Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου1 Μαρτίου

Των Αγίων Ευδοκίας, Δομνίνης, Αντωνίνης, Μαρκέλλου, Αντωνίου, Σιλβέστρου, Σωφρονίου κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

ΜΗΝ ΜΑΡΤΙΟΣ

Μην Μάρτιος έχων ημέρας λα’.

Η ημέρα έχει ώρας ιβ’ και η νυξ ώρας ιβ’.

ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ

Ο μήνας ούτος, αδελφοί, ονομάζεται αρχή και πρώτος των μηνών, από τον Προφήτην και θεσπέσιον Μωϋσήν. Ούτω γαρ γράφεται περί αυτού εν τω βιβλίω της Εξόδου· «Ο μην ούτος υμίν, αρχή μηνών, πρώτος εστιν υμίν εν τοις μησί του ενιαυτού» (Εξ. ιβ’, 1). Και εν τω βιβλίω της Γενέσεως μανθάνομεν, ότι, κατά την συμφωνίαν των ιερών ερμηνευτών, εις τον μήνα τούτον εποίησεν ο Θεός όλα τα αισθητά κτίσματα εκ του μη όντος εις το είναι. Και τούτο γίνεται φανερόν, διατί κάθε χρόνον εις τον Μάρτιον μήνα η γη βλαστάνει τας βοτάνας και τα χορτάρια, καθώς και τότε εβλάστησε ταύτα εις την δημιουργίαν του κόσμου, όταν ο Θεός επρόσταξε και είπε· «Βλαστησάτω η γη βοτάνην χόρτου» (Γεν. α’, 11). Και διατί εις τον Μάρτιον γίνεται η γλυκυτάτη άνοιξις, και η θάλασσα γαληνιά, και ο ουρανός φαίνεται διαυγέστερος και λαμπρότερος, με το να ελευθερόνεται από την συνεφίαν του προλαβόντος χειμώνος. Καθώς ταύτα έγιναν και κατά την πρώτην εκείνην δημιουργίαν του κόσμου.

Όθεν ακολούθως, εις τον Μάρτιον τούτον μήνα έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον (1). Εις τούτον τον μήνα ελευθερώθη ο Ισραηλιτικός λαός από την σκλαβίαν του Φαραώ, και το Πάσχα εποίησε, και την Ερυθράν Θάλασσαν επέρασε, κατά το ρητόν της Εξόδου, το οποίον εφέραμεν ανωτέρω. Εις τούτον τον μήνα εμβήκαν οι Ισραηλίται μέσα εις την γην της επαγγελίας, ήτοι εις την Ιερουσαλήμ, καθώς τούτο συνάγεται από το βιβλίον Ιησού του Ναυή, όπου γράφεται, ότι οι Ισραηλίται έκαμαν το Πάσχα εις την Ιεριχώ, κατά την δεκάτην τετάρτην του μηνός, δηλαδή του Μαρτίου. «Και εποίησαν οι υιοί Ισραήλ το Πάσχα τη τεσσαρεσκαιδεκάτη ημέρα του μηνός αφ’ εσπέρας, επί δυσμών Ιεριχώ εν τω πέραν του Ιορδάνου εν τω πεδίω» (Ιησ. ε’, 10).

Εις τούτον τον μήνα εκατέβη από τους Ουρανούς ο Υιός του Θεού δια την εδικήν μας σωτηρίαν, και συνελήφθη εις την μακαρίαν κοιλίαν της Αειπαρθένου Μαρίας, σάρκα εξ αυτής δανεισάμενος. Ήτοι κατά την εικοστήν πέμπτην του Μαρτίου τούτου, κατά την οποίαν εορτάζεται ο Ευαγγελισμός της κυρίας Θεοτόκου και η του Θεού Λόγου άσπορος σύλληψις. Κατά τον μήνα τούτον, ήτοι κατά τας εικοσιτρείς του Μαρτίου, κατεδέχθη να λάβη ο Κύριος τον δια Σταυρού θάνατον. Και κατά την εικοστήν πέμπτην του ιδίου τούτου Μαρτίου, ανέστη ο Κύριος εκ του μνήματος, ότε και κύριον Πάσχα λέγεται, και δια της εδικής του Αναστάσεως εχάρισε και εις ημάς θεοπρεπώς την Ανάστασιν. Εις τον μήνα τούτον πιστούμεθα, ότι έχει να γένη και η κοινή και παγκόσμιος όλων των ανθρώπων Ανάστασις. Ομοίως και η παντελής και ακατάλυτος πάντων των κτισμάτων αποκατάστασις. Όθεν όποιος ονομάσει τον Μάρτιον τούτον, μήνα άρτιον, φερωνύμως και προσφυώς θέλει τον ονομάσει. Επειδή εις τον μήνα τούτον ευρίσκει περιεχόμενα τα μυστήρια όλα της πλάσεως και αναπλάσεως των ανθρώπων και όλης της κτίσεως, όσα έγιναν, και γίνονται, και έχουν να γένουν.

Ούτος ο μήνας, κοντά μεν εις τους Εβραίους, ονομάζεται Νισάν. Κοντά δε εις τους Ιταλούς, πρώτον μεν ωνομάζετο Πρίμος: ήτοι Πρώτος. Ύστερον δε ωνομάσθη από τον Ρώμον τον οικοδομήσαντα την πόλιν της Ρώμης, και δόντα εις αυτήν το όνομά του: από αυτόν, λέγω, ωνομάσθη ο μην ούτος Μάρτιος, εξ αιτίας τοιαύτης. Ο Ρώμος ούτος έκτισεν ένα ιερόν του ψευδωνύμου θεού Άρεως, κατά τον Πρίμον τούτον μήνα. Όταν δε αυτό ετελείωσε και εγκαινίασε, τότε μετωνόμασε Μάρτιον και τον μήνα τούτον, το οποίον δηλοί ελληνικά, μήνας του Άρεως. Εποίησε δε τούτο, ίνα με το όνομα αυτό τιμήση τον εδικόν του θεόν (2). Και δια να μεταχειρισθώμεν τον λόγον μας, ολίγον τι έξω της υποθέσεως, ο μήνας ούτος ωνομάσθη Μάρτιος, ήτοι μήνας άρτιος και τέλειος, επειδή ο προτίτερος μήνας του Φευρουαρίου, είναι ατελής και κολοβός. Και δια μεν του ατελούς και κολοβού Φευρουαρίου, δηλούνται αι προ της κρίσεως και της κοινής Αναστάσεως ημέραι, περί των οποίων νομίζω, ότι είπεν ο Κύριος αινιγματωδώς εν Ευαγγελίοις «Ότι ειμή εκολοβώθησαν αι ημέραι εκείναι, ουκ αν εσώθη πάσα σαρξ» (Ματθ. κδ’, 22). Δια δε του τελείου και αρτίου τούτου μηνός, δηλούται η τελειότης και αρτιότης, την οποίαν έχουν να λάβουν τότε οι άνθρωποι δια της κοινής Αναστάσεως, και πάσα η κτίσις δια της αφθαρσίας και αποκαταστάσεως. Και ταύτα μεν είπομεν περί του Μαρτίου μηνός, τώρα δε πρέπει να αρχίσωμεν συν Θεώ, κατά τάξιν, και τα του Μαρτίου Συναξάρια.

(1) Ποία εστάθη η πρώτη ημέρα, κατά την οποίαν έκτισεν ο Θεός τον κόσμον, ο μεν Ματθαίος ο πεζός χρονογράφος, και ο Ξανθόπουλος, και Ευσέβιος ο Παμφίλου, είπον πως εστάθη η εικοστή πέμπτη του Μαρτίου. Ο δε Πατριάρχης Αναστάσιος είπε, πως εστάθη η εικοστή του Μαρτίου. Η δε εικοστή πέμπτη εστάθη η ημέρα, εν η έκτισεν ο Θεός τον άνθρωπον, κατά την οποίαν έγινεν ο Ευαγγελισμός και η Ανάστασις. Αληθέστερον όμως είπεν ο πεζογράφος Δαμασκηνός, ότι πρώτη ημέρα, εν η έκτισεν ο Θεός τον κόσμον, εστάθη η δωδεκάτη Μαρτίου. Κατά δε την εικοστήν πέμπτην Μαρτίου, παρέβη ο Αδάμ την εντολήν του Θεού. Αληθέστερον δε ούτος λέγει, καθότι η τετάρτη ημέρα, εν η εγένοντο οι φωστήρες, ήτον η δεκάτη πέμπτη του Μαρτίου. Επειδή η σελήνη ευρέθηκε τότε δεκατεσσάρων ήμισυ ημερών, και έως εσπέρας, έγινε δεκατεσσάρων ημερών, και δεκαοκτώ ωρών και εικοσιδύω πρώτων λεπτών· εις τόσον γαρ διάστημα γίνεται η σελήνη τελεία και πλησιφαής και ολόφωτος, καθώς διδάσκουσιν ο θείος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο νομικός Ματθαίος ο Βλάσταρις, και ο κυρ Μιχαήλ ο Ψελλός, και πάντες οι νεώτεροι αστρονόμοι. Εκ τούτου λοιπόν συνάγεται, ότι η έκτη ημέρα της εβδομάδος, κατά την οποίαν επλάσθη ο άνθρωπος, ήτον η δεκάτη εβδόμη του Μαρτίου. Πλην αι ένδεκα πρώται εκείναι ημέραι του Μαρτίου, ήτον ανυπόσταταις και ανύπαρκταις. Επειδή εννοούνται γεγενημέναις προ της γενέσεως του κόσμου και των φωστήρων, με το να ευρέθηκεν τότε η σελήνη τελεία, ως είπομεν. Και όρα περί τούτου τον Σεβαστόν Τραπεζούντιον εν τη β’ ερωτήσει. Και ο μεν Μάρτιος, είναι αρχή φυσική της γεννήσεως όλων των καρπών της γης. Ο δε Σεπτέμβριος, είναι φυσική αρχή της συλλήψεως και εγγαστρώσεως όλων σχεδόν των αυτών καρπών. Αλλά και οι κύκλοι του ηλίου, ομοίως και οι κύκλοι της σελήνης και τα θεμέλια και αι επακταί, από τον Μάρτιον μήνα άρχονται. Όρα και εις την αρχήν του Σεπτεμβρίου μηνός.

(2) Άλλοι δε προσθέττουσι και άλλην αιτίαν, δια την οποίαν ονομάζεται Μάρτιος ο μήνας ούτος, ήγουν μήνας του Άρεως, καθότι εν τω μηνί τούτω, ως επί τω πλείστον συνείθιζον να συγκροτούν οι βασιλείς τους πολέμους, επάνω εις τους οποίους ήτον έφορος ο πολεμοποιός Άρης, κατά την των Ελλήνων δόξαν.

 

Αγία ΕυδοκίαΕις την Α’ του Μαρτίου μνήμη της Αγίας Οσιομάρτυρος Ευδοκίας της από Σαμαρειτών

Η Σαμαρείτις ουχ’ ύδωρ Ευδοκία,
Αλλ’ αίμα Σώτερ εκ τραχήλου σοι φέρει.

Μαρτίου αμφί πρώτη η Ευδοκίη ξίφος έτλη.

Αύτη η Αγία εκατάγετο από την Ηλιούπολιν, την ευρισκομένην εις την επαρχίαν Λιβανησίας της Φοινίκης, κατά τους χρόνους του βασιλέως Τραϊανού εν έτει ρξ’ [160], ήτον δε άπιστος και ειδωλολάτρις. Και πρότερον μεν επέρασε την ζωήν της εις πορνείας και ακολασίας, και επειδή ετράβιζεν εις τον εαυτόν της πολλούς εραστάς με την ωραιότητα οπού είχε, δια τούτο εσυνάθροισε και πλούτον πολύν. Ύστερον δε επίστευσεν εις τον Χριστόν δια μέσου ενός Μοναχού, Γερμανού ονομαζομένου, του οποίου ήκουσεν οπού ανεγίνωσκε λόγους ψυχωφελείς περί ευσεβείας και μετανοίας. Εβαπτίσθη δε από τον Επίσκοπον Θεόδοτον, πεισθείσα εις τας θεϊκάς αποκαλύψεις, οπού ηξιώθη να ιδή. Διότι αυτή υπό θείου Αγγέλου οδηγουμένη, ήλθεν εις έκστασιν, και της εφάνη, ότι ανέβη εις τον Ουρανόν, και ότι είδε μεν τους Αγίους Αγγέλους, οι οποίοι εσύγχαιρον δια την επιστροφήν της. Είδε δε και ένα μαύρον και ασχημότατον εις το πρόσωπον, ο οποίος έτρυζε τους οδόντας και εφώναζεν, ότι αδικείται, ανίσως και την πάρη τινάς από τας χείρας του. Όθεν ελθούσα εις τον εαυτόν της, διεμοίρασεν εις τους πτωχούς όλον τον κακώς συναχθέντα πλούτον της, και πηγαίνουσα εις ένα Μοναστήριον, έγινε Μοναχή. Αφ’ ου δε καλώς διεπέρασε τον δρόμον της ασκήσεως, εφέρθη εις τον Αυρηλιανόν, ο οποίος μετά τον Τραϊανόν έγινε βασιλεύς εν έτει σο’ [270], διαβαλθείσα ως Χριστιανή από τους προτέρους αυτής εραστάς. Επειδή δε εθαυματούργησε και ανέστησε τον υιόν του βασιλέως, τραβίζει τον βασιλέα εις την του Χριστού πίστιν. Ύστερον δε εφέρθη εις τον ηγεμόνα της Ηλιουπόλεως Διογένη, και επειδή πάλιν εθαυματούργησε, δια τούτο και πάλιν αφέθη ελευθέρα από τον ηγεμόνα. Μετά ταύτα, όταν ο Βικέντιος έγινεν ηγεμών, τότε και η μακαρία αύτη παρ’ εκείνου απεκεφαλίσθη, και ούτως έλαβε παρά Κυρίου τον του μαρτυρίου άφθαρτον στέφανον. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτής όρα εις την Καλοκαιρινήν.)

*

Οσία ΔομνίναΤη αυτή ημέρα μνήμη της Οσίας Δομνίνης της Νέας.

Των αρετών φέρουσα φόρτους Δομνίνα,
Θεώ προσήλθεν έμπορος πανολβία.

Αύτη ήτον από την πόλιν Κύρον, την ευρισκομένην εις την Αντιόχειαν, θυγάτηρ γονέων ευσεβών και πλουσίων. Εκ νεαράς δε ηλικίας αγαπήσασα τον Θεόν, εμιμήθη την ζωήν του Οσίου Μάρωνος (ο οποίος εορτάζεται κατά την δεκάτην τετάρτην του Φευρουαρίου). Όθεν έκτισε μίαν μικράν καλύβην εις τον κήπον του μητρικού της οσπητίου, και εις εκείνην ησυχάζουσα και πενθούσα, έβρεχε με παντοτινά δάκρυα τα μάγουλά της, και τα τρίχινα φορέματα, οπού εφόρει. Επειδή δε ήτον κοντά μία Εκκλησία, εσηκόνετο η μακαρία κατά το μεσονύκτιον, και επήγαινεν εις αυτήν, και εκεί επρόσφερε τας προσευχάς και υμνωδίας της εις τον Θεόν. Τούτο δε το ίδιον έκαμνε, και όταν άρχιζεν η ημέρα, και όταν ετελείονε: το να πηγαίνη δηλαδή εις την Εκκλησίαν και να προσεύχεται. Επρόκρινε γαρ από κάθε άλλον τόπον, το να προσεύχεται εις τον αφιερωμένον τόπον τω Θεώ: δηλαδή εις την Εκκλησίαν, δια τούτο και την Εκκλησίαν εκείνην πολλά επιμελήθη και εστόλισεν, έπεισε γαρ την μητέρα και τους αδελφούς της, να εξοδεύσουν τα υπάρχοντά των εις καλλωπισμόν του Ναού εκείνου. Αύτη η μακαρία τροφήν της είχε την βρεγμένην φακήν, και τον πόνον της νηστείας ταύτης υπέμεινε, και μόλον οπού είχε σώμα μισαποθαμένον και ασθενέστατον. Εδείχνετο δε εις όλους τους άνδρας και τας γυναίκας, οπού την έβλεπον, χωρίς αυτή να βλέπη πρόσωπόν τινος, και χωρίς αυτή να δείχνη εις τους άλλους το εδικόν της πρόσωπον. Επειδή και είχε καλά σκεπασμένον τον εαυτόν της με το τρίχινον φόρεμα, και έσκυπτεν έως εις τα γόνατα. Ωμίλει δε, λεπτά μεν και άναρθρα, πάντοτε δε τα επρόφερε μαζί με δάκρυα.

Διότι αυτή η αοίδιμος πολλάκις πιάνουσα το δεξιόν χέρι του μακαρίου Θεοδωρήτου του Επισκόπου Κύρου δια να το ασπασθή (ο οποίος ούτος Θεοδώρητος έγραψε και τον Βίον της εν τω τριακοστώ αριθμώ της Φιλοθέου Ιστορίας, από τον οποίον ερανίσθη και το Συναξάριον τούτο), αυτή λέγω πιάνουσα το χέρι εκείνου, και βάλλουσα τούτο εις τους οφθαλμούς της προς αγιασμόν, με τόσα πολλά δάκρυα το έβρεχεν, ώστε οπού έσταζεν από το χέρι του Θεοδωρήτου το δάκρυόν της. Εγέννα δε το δάκρυον εκείνο, ο θερμός προς τον Θεόν αυτής έρωτας, ο οποίος άναπτε μεν τον νουν της Οσίας εις την του Θεού θεωρίαν, εκέντα δε την καρδίαν της με τα βέλη του, και έκαμνε την ψυχήν της να σπουδάζη εις το να αναχωρήση από την ζωήν ταύτην, και να μεταβή εις την άλλην. Με τούτους τους ιερούς αγώνας επέρνα όλην την ημέραν και νύκτα η τρισολβία, και προς τούτοις υπηρέτει και ανέπαυε με όλας της τας δυνάμεις τους τότε Οσίους και ασκητάς. Αλλά και εκείνους οπού ήρχοντο προς αυτήν, έστελλε μεν δια να κονεύσουν εις την οικίαν του Αρχιερέως (του Θεοδωρήτου δηλαδή), τα δε χρειαζόμενα όλα, αυτή τα έπεμπεν εις αυτούς. Εσυγχωρείτο γαρ να πέρνη από τα υπάρχοντα της μητρός και των αδελφών της, και να τα εξοδεύη εις ελεημοσύνην, ίνα εκ της ελεημοσύνης ευλογηθούν και αυξηθούν περισσότερον. Έτζι λοιπόν η Οσία Δομνίνα ζήσασα θεαρέστως, μετέβη εις τας ουρανίας παστάδας δια να χαίρη αιώνια.

*

Αγία ΑντωνίναΜνήμη της Αγίας Μάρτυρος Αντωνίνης.

Θάλαμος η θάλασσα νυμφικώς γίνη,
Αντωνίναν κρύπτουσα νύμφην Κυρίου.

Αύτη εκατάγετο από την πόλιν Νίκαιαν, την νυν καλουμένην τουρκιστί Ισνίκ, κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού εν έτει ρϞε’ [295]. Παρασταθείσα λοιπόν αύτη έμπροσθεν του ρηθέντος βασιλέως, και τον Χριστόν παρρησία ομολογήσασα, πρώτον μεν, λαμβάνει διάφορα βάσανα, και βάλλεται εις φυλακήν, έπειτα δε, ευγάνεται από την φυλακήν, και επειδή δεν επείσθη να θυσιάση εις τα είδωλα, δια τούτο κρεμάται και ξεσχίζεται εις τας πλευράς. Ταύτα δε πάσχουσα η μακαρία επερίπαιζε τους θεούς των Ελλήνων και την πλάνην του βασιλέως. Δια τούτο παρεδόθη εις τους δημίους, δια να εκδύσουν και να δείρουν αυτήν δυνατά. Όταν δε οι δήμιοι επήγαν κοντά δια να την γυμνώσουν, ευθύς ήλθον από τους Ουρανούς Άγγελοι, και τους μεν δημίους κτυπήσαντες δυνατά, τους έσπρωξαν, την δε Αγίαν διεφύλαξαν αβλαβή. Μετά ταύτα άπλωσαν αυτήν επάνω εις αναμμένην σκάραν. Επειδή δε και από την βάσανον αυτήν έμεινεν αβλαβής με την χάριν του Χριστού, δια τούτο βάλλεται μέσα εις σάκκον, και ρίπτεται εις την λίμνην της Νικαίας, και ούτως η αοίδιμος λαμβάνει του μαρτυρίου τον στέφανον.

 

*

Οι Άγιοι Μάρτυρες Μάρκελλος και Αντώνιος πυρί τελειούνται.

Χώνη τις η κάμινος αθληταίς δύω,
Οι χρυσίου λάμπουσιν εν ταύτη πλέον.

*

Οι Άγιοι Μάρτυρες Σίλβεστρος και Σωφρόνιος ξίφει τελειούνται.

Ου καρτερών Σίλβεστρος θρησκεύειν πλάνην,
Συν Σωφρονίω την τομήν εκαρτέρει.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Νεστοριανός ξίφει τελειούται.

Εις τουπίσω τράχηλον εξειλκυσμένος,
Νεστοριανός την τομήν πρόσω φέρει.

*

Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Χαρισίου, Νικηφόρου, και Αγαπίου.

Τριας Τριάδι νυν παρίστατ’ εν πόλω,
Η των αθλητών τη τα πάντα κτισάση.

*

Ο Όσιος Αγάπιος, ο εν τοις ορίοις της του Βατοπαιδίου Μονής ασκήσας, ο υπό των Σαρακηνών αιχμαλωτισθείς, και αυτούς μεταβαλών και βαπτίσας, εν ειρήνη τελειούται (3).

Ει και το σώμα αιχμάλωτος παμμάκαρ,
Αλλ’ ουχί γνώμην Αγάπιε ωράθης.

(3) Όρα εις την Ακολουθίαν των Αγιορειτών Πατέρων.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

 * * *

 

 

ΜΗΝ ΜΑΡΤΙΟΣ

Μὴν Μάρτιος ἔχων ἡμέρας λα΄.

Ἡ ἡμέρα ἔχει ὥρας ιβ΄ καὶ ἡ νὺξ ὥρας ιβ΄.

ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ

Ὁ μῆνας οὗτος, ἀδελφοί, ὀνομάζεται ἀρχὴ καὶ πρῶτος τῶν μηνῶν, ἀπὸ τὸν Προφήτην καὶ θεσπέσιον Μωϋσῆν. Οὕτω γὰρ γράφεται περὶ αὐτοῦ ἐν τῷ βιβλίῳ τῆς Ἐξόδου· «Ὁ μὴν οὗτος ὑμῖν, ἀρχὴ μηνῶν, πρῶτός ἐστιν ὑμῖν ἐν τοῖς μησὶ τοῦ ἐνιαυτοῦ» (Ἔξ. ιβ΄, 1). Καὶ ἐν τῷ βιβλίῳ τῆς Γενέσεως μανθάνομεν, ὅτι, κατὰ τὴν συμφωνίαν τῶν ἱερῶν ἑρμηνευτῶν, εἰς τὸν μῆνα τοῦτον ἐποίησεν ὁ Θεὸς ὅλα τὰ αἰσθητὰ κτίσματα ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι. Καὶ τοῦτο γίνεται φανερόν, διατὶ κάθε χρόνον εἰς τὸν Μάρτιον μῆνα ἡ γῆ βλαστάνει τὰς βοτάνας καὶ τὰ χορτάρια, καθὼς καὶ τότε ἐβλάστησε ταῦτα εἰς τὴν δημιουργίαν τοῦ κόσμου, ὅταν ὁ Θεὸς ἐπρόσταξε καὶ εἶπε· «Βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου» (Γέν. α΄, 11). Καὶ διατὶ εἰς τὸν Μάρτιον γίνεται ἡ γλυκυτάτη ἄνοιξις, καὶ ἡ θάλασσα γαληνιᾷ, καὶ ὁ οὐρανὸς φαίνεται διαυγέστερος καὶ λαμπρότερος, μὲ τὸ νὰ ἐλευθερόνεται ἀπὸ τὴν συνεφίαν τοῦ προλαβόντος χειμῶνος. Καθὼς ταῦτα ἔγιναν καὶ κατὰ τὴν πρώτην ἐκείνην δημιουργίαν τοῦ κόσμου.

Ὅθεν ἀκολούθως, εἰς τὸν Μάρτιον τοῦτον μῆνα ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον (1). Εἰς τοῦτον τὸν μῆνα ἐλευθερώθη ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἀπὸ τὴν σκλαβίαν τοῦ Φαραώ, καὶ τὸ Πάσχα ἐποίησε, καὶ τὴν Ἐρυθρὰν Θάλασσαν ἐπέρασε, κατὰ τὸ ῥητὸν τῆς Ἐξόδου, τὸ ὁποῖον ἐφέραμεν ἀνωτέρω. Εἰς τοῦτον τὸν μῆνα ἐμβῆκαν οἱ Ἰσραηλῖται μέσα εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας, ἤτοι εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, καθὼς τοῦτο συνάγεται ἀπὸ τὸ βιβλίον Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, ὅπου γράφεται, ὅτι οἱ Ἰσραηλῖται ἔκαμαν τὸ Πάσχα εἰς τὴν Ἱεριχώ, κατὰ τὴν δεκάτην τετάρτην τοῦ μηνός, δηλαδὴ τοῦ Μαρτίου. «Καὶ ἐποίησαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ τὸ Πάσχα τῇ τεσσαρεσκαιδεκάτῃ ἡμέρᾳ τοῦ μηνὸς ἀφ’ ἑσπέρας, ἐπὶ δυσμῶν Ἱεριχὼ ἐν τῷ πέραν τοῦ Ἰορδάνου ἐν τῷ πεδίῳ» (Ἰησ. ε΄, 10).

Εἰς τοῦτον τὸν μῆνα ἐκατέβη ἀπὸ τοὺς Οὐρανοὺς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν ἐδικήν μας σωτηρίαν, καὶ συνελήφθη εἰς τὴν μακαρίαν κοιλίαν τῆς ᾈειπαρθένου Μαρίας, σάρκα ἐξ αὐτῆς δανεισάμενος. Ἤτοι κατὰ τὴν εἰκοστὴν πέμπτην τοῦ Μαρτίου τούτου, κατὰ τὴν ὁποίαν ἑορτάζεται ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς κυρίας Θεοτόκου καὶ ἡ τοῦ Θεοῦ Λόγου ἄσπορος σύλληψις. Κατὰ τὸν μῆνα τοῦτον, ἤτοι κατὰ τὰς εἰκοσιτρεῖς τοῦ Μαρτίου, κατεδέχθη νὰ λάβῃ ὁ Κύριος τὸν διὰ Σταυροῦ θάνατον. Καὶ κατὰ τὴν εἰκοστὴν πέμπτην τοῦ ἰδίου τούτου Μαρτίου, ἀνέστη ὁ Κύριος ἐκ τοῦ μνήματος, ὅτε καὶ κύριον Πάσχα λέγεται, καὶ διὰ τῆς ἐδικῆς του Ἀναστάσεως ἐχάρισε καὶ εἰς ἡμᾶς θεοπρεπῶς τὴν Ἀνάστασιν. Εἰς τὸν μῆνα τοῦτον πιστούμεθα, ὅτι ἔχει νὰ γένῃ καὶ ἡ κοινὴ καὶ παγκόσμιος ὅλων τῶν ἀνθρώπων Ἀνάστασις. Ὁμοίως καὶ ἡ παντελὴς καὶ ἀκατάλυτος πάντων τῶν κτισμάτων ἀποκατάστασις. Ὅθεν ὅποιος ὀνομάσει τὸν Μάρτιον τοῦτον, μῆνα ἄρτιον, φερωνύμως καὶ προσφυῶς θέλει τὸν ὀνομάσει. Ἐπειδὴ εἰς τὸν μῆνα τοῦτον εὑρίσκει περιεχόμενα τὰ μυστήρια ὅλα τῆς πλάσεως καὶ ἀναπλάσεως τῶν ἀνθρώπων καὶ ὅλης τῆς κτίσεως, ὅσα ἔγιναν, καὶ γίνονται, καὶ ἔχουν νὰ γένουν.

Οὗτος ὁ μῆνας, κοντὰ μὲν εἰς τοὺς Ἑβραίους, ὀνομάζεται Νισάν. Κοντὰ δὲ εἰς τοὺς Ἰταλούς, πρῶτον μὲν ὠνομάζετο Πρίμος: ἤτοι Πρῶτος. Ὕστερον δὲ ὠνομάσθη ἀπὸ τὸν Ῥῶμον τὸν οἰκοδομήσαντα τὴν πόλιν τῆς Ῥώμης, καὶ δόντα εἰς αὐτὴν τὸ ὄνομά του: ἀπὸ αὐτόν, λέγω, ὠνομάσθη ὁ μὴν οὗτος Μάρτιος, ἐξ αἰτίας τοιαύτης. Ὁ Ῥῶμος οὗτος ἔκτισεν ἕνα ἱερὸν τοῦ ψευδωνύμου θεοῦ Ἄρεως, κατὰ τὸν Πρίμον τοῦτον μῆνα. Ὅταν δὲ αὐτὸ ἐτελείωσε καὶ ἐγκαινίασε, τότε μετωνόμασε Μάρτιον καὶ τὸν μῆνα τοῦτον, τὸ ὁποῖον δηλοῖ ἑλληνικά, μῆνας τοῦ Ἄρεως. Ἐποίησε δὲ τοῦτο, ἵνα μὲ τὸ ὄνομα αὐτὸ τιμήσῃ τὸν ἐδικόν του θεόν (2). Καὶ διὰ νὰ μεταχειρισθῶμεν τὸν λόγον μας, ὀλίγον τι ἔξω τῆς ὑποθέσεως, ὁ μῆνας οὗτος ὠνομάσθη Μάρτιος, ἤτοι μῆνας ἄρτιος καὶ τέλειος, ἐπειδὴ ὁ προτίτερος μῆνας τοῦ Φευρουαρίου, εἶναι ἀτελὴς καὶ κολοβός. Καὶ διὰ μὲν τοῦ ἀτελοῦς καὶ κολοβοῦ Φευρουαρίου, δηλοῦνται αἱ πρὸ τῆς κρίσεως καὶ τῆς κοινῆς Ἀναστάσεως ἡμέραι, περὶ τῶν ὁποίων νομίζω, ὅτι εἶπεν ὁ Κύριος αἰνιγματωδῶς ἐν Εὐαγγελίοις «Ὅτι εἰμὴ ἐκολοβώθησαν αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι, οὐκ ἂν ἐσώθη πᾶσα σάρξ» (Ματθ. κδ΄, 22). Διὰ δὲ τοῦ τελείου καὶ ἀρτίου τούτου μηνός, δηλοῦται ἡ τελειότης καὶ ἀρτιότης, τὴν ὁποίαν ἔχουν νὰ λάβουν τότε οἱ ἄνθρωποι διὰ τῆς κοινῆς Ἀναστάσεως, καὶ πᾶσα ἡ κτίσις διὰ τῆς ἀφθαρσίας καὶ ἀποκαταστάσεως. Καὶ ταῦτα μὲν εἴπομεν περὶ τοῦ Μαρτίου μηνός, τώρα δὲ πρέπει νὰ ἀρχίσωμεν σὺν Θεῷ, κατὰ τάξιν, καὶ τὰ τοῦ Μαρτίου Συναξάρια.

(1) Ποία ἐστάθη ἡ πρώτη ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποίαν ἔκτισεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὁ μὲν Ματθαῖος ὁ πεζὸς χρονογράφος, καὶ ὁ Ξανθόπουλος, καὶ Εὐσέβιος ὁ Παμφίλου, εἶπον πῶς ἐστάθη ἡ εἰκοστὴ πέμπτη τοῦ Μαρτίου. Ὁ δὲ Πατριάρχης Ἀναστάσιος εἶπε, πῶς ἐστάθη ἡ εἰκοστὴ τοῦ Μαρτίου. Ἡ δὲ εἰκοστὴ πέμπτη ἐστάθη ἡ ἡμέρα, ἐν ᾗ ἔκτισεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατὰ τὴν ὁποίαν ἔγινεν ὁ Εὐαγγελισμὸς καὶ ἡ Ἀνάστασις. Ἀληθέστερον ὅμως εἶπεν ὁ πεζογράφος Δαμασκηνός, ὅτι πρώτη ἡμέρα, ἐν ᾗ ἔκτισεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ἐστάθη ἡ δωδεκάτη Μαρτίου. Κατὰ δὲ τὴν εἰκοστὴν πέμπτην Μαρτίου, παρέβη ὁ Ἀδὰμ τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ. Ἀληθέστερον δὲ οὗτος λέγει, καθότι ἡ τετάρτη ἡμέρα, ἐν ᾗ ἐγένοντο οἱ φωστῆρες, ἦτον ἡ δεκάτη πέμπτη τοῦ Μαρτίου. Ἐπειδὴ ἡ σελήνη εὑρέθηκε τότε δεκατεσσάρων ἥμισυ ἡμερῶν, καὶ ἕως ἑσπέρας, ἔγινε δεκατεσσάρων ἡμερῶν, καὶ δεκαοκτὼ ὡρῶν καὶ εἰκοσιδύω πρώτων λεπτῶν· εἰς τόσον γὰρ διάστημα γίνεται ἡ σελήνη τελεία καὶ πλησιφαὴς καὶ ὁλόφωτος, καθὼς διδάσκουσιν ὁ θεῖος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ νομικὸς Ματθαῖος ὁ Βλάσταρις, καὶ ὁ κὺρ Μιχαὴλ ὁ Ψελλός, καὶ πᾶντες οἱ νεώτεροι ἀστρονόμοι. Ἐκ τούτου λοιπὸν συνάγεται, ὅτι ἡ ἕκτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐπλάσθη ὁ ἄνθρωπος, ἦτον ἡ δεκάτη ἑβδόμη τοῦ Μαρτίου. Πλὴν αἱ ἕνδεκα πρῶται ἐκεῖναι ἡμέραι τοῦ Μαρτίου, ἦτον ἀνυπόσταταις καὶ ἀνύπαρκταις. Ἐπειδὴ ἐννοοῦνται γεγενημέναις πρὸ τῆς γενέσεως τοῦ κόσμου καὶ τῶν φωστήρων, μὲ τὸ νὰ εὑρέθηκεν τότε ἡ σελήνη τελεία, ὡς εἴπομεν. Καὶ ὅρα περὶ τούτου τὸν Σεβαστὸν Τραπεζούντιον ἐν τῇ β΄ ἐρωτήσει. Καὶ ὁ μὲν Μάρτιος, εἶναι ἀρχὴ φυσικὴ τῆς γεννήσεως ὅλων τῶν καρπῶν τῆς γῆς. Ὁ δὲ Σεπτέμβριος, εἶναι φυσικὴ ἀρχὴ τῆς συλλήψεως καὶ ἐγγαστρώσεως ὅλων σχεδὸν τῶν αὐτῶν καρπῶν. Ἀλλὰ καὶ οἱ κύκλοι τοῦ ἡλίου, ὁμοίως καὶ οἱ κύκλοι τῆς σελήνης καὶ τὰ θεμέλια καὶ αἱ ἐπακταί, ἀπὸ τὸν Μάρτιον μῆνα ἄρχονται. Ὅρα καὶ εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ Σεπτεμβρίου μηνός.

(2) Ἄλλοι δὲ προσθέττουσι καὶ ἄλλην αἰτίαν, διὰ τὴν ὁποίαν ὀνομάζεται Μάρτιος ὁ μῆνας οὗτος, ἤγουν μῆνας τοῦ Ἄρεως, καθότι ἐν τῷ μηνὶ τούτῳ, ὡς ἐπὶ τῷ πλεῖστον συνείθιζον νὰ συγκροτοῦν οἱ βασιλεῖς τοὺς πολέμους, ἐπάνω εἰς τοὺς ὁποίους ἦτον ἔφορος ὁ πολεμοποιὸς Ἄρης, κατὰ τὴν τῶν Ἑλλήνων δόξαν.

 

Αγία ΕυδοκίαΕἰς τὴν Α΄ τοῦ Μαρτίου μνήμη τῆς Ἁγίας Ὁσιομάρτυρος Εὐδοκίας τῆς ἀπὸ Σαμαρειτῶν.

Ἡ Σαμαρεῖτις οὐχ’ ὕδωρ Εὐδοκία,
Ἀλλ’ αἷμα Σῶτερ ἐκ τραχήλου σοι φέρει.

Μαρτίου ἀμφὶ πρώτῃ ἡ Εὐδοκίη ξίφος ἔτλη.

Αὕτη ἡ Ἁγία ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν Ἡλιούπολιν, τὴν εὑρισκομένην εἰς τὴν ἐπαρχίαν Λιβανησίας τῆς Φοινίκης, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Τραϊανοῦ ἐν ἔτει ρξ΄ [160], ἦτον δὲ ἄπιστος καὶ εἰδωλολάτρις. Καὶ πρότερον μὲν ἐπέρασε τὴν ζωήν της εἰς πορνείας καὶ ἀκολασίας, καὶ ἐπειδὴ ἐτράβιζεν εἰς τὸν ἑαυτόν της πολλοὺς ἐραστὰς μὲ τὴν ὡραιότητα ὁποῦ εἶχε, διὰ τοῦτο ἐσυνάθροισε καὶ πλοῦτον πολύν. Ὕστερον δὲ ἐπίστευσεν εἰς τὸν Χριστὸν διὰ μέσου ἑνὸς Μοναχοῦ, Γερμανοῦ ὀνομαζομένου, τοῦ ὁποίου ἤκουσεν ὁποῦ ἀνεγίνωσκε λόγους ψυχωφελεῖς περὶ εὐσεβείας καὶ μετανοίας. Ἐβαπτίσθη δὲ ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπον Θεόδοτον, πεισθεῖσα εἰς τὰς θεϊκὰς ἀποκαλύψεις, ὁποῦ ἠξιώθη νὰ ἰδῇ. Διότι αὐτὴ ὑπὸ θείου Ἀγγέλου ὁδηγουμένη, ἦλθεν εἰς ἔκστασιν, καὶ τῆς ἐφάνη, ὅτι ἀνέβη εἰς τὸν Οὐρανόν, καὶ ὅτι εἶδε μὲν τοὺς Ἁγίους Ἀγγέλους, οἱ ὁποῖοι ἐσύγχαιρον διὰ τὴν ἐπιστροφήν της. Εἶδε δὲ καὶ ἕνα μαῦρον καὶ ἀσχημότατον εἰς τὸ πρόσωπον, ὁ ὁποῖος ἔτρυζε τοὺς ὀδόντας καὶ ἐφώναζεν, ὅτι ἀδικεῖται, ἀνίσως καὶ τὴν πάρῃ τινὰς ἀπὸ τὰς χεῖράς του. Ὅθεν ἐλθοῦσα εἰς τὸν ἑαυτόν της, διεμοίρασεν εἰς τοὺς πτωχοὺς ὅλον τὸν κακῶς συναχθέντα πλοῦτόν της, καὶ πηγαίνουσα εἰς ἕνα Μοναστήριον, ἔγινε Μοναχή. Ἀφ’ οὗ δὲ καλῶς διεπέρασε τὸν δρόμον τῆς ἀσκήσεως, ἐφέρθη εἰς τὸν Αὐρηλιανόν, ὁ ὁποῖος μετὰ τὸν Τραϊανὸν ἔγινε βασιλεὺς ἐν ἔτει σο΄ [270], διαβαλθεῖσα ὡς Χριστιανὴ ἀπὸ τοὺς προτέρους αὐτῆς ἐραστάς. Ἐπειδὴ δὲ ἐθαυματούργησε καὶ ἀνέστησε τὸν υἱὸν τοῦ βασιλέως, τραβίζει τὸν βασιλέα εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν. Ὕστερον δὲ ἐφέρθη εἰς τὸν ἡγεμόνα τῆς Ἡλιουπόλεως Διογένη, καὶ ἐπειδὴ πάλιν ἐθαυματούργησε, διὰ τοῦτο καὶ πάλιν ἀφέθη ἐλευθέρα ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα. Μετὰ ταῦτα, ὅταν ὁ Βικέντιος ἔγινεν ἡγεμών, τότε καὶ ἡ μακαρία αὕτη παρ’ ἐκείνου ἀπεκεφαλίσθη, καὶ οὕτως ἔλαβε παρὰ Κυρίου τὸν τοῦ μαρτυρίου ἄφθαρτον στέφανον. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτῆς ὅρα εἰς τὴν Καλοκαιρινήν.)

*

Οσία ΔομνίναΤῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς Ὁσίας Δομνίνης τῆς Νέας.

Τῶν ἀρετῶν φέρουσα φόρτους Δομνίνα,
Θεῷ προσῆλθεν ἔμπορος πανολβία.

Αὕτη ἦτον ἀπὸ τὴν πόλιν Κύρον, τὴν εὑρισκομένην εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, θυγάτηρ γονέων εὐσεβῶν καὶ πλουσίων. Ἐκ νεαρᾶς δὲ ἡλικίας ἀγαπήσασα τὸν Θεόν, ἐμιμήθη τὴν ζωὴν τοῦ Ὁσίου Μάρωνος (ὁ ὁποῖος ἑορτάζεται κατὰ τὴν δεκάτην τετάρτην τοῦ Φευρουαρίου). Ὅθεν ἔκτισε μίαν μικρὰν καλύβην εἰς τὸν κῆπον τοῦ μητρικοῦ της ὁσπητίου, καὶ εἰς ἐκείνην ἡσυχάζουσα καὶ πενθοῦσα, ἔβρεχε μὲ παντοτινὰ δάκρυα τὰ μάγουλά της, καὶ τὰ τρίχινα φορέματα, ὁποῦ ἐφόρει. Ἐπειδὴ δὲ ἦτον κοντὰ μία Ἐκκλησία, ἐσηκόνετο ἡ μακαρία κατὰ τὸ μεσονύκτιον, καὶ ἐπήγαινεν εἰς αὐτήν, καὶ ἐκεῖ ἐπρόσφερε τὰς προσευχὰς καὶ ὑμνῳδίας της εἰς τὸν Θεόν. Τοῦτο δὲ τὸ ἴδιον ἔκαμνε, καὶ ὅταν ἄρχιζεν ἡ ἡμέρα, καὶ ὅταν ἐτελείονε: τὸ νὰ πηγαίνῃ δηλαδὴ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ νὰ προσεύχεται. Ἐπρόκρινε γὰρ ἀπὸ κάθε ἄλλον τόπον, τὸ νὰ προσεύχεται εἰς τὸν ἀφιερωμένον τόπον τῷ Θεῷ: δηλαδὴ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, διὰ τοῦτο καὶ τὴν Ἐκκλησίαν ἐκείνην πολλὰ ἐπιμελήθη καὶ ἐστόλισεν, ἔπεισε γὰρ τὴν μητέρα καὶ τοὺς ἀδελφούς της, νὰ ἐξοδεύσουν τὰ ὑπάρχοντά των εἰς καλλωπισμὸν τοῦ Ναοῦ ἐκείνου. Αὕτη ἡ μακαρία τροφήν της εἶχε τὴν βρεγμένην φακήν, καὶ τὸν πόνον τῆς νηστείας ταύτης ὑπέμεινε, καὶ μὅλον ὁποῦ εἶχε σῶμα μισαποθαμένον καὶ ἀσθενέστατον. Ἐδείχνετο δὲ εἰς ὅλους τοὺς ἄνδρας καὶ τὰς γυναῖκας, ὁποῦ τὴν ἔβλεπον, χωρὶς αὐτὴ νὰ βλέπῃ πρόσωπόν τινος, καὶ χωρὶς αὐτὴ νὰ δείχνῃ εἰς τοὺς ἄλλους τὸ ἐδικόν της πρόσωπον. Ἐπειδὴ καὶ εἶχε καλὰ σκεπασμένον τὸν ἑαυτόν της μὲ τὸ τρίχινον φόρεμα, καὶ ἔσκυπτεν ἕως εἰς τὰ γόνατα. Ὡμίλει δέ, λεπτὰ μὲν καὶ ἄναρθρα, πάντοτε δὲ τὰ ἐπρόφερε μαζὶ μὲ δάκρυα.

Διότι αὐτὴ ἡ ἀοίδιμος πολλάκις πιάνουσα τὸ δεξιὸν χέρι τοῦ μακαρίου Θεοδωρήτου τοῦ Ἐπισκόπου Κύρου διὰ νὰ τὸ ἀσπασθῇ (ὁ ὁποῖος οὗτος Θεοδώρητος ἔγραψε καὶ τὸν Βίον της ἐν τῷ τριακοστῷ ἀριθμῷ τῆς Φιλοθέου Ἱστορίας, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐρανίσθη καὶ τὸ Συναξάριον τοῦτο), αὐτὴ λέγω πιάνουσα τὸ χέρι ἐκείνου, καὶ βάλλουσα τοῦτο εἰς τοὺς ὀφθαλμούς της πρὸς ἁγιασμόν, μὲ τόσα πολλὰ δάκρυα τὸ ἔβρεχεν, ὥστε ὁποῦ ἔσταζεν ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεοδωρήτου τὸ δάκρυόν της. Ἐγέννα δὲ τὸ δάκρυον ἐκεῖνο, ὁ θερμὸς πρὸς τὸν Θεὸν αὐτῆς ἔρωτας, ὁ ὁποῖος ἄναπτε μὲν τὸν νοῦν τῆς Ὁσίας εἰς τὴν τοῦ Θεοῦ θεωρίαν, ἐκέντα δὲ τὴν καρδίαν της μὲ τὰ βέλη του, καὶ ἔκαμνε τὴν ψυχήν της νὰ σπουδάζῃ εἰς τὸ νὰ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τὴν ζωὴν ταύτην, καὶ νὰ μεταβῇ εἰς τὴν ἄλλην. Μὲ τούτους τοὺς ἱεροὺς ἀγῶνας ἐπέρνα ὅλην τὴν ἡμέραν καὶ νύκτα ἡ τρισολβία, καὶ πρὸς τούτοις ὑπηρέτει καὶ ἀνέπαυε μὲ ὅλας της τὰς δυνάμεις τοὺς τότε Ὁσίους καὶ ἀσκητάς. Ἀλλὰ καὶ ἐκείνους ὁποῦ ἤρχοντο πρὸς αὐτήν, ἔστελλε μὲν διὰ νὰ κονεύσουν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Ἀρχιερέως (τοῦ Θεοδωρήτου δηλαδή), τὰ δὲ χρειαζόμενα ὅλα, αὐτὴ τὰ ἔπεμπεν εἰς αὐτούς. Ἐσυγχωρεῖτο γὰρ νὰ πέρνῃ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντα τῆς μητρὸς καὶ τῶν ἀδελφῶν της, καὶ νὰ τὰ ἐξοδεύῃ εἰς ἐλεημοσύνην, ἵνα ἐκ τῆς ἐλεημοσύνης εὐλογηθοῦν καὶ αὐξηθοῦν περισσότερον. Ἔτζι λοιπὸν ἡ Ὁσία Δομνίνα ζήσασα θεαρέστως, μετέβη εἰς τὰς οὐρανίας παστάδας διὰ νὰ χαίρῃ αἰώνια.

*

Αγία ΑντωνίναΜνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Ἀντωνίνης.

Θάλαμος ἡ θάλασσα νυμφικῶς γίνῃ,
Ἀντωνίναν κρύπτουσα νύμφην Κυρίου.

Αὕτη ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν πόλιν Νίκαιαν, τὴν νῦν καλουμένην τουρκιστὶ Ἰσνίκ, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ ἐν ἔτει ρϞε΄ [295]. Παρασταθεῖσα λοιπὸν αὕτη ἔμπροσθεν τοῦ ῥηθέντος βασιλέως, καὶ τὸν Χριστὸν παρρησίᾳ ὁμολογήσασα, πρῶτον μέν, λαμβάνει διάφορα βάσανα, καὶ βάλλεται εἰς φυλακήν, ἔπειτα δέ, εὐγάνεται ἀπὸ τὴν φυλακήν, καὶ ἐπειδὴ δὲν ἐπείσθη νὰ θυσιάσῃ εἰς τὰ εἴδωλα, διὰ τοῦτο κρεμᾶται καὶ ξεσχίζεται εἰς τὰς πλευράς. Ταῦτα δὲ πάσχουσα ἡ μακαρία ἐπερίπαιζε τοὺς θεοὺς τῶν Ἑλλήνων καὶ τὴν πλάνην τοῦ βασιλέως. Διὰ τοῦτο παρεδόθη εἰς τοὺς δημίους, διὰ νὰ ἐκδύσουν καὶ νὰ δείρουν αὐτὴν δυνατά. Ὅταν δὲ οἱ δήμιοι ἐπῆγαν κοντὰ διὰ νὰ τὴν γυμνώσουν, εὐθὺς ἦλθον ἀπὸ τοὺς Οὐρανοὺς Ἄγγελοι, καὶ τοὺς μὲν δημίους κτυπήσαντες δυνατά, τοὺς ἔσπρωξαν, τὴν δὲ Ἁγίαν διεφύλαξαν ἀβλαβῆ. Μετὰ ταῦτα ἅπλωσαν αὐτὴν ἐπάνω εἰς ἀναμμένην σκάραν. Ἐπειδὴ δὲ καὶ ἀπὸ τὴν βάσανον αὐτὴν ἔμεινεν ἀβλαβὴς μὲ τὴν χάριν τοῦ Χριστοῦ, διὰ τοῦτο βάλλεται μέσα εἰς σάκκον, καὶ ῥίπτεται εἰς τὴν λίμνην τῆς Νικαίας, καὶ οὕτως ἡ ἀοίδιμος λαμβάνει τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον.

 

*

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Μάρκελλος καὶ Ἀντώνιος πυρὶ τελειοῦνται.

Χώνη τις ἡ κάμινος ἀθληταῖς δύω,
Οἳ χρυσίου λάμπουσιν ἐν ταύτῃ πλέον.

*

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Σίλβεστρος καὶ Σωφρόνιος ξίφει τελειοῦνται.

Οὐ καρτερῶν Σίλβεστρος θρῃσκεύειν πλάνην,
Σὺν Σωφρονίῳ τὴν τομὴν ἐκαρτέρει.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Νεστοριανὸς ξίφει τελειοῦται.

Εἰς τοὐπίσω τράχηλον ἐξειλκυσμένος,
Νεστοριανὸς τὴν τομὴν πρόσω φέρει.

*

Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Χαρισίου, Νικηφόρου, καὶ Ἀγαπίου.

Τριὰς Τριάδι νῦν παρίστατ’ ἐν πόλῳ,
Ἡ τῶν ἀθλητῶν τῇ τὰ πᾶντα κτισάσῃ.

*

Ὁ Ὅσιος Ἀγάπιος, ὁ ἐν τοῖς ὁρίοις τῆς τοῦ Βατοπαιδίου Μονῆς ἀσκήσας, ὁ ὑπὸ τῶν Σαρακηνῶν αἰχμαλωτισθείς, καὶ αὐτοὺς μεταβαλὼν καὶ βαπτίσας, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (3).

Εἰ καὶ τὸ σῶμα αἰχμάλωτος παμμάκαρ,
Ἀλλ’ οὐχὶ γνώμην Ἀγάπιε ὡράθης.

(3) Ὅρα εἰς τὴν Ἀκολουθίαν τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

Των Αγίων Ευδοκίας, Δομνίνης, Αντωνίνης, Μαρκέλλου, Αντωνίου, Σιλβέστρου, Σωφρονίου κ.ά. 

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.