμεναι. Ἀξιομνημόνευτον δὲ εἶναι τὸ ἔργον ὁποῦ ἐποίησεν ὁ Ἅγιος οὗτος Θεόδωρος. Κατὰ γὰρ τὴν ἡμέραν τῶν Βαΐων, εἶπεν εἰς τοὺς Μοναχοὺς αὐτοῦ, νὰ πάρῃ κάθε ἕνας εἰς τὰς χεῖράς του μίαν εἰκόνα, καὶ νὰ λιτανεύουν τριγύρω εἰς τὸ Μοναστήριον, ψάλλοντες τὸ τροπάριον ἐκεῖνο· «Τὴν ἄχραντον εἰκόνα σου προσκυνοῦμεν ἀγαθέ». Καὶ ἄλλους ὕμνους νικοποιοὺς τῶν ἁγίων εἰκόνων. Ταῦτα δὲ ἀκούσας μὲ τὰ ἴδιά του αὐτία Λέων ὁ Ἁρμένιος, ἔστειλε φοβερισμοὺς κατὰ τοῦ Ἁγίου. Πλὴν αὐτὸς εἰς οὐδὲν ταῦτα ἐλογίσατο. Ψυχορραγῶν δὲ ὁ θεῖος οὗτος Θεόδωρος, εἶχε τὸ δαβιτικὸν ἐκεῖνο εἰς τὸ στόμα του «Μακάριοι οἱ ἄμωμοι ἐν ὁδῷ οἱ πορευόμενοι ἐν νόμῳ Κυρίου». Ἐλειτούργησε δὲ πρῶτον καὶ ἐκοινώνησεν, εἶτα ἐκοιμήθη. Συνέγραψε δὲ τὸν Βίον αὐτοῦ Μιχαὴλ ὁ μαθητής του, ὅστις λέγει εἰς τὸν ἐπίλογον αὐτοῦ ταῦτα· «Ἐτέθη μετὰ τῶν Ἁγίων ὁ Ἅγιος. Μετὰ τῶν Μαρτύρων ὁ Μάρτυς. Οὗ ὁ φθόγγος ἐξῆλθεν εἰς πᾶσαν τὴν οἰκουμένην. Ἀπέθανεν ὁ πολέμιος τῶν ἁγιομάχων. Τῶν εἰκονοκλαστῶν ὁ ἐλεγκτής. Τῶν βασιλέων ὁ διδακτής». Τὸ δὲ ἅγιον λείψανον τοῦ Ὁσίου τούτου ἀπεκομίσθη εἰς Κωνσταντινούπολιν ἐκ τῆς ἐξορίας, προσταγῇ τῆς Αὐγούστας Θεοδώρας. (Ὅρα σελ. 674, 679, 697 τῆς Δωδεκαβίβλου.)

(3) Ὁ δὲ ἑλληνικὸς αὐτοῦ Βίος εὑρίσκεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ καὶ ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τῶν Ἰβήρων, οὗ ἡ ἀρχή· «Πᾶσι μὲν ἡδύς». Ὁμοίως ἐν τῇ αὐτῇ Μονῇ τῶν Ἰβήρων εὑρίσκεται καὶ λόγος εἰς τὴν ἀνακομιδὴν τῶν λειψάνων τούτου τοῦ Θεοδώρου, οὗ ἡ ἀρχή· «Εἰκότως ἄν τις ἡμῖν ἐγκαλέσειεν».

 Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

 

 

Των Αγίων Μηνά του Μεγαλομάρτυρος, Βίκτορος του Μάρτυρος, Βικεντίου του Διακόνου και Ιερομάρτυρος κ.α.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.