Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου1 Μαΐου

Των Αγίων Ιερεμίου του Προφήτου, Βατά του Πέρσου, Φιλοσόφου, Ισιδώρας, Σάββα κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Μην Μάϊος (1) έχων ημέρας λα’.
Η ημέρα έχει ώρας ιδ’, και η νυξ ώρας ι’.

Προφήτης ΙερεμίαςΕις την Α’, μνήμη του Αγίου Προφήτου Ιερεμίου.

Ψυχαί λιθώδεις και ξέναι θείου φόβου,
Λίθοις ανείλον θείον Ιερεμίαν.

Πρώτη εν Μαΐοιο λίθοις κτάνον Ιερεμίαν.

 Ούτος ο θαυμάσιος του Κυρίου Προφήτης ήτον ηγιασμένος εκ κοιλίας μητρός του, ούτω γαρ λέγει περί αυτού ο Θεός: «Προ του με πλάσαι σε εν κοιλία, επίσταμαί σε και προ του σε εξελθείν εκ μήτρας, ηγίακά σε, Προφήτην εις έθνη τέθεικά σε» (Ιερεμ. α’, 5). Εκατάγετο δε από την Αναθώθ, και ήτον προ Χριστού χκ’ [620] έτη. Ούτος λοιπόν αφ’ ου εσκλαβώθη η Ιερουσαλήμ από τον Ναβουχοδονόσορ βασιλέα Βαβυλώνος, εκατέβη εις τας Τάφνας της Αιγύπτου, αίτινες Ελληνιστί ονομάζονται Δάφναις, και εκεί προφητεύων, ελιθοβολήθη από τον λαόν του Ισραήλ, τον καταφυγόντα εις Αίγυπτον, και αποθανών, ενταφιάσθη εις τον τόπον της οικήσεως του βασιλέως Φαραώ. Ότι οι Αιγύπτιοι εδόξασαν αυτόν και ετίμησαν, με το να ευεργετήθησαν από λόγου του. Διότι δια προσευχής του, ενεκρώθησαν αι ασπίδες, αι οποίαι εξωλόθρευον τους Αιγυπτίους. Ομοίως ενεκρώθησαν και τα θηρία, οπού ευρίσκονται εις τα νερά της Αιγύπτου, τα οποία, οι μεν Αιγύπτιοι ονομάζουσιν εφώθ, οι δε Έλληνες, κροκοδείλους.

Όθεν όσοι Χριστιανοί ευρίσκονται έως την σήμερον εις τον τόπον εκείνον, προσευχόμενοι λαμβάνουν χώμα από τον τάφον του Προφήτου, και ιατρεύουσι τα δαγκάματα των ασπίδων. Λέγουσι δε, ότι και ο βασιλεύς Αλέξανδρος επήγεν εις τον τάφον του Ιερεμίου, και μαθών τα περί αυτού, μετέφερε τα λείψανά του από την Αίγυπτον εις την υπ’ αυτού κτισθείσαν πόλιν της Αλεξανδρείας, τα οποία κατέσπειρε τριγύρω, και εις όλα τα μέρη της πόλεως. Όθεν δια τούτων εδίωξεν από εκεί τας ασπίδας, έβαλε δε αντί εκείνων τα οφίδια, οπού ονομάζονται αργαλοί, τα οποία έφερεν από το Άργος, όθεν εκ του Άργους έλαβον και την επωνυμίαν ταύτην (2). Είπε δε ο Ιερεμίας εις τους ιερείς της Αιγύπτου, ότι έχει να γένη ένα σημείον, ήτοι ότι μέλλουν να σεισθούν τα είδωλα της Αιγύπτου, και να πέσουν κατά γης υπό ενός Σωτήρος παιδίου, το οποίον μέλλει να γεννηθή από Παρθένον μέσα εις φάτνην. Όθεν εκ τούτου οι Αιγύπτιοι θεοποιούσιν έως του νυν Παρθένον λεχώ, και βάλλοντες ένα βρέφος μέσα εις φάτνην, προσκυνούσιν αυτό. Δια τούτο, και όταν ο βασιλεύς Πτολεμαίος ερώτησεν αυτούς, διατί κάμνουσι τούτο, απεκρίθησαν, ότι το μυστήριον αυτό είναι πατροπαράδοτον εις αυτούς, καθότι παρέδωκεν αυτό εις τους πατέρας των ένας Προφήτης όσιος, όθεν, επρόσθεττον, ότι προσμένομεν να λάβη έκβασιν δια των έργων το τοιούτον μυστήριον.

Λέγεται δε δια τον Προφήτην τούτον, ότι προ του να καή ο ναός των Ιεροσολύμων από τον Ναβουζαρδάν, τον αρχιμάγειρον του Ναβουχοδονόσορ, επήρε την Κιβωτόν του νόμου και τα εν τη Κιβωτώ άγια, και έκαμεν αυτά να βαλθούν υπό κάτω εις πέτραν, ότι είπεν εις τους παρεστώτας αυτώ, ο Κύριος απεδήμησεν από του Σινά εις τον Ουρανόν, και πάλιν θέλει έλθη εις το Σινά με δύναμιν, και θέλει γένη εις εσάς, οπού τον παραστέκεσθε, τοιούτον σημείον της παρουσίας του, ήγουν όταν όλα τα έθνη θέλουν προσκυνήσουν ξύλον. Είπε δε και τούτο, ότι την Κιβωτόν ταύτην και τας εν αυτή πλάκας, κανένας δεν θέλει εκβάλει από την γην, πάρεξ μόνος ο Ααρών, ουδέ θέλει ανοίξει αυτήν τινάς, ούτε Ιερεύς, ούτε Προφήτης, πάρεξ ο Μωϋσής ο εκλεκτός του Θεού. Εις δε την κοινήν Ανάστασιν πρώτη θέλει αναστηθή η Κιβωτός, και φανερωθείσα εκ της γης, θέλει βαλθή εις το όρος Σινά, και όλοι οι Άγιοι θέλουν συναχθούν εις αυτήν, όσοι προσμένουσι να έλθη ο Κύριος, και όσοι φεύγουν τον εχθρόν (Διάβολον), όπου επιθυμεί να θανατώση αυτούς. Επάνω δε εις την πέτραν εκείνην, οπού εδέχθη την Κιβωτόν, έγραψεν ο Ιερεμίας με το δάκτυλόν του, το φοβερόν όνομα του Θεού, ήτοι το, Ιεχωβά. Και έγιναν τα γράμματα εκείνα, ωσάν να εγλύφθησαν με σμύλαν και σίδηρον. Και ευθύς νεφέλη φωτεινή επεσκίασε το όνομα εκείνο, και κανένας δεν θέλει νοήσει τον τόπον εκείνον, ουδέ θέλει δυνηθή να διαβάση το του Θεού όνομα έως την ημέραν εκείνην.

Η πέτρα δε αύτη είναι εις την έρημον εκείνην, όπου πρώτον η Κιβωτός έγινεν από τον Βεσελεήλ, αναμεταξύ εις τα δύω βουνά, εις τα οποία ευρίσκονται τα λείψανα του Μωϋσέως, και του Ααρών. Όθεν και την νύκτα φαίνεται εις τον τόπον εκείνον ωσάν μία νεφέλη, κατά τον αρχαίον τύπον, ήγουν καθώς εις τους Ισραηλίτας εφαίνετο νεφέλη την νύκτα, και εφώτιζεν αυτούς. Ήτον δε ο Προφήτης Ιερεμίας γηραλέος κατά τους χρόνους, μικρός κατά το μέγεθος του σώματος, το γένειον είχεν άνω πλατύ, και κάτω στενόν. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εις τον Ναόν του Αγίου Αποστόλου Πέτρου, τον ευρισκόμενον κοντά εις την αγιωτάτην Μεγάλην Εκκλησίαν (3).

(1) Σημείωσαι, ότι το όνομα Μάϊος είναι λατινικόν ή ιταλικόν, και όχι ελληνικόν, και θέλει να ειπή μέγας, παραγόμενον από του μάγιους λατινικού, ή ιταλικού, ο δηλοί μέγας. Λέγεται δε μέγας ο Μάϊος μήνας, καθότι αι ημέραι του Μαΐου είναι μεγαλίτεραι από τας ημέρας των άλλων μηνών. Ή λέγεται μέγας, δια τας εν τω Μαΐω μηνί ευρισκομένας πολλάς και μεγάλας του έαρος χάριτας. Ή κατ’ άλλους λέγεται μέγας, εκ των προβεβηκότων και μειζόνων. Καθότι εν τω μηνί τούτω, ως άδεται φήμη, οι μεγάλοι άρχοντες εποίουν τους γάμους των.

(2) Ο δε Βαρίνος τα οφίδια αυτά ονομάζει αργόλας, και λέγει και αυτός, ότι ο Αλέξανδρος έφερεν αυτά από το Άργος το Πελασγικόν εις την Αλεξάνδρειαν, και ενέβαλεν εις τον ποταμόν προς αναίρεσιν των ασπίδων, ότε μετέθηκε τα οστά Ιερεμίου του Προφήτου, ους όφεις αυτός ο Προφήτης απέκτεινε (εν τη λέξει Αργόλαι). Πελασγικόν δε Άργος ονομάζει ο Όμηρος την Θετταλίαν, ως λέγει ο ίδιος Βαρίνος εν τη λέξει «Άργειαν έχοντα». Και λοιπόν εκ της Θετταλίας μετεκόμισεν ο Αλέξανδρος εις την Αλεξάνδρειάν του τα ανωτέρω οφίδια.

(3) Παρά δε τω Αλεξάνδρω Μαυροκορδάτω εν τοις Ιουδαϊκοίς και ταύτα γράφεται περί Ιερεμίου: ήγουν ότι αυτός εκατάγετο από την Ιερατικήν φυλήν του Λευΐ. Ότι ήτον κατά τους χρόνους Ιωσίου, Ιωακείμ και Σεδεκίου των βασιλέων. Ότι, εις μεν τους σκλαβωθέντας εις Βαβυλωνίαν, επροφήτευσεν, ότι έχουν να ελευθερωθούν. Εις δε τους καταβάντας εις Αίγυπτον, επρόλεγεν, ότι έχουν να πάθουν διαφθοράν και διασποράν. Πολλάς δε, λέγει, ύβρεις και ταλαιπωρίας και φυλακάς υπέμεινεν ο αοίδιμος από τους τότε ψευδοπροφήτας δια τον λόγον του Θεού και δια την αλήθειαν των υπ’ αυτού προφητευομένων, αλλά και αλυσίδας εφόρεσε, και δια την παρρησίαν οπού έδειχνε, προφητεύων επί Σεδεκίου, εβάλθη μέσα εις ένα βαθύτατον και βορβορώδη λάκκον, από τον οποίον τον εύγαλεν Αβιμέλεχ ο Αιθίοψ. Αλλά πάλιν δεθείς με αλύσεις, εφυλάττετο εις την φυλακήν της βασιλικής αυλής. Γράφεται δε και εις το β’ κεφάλαιον του Βιβλίου των Μακκαβαίων, ότι την Κιβωτόν και την Σκηνήν και το Θυσιαστήριον του θυμιάματος έκρυψεν ο Ιερεμίας εις το όρος του Ναβαύ, όπου ο Μωϋσής ετελεύτησεν. Ούτω γαρ γέγραπται· «Ην δε εν τη γραφή, ότι την Σκηνήν και την Κιβωτόν εκέλευσεν ο Προφήτης (Ιερεμίας), χρηματισμού γενηθέντος, αυτώ συνακολουθείν. Ως δε εξήλθεν εις το όρος, ου ο Μωϋσής αναβάς, εθεάσατο την του Θεού κληρονομίαν. Και ελθών ο Ιερεμίας, εύρεν οίκον αντρώδη, και την Σκηνήν και την Κιβωτόν και το Θυσιαστήριον του θυμιάματος εισήνεγκεν εκεί, και την θύραν ενέφραξε. Και προσελθόντες τινές των συνακολουθούντων, ώστε επισημήνασθαι την οδόν, και ουκ ηδυνήθησαν ευρείν. Ως δε Ιερεμίας έγνω, μεμψάμενος αυτοίς είπεν, ότι και άγνωστος ο τόπος έσται έως αν συναγάγη ο Θεός επισυναγωγήν του λαού, και ίλεως γένηται. Και τότε ο Κύριος αναδείξει ταύτα, και οφθήσεται η δόξα του Κυρίου, και η νεφέλη ως επί Μωϋσή εδηλούτο. Ως και ο Σολομών ηξίωσεν, ίνα ο τόπος καθαγιασθή μεγάλως» (Β’ Μακκαβ. β’, 4-8). Λέγουσι δέ τινες ότι μετά ταύτα εύρεν αυτά ο Νεεμίας, συμπεραίνοντες τούτο από εκείνο, οπού γράφεται ακολούθως· «Εξηγούντο δε και εν ταις αναγραφαίς και εν τοις υπομνηματισμοίς τοις κατά τον Νεεμίαν, τα αυτά» (αυτόθι 13). Και ότι η των Μακκαβαίων Βίβλος ως εν επιστολής τύπω ταύτα εκθέττουσα, έστειλεν εις την περί αυτών ιστορίαν τους ορεγομένους της ακριβούς τούτων ειδήσεως. (Φανερόν δε είναι εκ των ειρημένων, ότι και άλλα βιβλία και επιστολάς είχεν ο Ιερεμίας, τα οποία τώρα ουχ’ ευρίσκονται.) Καταβάς λοιπόν ο Ιερεμίας εις τας Τάφνας της Αιγύπτου, εδίδασκε τους Εβραίους να μη θαρρούν εις την δύναμιν των Αιγυπτίων, αλλά εις την φιλανθρωπίαν του Θεού. Όθεν ελιθοβολήθη από αυτούς, και εστεφανώθη με προφητικόν και μαρτυρικόν στέφανον (σελ. σλη’ των Ιουδαϊκών). Ότι δε ο Ιερεμίας δεν επήγεν εις Βαβυλώνα, και εκ του Συναξαρίου τούτου δήλον εστίν. Όρα και κατά την δ’ του Νοεμβρίου. Ήθελε δε απορήση τινάς, πώς ανωτέρω εν τω Συναξαρίω γράφεται, ότι κανένας δεν θέλει εκβάλει την Κιβωτόν από την γην. Άλλοι δε λέγουσιν ότι εύρεν αυτήν ο Νεεμίας, αλλ’ ίσως οι τούτο λέγοντες, συμπερασματικώς το λέγουσιν, ουχί βεβαίως και αναμφιβόλως. Πότε δε την Κιβωτόν εκβαλεί ο Ααρών μόνος, και ο Μωϋσής μόνος ανοίξει αυτήν; Ίσως κατά τον καιρόν της συντελείας, και της κοινής αναστάσεως. Σημείωσαι, ότι εις τον Προφήτην Ιερεμίαν ευρίσκεται υπόμνημα ελληνικόν, ου η αρχή· «Νόμος εστί των ανθρώπων». Σώζεται δε εν τη Λαύρα και εν τω Κοινοβίω του Διονυσίου. Εν δε τη Μεγίστη Λαύρα σώζονται τα καταλειφθέντα περί του Προφήτου τούτου, ων η αρχή· «Εγένετο ηνίκα».

*

Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Βατά του Πέρσου.

Και τω Βατά, τμηθέντι την κάραν ξίφει,
Βατά πρεπόντως ουρανού τα χωρία.

Ούτος ο Άγιος Βατάς ήτον από την Περσίαν, εκ προγόνων μαθών την εις Χριστόν πίστιν. Όταν δε έφθασεν εις ηλικίαν τριάντα χρόνων, ήκουσε του Κυρίου να λέγη εν Ευαγγελίοις· «Ει τις έρχεται προς με και ου μισεί τον πατέρα αυτού και την μητέρα, και την γυναίκα, και τα τέκνα, και τους αδελφούς, και τας αδελφάς, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναταί μου είναι μαθητής» (Λουκ. ιδ’, 26). Ταύτα, λέγω, ακούσας, εγέμωσεν από Πνεύμα Άγιον, και όλος έγινεν οικείος του θεϊκού πόθου. Όθεν αφήσας όλα τα του κόσμου πράγματα, επήγεν εις Μοναστήριον και έγινε Μοναχός. Και λοιπόν επειδή και επροτίμησε την σκληράν και κοπιαστικήν ζωήν των Μοναχών, υπερέβαλεν όλους κατά την νηστείαν και αγρυπνίαν και την εγκράτειαν, χωρίς να ανοίξη καμμίαν θύραν των αισθήσεών του, και να έμβη δι’ αυτής ο της ψυχής θάνατος. Αλλά με κάθε φυλακήν και προσοχήν εφύλαττε τας αισθήσεις και την καρδίαν του. Επιθυμίαν δε είχε, το να τελειωθή δια του μαρτυρίου. Όθεν, όταν εκινήθη διωγμός κατά των Χριστιανών υπό των Περσών, τότε, οι μεν ευρισκόμενοι μετά του Αγίου αδελφοί, ανεχώρησαν και έδωκαν τόπον τη οργή, κατά την εντολήν του Κυρίου την λέγουσαν· «Όταν διώκωσιν υμάς εκ μιας πόλεως, φεύγετε εις την άλλην» (Ματθ. α’, 23). Ο δε Άγιος μόνος, εστάθη και δεν έφυγε, ποθών το μαρτύριον με υπερβάλλουσαν επιθυμίαν. Όθεν αφ’ ου έκαμεν εις την άσκησιν τριάντα χρόνους, επιάσθη από τους πυρσολάτρας και εφέρθη εις τον Ιασδήχ τον αδελφόν του Βαρζαναβά, όστις Ιασδήχ ήτον άρχων και εξουσιαστής του τόπου του καλουμένου Βίτζιος. Επειδή δε επροστάχθη να προσκυνήση τον ήλιον και δεν επείσθη, αλλά εκήρυξε τον εαυτόν του Χριστιανόν, δια τούτο ετέντωσαν αυτόν δέκα στρατιώται, από το ένα χέρι και από το άλλο, τόσον πολλά, ώστε οπού από το πολύ τέντωμα, ευγήκαν οι ώμοι του από τον τόπον τους. Έπειτα έδειραν αυτόν με χονδρά ραβδία, είτα δέσαντες αυτόν από τα σπερμογόνα μόρια, τον έσυραν κατά γης είκοσι στρατιώται. Επειδή δε επέμενεν εις την πίστιν του Χριστού, τούτου χάριν έβαλον επάνω εις την κοιλίαν του πολλάς και βαρείας πέτρας. Μετά ταύτα έκοψαν με μαχαίρας τας πλάτας του, και τα υποκάτω των βυζίων του μέρη, και τελευταίον απεκεφάλισαν αυτόν, και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στεφανον.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Φιλόσοφος ξίφει τελειούται.

Φιλόσοφος κλήσει τε και έργω μάκαρ,
Ώφθης αληθώς ω σοφίας συ φίλε.

Ούτος ο μέγας Μάρτυς του Χριστού Φιλόσοφος, ήτον από την χώραν της Αλεξανδρείας, καθώς εδιηγήθη δι’ αυτόν ο μέγας εν ασκηταίς Αντώνιος. Με τοιούτον δε τρόπον ετελείωσε το μαρτύριον. Περιβόλι ωραιότατον ήτον εις την Αλεξάνδρειαν, γεμάτον από κάθε ηδονήν και αισθητήν χάριν. Εις αυτό λοιπόν το περιβόλι επρόσταξεν ο τότε τύραννος να βαλθή μία κλίνη καλλωπισμένη, επάνω δε εις αυτήν έβαλον τον Άγιον τούτον Φιλόσοφον ανάσκελα, και έδεσαν τας χείρας του και τους πόδας του. Τότε έφερον μίαν πόρνην γυναίκα, η οποία επήγεν επάνω του Αγίου, και όχι μόνον με λόγια άσεμνα επαρακίνει τον Άγιον εις αισχράν μίξιν, αλλά και προς τούτοις ενηγκαλίζετο αυτόν με τα μιαρά της χέρια· και κατεφίλει, και αδιάντροπα τον επίανεν. Όθεν ο γενναιότατος του Κυρίου αγωνιστής, και μόλον οπού ήτον δεδεμένος, ευρήκεν όμως τρόπον και μηχανήν δια να γλυτώση από τα βρόχια της πόρνης. Πρώτον μεν γαρ έκλεισε τα ομμάτιά του, δια να μη την βλέπη, έπειτα εμάσσησε την γλώσσαν του με τα οδόντιά του, και με τους ανυποφόρους πόνους, οπού εδοκίμαζεν από το δάγκαμα της γλώσσης, έκαμε τας άλλας αισθήσεις του σώματός του, να μένουν αναίσθηταις εις την ηδονήν. Είτα γεμώσας από αίμα το στόμα του, με αυτό έπτυσεν εις το πρόσωπον και εις τα φορέματα της ακαθάρτου και μιαράς πόρνης, ήτις βλέπουσα το αίμα πως έτρεχε ποταμηδόν, εφοβήθη και εσυστάλθη. Με τούτον τον τρόπον αγωνισθείς ο μεγαλόψυχος, και μη νικηθείς, αλλά νικήσας, απαθής διεφυλάχθη χάριτι Χριστού. Όθεν αποκεφαλισθείς ύστερον, απήλθε στεφανηφόρος εις τα Ουράνια, και χαίρει χαράν αιώνιον και ανεκλάλητον (4).

(4) Το διήγημα τούτο ευρίσκεται και εις τον χειρόγραφον Παράδεισον των Πατέρων. Εν δε τω Συναξαριστή της Ιεράς Μονής του Διονυσίου του νέου Κοινοβίου, ονομάζεται ο φιλόσοφος ούτος Ιουστίνος. Αρμόζουσι δε εις τον φιλόσοφον τούτον τα λόγια του Χρυσορρήμονος, με τα οποία επαινεί τον όντως φιλόσοφον· «Τι γαρ εστί, φησίν, φιλοσόφου ίδιον; ουχί και χρημάτων και δόξης καταφρονείν, και φθόνου και παντός πάθους ανώτερον είναι;… τοιούτος ο φιλόσοφός εστι, τοιούτος ο πλούτος εκείνου· ουδέν έχει και πάντα έχει· πάντα έχει και ουδέν έχει» (Λογ. κα’ εις την προς Εφεσίους). Έφη δε και ο Θεολόγος Γρηγόριος· «Έστι τι μύθω φυτόν, ο θάλλει τεμνόμενον και προς τον σίδηρον αγωνίζεται· και ει δει παραδόξως ειπείν περί παραδόξου πράγματος, θανάτω ζη, και τομή φύεται, και αύξεται δαπανώμενον. Ταύτα μεν ο μύθος και η αυτονομία του πλάσματος. Εμοί δε δοκεί σαφώς τοιούτον είναί τι ο φιλόσοφος, ενευδοκιμεί τοις πάθεσι, και ύλην αρετής ποιείται τα λυπηρά, και τοις εναντίοις εγκαλλωπίζεται, μήτε τοις δεξιοίς όπλοις της δικαιοσύνης αιρόμενος, μήτε τοις αριστεροίς καμπτόμενος, αλλ’ ο αυτός ουκ εν τοις αυτοίς αεί διαμένων, ή και δοκιμώτερος, ώσπερ εν καμίνω χρυσός, ευρισκόμενος» (Λογ. εις εαυτόν εξ αγρού επανήκων). Ένα παρόμοιον εποίησε και ο επί Δεκίου Μάρτυς του Χριστού Νικήτας. Διατί και αυτός επάνω μιας κλίνης τεθείς και δεθείς, επαρακινείτο εις σαρκικήν επιθυμίαν από μίαν πόρνην. Όθεν δια να αποφύγη την ηδονήν εθέρισε με τους οδόντας την γλώσσαν του, και έπτυσεν αυτήν εις το πρόσωπον της πόρνης, καθώς ιστορεί ο Νικηφόρος. Και ούτως ενίκησεν ο όντως φερώνυμος Νικήτας. Όρα και εις το η’ κεφάλαιον του Πολιτικού Θεάτρου.

*

Οσία ΙσιδώραΗ Οσία Ισιδώρα εν ειρήνη τελειούται.

Εκ γης απέπτη προς μελισσώνας πόλου,
Μέλισσα χρηστών πράξεων Ισιδώρα.

 

 

 

 

 

 

 

 

*

Ο Άγιος Μάρτυς Σάββας εν συκή κρεμασθείς τελειούται.

Ήνεγκε καρπόν πρώϊμον συκής κλάδος,
Τον χειροδέσμοις εκκρεμάμενον Σάββαν.

*

Τη αυτή ημέρα τελούνται τα εγκαίνια της Νέας Εκκλησίας, και συνεισέρχεται ο Πατριάρχης εν τω παλατίω, κακείθεν απέρχεται μετά λιτής εις την Νέαν Εκκλησίαν, και λειτουργεί εκείσε (5).

(5) Τούτο εν τω Συναξαριστή της του Διονυσίου Μονής ουχ’ ευρίσκεται, ίσως ως περιττόν.

*

Τρεις νέοι ΟσιομάρτυρεςΜνήμη των Αγίων ενδόξων τριών νέων Οσιομαρτύρων Ευθυμίου του εκ Δημιτζάνης της Πελοποννήσου καταγομένου, και εν Κωνσταντινουπόλει τω 1814 Μαρτίου 22 Κυριακή της Βαϊφόρου δια ξίφους αθλήσαντος, και Ιγνατίου του από εσκή Ζαγοράν καταγομένου, και εν Κωνσταντινουπόλει τω αυτώ έτει Οκτωβρίου 8 δι’ αγχόνης τελειωθέντος, και Ακακίου του από Νιβόρη Θεσσαλονίκης καταγομένου, και εν Κωνσταντινουπόλει ωσαύτως τω 1815 Μαΐου α’ δια ξίφους αθλήσαντος. Τελείται δε η αυτών μνήμη εν τω κατά την Σκήτην του Τιμίου Προδρόμου σεπτώ αυτών Μαρτυρίω (6).

Εις τον Άγιον Ευθύμιον.

Ευθύμιέ μοι, χαίρε, χαίρε πολλάκις,
Σφαγείς γαρ εύρες, την άνω χαράν πρόφρων.

Εις τον Άγιον Ιγνάτιον.

Τον Ιγνάτιον, άλλον ως άστρον βλέπω,
Εκ γης φαεινόν, εις πόλον δι’ αγχόνης.

Εις τον Άγιον Ακάκιον.

Αρνός δίκην σφάττουσι, φευ! δια ξίφους,
Τον κλεινόν Ακάκιον, άνδρες αιμάτων.

(6) Ο κατά πλάτος Βίος αυτών και η ασματική Ακολουθία, ιδιαιτέρως δε του Αγίου Ευθυμίου, συνεγράφη εις το απλούν και συνετέθη υπό του οσιολογιωτάτου κυρίου Ονουφρίου Ιβηρίτου. Το δε Μαρτύριον του Αγίου Ακακίου συνεγράφη ελληνιστί με ρητορικώτατον κάλαμον, παρά του πανιερολογιωτάτου και σεβασμιωτάτου γέροντος Αγίου Καισαρείας κυρίου Μελετίου.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Μὴν Μάϊος (1) ἔχων ἡμέρας λα΄.
Ἡ ἡμέρα ἔχει ὥρας ιδ΄, καὶ ἡ νὺξ ὥρας ι΄.

Προφήτης ΙερεμίαςΕἰς τὴν Α΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Προφήτου Ἱερεμίου.

Ψυχαὶ λιθώδεις καὶ ξέναι θείου φόβου,
Λίθοις ἀνεῖλον θεῖον Ἱερεμίαν.

Πρώτῃ ἐν Μαΐοιο λίθοις κτάνον Ἱερεμίαν.

Οὗτος ὁ θαυμάσιος τοῦ Κυρίου Προφήτης ἦτον ἡγιασμένος ἐκ κοιλίας μητρός του, οὕτω γὰρ λέγει περὶ αὐτοῦ ὁ Θεός: «Πρὸ τοῦ με πλάσαι σε ἐν κοιλίᾳ, ἐπίσταμαί σε καὶ πρὸ τοῦ σε ἐξελθεῖν ἐκ μήτρας, ἡγίακά σε, Προφήτην εἰς ἔθνη τέθεικά σε» (Ἱερεμ. α΄, 5). Ἐκατάγετο δὲ ἀπὸ τὴν Ἀναθώθ, καὶ ἦτον πρὸ Χριστοῦ χκ΄ [620] ἔτη. Οὗτος λοιπὸν ἀφ’ οὗ ἐσκλαβώθη ἡ Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τὸν Ναβουχοδονόσορ βασιλέα Βαβυλῶνος, ἐκατέβη εἰς τὰς Τάφνας τῆς Αἰγύπτου, αἵτινες Ἑλληνιστὶ ὀνομάζονται Δάφναις, καὶ ἐκεῖ προφητεύων, ἐλιθοβολήθη ἀπὸ τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραήλ, τὸν καταφυγόντα εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἀποθανών, ἐνταφιάσθη εἰς τὸν τόπον τῆς οἰκήσεως τοῦ βασιλέως Φαραώ. Ὅτι οἱ Αἰγύπτιοι ἐδόξασαν αὐτὸν καὶ ἐτίμησαν, μὲ τὸ νὰ εὐεργετήθησαν ἀπὸ λόγου του. Διότι διὰ προσευχῆς του, ἐνεκρώθησαν αἱ ἀσπίδες, αἱ ὁποῖαι ἐξωλόθρευον τοὺς Αἰγυπτίους. Ὁμοίως ἐνεκρώθησαν καὶ τὰ θηρία, ὁποῦ εὑρίσκονται εἰς τὰ νερὰ τῆς Αἰγύπτου, τὰ ὁποῖα, οἱ μὲν Αἰγύπτιοι ὀνομάζουσιν ἐφώθ, οἱ δὲ Ἕλληνες, κροκοδείλους.

Ὅθεν ὅσοι Χριστιανοὶ εὑρίσκονται ἕως τὴν σήμερον εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, προσευχόμενοι λαμβάνουν χῶμα ἀπὸ τὸν τάφον τοῦ Προφήτου, καὶ ἰατρεύουσι τὰ δαγκάματα τῶν ἀσπίδων. Λέγουσι δέ, ὅτι καὶ ὁ βασιλεὺς Ἀλέξανδρος ἐπῆγεν εἰς τὸν τάφον τοῦ Ἱερεμίου, καὶ μαθὼν τὰ περὶ αὐτοῦ, μετέφερε τὰ λείψανά του ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον εἰς τὴν ὑπ’ αὐτοῦ κτισθεῖσαν πόλιν τῆς Ἀλεξανδρείας, τὰ ὁποῖα κατέσπειρε τριγύρω, καὶ εἰς ὅλα τὰ μέρη τῆς πόλεως. Ὅθεν διὰ τούτων ἐδίωξεν ἀπὸ ἐκεῖ τὰς ἀσπίδας, ἔβαλε δὲ ἀντὶ ἐκείνων τὰ ὀφίδια, ὁποῦ ὀνομάζονται ἀργαλοί, τὰ ὁποῖα ἔφερεν ἀπὸ τὸ Ἄργος, ὅθεν ἐκ τοῦ Ἄργους ἔλαβον καὶ τὴν ἐπωνυμίαν ταύτην (2). Εἶπε δὲ ὁ Ἱερεμίας εἰς τοὺς ἱερεῖς τῆς Αἰγύπτου, ὅτι ἔχει νὰ γένῃ ἕνα σημεῖον, ἤτοι ὅτι μέλλουν νὰ σεισθοῦν τὰ εἴδωλα τῆς Αἰγύπτου, καὶ νὰ πέσουν κατὰ γῆς ὑπὸ ἑνὸς Σωτῆρος παιδίου, τὸ ὁποῖον μέλλει νὰ γεννηθῇ ἀπὸ Παρθένον μέσα εἰς φάτνην. Ὅθεν ἐκ τούτου οἱ Αἰγύπτιοι θεοποιοῦσιν ἕως τοῦ νῦν Παρθένον λεχώ, καὶ βάλλοντες ἕνα βρέφος μέσα εἰς φάτνην, προσκυνοῦσιν αὐτό. Διὰ τοῦτο, καὶ ὅταν ὁ βασιλεὺς Πτολεμαῖος ἐρώτησεν αὐτούς, διατί κάμνουσι τοῦτο, ἀπεκρίθησαν, ὅτι τὸ μυστήριον αὐτὸ εἶναι πατροπαράδοτον εἰς αὐτούς, καθότι παρέδωκεν αὐτὸ εἰς τοὺς πατέρας των ἕνας Προφήτης ὅσιος, ὅθεν, ἐπρόσθεττον, ὅτι προσμένομεν νὰ λάβῃ ἔκβασιν διὰ τῶν ἔργων τὸ τοιοῦτον μυστήριον.

Λέγεται δὲ διὰ τὸν Προφήτην τοῦτον, ὅτι πρὸ τοῦ νὰ καῇ ὁ ναὸς τῶν Ἱεροσολύμων ἀπὸ τὸν Ναβουζαρδᾶν, τὸν ἀρχιμάγειρον τοῦ Ναβουχοδονόσορ, ἐπῆρε τὴν Κιβωτὸν τοῦ νόμου καὶ τὰ ἐν τῇ Κιβωτῷ ἅγια, καὶ ἔκαμεν αὐτὰ νὰ βαλθοῦν ὑπὸ κάτω εἰς πέτραν, ὅτι εἶπεν εἰς τοὺς παρεστῶτας αὐτῷ, ὁ Κύριος ἀπεδήμησεν ἀπὸ τοῦ Σινᾶ εἰς τὸν Οὐρανόν, καὶ πάλιν θέλει ἔλθῃ εἰς τὸ Σινᾶ μὲ δύναμιν, καὶ θέλει γένῃ εἰς ἐσᾶς, ὁποῦ τὸν παραστέκεσθε, τοιοῦτον σημεῖον τῆς παρουσίας του, ἤγουν ὅταν ὅλα τὰ ἔθνη θέλουν προσκυνήσουν ξύλον. Εἶπε δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι τὴν Κιβωτὸν ταύτην καὶ τὰς ἐν αὐτῇ πλάκας, κᾀνένας δὲν θέλει ἐκβάλει ἀπὸ τὴν γῆν, πάρεξ μόνος ὁ Ἀαρών, οὐδὲ θέλει ἀνοίξει αὐτὴν τινάς, οὔτε Ἱερεύς, οὔτε Προφήτης, πάρεξ ὁ Μωϋσῆς ὁ ἐκλεκτὸς τοῦ Θεοῦ. Εἰς δὲ τὴν κοινὴν Ἀνάστασιν πρώτη θέλει ἀναστηθῇ ἡ Κιβωτός, καὶ φανερωθεῖσα ἐκ τῆς γῆς, θέλει βαλθῇ εἰς τὸ ὄρος Σινᾶ, καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι θέλουν συναχθοῦν εἰς αὐτήν, ὅσοι προσμένουσι νὰ ἔλθῃ ὁ Κύριος, καὶ ὅσοι φεύγουν τὸν ἐχθρὸν (Διάβολον), ὅπου ἐπιθυμεῖ νὰ θανατώσῃ αὐτούς. Ἐπάνω δὲ εἰς τὴν πέτραν ἐκείνην, ὁποῦ ἐδέχθη τὴν Κιβωτόν, ἔγραψεν ὁ Ἱερεμίας μὲ τὸ δάκτυλόν του, τὸ φοβερὸν ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἤτοι τό, Ἰεχωβά. Καὶ ἔγιναν τὰ γράμματα ἐκεῖνα, ὡσὰν νὰ ἐγλύφθησαν μὲ σμύλαν καὶ σίδηρον. Καὶ εὐθὺς νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασε τὸ ὄνομα ἐκεῖνο, καὶ κᾀνένας δὲν θέλει νοήσει τὸν τόπον ἐκεῖνον, οὐδὲ θέλει δυνηθῇ νὰ διαβάσῃ τὸ τοῦ Θεοῦ ὄνομα ἕως τὴν ἡμέραν ἐκείνην.

Ἡ πέτρα δὲ αὕτη εἶναι εἰς τὴν ἔρημον ἐκείνην, ὅπου πρῶτον ἡ Κιβωτὸς ἔγινεν ἀπὸ τὸν Βεσελεήλ, ἀναμεταξὺ εἰς τὰ δύω βουνά, εἰς τὰ ὁποῖα εὑρίσκονται τὰ λείψανα τοῦ Μωϋσέως, καὶ τοῦ Ἀαρών. Ὅθεν καὶ τὴν νύκτα φαίνεται εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον ὡσὰν μία νεφέλη, κατὰ τὸν ἀρχαῖον τύπον, ἤγουν καθὼς εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας ἐφαίνετο νεφέλη τὴν νύκτα, καὶ ἐφώτιζεν αὐτούς. Ἦτον δὲ ὁ Προφήτης Ἱερεμίας γηραλέος κατὰ τοὺς χρόνους, μικρὸς κατὰ τὸ μέγεθος τοῦ σώματος, τὸ γένειον εἶχεν ἄνω πλατύ, καὶ κάτω στενόν. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Πέτρου, τὸν εὑρισκόμενον κοντὰ εἰς τὴν ἁγιωτάτην Μεγάλην Ἐκκλησίαν (3).

(1) Σημείωσαι, ὅτι τὸ ὄνομα Μάϊος εἶναι λατινικὸν  ἰταλικόν, καὶ ὄχι ἑλληνικόν, καὶ θέλει νὰ εἰπῇ μέγας, παραγόμενον ἀπὸ τοῦ μάγιους λατινικοῦ,  ἰταλικοῦ,  δηλοῖ μέγας. Λέγεται δὲ μέγας  Μάϊος μῆνας, καθότι αἱ ἡμέραι τοῦ Μαΐου εἶναι μεγαλίτεραι ἀπὸ τὰς ἡμέρας τῶν ἄλλων μηνῶν.  λέγεται μέγας, διὰ τὰς ἐν τῷ Μαΐῳ μηνὶ εὑρισκομένας πολλὰς καὶ μεγάλας τοῦ ἔαρος χάριτας. Ἢ κατ’ ἄλλους λέγεται μέγας, ἐκ τῶν προβεβηκότων καὶ μειζόνων. Καθότι ἐν τῷ μηνὶ τούτῳ, ὡς ᾄδεται φήμη, οἱ μεγάλοι ἄρχοντες ἐποίουν τοὺς γάμους των.

(2) Ὁ δὲ Βαρῖνος τὰ ὀφίδια αὐτὰ ὀνομάζει ἀργόλας, καὶ λέγει καὶ αὐτός, ὅτι ὁ Ἀλέξανδρος ἔφερεν αὐτὰ ἀπὸ τὸ Ἄργος τὸ Πελασγικὸν εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, καὶ ἐνέβαλεν εἰς τὸν ποταμὸν πρὸς ἀναίρεσιν τῶν ἀσπίδων, ὅτε μετέθηκε τὰ ὀστᾶ Ἱερεμίου τοῦ Προφήτου, οὓς ὄφεις αὐτὸς ὁ Προφήτης ἀπέκτεινε (ἐν τῇ λέξει Ἀργόλαι). Πελασγικὸν δὲ Ἄργος ὀνομάζει ὁ Ὅμηρος τὴν Θετταλίαν, ὡς λέγει ὁ ἴδιος Βαρῖνος ἐν τῇ λέξει «Ἄργειαν ἔχοντα». Καὶ λοιπὸν ἐκ τῆς Θετταλίας μετεκόμισεν ὁ Ἀλέξανδρος εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειάν του τὰ ἀνωτέρω ὀφίδια.

(3) Παρὰ δὲ τῷ Ἀλεξάνδρῳ Μαυροκορδάτῳ ἐν τοῖς Ἰουδαϊκοῖς καὶ ταῦτα γράφεται περὶ Ἱερεμίου: ἤγουν ὅτι αὐτὸς ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν Ἱερατικὴν φυλὴν τοῦ Λευΐ. Ὅτι ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Ἰωσίου, Ἰωακεὶμ καὶ Σεδεκίου τῶν βασιλέων. Ὅτι, εἰς μὲν τοὺς σκλαβωθέντας εἰς Βαβυλωνίαν, ἐπροφήτευσεν, ὅτι ἔχουν νὰ ἐλευθερωθοῦν. Εἰς δὲ τοὺς καταβάντας εἰς Αἴγυπτον, ἐπρόλεγεν, ὅτι ἔχουν νὰ πάθουν διαφθορὰν καὶ διασποράν. Πολλὰς δέ, λέγει, ὕβρεις καὶ ταλαιπωρίας καὶ φυλακὰς ὑπέμεινεν ὁ ἀοίδιμος ἀπὸ τοὺς τότε ψευδοπροφήτας διὰ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τὴν ἀλήθειαν τῶν ὑπ’ αὐτοῦ προφητευομένων, ἀλλὰ καὶ ἁλυσίδας ἐφόρεσε, καὶ διὰ τὴν παρρησίαν ὁποῦ ἔδειχνε, προφητεύων ἐπὶ Σεδεκίου, ἐβάλθη μέσα εἰς ἕνα βαθύτατον καὶ βορβορώδη λάκκον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον τὸν εὔγαλεν Ἀβιμέλεχ ὁ Αἰθίοψ. Ἀλλὰ πάλιν δεθεὶς μὲ ἁλύσεις, ἐφυλάττετο εἰς τὴν φυλακὴν τῆς βασιλικῆς αὐλῆς. Γράφεται δὲ καὶ εἰς τὸ β΄ κεφάλαιον τοῦ Βιβλίου τῶν Μακκαβαίων, ὅτι τὴν Κιβωτὸν καὶ τὴν Σκηνὴν καὶ τὸ Θυσιαστήριον τοῦ θυμιάματος ἔκρυψεν ὁ Ἱερεμίας εἰς τὸ ὄρος τοῦ Ναβαῦ, ὅπου ὁ Μωϋσῆς ἐτελεύτησεν. Οὕτω γὰρ γέγραπται· «Ἦν δὲ ἐν τῇ γραφῇ, ὅτι τὴν Σκηνὴν καὶ τὴν Κιβωτὸν ἐκέλευσεν ὁ Προφήτης (Ἱερεμίας), χρηματισμοῦ γενηθέντος, αὐτῷ συνακολουθεῖν. Ὡς δὲ ἐξῆλθεν εἰς τὸ ὄρος, οὗ ὁ Μωϋσῆς ἀναβάς, ἐθεάσατο τὴν τοῦ Θεοῦ κληρονομίαν. Καὶ ἐλθὼν ὁ Ἱερεμίας, εὗρεν οἶκον ἀντρώδη, καὶ τὴν Σκηνὴν καὶ τὴν Κιβωτὸν καὶ τὸ Θυσιαστήριον τοῦ θυμιάματος εἰσήνεγκεν ἐκεῖ, καὶ τὴν θύραν ἐνέφραξε. Καὶ προσελθόντες τινὲς τῶν συνακολουθούντων, ὥστε ἐπισημήνασθαι τὴν ὁδόν, καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν εὑρεῖν. Ὡς δὲ Ἱερεμίας ἔγνω, μεμψάμενος αὐτοῖς εἶπεν, ὅτι καὶ ἄγνωστος ὁ τόπος ἔσται ἕως ἂν συναγάγῃ ὁ Θεὸς ἐπισυναγωγὴν τοῦ λαοῦ, καὶ ἵλεως γένηται. Καὶ τότε ὁ Κύριος ἀναδείξει ταῦτα, καὶ ὀφθήσεται ἡ δόξα τοῦ Κυρίου, καὶ ἡ νεφέλη ὡς ἐπὶ Μωϋσῇ ἐδηλοῦτο. Ὡς καὶ ὁ Σολομὼν ἠξίωσεν, ἵνα ὁ τόπος καθαγιασθῇ μεγάλως» (Β΄ Μακκαβ. β΄, 4-8). Λέγουσι δέ τινες ὅτι μετὰ ταῦτα εὗρεν αὐτὰ ὁ Νεεμίας, συμπεραίνοντες τοῦτο ἀπὸ ἐκεῖνο, ὁποῦ γράφεται ἀκολούθως· «Ἐξηγοῦντο δὲ καὶ ἐν ταῖς ἀναγραφαῖς καὶ ἐν τοῖς ὑπομνηματισμοῖς τοῖς κατὰ τὸν Νεεμίαν, τὰ αὐτά» (αὐτόθι 13). Καὶ ὅτι ἡ τῶν Μακκαβαίων Βίβλος ὡς ἐν ἐπιστολῆς τύπῳ ταῦτα ἐκθέττουσα, ἔστειλεν εἰς τὴν περὶ αὐτῶν ἱστορίαν τοὺς ὀρεγομένους τῆς ἀκριβοῦς τούτων εἰδήσεως. (Φανερὸν δὲ εἶναι ἐκ τῶν εἰρημένων, ὅτι καὶ ἄλλα βιβλία καὶ ἐπιστολὰς εἶχεν ὁ Ἱερεμίας, τὰ ὁποῖα τώρα οὐχ’ εὑρίσκονται.) Καταβὰς λοιπὸν ὁ Ἱερεμίας εἰς τὰς Τάφνας τῆς Αἰγύπτου, ἐδίδασκε τοὺς Ἑβραίους νὰ μὴ θαρροῦν εἰς τὴν δύναμιν τῶν Αἰγυπτίων, ἀλλὰ εἰς τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ. Ὅθεν ἐλιθοβολήθη ἀπὸ αὐτούς, καὶ ἐστεφανώθη μὲ προφητικὸν καὶ μαρτυρικὸν στέφανον (σελ. σλη΄ τῶν Ἰουδαϊκῶν). Ὅτι δὲ ὁ Ἱερεμίας δὲν ἐπῆγεν εἰς Βαβυλῶνα, καὶ ἐκ τοῦ Συναξαρίου τούτου δῆλόν ἐστιν. Ὅρα καὶ κατὰ τὴν δ΄ τοῦ Νοεμβρίου. Ἤθελε δὲ ἀπορήσῃ τινας, πῶς ἀνωτέρω ἐν τῷ Συναξαρίῳ γράφεται, ὅτι κᾀνένας δὲν θέλει ἐκβάλει τὴν Κιβωτὸν ἀπὸ τὴν γῆν. Ἄλλοι δὲ λέγουσιν ὅτι εὗρεν αὐτὴν ὁ Νεεμίας, ἀλλ’ ἴσως οἱ τοῦτο λέγοντες, συμπερασματικῶς τὸ λέγουσιν, οὐχὶ βεβαίως καὶ ἀναμφιβόλως. Πότε δὲ τὴν Κιβωτὸν ἐκβαλεῖ ὁ Ἀαρὼν μόνος, καὶ ὁ Μωϋσῆς μόνος ἀνοίξει αὐτήν; Ἴσως κατὰ τὸν καιρὸν τῆς συντελείας, καὶ τῆς κοινῆς ἀναστάσεως. Σημείωσαι, ὅτι εἰς τὸν Προφήτην Ἱερεμίαν εὑρίσκεται ὑπόμνημα ἑλληνικόν, οὗ ἡ ἀρχή· «Νόμος ἐστὶ τῶν ἀνθρώπων». Σῴζεται δὲ ἐν τῇ Λαύρᾳ καὶ ἐν τῷ Κοινοβίῳ τοῦ Διονυσίου. Ἐν δὲ τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ σῴζονται τὰ καταλειφθέντα περὶ τοῦ Προφήτου τούτου, ὧν ἡ ἀρχή· «Ἐγένετο ἡνίκα».

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Βατᾶ τοῦ Πέρσου.

Καὶ τῷ Βατᾷ, τμηθέντι τὴν κάραν ξίφει,
Βατὰ πρεπόντως οὐρανοῦ τὰ χωρία.

Οὗτος ὁ Ἅγιος Βατᾶς ἦτον ἀπὸ τὴν Περσίαν, ἐκ προγόνων μαθὼν τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν. Ὅταν δὲ ἔφθασεν εἰς ἡλικίαν τριάντα χρόνων, ἤκουσε τοῦ Κυρίου νὰ λέγῃ ἐν Εὐαγγελίοις· «Εἴ τις ἔρχεται πρός με καὶ οὐ μισεῖ τὸν πατέρα αὑτοῦ καὶ τὴν μητέρα, καὶ τὴν γυναῖκα, καὶ τὰ τέκνα, καὶ τοὺς ἀδελφούς, καὶ τὰς ἀδελφάς, ἔτι δὲ καὶ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν, οὐ δύναταί μου εἶναι μαθητής» (Λουκ. ιδ΄, 26). Ταῦτα, λέγω, ἀκούσας, ἐγέμωσεν ἀπὸ Πνεῦμα Ἅγιον, καὶ ὅλος ἔγινεν οἰκεῖος τοῦ θεϊκοῦ πόθου. Ὅθεν ἀφήσας ὅλα τὰ τοῦ κόσμου πράγματα, ἐπῆγεν εἰς Μοναστήριον καὶ ἔγινε Μοναχός. Καὶ λοιπὸν ἐπειδὴ καὶ ἐπροτίμησε τὴν σκληρὰν καὶ κοπιαστικὴν ζωὴν τῶν Μοναχῶν, ὑπερέβαλεν ὅλους κατὰ τὴν νηστείαν καὶ ἀγρυπνίαν καὶ τὴν ἐγκράτειαν, χωρὶς νὰ ἀνοίξῃ κᾀμμίαν θύραν τῶν αἰσθήσεών του, καὶ νὰ ἔμβῃ δι’ αὐτῆς ὁ τῆς ψυχῆς θάνατος. Ἀλλὰ μὲ κάθε φυλακὴν καὶ προσοχὴν ἐφύλαττε τὰς αἰσθήσεις καὶ τὴν καρδίαν του. Ἐπιθυμίαν δὲ εἶχε, τὸ νὰ τελειωθῇ διὰ τοῦ μαρτυρίου. Ὅθεν, ὅταν ἐκινήθη διωγμὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν ὑπὸ τῶν Περσῶν, τότε, οἱ μὲν εὑρισκόμενοι μετὰ τοῦ Ἁγίου ἀδελφοί, ἀνεχώρησαν καὶ ἔδωκαν τόπον τῇ ὀργῇ, κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου τὴν λέγουσαν· «Ὅταν διώκωσιν ὑμᾶς ἐκ μιᾶς πόλεως, φεύγετε εἰς τὴν ἄλλην» (Ματθ. α΄, 23). Ὁ δὲ Ἅγιος μόνος, ἐστάθη καὶ δὲν ἔφυγε, ποθῶν τὸ μαρτύριον μὲ ὑπερβάλλουσαν ἐπιθυμίαν. Ὅθεν ἀφ’ οὗ ἔκαμεν εἰς τὴν ἄσκησιν τριάντα χρόνους, ἐπιάσθη ἀπὸ τοὺς πυρσολάτρας καὶ ἐφέρθη εἰς τὸν Ἰασδὴχ τὸν ἀδελφὸν τοῦ Βαρζαναβᾶ, ὅστις Ἰασδὴχ ἦτον ἄρχων καὶ ἐξουσιαστὴς τοῦ τόπου τοῦ καλουμένου Βίτζιος. Ἐπειδὴ δὲ ἐπροστάχθη νὰ προσκυνήσῃ τὸν ἥλιον καὶ δὲν ἐπείσθη, ἀλλὰ ἐκήρυξε τὸν ἑαυτόν του Χριστιανόν, διὰ τοῦτο ἐτέντωσαν αὐτὸν δέκα στρατιῶται, ἀπὸ τὸ ἕνα χέρι καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο, τόσον πολλά, ὥστε ὁποῦ ἀπὸ τὸ πολὺ τέντωμα, εὐγῆκαν οἱ ὦμοί του ἀπὸ τὸν τόπον τους. Ἔπειτα ἔδειραν αὐτὸν μὲ χονδρὰ ῥαβδία, εἶτα δέσαντες αὐτὸν ἀπὸ τὰ σπερμογόνα μόρια, τὸν ἔσυραν κατὰ γῆς εἴκοσι στρατιῶται. Ἐπειδὴ δὲ ἐπέμενεν εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, τούτου χάριν ἔβαλον ἐπάνω εἰς τὴν κοιλίαν του πολλὰς καὶ βαρείας πέτρας. Μετὰ ταῦτα ἔκοψαν μὲ μαχαίρας τὰς πλάτας του, καὶ τὰ ὑποκάτω τῶν βυζίων του μέρη, καὶ τελευταῖον ἀπεκεφάλισαν αὐτόν, καὶ οὕτως ἔλαβεν ὁ ἀοίδιμος τοῦ μαρτυρίου τὸν στεφανον.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Φιλόσοφος ξίφει τελειοῦται.

Φιλόσοφος κλήσει τε καὶ ἔργῳ μάκαρ,
Ὤφθης ἀληθῶς ὦ σοφίας σὺ φίλε.

Οὗτος ὁ μέγας Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Φιλόσοφος, ἦτον ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Ἀλεξανδρείας, καθὼς ἐδιηγήθη δι’ αὐτὸν ὁ μέγας ἐν ἀσκηταῖς Ἀντώνιος. Μὲ τοιοῦτον δὲ τρόπον ἐτελείωσε τὸ μαρτύριον. Περιβόλι ὡραιότατον ἦτον εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, γεμάτον ἀπὸ κάθε ἡδονὴν καὶ αἰσθητὴν χάριν. Εἰς αὐτὸ λοιπὸν τὸ περιβόλι ἐπρόσταξεν ὁ τότε τύραννος νὰ βαλθῇ μία κλίνη καλλωπισμένη, ἐπάνω δὲ εἰς αὐτὴν ἔβαλον τὸν Ἅγιον τοῦτον Φιλόσοφον ἀνάσκελα, καὶ ἔδεσαν τὰς χεῖράς του καὶ τοὺς πόδας του. Τότε ἔφερον μίαν πόρνην γυναῖκα, ἡ ὁποία ἐπῆγεν ἐπάνω τοῦ Ἁγίου, καὶ ὄχι μόνον μὲ λόγια ἄσεμνα ἐπαρακίνει τὸν Ἅγιον εἰς αἰσχρὰν μίξιν, ἀλλὰ καὶ πρὸς τούτοις ἐνηγκαλίζετο αὐτὸν μὲ τὰ μιαρά της χέρια· καὶ κατεφίλει, καὶ ἀδιάντροπα τὸν ἐπίανεν. Ὅθεν ὁ γενναιότατος τοῦ Κυρίου ἀγωνιστής, καὶ μὅλον ὁποῦ ἦτον δεδεμένος, εὑρῆκεν ὅμως τρόπον καὶ μηχανὴν διὰ νὰ γλυτώσῃ ἀπὸ τὰ βρόχια τῆς πόρνης. Πρῶτον μὲν γὰρ ἔκλεισε τὰ ὀμμάτιά του, διὰ νὰ μὴ τὴν βλέπῃ, ἔπειτα ἐμάσσησε τὴν γλῶσσάν του μὲ τὰ ὀδόντιά του, καὶ μὲ τοὺς ἀνυποφόρους πόνους, ὁποῦ ἐδοκίμαζεν ἀπὸ τὸ δάγκαμα τῆς γλώσσης, ἔκαμε τὰς ἄλλας αἰσθήσεις τοῦ σώματός του, νὰ μένουν ἀναίσθηταις εἰς τὴν ἡδονήν. Εἶτα γεμώσας ἀπὸ αἷμα τὸ στόμα του, μὲ αὐτὸ ἔπτυσεν εἰς τὸ πρόσωπον καὶ εἰς τὰ φορέματα τῆς ἀκαθάρτου καὶ μιαρᾶς πόρνης, ἥτις βλέπουσα τὸ αἷμα πῶς ἔτρεχε ποταμηδόν, ἐφοβήθη καὶ ἐσυστάλθη. Μὲ τοῦτον τὸν τρόπον ἀγωνισθεὶς ὁ μεγαλόψυχος, καὶ μὴ νικηθείς, ἀλλὰ νικήσας, ἀπαθὴς διεφυλάχθη χάριτι Χριστοῦ. Ὅθεν ἀποκεφαλισθεὶς ὕστερον, ἀπῆλθε στεφανηφόρος εἰς τὰ Οὐράνια, καὶ χαίρει χαρὰν αἰώνιον καὶ ἀνεκλάλητον (4).

(4) Τὸ διήγημα τοῦτο εὑρίσκεται καὶ εἰς τὸν χειρόγραφον Παράδεισον τῶν Πατέρων. Ἐν δὲ τῷ Συναξαριστῇ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Διονυσίου τοῦ νέου Κοινοβίου, ὀνομάζεται ὁ φιλόσοφος οὗτος Ἰουστῖνος. Ἁρμόζουσι δὲ εἰς τὸν φιλόσοφον τοῦτον τὰ λόγια τοῦ Χρυσορρήμονος, μὲ τὰ ὁποῖα ἐπαινεῖ τὸν ὄντως φιλόσοφον· «Τί γάρ ἐστί, φησιν, φιλοσόφου ἴδιον; οὐχὶ καὶ χρημάτων καὶ δόξης καταφρονεῖν, καὶ φθόνου καὶ παντὸς πάθους ἀνώτερον εἶναι;… τοιοῦτος ὁ φιλόσοφός ἐστι, τοιοῦτος ὁ πλοῦτος ἐκείνου· οὐδὲν ἔχει καὶ πᾶντα ἔχει· πᾶντα ἔχει καὶ οὐδὲν ἔχει» (Λόγ. κα΄ εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους). Ἔφη δὲ καὶ ὁ Θεολόγος Γρηγόριος· «Ἔστι τι μύθῳ φυτόν, ὃ θάλλει τεμνόμενον καὶ πρὸς τὸν σίδηρον ἀγωνίζεται· καὶ εἰ δεῖ παραδόξως εἰπεῖν περὶ παραδόξου πράγματος, θανάτῳ ζῇ, καὶ τομῇ φύεται, καὶ αὔξεται δαπανώμενον. Ταῦτα μὲν ὁ μῦθος καὶ ἡ αὐτονομία τοῦ πλάσματος. Ἐμοὶ δὲ δοκεῖ σαφῶς τοιοῦτον εἶναί τι ὁ φιλόσοφος, ἐνευδοκιμεῖ τοῖς πάθεσι, καὶ ὕλην ἀρετῆς ποιεῖται τὰ λυπηρά, καὶ τοῖς ἐναντίοις ἐγκαλλωπίζεται, μήτε τοῖς δεξιοῖς ὅπλοις τῆς δικαιοσύνης αἱρόμενος, μήτε τοῖς ἀριστεροῖς καμπτόμενος, ἀλλ’ ὁ αὐτὸς οὐκ ἐν τοῖς αὐτοῖς ᾀεὶ διαμένων, ἢ καὶ δοκιμώτερος, ὥσπερ ἐν καμίνῳ χρυσός, εὑρισκόμενος» (Λόγ. εἰς ἑαυτὸν ἐξ ἀγροῦ ἐπανήκων). Ἕνα παρόμοιον ἐποίησε καὶ ὁ ἐπὶ Δεκίου Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Νικήτας. Διατὶ καὶ αὐτὸς ἐπάνω μιᾶς κλίνης τεθεὶς καὶ δεθείς, ἐπαρακινεῖτο εἰς σαρκικὴν ἐπιθυμίαν ἀπὸ μίαν πόρνην. Ὅθεν διὰ νὰ ἀποφύγῃ τὴν ἡδονὴν ἐθέρισε μὲ τοὺς ὀδόντας τὴν γλῶσσάν του, καὶ ἔπτυσεν αὐτὴν εἰς τὸ πρόσωπον τῆς πόρνης, καθὼς ἱστορεῖ ὁ Νικηφόρος. Καὶ οὕτως ἐνίκησεν ὁ ὄντως φερώνυμος Νικήτας. Ὅρα καὶ εἰς τὸ η΄ κεφάλαιον τοῦ Πολιτικοῦ Θεάτρου.

*

Οσία ΙσιδώραἩ Ὁσία Ἰσιδώρα ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Ἐκ γῆς ἀπέπτη πρὸς μελισσῶνας πόλου,
Μέλισσα χρηστῶν πράξεων Ἰσιδώρα.

 

 

 

 

 

 

 

 

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάββας ἐν συκῇ κρεμασθεὶς τελειοῦται.

Ἤνεγκε καρπὸν πρώϊμον συκῆς κλάδος,
Τὸν χειροδέσμοις ἐκκρεμάμενον Σάββαν.

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ τελοῦνται τὰ ἐγκαίνια τῆς Νέας Ἐκκλησίας, καὶ συνεισέρχεται ὁ Πατριάρχης ἐν τῷ παλατίῳ, κακεῖθεν ἀπέρχεται μετὰ λιτῆς εἰς τὴν Νέαν Ἐκκλησίαν, καὶ λειτουργεῖ ἐκεῖσε (5).

(5) Τοῦτο ἐν τῷ Συναξαριστῇ τῆς τοῦ Διονυσίου Μονῆς οὐχεὑρίσκεται, ἴσως ὡς περιττόν.

*

Τρεις νέοι ΟσιομάρτυρεςΜνήμη τῶν Ἁγίων ἐνδόξων τριῶν νέων Ὁσιομαρτύρων Εὐθυμίου τοῦ ἐκ Δημιτζάνης τῆς Πελοποννήσου καταγομένου, καὶ ἐν Κωνσταντινουπόλει τῷ 1814 Μαρτίου 22 Κυριακῇ τῆς Βαϊφόρου διὰ ξίφους ἀθλήσαντος, καὶ Ἰγνατίου τοῦ ἀπὸ ἐσκὴ Ζαγορᾶν καταγομένου, καὶ ἐν Κωνσταντινουπόλει τῷ αὐτῷ ἔτει Ὀκτωβρίου 8 δι’ ἀγχόνης τελειωθέντος, καὶ Ἀκακίου τοῦ ἀπὸ Νιβόρη Θεσσαλονίκης καταγομένου, καὶ ἐν Κωνσταντινουπόλει ὡσαύτως τῷ 1815 Μαΐου α΄ διὰ ξίφους ἀθλήσαντος. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῶν μνήμη ἐν τῷ κατὰ τὴν Σκήτην τοῦ Τιμίου Προδρόμου σεπτῷ αὐτῶν Μαρτυρίῳ (6).

Εἰς τὸν Ἅγιον Εὐθύμιον.

Εὐθύμιέ μοι, χαῖρε, χαῖρε πολλάκις,
Σφαγεὶς γὰρ εὗρες, τὴν ἄνω χαρὰν πρόφρων.

Εἰς τὸν Ἅγιον Ἰγνάτιον.

Τὸν Ἰγνάτιον, ἄλλον ὡς ἄστρον βλέπω,
Ἐκ γῆς φαεινόν, εἰς πόλον δι’ ἀγχόνης.

Εἰς τὸν Ἅγιον Ἀκάκιον.

Ἀρνὸς δίκην σφάττουσι, φεῦ! διὰ ξίφους,
Τὸν κλεινὸν Ἀκάκιον, ἄνδρες αἱμάτων.

(6) Ὁ κατὰ πλάτος Βίος αὐτῶν καὶ ἡ ᾀσματικὴ Ἀκολουθία, ἰδιαιτέρως δὲ τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου, συνεγράφη εἰς τὸ ἁπλοῦν καὶ συνετέθη ὑπὸ τοῦ ὁσιολογιωτάτου κυρίου Ὀνουφρίου Ἰβηρίτου. Τὸ δὲ Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου συνεγράφη ἑλληνιστὶ μὲ ῥητορικώτατον κάλαμον, παρὰ τοῦ πανιερολογιωτάτου καὶ σεβασμιωτάτου γέροντος Ἁγίου Καισαρείας κυρίου Μελετίου.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

 

Των Αγίων Ιερεμίου του Προφήτου, Βατά του Πέρσου, Φιλοσόφου, Ισιδώρας, Σάββα κ.ά.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.